του Γιώργου Ρακκά από το Άρδην τ. 91 που κυκλοφορεί
Κατά την περίοδο 10-19 Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της ΓΣΒΕΕ μια έρευνα πάνω στις συνέπειες που είχε η κρίση στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών1. Τα αποτελέσματά της είναι κάτι παραπάνω από διδακτικά για το τι έχει συμβεί αστραπιαία και βίαια στην ελληνική κοινωνία τα τρία χρόνια του μνημονίου και της ακραίας θεραπείας-σοκ που έχουν υποβάλει την Ελλάδα οι ξένοι δανειστές και οι ντόπιοι εντολοδόχοι τους.
Η έρευνα καταγράφει δραστική μείωση των εισοδημάτων και της αγοραστικής δύναμης των ελληνικών νοικοκυριών. Σύμφωνα με τις απαντήσεις που έδωσε το αντιπροσωπευτικό δείγμα, βγαίνει ότι σ’ ένα 33,5% των νοικοκυριών δεν εργάζεται κανείς, ενώ ένα 40% διαθέτει τουλάχιστον έναν άνεργο. Το 67,5% των νοικοκυριών διαθέτει εισόδημα μέχρι 18.000€ (περίπου 24.150$, δηλαδή ελάχιστα κάτω από τα 25.000$ όπου και εκτιμάται το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας για το 2012)2, ενώ το 93.2% του συνόλου δήλωσε ότι το εισόδημά τους έχει μειωθεί από το ξέσπασμα της κρίσης. Από αυτούς, για το 72.2% μειώθηκε πάνω από 30%.
Βάσει όλων αυτών, δεν είναι τυχαίο ότι ένα 49,8% είπε ότι τα εισοδήματά του δεν έφτασαν για την κάλυψη των αναγκών του κι ότι χρειάστηκαν επιπλέον χρήματα, τα οποία βρέθηκαν κατά κύριο λόγο από τις αποταμιεύσεις (56,5%), από δανεικά μέσω φίλων και γνωστών (33,1%), από πιστωτικές κάρτες (15.8%), από εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων (8,8%) και από τη δανειοδότηση των τραπεζών κατά 19,3%.
Αυτή η τεράστια συρρίκνωση των εισοδημάτων έχει μεγάλο αντίκτυπο στην κατανάλωση. Έτσι, ένα 69,7% δήλωσε ότι έχει κάνει σημαντικές περικοπές στα είδη διατροφής, ένα 79,4% στη μετακίνηση, ένα 83,2% στη θέρμανση, ένα 69,8% στους λογαριασμούς του σπιτιού και ένα 70% στην αρτοποιία. Για τα δε καταναλωτικά είδη, τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα: την ένδυση και την υπόδηση (92,5%), τα εστιατόρια και τις ταβέρνες (93,0%), τα καφέ και τα μπαρ (88,8%), τα ταξίδια (88,7%), τα δώρα (90.2%) κ.λπ.
Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν αυτό που όλοι έχουμε κατά νου, ότι δηλαδή τα τελευταία τρία χρόνια συντελέστηκε μια δραστική υποβάθμιση των όρων διαβίωσης της μεσοστρωματικής πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών.
Πρόκειται για τα πρώτα άμεσα, και ίσως τα μόνα «επιτεύγματα» της πολιτικής των μνημονίων. Αντίθετα, και παρά τα διακηρυγμένα, η χώρα διανύει το έκτο έτος συνεχιζόμενης ύφεσης, όπου υπάρχει πρόβλεψη για μείωση του ΑΕΠ κατά 4,6%3. Ταυτόχρονα, διόλου αισιόδοξα δεν είναι τα μηνύματα από την εξέλιξη του εξωτερικού χρέους της χώρας –το οποίο το 2009, τη χρονιά όπου ξεκίνησε το θανάσιμο σπιράλ της λιτότητας, ανέρχονταν στο 129% του ΑΕΠ, σήμερα έχει εκτοξευθεί στο 170%, ενώ και οι προβλέψεις είναι πλέον απαισιόδοξες για τα χρόνια που θα ακολουθήσουν (βλ. κάτωθι πίνακες).
