“να τα δείτε σε πέντε χρόνια” (ΜΕΡΟΣ Δ)

«να τα δείτε σε πέντε χρόνια» (μέρος Δ)

αφήγημα του Γιώργου Μήτρου

(ΜΕΡΟΣ Α)

(ΜΕΡΟΣ Β)

(ΜΕΡΟΣ Γ)

…Ποδηλάτησε ανάμεσα σε κόσμο λιγοστό για την εποχή και κατευθύνθηκε στο μαγαζάκι. Το βρήκε πολύ αλλαγμένο, με σιδερένιο υπόστεγο κι ελάχιστα τραπέζια στον ήλιο. Κοίταζε μέσα να δει αν του θύμιζε κάτι. Τίποτε. Ένας νεαρός ως τα εικοσιπέντε, έκοβε βόλτες κουβαλώντας τα μαναβικά και χαιρετήθηκαν.

-Το βράδυ σερβίρουμε εκτός κι αν θέλετε καφεδάκι ή τσάι με βότανα από το νησί.

-Εσείς το έχετε τώρα το μαγαζί;

Του εξήγησε ότι το πήρε ο «δήμαρχος» από τον προηγούμενο που «δεν πήγαινε καλά» και το δουλεύουν σαν δημοτικοί υπάλληλοι.

-Δηλαδή;

-Παίρνουμε από ένα μισθό, οι νυχτερινοί το νυχτερινό, συν τα εξτρά, πουρμπουάρ και τα γνωστά, κλείνει στις δυο. Έξι άτομα, από ένα εννιάωρο ο καθένας μας. Δυο το πρωί και τέσσερις το βράδυ. Αυτοί παίρνουν τα βραδινά μεροκάματα. Κυλιόμενο, κατάλαβες…

-Και βγαίνει;

-Όλοι βγαίνουμε. Εμείς καλό μεροκάματο και τα κέρδη πάνε στο δήμαρχο.

-Στο δήμαρχο;

-(Γέλασε) Όχι, στο δήμαρχο, στο Δήμο εννοώ. Τα καλοκαίρια μέσο όρο γύρω στα 250 με 300 και το χειμώνα πέφτει στα 150 με 200 την ημέρα, με τα παλιά ευρώ… Εμείς σταθερά μεροκάματο… Το χειμώνα παίρνουμε άδειες όλοι. Κυλιόμενες κι αυτές. Δεν κάθεστε να πιείτε καφεδάκι;

Άκουσε φωνές για κάτι μαναβικά που ήρθαν από Κυψέλη κι έφυγε να τα παραλάβει.

-Όλα ντόπια είναι. Μόνο το καλοκαίρι εισάγουμε από τον Πόρο και τα Μέθανα. Εκεί κι αν έχουν παραγωγή. Και το αλεύρι για το ψωμί δικό μας είναι. Δηλαδή ντόπιο.

-Μύλους;

-Έχουμε δυο. Έναν ιδιωτικό και έναν δημοτικό. Όλοι στο Δήμο πηγαίνουνε. Ο άλλος βαράει μύγες. Και πιο φτηνά έρχεται και καλύτερη δουλειά και μένουν τα λεφτά στον τόπο. Μ’ αυτά και μ’ αυτά δουλεύει κόσμος. Μέχρι και μουσείο-εργαστήριο κάνανε, ο Δήμος στο Μεσαγρό, στο χωριό μου, με τους δυο κανατάδες που είχαν μείνει. Θέλουν να φτιάξουν και σχολή να ‘ρχονται παιδιά από αλλού, αλλά ακόμα δεν ξέρω τι γίνεται. Ξέρεις πόσοι έχουμε κανάτια τώρα στο τραπέζι μας για το νερό;

-Το βάζετε από τα πλαστικά στην κανάτα;

Του ‘δειξε το ψυγείο.

-Για κοίτα. Τα βλέπεις τα μπουκάλια; Αχρησιμοποίητα είναι. Μόνο κάτι σικ από την Αθήνα και ξένοι μας ζητάνε μπουκάλι. Το νερό του νησιού φτάνει για όλους. Μόνο το καλοκαίρι κουβαλάμε τρεις ή τέσσερις φορές το μήνα και τον Αύγουστο μέρα παρά μέρα, από την Αθήνα. Και το καράβι δικό μας.

Έπαθε σοκ. Ήθελε να ξεκουμπιστεί από το μαγαζί για να πάει στην Κολόνα. Ένιωσε αμήχανα.

-Πού έχει ρε μάστορα νερό; Θα με τρελάνεις;

Γέλασε ο νεαρός.

-Παντού έχει νερό. Αντί να το διώχνουμε στη θάλασσα το κρατάμε στη στεριά, δεν τα είδατε τα φράγματα;  Έπειτα τα παλιά πηγάδια που πουλούσαν το νερό, τα πήρε ο Δήμος, βρήκε κάτι παλιά κιτάπια ότι ανήκουν στο υδραγωγείο και τους υποχρέωσε με κάτι νόμους δε ξέρω ‘γω τι, να παίρνει το νερό τους. Αυτοί μπορούν να ποτίζουν τα δέντρα τους, αλλά όχι να το πουλάνε.

