Ο απερχόμενος αντιπεριφερειάρχης μας, Δημήτρης Κατσικάρης, σε συνέντευξή του στη Νέα Εποχή, ως Ο άνθρωπος που μόχθησε για την αντιπεριφέρεια Νήσων Αργοσαρωνικού, ξετυλίγοντας το κουβάρι της απλότητας ενός ανθρώπου που έκανε το «αγροτικό» του στα νησιά μας, διεμήνυσε για το δίκαιον της γνωστή ρήσης του Πάγκαλου («μαζί τα φάγαμε»). Εξηγώντας μας για την παθολογία της ελληνικής κοινωνίας και καταγγέλλοντας με γενναιότητα τη μήτρα-ΠΑΣΟΚ (από την οποία εξήλθε) για τη συμβολή της στην αναξιοκρατία και στο ρουσφέτι, μας εξήγησε ότι στάθηκε δίπλα σε κάθε πολίτη που προσέτρεχε σ’ αυτόν. Μέχρι εδώ καλά. Δεν είναι να ασχολείται κανείς με το τι είπε για την ερμηνεία αυτού του κόσμου ένας δευτεροκλασάτος υπάλληλος του ΠΑΣΟΚ. Ούτε για την εποποιία του.
Αυτό όμως που έχει μια σημασία είναι το ανεκπλήρωτο όνειρό του για την Αίγινα. Ακριβός τουρισμός-όχι για φτωχούς, βρωμιάρηδες, που δεν έχουν να χαλάσουν χρήμα για το νησί.
Δηλαδή; «Πρέπει να σοβαρευτούνε κάποτε οι παράγοντες στην Αίγινα. Συγκρότηση ενός σχεδίου για την ανάπτυξη για τον τουρισμό. Η Αίγινα αν ήταν δίπλα στη Ν.Υ. θα ήμασταν οι επιστάτες των πλουσίων.» Να το όνειρό του. Επιστάτης σε μια βίλα πλουσίου. Να το φαντασιακό που έρχεται να συμπληρώσει το άλλο φαντασιακό για “την κρίση” ως “ευκαιρία για την Αίγινα” του προσφιλούς μας κυρίου Τάκη Κουκούλη. Δούλος σε βίλα πλουσίου-όχι σερβιτόρος του κάθε κακομοίρη που τρώει σουβλάκια και σκέφτεται να πάρει τζατζίκι και ορεκτικά. Και τι πρέπει να γίνει για να το πετύχουμε; Αυτοοργάνωση. Ναι αυτοοργάνωση. «Όπως είπα και σε έναν τηλεοπτικό σταθμό, άλλο η ποσότητα και άλλο η ποιότητα. Άλλο δηλαδή το «πορτοφόλι» για να καταλήξω στην ουσία. Γενικά έχουμε «φθηνό» τουρισμό. Δεν έχουν πολλά λεφτά να χαλάσουν. Για να πάνε μπροστά τα νησιά και οι επιχειρήσεις, πρέπει να δούμε την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, οι τιμές, όλα αυτά που πρέπει να τα κοιτάξει η περιοχή. Πρέπει να υπάρχει μια αυτοοργάνωση.»
Κύριε Κατσικάρη, έχετε δίκιο. Η ουσία είναι το «πορτοφόλι» που είπατε. Έρχονται φτωχοί, στριμωγμένοι μέσα στα ΙΧ, από την Αθήνα, κουβαλώντας: συγγενείς 1ου και 2ου βαθμού, φίλους, μπατζανάκηδες και κουνιάδες, παράλληλες σχέσεις με κουμπάρες και κουμπάρους, ψησταριές, κατεψυγμένες χοιρινές μπριζόλες και κοτόπουλα, δημητριακά φίτνες, κινέζικα ρούχα και μαϊμού σαγιονάρες από τη λαϊκή, παιχνίδια από πλανόδιους πακιστανούς και το τζάμπο, βιβλία και περιοδικά λάιφ-στάιλ και χαρτιά υγείας από προσφορές των μαγαζιών του κέντρου. Πηγαίνουν μετά στο Κέντρο Υγείας για τις σφήκες που τους τσίμπησαν ή για το στομάχι που παράφαγε «κι έχει πίεση», βρίζουν τους πάντες που «δεν ξέρουν να οδηγάνε» και μουντζώνουν, κατεβαίνουν τα απογεύματα στα θερινά σινέ για κινούμενα σχέδια και σουβλάκι, και στο τέλος πάνε στο σπίτι για να μην αφήσουν μόνη την πεθερά με το πάρκινσον και πίνουν τις φτηνές μπύρες που βρήκαν σε προσφορά. Ποτίζουν και τις λεμονιές τους και κάθονται μετά στη δροσιά, λένε για αυτούς «που μας κυβερνάνε, που θέλουν να μας πάρουν τα σώβρακα και τα σπίτια» μέχρι να έρθει η κουβέντα στα οικογενειακά για να μαλώσουν και να ανάψουν λίγο τα αίματα. Βάζουν και την τηλεόραση στο τέρμα και ο μικρός σηκώνεται να πάει με τους φίλους στο μαγαζί με το 5ευρω ή 10ευρω της κακομοιριάς. Κάθονται με τις ώρες το πρωί στις καρέκλες της παραλίας με ένα φρέντο και έναν φραπέ, παραγγέλνουν για τα παιδιά μια πορτοκαλάδα, διαβάζουν τον φρι-πρες τύπο για να μη δώσουν ούτε ένα σεντ, βάζουν τα γυαλιά πρεσβυωπίας για να δούν το λογαριασμό, κουνάνε το κεφάλι, φεύγουν το μεσημέρι για μπάνιο (δωρεάν) και μετά βουρ για το σπίτι. Πάνε και στα πανηγύρια, ανάβουν το κεράκι, περνάνε από τους πάγκους φωνάζοντας στα παιδιά τους «μα όλα τα έχετε» και αγοράζουν τσάντες από τους “μαυρούληδες”. Λαϊκός κόσμος που φοβάται να χαλάσει τα ευρώ του. Φτηνός τουρισμός. Ούτε φεστιβάλ, ούτε θέατρο, ούτε πολιτισμός, ούτε επαύλεις με πισίνα, ούτε κότερο, ούτε «πορτοφόλι» για να καταλήξουμε στην «ουσία». Εμ πού θα γίνουμε επιστάτες;
Θα μας λείψετε.
Ο Μαρδικούλος που λατρεύει τους πτωχούς πλην τίμιους
και σιχαίνεται τους τιμίους πλην πτωχούς