Αναμφίβολα, πρόκειται για μια κραυγαλέα αναντιστοιχία της πραγματικότητας με τη ρητορική ξένων δανειστών και ελληνικών κυβερνήσεων, που κατά τα τρία χρόνια της θεραπείας-σοκ ισχυρίζονται πως οι θυσίες (τις οποίες ως επί το πλείστον κάνουν οι άλλοι, και όχι οι άρχουσες τάξεις) πραγματοποιούνται ακριβώς για την καταπολέμηση της ύφεσης και τη μείωση του δημόσιου χρέους.
Ωστόσο, αν κανείς αναζητήσει τα πραγματικά κίνητρα των κυβερνητικών πολιτικών πίσω από τα επικοινωνιακά τρικ, θα καταλάβει ότι εν τέλει το σχέδιο των δανειστών για την αναμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας δεν έχει πέσει τόσο έξω.
Ας δούμε το γιατί
Όπως εν τάχει αναφέραμε και στην αρχή, η ελληνική οικονομία ήταν υπερβολικά στηριγμένη (βλ. και κάτωθι πίνακα) σ’ έναν παρασιτικό κύκλο εσωτερικής κατανάλωσης, δημόσιας και ιδιωτικής, η οποία τροφοδοτούσε σ’ ένα πολύ μεγαλύτερο από τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. ποσοστό την αύξηση του ΑΕΠ. Ο κύκλος αυτός χρηματοδοτήθηκε από τη ναυτιλία, τα ευρωπαϊκά κονδύλια και έναν υπερχρεωμένο δημόσιο τομέα, ο οποίος στηριζόταν από τον φτηνό δανεισμό.
Έτσι, σύμφωνα με την έρευνα του διεθνούς οίκου αξιολόγησης Μακίνσει (McKinsey), για την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας, την οποία, σύμφωνα με δημοσιεύματα στα ΜΜΕ5, χρησιμοποιεί συστηματικά η ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να καταρτίσει ένα «αναπτυξιακό πλάνο» για την Ελλάδα του 2020:
Η κρίση κατέστησε σαφές ότι το προϋπάρχον ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης υπέφερε από δομικά μειονεκτήματα. Ο υπερδανεισμός και η υπερκατανάλωση του δημοσίου τροφοδότησε την υπερκατανάλωση του ιδιωτικού τομέα, συντηρώντας σημαντικά ελλείμματα στην ανταγωνιστικότητα και στην παραγωγικότητα. Κατά την περίοδο 2000-2008, η αυξανόμενη ιδιωτική και δημόσια καταναλωτική δαπάνη οδήγησε σε ένα διαρκώς διευρυνόμενο εμπορικό έλλειμμα, καθώς η εγχώρια παραγωγή δεν επαρκούσε για να καλύψει τη ζήτηση, ενώ το χαμηλό ύψος των εγχώριων και ξένων επενδύσεων δεν επαρκούσε για να αυξήσει την παραγωγή στα απαιτούμενα επίπεδα. Στον αντίποδα, οι περισσότεροι από τους εταίρους της Ελλάδας στην Ευρώπη είχαν πολύ μικρότερα εμπορικά ελλείμματα και κατάφεραν να επενδύουν περίπου το 20% του ΑΕΠ τους στις εγχώριες οικονομίες τους. […]Η ιδιωτική κατανάλωση στην Ελλάδα είναι κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ υψηλότερη από το αντίστοιχο μέγεθος των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών και η ζήτηση είναι σε συντριπτικό ποσοστό εγχώρια. Ακόμη και εξωστρεφείς τομείς της οικονομίας –όπως π.χ. ο τουρισμός– εξαρτώνταν σε μεγάλο βαθμό από την εσωτερική ζήτηση. Με απλά λόγια, η ελληνική ανάπτυξη στηρίχτηκε σε χαμηλές εγχώριες επενδύσεις και σε υψηλή εγχώρια ζήτηση, που χρηματοδοτήθηκε από φτηνό δανεισμό και έναν υπερχρεωμένο δημόσιο τομέα6.