-Με το μαγαζί τι γίνεται; Σας ελέγχουνε;

-Ναι, τώρα δεν ξέρω έρχονται κάτι λογιστές κάθε μήνα και δεν ξέρω τι κάνουνε. Ο Μπάμπης ξέρει καλύτερα. Πάντως καλά πάει. Είπανε για «πείραμα» ότι θα είναι μαζί με κάτι άλλα μαγαζιά.

-Ποια μαγαζιά;

-Δυο καφενεία στα βόρεια, δυο ξενοδοχεία που τα νοικιάζει από ιδιώτες εδώ, ένα σουβενίρ, και δυο φιστικάδικα με άλλα συσκευασμένα, ένα εδώ κι ένα Σουβάλα. Λένε ότι πάνε πολύ καλά. Τι να σας πω; Εμείς εδώ πάντως πολύ καλά.

Ο Μπάμπης από μέσα είχε αρχίσει να πετάει κάτι άγριες ματιές στο συνάδελφό του.  

-Ο Δήμος, ο Δήμος, έχει τα πάντα από φυλλάδια αν θέλετε να ρωτήσετε, ότι θέλετε. Θα έρθεις να συνεχίσουμε; Θα μας βρίζουν οι άλλοι και με τα δίκια τους, όπως χθες που δεν είχαμε έτοιμο το κερεμέζι. Άντε έλα..

Ρούφηξε γρήγορα τον καφέ του. Χαιρετήθηκαν. «Άλλη όρεξη δεν έχω να πάω στο δημαρχείο» σκέφτηκε. «Ένα κατιτίς στο δρόμο και ντουγρού για την Κολόνα». Φεύγοντας ξανακοίταξε πίσω του. «Κούβα το ‘καναν εδώ πέρα». Δεν πρόλαβε να αποσώσει κι άκουσε λάτιν από πίσω του. Ο Μπάμπης ή ο άλλος, μάλλον ο άλλος, μεράκλωσε και τραγουδούσε…

(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

“να τα δείτε σε πέντε χρόνια” (ΜΕΡΟΣ Γ)

(ΜΕΡΟΣ Α)

(ΜΕΡΟΣ Β)

«να τα δείτε σε πέντε χρόνια»

αφήγημα του Γιώργου Μήτρου (ΜΕΡΟΣ Γ)

…Έφυγε από τον Ασώματο, αφήνοντας αυτή τη «μακάβρια» διαδήλωση και κατευθύνθηκε προς την Αίγινα. Σα σαν μην είδε τίποτε, στη σκέψη του ήταν η εμμονή που του κόστισε αποχή από το νησί που αγαπούσε, οχτώ χρόνια. (Δεν ήταν βέβαια μόνο αυτό. Τσακώθηκε με δυο απ’ την παρέα και είπαν τα εξ’ αμάξης, χώρισε με μια «κοπελιά ετών 39» που τα είχαν και έχει σπίτι στην Αίγινα… τέλος πάντων δεν ήταν «η διαφορά των 20 ευρώ και τέσσερις γαύροι που παρίσταναν τις σαρδέλες…») Κατεβαίνοντας προς την παραλία και πηγαίνοντας προς το γήπεδο διαπίστωσε και εκεί αλλαγές. Ο χώρος του γηπέδου είχε αλλάξει πολύ. Δεν ήταν γήπεδο πια. Μια αυτοσχέδια ταμπέλα με χρώματα έγραφε «πάρκο-μαθητικός συνεταιρισμός». Η αγάπη του όμως για τη μπάλα τον έκανε να ρωτήσει τον πρώτο τυχόντα απ’ αυτούς που μπαίνανε στο χώρο.

-Έφυγε το γήπεδο. Το πήγαν στο Μεσαγρό. Αν έχουμε ματς; Συνέχεια. Κάθε Κυριακή γίνεται χαμός. Από το πρωί μέχρι το βράδυ. Έχουμε 10 τοπικές ομάδες (του τις είπε), καλά μην περιμένεις φανέλες, προέδρους, χορηγούς και τέτοιες επισημότητες. Μόνο η παλιά ομάδα του Σαρωνικού παίζει σε κατηγορία. Πάω γιατί βιάζομαι. Από πού είσαι;

Κατευθύνθηκαν μαζί στο πάρκο που καταλάμβανε το μισό γήπεδο ποδοσφαίρου. Είχε ένα μικρό θεατράκι που είχε κόσμο εκείνη τη στιγμή και δυο ή τρεις οχτάγωνες κατασκευές με παγκάκια (“Κάποιος ξύπνιος τα πήρε εργολαβία”, σκέφτηκε). Πήγε στο θεατράκι για να χαζέψει. Στον υπόλοιπο χώρο έβλεπε παιδιά, κάπως μεγάλα, που έσκαβαν και περιποιούνταν τους κήπους τους. Διέκρινε ταμπέλες όπως «2ο Δημοτικό», «1ο Γυμνάσιο» και λοιπά. Η συζήτηση κι ό,τι άρπαξε από αυτήν γινόταν για τη δημιουργία ενός συνεταιρισμού για να κατασκευάζουν ρούχα. Κάθισε περίπου είκοσι λεπτά και πιο πολύ πρόσεχε τα πιτσιρίκια που ήταν μαζί με κάτι παππούδες που τους έλεγαν τι να κάνουν. Οι φωνές από τη συζήτηση γίνανε πιο έντονες κι αποφάσισε να την κάνει. “Ελλαδάρα μου”, σκέφτηκε.”Πότε θα συνεννοηθούμε; Ποτέ!”