Ωστόσο, το ύψος των μισθών δεν επηρέαζε άμεσα την ανταγωνιστικότητα, καθώς, όπως αναφέρει και σχετική έρευνα της Γιούρομπανκ, οφείλεται σε δύο στενά αλληλεπιδρώντες παράγοντες: την αύξηση των τιμών που προκαλούσε η αύξηση της εσωτερικής ζήτησης, και τη συνακόλουθη αύξηση του κόστους εργασίας σε τομείς παραγωγής μη εξαγώγιμων προϊόντων και υπηρεσιών:
Η επιδείνωση της ελληνικής ανταγωνιστικότητας οφείλεται σ’ ένα σπιράλ μισθών-τιμών και όχι στην αναδιανομή του ΑΕΠ προς όφελος της εργασίας. Η σταθερότητα του μεριδίου της εργασίας στο ΑΕΠ παραμένει στον μέσο όρο της ΕΕ των 17 διαχρονικά. […]
Ωστόσο, η διαδικασία της επίμονης αύξησης του πληθωρισμού και των μισθών, που κρύβεται πίσω από την επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας κατά την τελευταία δεκαετία, έχει και μια άλλη αιτία. Όπως έχουμε δείξει σε προηγούμενες μελέτες, η απώλεια της ανταγωνιστικότητας είναι κυρίως εξαιτίας της αύξησης του σχετικού κόστους εργασίας και των τιμών των μη εξαγώγιμων προϊόντων της οικονομίας, σε σύγκριση με τα εξαγώγιμα, και μόνο δευτερευόντως εξαιτίας της αύξησης των μισθών στους εξαγωγικούς τομείς. […]
Σε οικονομικούς όρους, η αύξηση των σχετικών τιμών των μη εξαγώγιμων προϊόντων πλήττει τα εξαγώγιμα, καθώς απορροφάει πόρους (ανθρώπινο και υλικό κεφάλαιο) από τους εξαγωγικούς τομείς, προς όφελος των μη εξαγωγικών7.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι στο επίκεντρο της ελληνικής κρίσης, και άρα στην αφετηρία οποιουδήποτε σχεδίου για την έξοδο από αυτήν, απαιτείται ως προϋπόθεση ο μετασχηματισμός της παρασιτικής δομής, ο περιορισμός της εσωτερικής καταναλωτικής ζήτησης –και συνακόλουθα η μείωση των ελλειμμάτων. Εν ολίγοις, η εγκατάλειψη ενός μοντέλου που στηρίζεται στις… εισαγωγές, τον δανεισμό και στον …αέρα.
Απέναντι σ’ αυτή την πραγματικότητα, δύο δυνατοί δρόμοι θα μπορούσαν να προκύψουν. Ο πρώτος, που παραμένει ακόμα ζητούμενο, είναι ο δρόμος της εθνικής αξιοπρέπειας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Όπου ο περιορισμός της εσωτερικής ζήτησης θα πραγματοποιούνταν με όρους δημοκρατικής αποανάπτυξης, εγκατάλειψης του παρασιτικού καταναλωτισμού, οικοδόμησης ενός άλλου μοντέλου οικονομίας, που να στηρίζεται στη μικρή και τη συνεταιριστική παραγωγή του πλούτου, που να προσανατολίζεται πρώτα στην ικανοποίηση των εσωτερικών αναγκών κ.ο.κ.
Στο διεθνές πεδίο, αντί η χώρα να ζητιανεύει τα δάνεια από την Ε.Ε., με τίμημα την εγκατάλειψη της εθνικής ανεξαρτησίας και το πέρασμα στην κηδεμονία της τρόικας, θα στηριζόταν στην αξιοποίηση του γεωπολιτικού συγκριτικού πλεονεκτήματός της, και στη σύναψη δανείων με τους άλλους πόλους του νέου, πολυπολικού παγκόσμιου συστήματος, τη Ρωσία και την Κίνα, την ενεργητική διαπραγμάτευση στο εσωτερικό της Ε.Ε. για την ανατροπή των αποικιακών σχέσεων μεταξύ του μπλοκ της «γερμανικής Ευρώπης» και των υπολοίπων κ.ο.κ.
Κάτι τέτοιο δεν κατέστη ακόμα εφικτό, οπότε εκ των πραγμάτων προκρίνεται η «έξοδος από έξω και δεξιά» της τρόικας και των μνημονιακών κυβερνήσεων – μια πολιτική σκληρής εσωτερικής υποτίμησης, που αξιώνει τη δραστική υποβάθμιση των όρων διαβίωσης των μεσαίων στρωμάτων.
Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, η εκπτώχευση μεγάλων κομματιών της ελληνικής κοινωνίας δεν αποτελεί παράπλευρη ή έστω άμεση συνέπεια της εφαρμοζόμενης πολιτικής, αλλά άμεσό της στόχο. Διότι, όπως είδαμε, δίχως τη δραστική μείωση της εσωτερικής ζήτησης και το ξεφούσκωμα του τομέα των μη εξαγώγιμων προϊόντων που στηριζόταν σε αυτή, δεν μπορεί να αναπτυχθεί μια επανασύνδεση της Ελλάδας με τη διεθνή αγοράς στη βάση της ρικαρντιανής λογικής του «συγκριτικού πλεονεκτήματος»:
Δηλαδή, όπως προβλέπει στην έκθεσή της και η Μακίνσεϊ, σ’ ένα μοντέλο που να στηρίζεται στον τουρισμό, τις εξαγωγές ποιοτικών αγροτικών προϊόντων «ονομασίας προέλευσης», καθώς και στην… αποκατάσταση και την αναψυχή των εύπορων συνταξιούχων της Κεντρικής Ευρώπης, τον συνεδριακό τουρισμό κ.ο.κ. Αυτός είναι ο δρόμος της Ελλάδας μέσα στο δοσμένο πλαίσιο της παγκόσμιας ελεύθερης αγοράς. Μόνο που κάτι τέτοιο δεν επιτρέπει την ύπαρξη των εκτεταμένων μεσοστρωμάτων που χαρακτηρίζουν την ελληνική κοινωνία, αλλά αντίθετα μια ταξική διάρθρωση αλά Πορτογαλία, που βέβαια θα συνοδεύεται και από τους αντίστοιχους μισθούς.
Γι’ αυτό και, με τους όρους των κηδεμόνων μας, και παρά τα κροκοδείλια δάκρυα των Σαμαρά, Βενιζέλου και Κουβέλη, το πρόγραμμα της τρόικας είναι επιτυχημένο, καθώς εξασφαλίζει δύο πρωταρχικές προϋποθέσεις για την οικοδόμηση ενός «αναπτυξιακού δρόμου» (με τους όρους της «εξόδου από έξω και δεξιά», βέβαια, που αντιπροσωπεύει το μπλοκ των μνημονίων): Πρώτον, το κοινωνικό ντάμπινγκ. Δεύτερον, έναν νέο κύκλο συγκεντροποίησης στους «ελπιδοφόρους» κλάδους, όπως είναι ο τουρισμός, μέσω επιθετικών εξαγορών και καταστροφής των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και, επίσης, έναν ακόμη κύκλο συσσώρευσης διά της αρπαγής8 των υποδομών και του δημόσιου πλούτου της χώρας.