Με τη στροφή δεξιά είδε απέναντί του στο το μαγαζί, δίπλα στην παιδική χαρά, που ήταν πάνω στην παραλία ότι δεν υπήρχε πια. Από την παιδική χαρά και μέχρι και πέρα προς το ΝΟΑ, ένα στριμωξίδι από υπαίθρια μανάβικα. Δεν άντεξε και πήγε. Και τι δεν είχαν. Τα πάντα και σε ποσότητα. Πολύς κόσμος ψώνιζε.

-Όλα ντόπια, του είπε ένας με φανερή διάθεση. Πάρε για την κυρά φασολάκια, πάρε κρεμμυδάκι, πάρε μαϊντανό, πάρε και κερεμέζι από το Νεκτάριο, πάρε και κρασί από Αγίους -κάτσε μη μας ακούσει ο Κυψελιώτης- να την κάνεις να χαρεί.

Μπάκουρας ο Κώστας Γ., χαμογέλασε.

-Μ’ αυτά βρίσκεις γκόμενα; αντείπε.

-Αν θες για γκόμενα θα πάς αφ’ του Τζίμη (του τον έδειξε) που έχει λουλούδια, έχει βότανα, φκιάνει κάτι κρέμες μόνος του, φκιάνει κάτι λιβάνια που τα βάζεις κι η γκόμενα πέφτει.

Ο Τζίμης, μια ωραία φιγούρα, του είπε για όλα τα βότανα της Αίγινας και τον ξενάγησε στον πάγκο του. Στο τέλος πήρε από αυτόν κάτι για «μια φίλη».

-Πού να πάω για μεζέ και τσίπουρο;

Ο Τζίμης κούνησε τους ώμους του, περίπου σαν «ξέρω ‘γώ»;

Έφυγε για την παραλία να βρει τον εφιάλτη του…

(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

 

 

 

 

“να τα δείτε σε πέντε χρόνια” (ΜΕΡΟΣ Β)

συνέχεια από το μέρος Α

“να τα δείτε σε πέντε χρόνια” (μέρος Β)

αφήγημα του Γιώργου Μήτρου

Έκαναν ανάπαυλα στο ίδιο σημείο κι έβγαλαν σάντουιτς από τα σακίδια. Διπλάρωσε κάποιους από αυτούς που του θύμισαν τα παιδικά του χρόνια.

-Ρε μάγκες, τι κάνετε δω; Καμιά παραλία, δεν έχει σήμερα;

-Ουφ! Του είπε ο ένας. Μας έφερε εδώ και μετά θα μας πάει, παραλία. Αυτή ήταν η συμφωνία.

-Και τι παραλία… είπε ο άλλος. Σε μια αρχαία κολόνα. Πριν από τρία χρόνια που είχαμε έρθει με το Δημοτικό είχαμε πάει σε μια που ήταν απίθανα. Κάτσαμε σε ξαπλώστρες, πήραμε πορτοκαλάδες, παίξαμε μπιτς βόλει… Σ’ αυτήν που θα πάμε δεν έχει τίποτε. Μόνο γεμάτη αρχαία κεραμικά είναι.

-Θα μας ζαλίσει με τα αρχαία πάλι.

Του δόθηκε η ευκαιρία να τους μιλήσει για την Κολόνα που λάτρευε. Δεν έδειχνε να τους πείθει αλλά τον άκουγαν. Στο τέλος χαιρετήθηκαν εγκάρδια με μπασκετικό τρόπο.

Κατέβηκε ξανά προς τη μονή από το μονοπάτι. Στο δρόμο του συνάντησε κάτι δανούς και μίλησε λίγο στ’ αγγλικά μαζί τους. Είχαν έρθει με το τουριστικό γραφείο που άνοιξε ο Δήμος Αίγινας κι έρχονταν ειδικά για να γνωρίσουν την άγνωστη (ή μυστική, κάπως έτσι την είπαν) Αίγινα. Θα διέμεναν στον ξενώνα «Σχολείο» που ήταν κάποτε, του είπαν, το δημοτικό σχολείο του Μεσαγρού. Την Κυριακή θα πήγαιναν για περιήγηση στο ρέμα ή ποτάμι του Γραμματικού, κάτι τέτοιο,  που «έχει πολύ νερό». Αποφάσισε να πάει το απόγευμα για να κλείσει κρεβάτι. Από την πόλη που ερχόντουσαν είχαν πάει πολλοί και είχαν μείνει ευχαριστημένοι. Μάλιστα μερικοί όπως πρόλαβε να του πει, μια, μάλλον συνομήλική του, είχαν ξανάρθει. Σκοπεύουν να καλέσουν μαθητές από το χωριό και να τους φιλοξενήσουν με χαμηλό κόστος στην πόλη τους, αλλά δεν έχουν βρει το πλαίσιο.

Όταν κατέβηκε η παρέα, τα ‘δινε όλα. Είχαν πιάσει το χορό. Ήθελε να κάτσει αλλά στο μυαλό του είχε το τσιπουράδικο της παραλίας στην Αίγινα που είχαν προσπαθήσει «να τον γδύσουν», όπως έλεγε. Πήρε πίσω το δρόμο για την Αίγινα με το ποδήλατο και διαπίστωσε κατεβαίνοντας, στα δεξιά του, αλλαγές. Δεκάδες άνθρωποι ήταν στα χωράφια και δούλευαν ενώ πρόσεξε ότι στις πλαγιές σε συγκεκριμένα σημεία έχτιζαν. Τι έχτιζαν; Είχε βέβαια και εκείνους τους «διαόλους» τα φωτοβολταϊκά αλλά παντού υπήρχαν άνθρωποι και καλλιέργειες. Σταμάτησε σε ένα πλάτωμα για να τους παρατηρήσει και να δει και τη θέα στη θάλασσα. Ήταν περιποιημένο με οχτάγωνο στέγαστρο και παγκάκια, γύρω-γύρω. Πρόσεξε πως χαμηλά έχτιζαν ξερολιθιές, όπως στο χωριό του πατέρα του, στην Πελοπόννησο και λίγο πιο ψηλά και αριστερότερα έχτιζαν με έναν παράξενο τρόπο, κάτι που δεν ήταν ξερολιθιές. Έκατσε να πιει το νεράκι του και πριν φύγει πλάκωσε μια παρέα με ποδήλατα. Ο ένας καβαλούσε «κινέζικο». «Ένας γείτονας μου το χάρισε». Πιάσανε κουβέντα για τα ποδήλατα. Ένα άλλος φώναξε κοροϊδευτικά απέναντι σ’ αυτούς που χτίζανε ψηλά. Ο άλλος του απάντησε με σεξίστικα υπονοούμενα και χειρονομίες. Φεύγοντας ρώτησε για τη δουλειά του φίλου του.

-Φράγματα χτίζουν, μικρά, για να κρατάνε το νερό της βροχής. Αφ’ το 2015 μπήκαμε σε πρόγραμμα με το Δήμο για αυτά. Πήραν και λεφτά από την ΕΟΚ. Έσπα, βέσπα, κάτι τέτοιο.

-ΕΟΚ; Υπάρχει ΕΟΚ ακόμα; Γέλασε και τους χαιρέτησε.

Στο δρόμο που κατέβαινε του έκανε εντύπωση που ήταν παιδιά στο δρόμο δίπλα σ’ ένα σχολείο. Ήταν ντυμένα με μαύρα και σταματούσαν τους οδηγούς. Μαζί τους ήταν και μεγάλοι κι αυτοί τα πρόσεχαν κατά κάποιο τρόπο. Κρατούσαν πλακάτ και φορούσαν στα ρούχα τους συνθήματα: «ΟΧΙ ΑΛΛΟ ΑΙΜΑ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ», «ΜΗΝ ΤΡΕΧΕΙΣ» «ΠΑΩ ΑΡΓΑ ΓΙΑ ΝΑ ΦΤΑΣΩ ΓΡΗΓΟΡΑ», ΟΔΗΓΩ ΣΑΝ ΚΟΤΑ», «ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΑΡΓΗΣΩ ΠΑΡΑ ΝΑ ΜΕ ΚΛΑΨΕΙ Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ», «ΚΑΒΑΛΑ ΚΑΙ ΚΑΝΕΝΑ ΠΟΔΗΛΑΤΟ». Κατάλαβε τι ήταν. Μίλησε με την ψιλικατζού, που μπήκε για να πάρει ένα χυμό. Του είπε για πολλά περιστατικά πριν από 4 χρόνια με νεκρά πολλά παιδιά. Από τότε και κατά διαστήματα τα παιδιά των σχολείων συνεννοούνται βγαίνουν έξω και σταματούν τους οδηγούς στο δρόμο. Αν δουν κανένα πιτσιρικά ή «κανένα μαλάκα-με συγχωρείτε για την έκφραση» να τρέχει τον καταχερίζουν με αδιάκριτο τρόπο.

-Αν το ήπιατε, αφήστε το μπουκάλι στην κλούβα.

Κοίταξε το μπουκάλι: «ΑΙΓΙΝΑ-ΤΡΟΙΖΗΝΑ, με πορτοκάλια ντόπια».