Το σχέδιο αυτό, προφανώς, διαλύει την κοινωνική συνοχή, κουρελιάζει το Σύνταγμα και απειλεί άμεσα την εθνική ανεξαρτησία της χώρας. Υπό αυτή την έννοια, οι δυνάμεις που το υπερασπίζονται συνιστούν μια ακραία απειλή για την ελληνική κοινωνία. Πρόκειται περί εξτρεμιστών στην εξουσία, οι οποίοι αξιώνουν την άμεση, βίαιη και ολοκληρωτική μεταβολή της κοινωνικής διάρθρωσης της χώρας –κάτι που αποτελεί τον ορισμό του ολοκληρωτισμού. Αν ψάχνουν, λοιπόν, οι κ.κ. Βορίδης και Δένδιας τα άκρα, ας τα αναζητήσουν πρωτίστως στην πολιτική της κυβέρνησης στην οποία μετέχουν.
Δυστυχώς, αυτός ο απώτερος στόχος της θεραπείας-σοκ που επιβάλλουν οι ξένοι δανειστές, με αιχμή τη «γερμανική Ευρώπη», πάνω στη χώρα, δεν έχει αναλυθεί επαρκώς ούτε από την αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ. Εντός του, ακόμα και τα πρόσωπα που προβάλλονται ως οι πιο σοβαροί αναλυτές, φτάνουν μόνον σε επίπεδο να διατυπώνουν ρητορικά σχήματα και ερωτήματα, που ενδεχομένως να είναι χρήσιμα για την καθημερινή διαπάλη που διεξάγουν με την κυβέρνηση, δεν βοηθούν όμως στο να διαλευκάνουν την πραγματικότητα των κινήτρων της πολιτικής της (και άρα χάνουν την μπάλα όταν φτάνουν στο διά ταύτα). Έτσι, ο Γιώργος Σταθάκης υποστηρίζει μέσα από τις στήλες της Αυγής:
Υπάρχουν τρεις τρόποι για να αντιμετωπιστεί η κρίση του δημόσιου χρέους. Αυτό δεν αποτελεί ιδιαίτερη προσέγγιση κάποιας οικονομικής σχολής, νεοκλασικής, κεϋνσιανής, μαρξιστικής ή άλλης, αλλά κοινό τόπο όλων των οικονομικών σχολών. Κοινώς, δεν έχει ανακαλυφθεί κάποιος τέταρτος τρόπος. Οι τρεις τρόποι είναι η μερική ή ολική πτώχευση, η διαγραφή δηλαδή χρέους, ο πληθωρισμός και η οικονομική μεγέθυνση της οικονομίας. […]
Τούτων λεχθέντων, στην Ελλάδα επιχειρείται εδώ και δυόμισι χρόνια μία πρωτόγνωρη θεώρηση της κρίσης χρέους, που ισχυρίζεται κάτι μοναδικό, κάτι που μπορεί να μην στηρίζεται σε καμία απολύτως οικονομική θεωρία. εντούτοις επαναλαμβάνεται διαρκώς και αδιαλείπτως σε όλους τους τόνους από την τρόικα και την ελληνική κυβέρνηση. Αυτοί ισχυρίζονται ότι, για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του χρέους, πρέπει να εφαρμοστεί μία ακραία πολιτική λιτότητας, αποπληθωρισμού και δημοσιονομικής προσαρμογής, που παράγει αναπόφευκτα ύφεση και ακραία συρρίκνωση του ΑΕΠ9.