-Ντόπια;

-Τα φέρνουν από απέναντι από τον Πόρο και τον κάμπο της Τροιζηνίας. Έπεφταν για χρόνια και έκαναν μια συμφωνία με το συνεταιρισμό τους. Τώρα ποιος το διαχειρίζεται το εργοστάσιο, τι να σας πω… Ο Δήμος; ο συνεταιρισμός του Μαραθώνα; η εκκλησία του χωριού, νομίζω, με τον παπά κάτι συμμετέχει κι αυτός. Πάντως καλή δεν είναι; Έχουν φτιάξει κι άλλη μια χωρίς ζάχαρη. Δουλεύουν πολλά παιδιά δικά μας εκεί. Αφήστε που γίνεται χαμός με τις φλούδες. Όσοι έχουν κατσίκες πηγαίνουν και παίρνουν με τα φορτηγάκια. Τίποτα δεν πετάνε… σας άρεσε τελικά;

Κατέβηκε προς την παραλία για να βρει τον εφιάλτη που τον κράτησε μακριά 8 χρόνια από το νησί. Και να πιει και το τσιπουράκι του…

(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

 

“να τα δείτε σε πέντε χρόνια” (ΜΕΡΟΣ Α)

“να τα δείτε σε πέντε χρόνια”

αφήγημα του Γιώργου Μήτρου

ΜΕΡΟΣ Α

«Μετά την πολύ πετυχημένη ορειβατική-πεζοπορική μας εξόρμηση τον περασμένο Οκτώβριο, την Κυριακή ήρθαμε   18 ποδηλάτες στην Αίγινα. Η διαδρομή πανέμορφη, η βόρεια παραλιακή από Σουβάλα και καταλήξαμε στον Ναό Αφαίας Αθηνάς. Από εκεί περάσαμε από Μεσαγρό όπου καθίσαμε για ξεκούραση και ένα ουζάκι. Η ποιότητα και το σερβις στο  καφενεδάκι του Σκαφωνα, θα μας μείνουν αξέχαστα.

Συνεχίσαμε για Χώρα, μια στάση στον Άγιο Νεκτάριο, όσοι πιστοί να προσκυνήσουν, άλλη μια στάση για λίγο στο γήπεδο όπου έπαιζε η ποδοσφαιρική ομάδα της Αίγινας με την ΑΕ Μοσχάτου. Όπως μάθαμε μετά νίκησε η ομάδα της Αίγινας με 1-0.

Η ποδηλατοβόλτα μας κατέληξε στη παραλία της Χώρας. Μοιραστήκαμε σε 2 ταβέρνες της παραλίας  για ένα τσιπουρακι.

Στην παρέα μου ήμασταν 8 άτομα και μεταξύ άλλων  παραγγείλαμε  3 μερίδες σαρδέλες ψητές.  Όταν ήρθαν οι 3 μερίδες σαρδέλας στα πιάτα υπήρχαν σαρδέλες και γαύρος, μισά μισά. Στην διαμαρτυρία μας στην αρχή μας είπαν ότι όλα ήταν σαρδέλες και μετά μας είπαν ότι  έκανε λάθος ο ψήστης και δεν θα πληρώσουμε τις 2 μερίδες.

Φτάνοντας αργότερα στον λογαριασμό ο σερβιτόρος  μας φέρνει απόδειξη μηχανής για 92 Ευρώ , που όμως δεν αναφέρονταν τι ακριβώς πήραμε. Του  ζήτησα να μου γράψει σε ένα χαρτί τι ακριβώς πήραμε και πόσο κοστίζει το καθ’ ένα. Στην αρχή έψαχνε τα χαρτιά, μετά δεν θυμόταν τις τιμές, πήραμε τον κατάλογο, κομπιουτεράκι και… θαύμα! Θαύμα! Το ποσό ήταν 72 Ευρώ!!!!!

Ο σερβιτόρος κίτρινος πλέον μου λέει έλα μέσα στο αφεντικό. Εκεί όταν του ανέφερα ότι ο λογ/σμός είναι κατά 20 ευρώ αυξημένος, με συνοπτικές διαδικασίες, μου λέει «ΟΚ μπορεί να κάναμε λάθος συγνώμη». Μη θέλοντας να συνεχίσω ,  γιατί θα μου χαλαγε τελείως των διάθεση, δεν προχωρήσαμε σε καταγγελία  και φύγαμε  για Αθήνα. Το μόνο πάντως που θα θέλαμε να πούμε στους καταστηματάρχες του νησιού σας είναι πως αν περιμένουν μ’ αυτό τον τρόπο να αυξήσουν τον τουρισμό ο τουρισμός θα κάνει φτερά…»

Κώστας Γ.

Ο Κώστας Γ. είχε κάτσει στο σαλόνι του σπιτιού του και διάβαζε και ξαναδιάβαζε το μέιλ που είχε στείλει πριν από 8 χρόνια στο τοπικό σάιτ για να διαμαρτυρηθεί. Η επιστροφή του από το νησί που «δεν ήθελε να ξαναδεί στα μάτια του» γιατί την «άκουσε» κιόλας (Γιάννη στην Ύδρα θα έδινες 192 ευρώ, σχολίασαν σε ένα μπλογκ της Αίγινας) το βράδυ της Κυριακής κυριαρχούταν από ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα, αμήχανα ένιωθε. Μόνος του, το σαββατοκύριακο, ήρθε στην Αίγινα, κρυφά από τους φίλους του (και για να μην φανεί ανάξιος των παλιών δηλώσεών του πως δεν θα ξαναπάταγε, ύστερα από το περιστατικό) κι αυτό εξαιτίας του πάθους του για το ποδήλατο και την αρχαιολογία. Είχε ακούσει διάφορα «τρελά» από τους φίλους του, είχε διαβάσει για ένα απίστευτο «αρχαιολογικό εργοτάξιο» που λαμβάνει χώρα στο νησί και μάλιστα στην περιφέρειά του, με άγνωστες θέσεις και με ενδιαφέρον Μεσογειακής εμβέλειας. Το πρώτο σοκ το έφαγε στο λιμάνι. Ομάδα πολιτών διένειμε δωρεάν φυλλάδια με τις ομορφιές του νησιού που κρύβονται μαζί με ένα παράξενο χάρτη που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί. Ο χάρτης έδειχνε θέσεις αρχαιολογικές σε απίστευτα σημεία: σε δασάκια και δίπλα σε καλλιέργειες, δίπλα σε σουβάλες που μπορούσε να επισκεφτεί κανείς μαζί με σημεία του αρχαίου υδραγωγείου, με θέσεις φυσικού κάλλους, με θέσεις μικρών κοινοτικών ξενώνων, ενώ πιο δίπλα ένα τραπεζάκι κάτω από ένα πανό που έλεγε «ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΣΤΟ ΛΕΟΝΤΙ» είχε φυλλάδια που εξιστορούσαν την αδήριτη ανάγκη να αποκεντρωθεί το λιμάνι και να γίνει η γραμμή, πορθμείο. Η συνέχεια ήταν ακόμα πιο αποκαλυπτική. Περπάτησε στα θερμοκήπια της παραλίας (μερικά είχαν αφαιρεθεί κι έβλεπες ένα στέγαστρο μεταλλικό στις προσόψεις των) μη βλέποντας πολύ κόσμο. Ήταν συνηθισμένος να βλέπει «το συνωστισμό της Σμύρνης» από το πρωί, όπως έλεγε παλιά στους φίλους του, για την πολυκοσμία της παραλίας. Πήγε στα καφενεία του δημαρχείου και κάθισε. Σε ερώτησή του «πού είναι οι τουρίστες;» είδε χαμόγελα και αμήχανα βλέμματα. Έλεγαν διαφορετικά κι αντιφατικά μεταξύ τους και δεν τα πολυκατάλαβε. Άλλωστε δεν τον πολυένοιαζε να μάθει τα «τοπικά». Αυτός ήρθε για «το ποδήλατο και τα αρχαία».

Πέρασε από την Αφαίας με κατεύθυνση προς τον Άγιο Νεκτάριο. Σταμάτησε σε μια μεγάλη πινακίδα αυτοσχέδια που μιλούσε στον «επισκέπτη-επισκέπτρια». Είχε ζωγραφισμένο ένα τοπικό χάρτη με ωραία χρώματα που έδειχνε τοποθεσίες που μπορούσε να επισκεφτεί κανείς και να θαυμάσει τοπία και αρχαιολογικούς θησαυρούς. Διάβασε καινούριες λέξεις για αυτόν όπως Μπουρδέχτης, Ανάουσσα, ρέμα Γραμματικού και κάτι άλλα που του έκαναν εντύπωση αφού μάλιστα υπήρχαν και σχεδιασμένες οι διαδρομές. Άνοιξε το χάρτη που του χάρισαν στο λιμάνι από αυτήν την περίεργη ομάδα (ποιος διάολος τους χρηματοδοτεί; Ήταν η πρώτη του σκέψη) και στην ούγια είδε την υπογραφή: «ομάδα πολιτών για τη γνωριμία με την πραγματική Αίγινα». Αποφάσισε να πάει στον Μπουρδέχτη. Έστριψε δεξιά και άρχισε να ανεβαίνει. Είχε πάει στο παρελθόν μέχρι τη Χρυσολεόντισσα αλλά δεν είχε ανεβεί πιο πάνω. Στη διαδρομή ω του θαύματος! και μάλιστα για καλοκαίρι, είδε δυο πηγές-βρύσες με νερό ενώ λες κι ήταν χειμώνας από παντού το νερό έσταζε. Έκανε το σταυρό του με τη γνωστή ρήση των άθεων: «έλα στον τόπο σου» αλλά κατέβηκε να γεμίσει το παγουρίνο του με φρέσκο νερό. Το δοκίμασε και ήταν πολύ ευχάριστο στη γεύση, ελαφρύ, του θύμισε γεύση απ’ τα παιδικά του. Φεύγοντας διέκρινε με σχετική αδιαφορία στην τελευταία πηγή μια σκαλισμένη επιγραφή σε πουρί, «Φίλοι του Μπουρδέχτη». Φτάνοντας προς τη Χρυσολεόντισσα, βρήκε πολύ κόσμο και σκεφτόμενος το «πακέτο» σκυλάδικα-πλαστικά-φασαρία που θα έτρωγε, του ξέφυγε μια όχι τόσο κόσμια φράση. Όταν έφτασε όμως διαψεύστηκε. Ήταν κόσμος σε παγκάκια με ξύλινα στέγαστρα σχήμα οχταγώνου ενώ πιο δίπλα έψηναν κάποιοι σε κάποιες από τις πέτρινες προθήκες-φούρνους που υπήρχαν. Τρεις βρύσες είχαν μαζέψει του κόσμου τις σφήκες αλλά ο κόσμος χαμπάρι δεν έπαιρνε. Όταν τους πλησίασε από περιέργεια είδε ότι ήταν νεολαία. Σε μια παρέα έπαιζαν με τουμπελέκια με κάτι έγχορδα ενώ οι άλλοι τραγουδούσαν ή έτρωγαν. Ένα ποτήρι γεμάτο κρασί τον καλωσόρισε. Όλος ο άδειος χώρος ήταν πλακοστρωμένος.