Η πολιτική αυτή είναι «πρωτόγνωρη», όσο δεν αντιλαμβάνεται κανείς το διά ταύτα: Ότι, στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα το χρέος, δεν είναι βιώσιμη. ότι όπως δηλώνουν οι περισσότεροι διεθνείς εμπειρογνώμονες, ενδεχομένως να χρειαστεί και άλλο κούρεμα. ότι η «σκληρή γραμμή», την οποία αντιπροσωπεύει η «γερμανική Ευρώπη», χρησιμοποιεί το αδιέξοδο του χρέους για να εκβιάσει και να επιβάλει τον βίαιο μετασχηματισμό της μικρομεσαίας Ελλάδας. και ότι, τέλος, μέσα από αυτόν, προσβλέπουν αφενός στο να λεηλατήσουν ορισμένους τομείς (ενέργεια, τους κλάδους του «πράσινου καπιταλισμού», ένα κομμάτι του συνεδριακού, του ιαματικού τουρισμού κ.ο.κ.10) και αφετέρου να δορυφοροποιήσουν την Ελλάδα, εν είδει τουριστικής νεο-αποικίας.
Χαρακτηριστικό δε ως προς αυτό, είναι ότι ακόμα και οι Αμερικάνοι, για λόγους γεωπολιτικής σύγκρουσης και ανταγωνισμού με τη Γερμανία, επικαλούνται τη μη βιωσιμότητα του χρέους, καθώς και αυτήν της πολιτικής ακραίας λιτότητας, ως υποτιθέμενη απάντηση στα προβλήματα της Ελλάδας. Το κάνουν για να καταδείξουν το αδιέξοδο της γερμανικής πολιτικής, καθώς σταδιακά επιθυμούν να τη «συνετίσουν» ώστε να εγκαταλείψει τον σοβινιστικό δρόμο της «γερμανικής Ευρώπης» και να υιοθετήσει μια κοινή ευρωατλαντική πολιτική απάντησης στην κρίση11.
Για τον ίδιο λόγο, εξ άλλου, ο Ράιχενμπαχ κάλεσε πριν από μερικές μέρες τους Έλληνες να κλείσουν τ’ αυτιά τους στους ισχυρισμούς του ΔΝΤ ότι το πρόγραμμα της ακραίας λιτότητας είναι αποτυχημένο, και να συνεχίσουν με άκρα προσήλωση να εφαρμόζουν το πρόγραμμα κοινωνικής και εθνικής αυτοκτονίας που έχει εκπονήσει αυτός και η ομάδα του12.
Ωστόσο, προς το παρόν, οι αυταπάτες που τρέφει ο ΣΥΡΙΖΑ περί «ευρωπαϊκού προβλήματος», η αδυναμία του να συλλάβει το βάθος και την ιδιαιτερότητα της ελληνικής κρίσης, δεν του επιτρέπει να δει την ουσία του μεγάλου μετασχηματισμού που κρύβεται πίσω από το γερμανικό blitzkrieg. Εξ ου και η, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, πάντως πραγματική, ταύτιση των προγραμματικών του θέσεων με τη γραμμή της «ήπιας προσαρμογής» που προτείνουν τα ατλαντικά κέντρα εξουσίας εντός του μπλοκ των ξένων δανειστών:
Τι, άραγε, θα μπορούσε να περιλαμβάνει η πολιτική συμφωνία; Μα, όλα τα προφανή που έθετε ο ΣΥΡΙΖΑ από την αρχή. Αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, πιο αργή δημοσιονομική προσαρμογή, αυτόνομη διαχείριση του ζητήματος των τραπεζών, αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής προς δικαιότερη κατανομή των βαρών, και, φυσικά, μέτρα ανάσχεσης της ύφεσης. Η εμμονική προσκόλληση στο μνημόνιο φτάνει στα όριά της, δυστυχώς με τον πιο επώδυνο τρόπο για την ελληνική κοινωνία13.
Μια ταύτιση που ήδη έχει προκαλέσει αντιδράσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ –βλέπε τις δηλώσεις της Σοφίας Σακοράφα14 για το θέμα, ή τις αντιδράσεις του Αριστερού Ρεύματος για τα πρόσφατα ταξίδια του Αλέξη Τσίπρα στις ΗΠΑ και τη Γερμανία, και ενδέχεται να προκαλέσει ακόμα περισσότερες, αν η στρατηγική της αξιωματικής αντιπολίτευσης συνεχιστεί προς αυτή την κατεύθυνση.
Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει: Είναι βιώσιμο αυτό το σχέδιο κολοσσιαίας (κι αποτρόπαιας) κοινωνικής μηχανικής; Η αλήθεια είναι πως η έκβασή του εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Κυρίως, από τον βαθμό της συναίνεσης που θα επιδείξει ο ίδιος ο ελληνικός λαός κατά την εφαρμογή του –πράγμα που, με τη σειρά του, εξαρτάται από την εγκυρότητα των εναλλακτικών λύσεων που θα προτάξουν οι ανταγωνιστικές ως προς αυτό δυνάμεις.
Ύστερα, εμπλέκονται πολλαπλοί και αστάθμητοι παράγοντες. Στις συνθήκες της κρίσης και της απόλυτης θεσμικής κατάρρευσης που υφίστανται σήμερα στη χώρα, η κυβέρνηση μπορεί να στραβοπατήσει οπουδήποτε, σε κάποιο μικρότερο ή μεγαλύτερο σκάνδαλο –ακόμα και η παραμικρή δήλωση ή οποιοδήποτε περιστατικό μπορεί να κάνει να ξεχειλίσει το ποτήρι. Πάντως, σε οποιαδήποτε περίπτωση, η αλήθεια είναι ότι ο Αντώνης Σαμαράς βιάστηκε να συναινέσει σ’ ένα πακέτο απαράδεκτων μέτρων ώστε να εξασφαλίσει τη δόση και τώρα η εφαρμογή τους φτάνει στα όρια την κυβέρνηση και επιτείνει τη διάλυση των κομματικών εταίρων.
Πέρα όμως από το εσωτερικό πεδίο, υπάρχει και μια πλειάδα παραγόντων που δρουν σε ευρωπαϊκό ή σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι σημαντικό, δηλαδή, το πώς θα εξελιχθεί η κόντρα μεταξύ της Γερμανίας και των ΗΠΑ, το τι θα πράξει η Γαλλία, το τι θα συμβεί στις υπόλοιπες χώρες που βρίσκονται στο στόχαστρο της «γερμανικής Ευρώπης». Κι επίσης, υπάρχει πάντοτε η κρίση στη Συρία, που απειλεί να βάλει φωτιά σ’ όλη τη Μέση Ανατολή, πράγμα που με τη σειρά του θα έχει σαρωτικές συνέπειες πάνω στην παγκόσμια ισορροπία.
Για να επιστρέψουμε όμως στο κύριο ζήτημα, που είναι οι προοπτικές αντίστασης του ελληνικού λαού, αυτές, μεταξύ άλλων, θα κριθούν και από το βάθος που θα λάβει μια ευρεία, εκτεταμένη, δημόσια συζήτηση αποτίμησης του μοντέλου το οποίο σήμερα εξαντλείται. Σε ερωτήματα του τύπου «πώς φτάσαμε μέχρι εδώ», δηλαδή σε μια αναδρομή στις πηγές της ελληνικής κρίσης, κρύβονται αποκαλυπτικές απαντήσεις για τη σημερινή κατάσταση της κοινωνίας μας. Και επίσης, φωτίζονται καλύτερα τα χαρακτηριστικά των στρωμάτων που κλονίζονται, άρα και οι δυνατότητες, τα όρια της παρέμβασής τους κ.ο.κ.
Στο πλαίσιο αυτής της αναζήτησης, για να κάνουμε ένα βήμα μπροστά, πρέπει να πάμε προς τα πίσω: Στο πώς γεννήθηκε ο ελληνικός παρασιτισμός (και γιατί) στις αρχές του 1950, κι επίσης στο γιατί επιβίωσε και επεκτάθηκε κατά την περίφημη «αλλαγή», καθώς και το τέλος του μετεμφυλιακού και του μεταχουντικού κράτους. Τέλος, στο πώς μετασχηματίστηκε (και εν τέλει βρυκολάκιασε) κατά το πέρασμα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, καταλήγοντας στη μεγάλη μαύρη τρύπα μέσα στην οποία έπεσε ολόκληρη η χώρα από το 2008 κι έπειτα.