-Από χτες είστε εδώ; Τους ρώτησε.

-Είμαστε εδώ και 15 με 20 χρόνια του είπαν γελώντας. Αιγινήτες είμαστε. Στον Μπουρδέχτη πάτε; Από κει.

Έδεσε το ποδήλατό του σ’ ένα στύλο και ξεκίνησε τη διαδρομή για τον Μπουρδέχτη. Όταν έφτασε στο άνοιγμα, είδε πολύ κόσμο σε διάφορα σημεία. Πλησίασε στο πρώτο μπουλούκι και κατάλαβε ότι ήταν φοιτητές μαζί με τον καθηγητής τους που τους έδειχνε τις σουβάλες και κάτι τους έλεγε. Μια ωραία πιτσιρίκα κρατούσε σημειώσεις. Πήγε απέναντι στο εκκλησάκι. Εκεί υπήρχε ένα συνεργείο αρχαιολόγων που ήταν κάτω από ένα υπόστεγο ανάμεσα από κολόνες τετραγωνισμένες, ενώ ένας πυργίσκος πιο δίπλα ήταν ανακαινισμένος. Έστησε αυτί, έλεγαν κάτι ακαταλαβίστικα για την ελληνιστική εποχή, για τα υδρευτικά και αρδευτικά συστήματα και την έκανε. Η έκπληξή του μεγάλωσε μόλις είδε νέα παιδιά να σκάβουν. Είχε φυτευτεί αμπελώνας, τεράστιος. Μια μικρή πεδιάδα ανάμεσα από δυο βουναλάκια. Κοντά τους ήταν ένα παππούς ξερακιανός που τους έλεγε τι ακριβώς να κάνουν κι επαναλάμβανε με μια στριγκή φωνή: «να τα δείτε σε πέντε χρόνια». Δίπλα από το βουνό, εργάτες έχτιζαν τοιχίο. Εκεί κι αν παραξενεύτηκε. Ρώτησε έναν απ’ αυτούς -αλβανός ήταν- τι κάνουν κι αυτός του απάντησε σε καλά ελληνικά ότι το χτίζουν προκειμένου «όπως στα αρχαία» να συγκρατούν το νερό για «να μην πλημμυρίζει τα αμπέλι» και να μπορούν να το στέλνουν δεν ήξερε «πού». Στο τέρμα του αμπελώνα και ανάμεσα από τα δυο βουνά, είχαν στηθεί δυο μικρά παρατηρητήρια που έβλεπες μια υπέροχη θέα. Ήταν εκεί μια τάξη μάλλον Γυμνασίου. Ο καθηγητής με τα παιδιά -μάλλον αδιάφορα τον άκουγαν τα μισά. Έβλεπαν τη θάλασσα κι έκανα νόημα το ένα στο άλλο. Τους έλεγε για τον Ελλάνιο Δία, τη μυθολογία για τον Αιακό, τα περάσματα του Σαρωνικού, τη σχέση μεταξύ των οικισμών και μπλα μπλα… Ξύπνησαν όταν τους ρώτησε ο Κώστας Γ.

-Από πού ‘στε ρε παιδιά;

-Χολαργό! Είπαν μ’ ένα στόμα τα κούτσικα.

(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

Παράπονο

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ “ΠΑΡΑΠΟΝΟ” ΤΗΣ ΙΟΥΛΙΑΣ ΠΕΡΣΑΚΗ

ΑΠΟ ΤΙΣ “ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑΣ”, ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΕΣΤΙΑ”, 1959

Η ΑΙΓΙΝΑ μια μέρα πριν είχε πάρει ένα γερό λούσιμο από δυνατή βροχή κι απόψε είτανε ένα από τα ωραιότερα ηλιοβασιλέματα. Όταν χάθηκε πια εντελώς ο ήλιος, παρουσιάστηκαν στον ουρανό κάτι χρώματα τριανταφυλλένια, απαλά, αχνά, που αντανακλούσαν στη θάλασσα.

Κοιτάζοντας ολόγυρα, προχωρούσα από τον Τεπέ, πηγαίνοντας προς την πόλη. Πέρασα κι απ’ τον ζωογονημένο καταπράσινο κήπο με τα τριαντάφυλλα και τα γιασεμιά που μοσκομύριζαν.

Σε λίγο έφτασα στα πρώτα σπιτάκια της παραλίας, σαν είδα σ’ ένα απ’ αυτά, στο πεζούλι σύρριζα στον τοίχο, να κάθεται ο μπαρμπα-Γιώργος. Μου προξένησε το αντίθετο συναίσθημα απ’ όση ευδαιμονία αισθανόμουν λίγη ώρα πριν ατενίζοντας τη φύση. Καθόταν στο πεζούλι και κοίταζε τη θάλασσα, φαίνεται, κι αυτός. Τι να κοιτάξει πια; Είτανε ράκος από τα χρόνια και κάτι γεροντικές αρρώστιες. Το πρόσωπό του ωχρό, με αναφουσουλιασμένο δέρμα, σου θύμιζε κάπως μελαγχολικά το πέρασμα του χρόνου. Είχε το ‘να του χέρι ακουμπισμένο σε μια καινούργια άβαφη μαγκούρα από ξύλο ελιάς, και τα’ άλλο χέρι, όχι βαλμένο, αλλά άψυχο σαν πεταμένο απάνω στο γόνατο.

Περνούσα μάκρη στην ακροθαλασσιά για να μη μ’ αναγνωρίσει, όταν ακούω τη βαθειά φωνή του να μου λέει:

-Καλησπέρα κυρά!

Σταμάτησα αμέσως.

-Μπα! Τι γίνεσαι μπαρμπα-Γιώργο; και πήγακοντά. Είχα μέρας να σε ιδώ, του είπα.

-Όχι μέρες, μήνες να λες! με διόρθωσε. Είμουνα χάμω, είχα το πόδι μου (είχε πάθει συμφόρηση) και σήμερα, ύστερ’ από χίλια παρακάλια, είπα στις γυναίκες και μ’ ακουμπήσανε εδώ, να πάρω λίγο τα’ αγέρι μου. Αντί –είπε σε λίγο- να με πάνε στο κρεββάτι ας με βάλουνε, ντε, σε μια βάρκα! Ας με βάλουνε σε μια μικρή βαρκούλα, κι ας μ’ αμολήσουνε μ’ αυτή!

-Ωραία βραδιά! είπα για να του κόψω το παράπονο.

-Ωραία κι ωραία! Κ’ εγώ στο πεζούλι τόση ώρα αυτό συλλογιέμαι.

Κούναγε το κεφάλι, ύστερα με κοίταξε ίσα στα μάτια, για να μην του ξεφύγει η εντύπωση που θα μου προξενούσε από αυτό που θα μούλεγε.

-Μου πουλήσανε τη βάρκα! είπε στο τέλος.

-Μα μπορείς πια να τραβάς κουπί;

Έκανε αμέσως ν’ ανασηκωθεί αλλ’ άσκοπα.

-Δεν μπορώ πια! το παραδέχτηκε.

Με κοίταζε ακόμα με τα δυο διαφορετικά μάτια του, το ‘να κατακόκκινο σα χυμένο αίμα και τ’ άλλο σβησμένο, βασιλεμένο, όταν ήρθαν οι γυναίκες, γιατί νύχτωνε, να τον μπάσουν μέσα. Οι δυο γυναίκες τον πιάσανε απ΄ τις μασχάλες, να τον σηκώσουν μετρώντας ως το τρία.

-Ένα…, δυο…, τρία, όπα!

Τον σήκωσαν, όμως είτανε αλύγιστος, ξυλένιος κι όχι μονάχα τα’ αριστερό, αλλά και το δεξί ποδάρι τόσερνε.

Όταν τον έστησαν ορθό, παραπονέθηκε:

-Όταν κόσμος είναι μυστήριος! Αντί να με πάνε μέσα και να ρίξουν στο κρεββάτι ένα ψοφίμι, όπως  κατάντησα, τους το λέω, να με βάλουνε σε μια βάρκα κι ας μ’ αφήσουνε! Θα με κουμαντάρουν εμένα σε μια βάρκα κι ας μ’ αφήσουνε! Θα με κουμαντάρουν εμένα ύστερα οι ανέμοι…

Τον πέρασαν απ’ την ανοιχτή αυλόπορτα. Μακρυά στο βάθος της αυλής φαινόντουσαν δυο καμαράκια, το σπίτι του. Τον προχώρησαν λίγα βήματα κ’ ύστερα κοντοστάθηκαν, όπως οι παπάδες σαν να γίνεται λιτανεία και σταματάνε καταμεσίς του δρόμου να κάνουν δέηση.

-Σ’ αφήνω γεια! μου φώναξε. Πάει, πάει για μένα ο απάνω κόσμος! Γεια για πάντα! Σαν ξανάρθεις απ’ την Αθήνα, δεν θα με ιδείς στην πόρτα!

Γύρισαν το κεφάλι τους οι γυναίκες προς εμένα. Είχαν συγκινηθεί και με κοίταζαν.

Προχώρησαν δυο πατημασιές μόνο. Σταμάτησαν πάλι.

-Θυμάμαι, κυρά, σαν πρωτόρθες στην Αίγινα, που πέρναγες από δω και στεκόσουν να κάνεις γούστο το γλάρο που είχα ημερώσει. Θάμαζε ο κόσμος, σαν τον έβλεπε να μπαινοβγαίνει όλη την ώρα από τη θάλασσα μέσα στο σπίτι. Αφτέρουγο κι ολομόναχο τον είχα βρει σε μια σπηλιά της θάλασσας, στο ξερονήσι την «Κυρά». Έρημη ζωή, πώς πέρασες; Έρημα χρόνια!…

Νύχτωσε πια και τον έσυραν κάπως βιαστικά για τα καμαράκια που βρισκόντουσαν στην άκρη της αυλής, στο βάθος.