Αυτού του είδους η ανάλυση, ταξική, ιστορική, με έμφαση στην ελληνική ιδιαιτερότητα, είναι που λείπει σήμερα από την εν πολλοίς γενικόλογη επιχειρηματολογία και κλισέ φρασεολογία των «αντιμνημονιακών» πόλων που αξιώνουν να εκφράσουν την οργή του ελληνικού λαού. Πάνω στην απουσία της, γεννιούνται και θεριεύουν ψευδαισθήσεις και αυταπάτες που εγκλωβίζουν τις πολιτικές ζυμώσεις και διεργασίες για τη γέννηση ενός ρωμαλέου αντιστασιακού πόλου…
1. Έρευνα ΙΜΕ-ΓΣΕΕΒΕ: Εισόδημα-Δαπάνες Νοικοκυριά. Ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.gsevee.gr/images/ereunes/noikokuria_dec_2012/eisodima_dec_2012_.pdf.
2. Πηγή: CIA World Factbook, ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.cia.gov/library/publications/the-world-factbook/fields/2004.html.
3. Fitch: Πλεόνασμα το 2012, ύφεση το 2013 στην Ελλάδα, Εφημερίδα Το Βήμα, 05/02/2013.
4. ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, Ελληνική οικονομία και η απασχόληση: Ετήσια έκθεση 2012.
5. Το ευαγγέλιο της ελληνικής ανάπτυξης, Το Βήμα, 28/1/2013.
6. Η Ελλάδα 10 Χρόνια Μπροστά: Προσδιορίζοντας το νέο Εθνικό Μοντέλο Ανάπτυξης – Σύνοψη, McKinsey & Company, Athens Office, September 2011, σελ. 12-13.
7. D. Malliaropoulos – T. Anasta-satos, The improvement in the Competitive Position of the Greek Economy and Prospects for an Export‐led Growth Model, Economy and Markets, Vol. VIII, Issue 1 January 2013. σελ. 8.
8. Για τον όρο βλέπε, Ντ. Χάρβεϋ, Ο Νέος ιμπεριαλισμός, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2005. Σελ. 70-100.
9. Γιώργος Σταθάκης, Από κούρεμα σε κούρεμα, Αυγή, 02/12/2012.
10. Βλ. για παράδειγμα: Νάντια Βαλαβάνου, Συνεργάτες στους Δήμους ή νεο-αποικιοκράτες;, Ελευθεροτυπία, 03/2/2013 και Χανς Γ. Φούχτελ, «Οι μεταρρυθμίσεις ανοίγουν τον δρόμο για επενδύσεις», συνέντευξη στην Ημερησία του Σαββάτου, 10-11/11/2012.
11. Ά. Αθανασόπουλος, «ΗΠΑ και ΕΕ αλλάζουν τον παγκόσμιο χάρτη του εμπορίου», Το Βήμα, 9/12/2012.
12. «Τη στιγμή που η Ελλάδα έχει κατορθώσει να ξεπεράσει τη δυσκολότερη φάση του συγκεκριμένου προγράμματος, δεν βλέπω αυτήν τη στιγμή, ειδικά από πλευράς Task Force, πώς θα μπορούσε θα ξανανοίξει αυτή η συζήτηση». Χορστ Ράιχενμπαχ.
Πηγή: Ράιχενμπαχ: Όχι σε αλλαγή του προγράμματος της τρόικας, Έθνος, 6/2/2013.
13. Γ. Σταθάκης, Το Μνημόνιο φθάνει στα όριά του, Εφημερίδα Αυγή, 30/9/2012.
14. Κριτική Σακοράφα στα ταξίδια Τσίπρα, tvxs.gr, 11/02/2013.