Παράπονο

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ “ΠΑΡΑΠΟΝΟ” ΤΗΣ ΙΟΥΛΙΑΣ ΠΕΡΣΑΚΗ

ΑΠΟ ΤΙΣ “ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑΣ”, ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΕΣΤΙΑ”, 1959

Η ΑΙΓΙΝΑ μια μέρα πριν είχε πάρει ένα γερό λούσιμο από δυνατή βροχή κι απόψε είτανε ένα από τα ωραιότερα ηλιοβασιλέματα. Όταν χάθηκε πια εντελώς ο ήλιος, παρουσιάστηκαν στον ουρανό κάτι χρώματα τριανταφυλλένια, απαλά, αχνά, που αντανακλούσαν στη θάλασσα.

Κοιτάζοντας ολόγυρα, προχωρούσα από τον Τεπέ, πηγαίνοντας προς την πόλη. Πέρασα κι απ’ τον ζωογονημένο καταπράσινο κήπο με τα τριαντάφυλλα και τα γιασεμιά που μοσκομύριζαν.

Σε λίγο έφτασα στα πρώτα σπιτάκια της παραλίας, σαν είδα σ’ ένα απ’ αυτά, στο πεζούλι σύρριζα στον τοίχο, να κάθεται ο μπαρμπα-Γιώργος. Μου προξένησε το αντίθετο συναίσθημα απ’ όση ευδαιμονία αισθανόμουν λίγη ώρα πριν ατενίζοντας τη φύση. Καθόταν στο πεζούλι και κοίταζε τη θάλασσα, φαίνεται, κι αυτός. Τι να κοιτάξει πια; Είτανε ράκος από τα χρόνια και κάτι γεροντικές αρρώστιες. Το πρόσωπό του ωχρό, με αναφουσουλιασμένο δέρμα, σου θύμιζε κάπως μελαγχολικά το πέρασμα του χρόνου. Είχε το ‘να του χέρι ακουμπισμένο σε μια καινούργια άβαφη μαγκούρα από ξύλο ελιάς, και τα’ άλλο χέρι, όχι βαλμένο, αλλά άψυχο σαν πεταμένο απάνω στο γόνατο.

Περνούσα μάκρη στην ακροθαλασσιά για να μη μ’ αναγνωρίσει, όταν ακούω τη βαθειά φωνή του να μου λέει:

-Καλησπέρα κυρά!

Σταμάτησα αμέσως.

-Μπα! Τι γίνεσαι μπαρμπα-Γιώργο; και πήγακοντά. Είχα μέρας να σε ιδώ, του είπα.

-Όχι μέρες, μήνες να λες! με διόρθωσε. Είμουνα χάμω, είχα το πόδι μου (είχε πάθει συμφόρηση) και σήμερα, ύστερ’ από χίλια παρακάλια, είπα στις γυναίκες και μ’ ακουμπήσανε εδώ, να πάρω λίγο τα’ αγέρι μου. Αντί –είπε σε λίγο- να με πάνε στο κρεββάτι ας με βάλουνε, ντε, σε μια βάρκα! Ας με βάλουνε σε μια μικρή βαρκούλα, κι ας μ’ αμολήσουνε μ’ αυτή!

-Ωραία βραδιά! είπα για να του κόψω το παράπονο.

-Ωραία κι ωραία! Κ’ εγώ στο πεζούλι τόση ώρα αυτό συλλογιέμαι.

Κούναγε το κεφάλι, ύστερα με κοίταξε ίσα στα μάτια, για να μην του ξεφύγει η εντύπωση που θα μου προξενούσε από αυτό που θα μούλεγε.

-Μου πουλήσανε τη βάρκα! είπε στο τέλος.

-Μα μπορείς πια να τραβάς κουπί;

Έκανε αμέσως ν’ ανασηκωθεί αλλ’ άσκοπα.

-Δεν μπορώ πια! το παραδέχτηκε.

Με κοίταζε ακόμα με τα δυο διαφορετικά μάτια του, το ‘να κατακόκκινο σα χυμένο αίμα και τ’ άλλο σβησμένο, βασιλεμένο, όταν ήρθαν οι γυναίκες, γιατί νύχτωνε, να τον μπάσουν μέσα. Οι δυο γυναίκες τον πιάσανε απ΄ τις μασχάλες, να τον σηκώσουν μετρώντας ως το τρία.

-Ένα…, δυο…, τρία, όπα!

Τον σήκωσαν, όμως είτανε αλύγιστος, ξυλένιος κι όχι μονάχα τα’ αριστερό, αλλά και το δεξί ποδάρι τόσερνε.

Όταν τον έστησαν ορθό, παραπονέθηκε:

-Όταν κόσμος είναι μυστήριος! Αντί να με πάνε μέσα και να ρίξουν στο κρεββάτι ένα ψοφίμι, όπως  κατάντησα, τους το λέω, να με βάλουνε σε μια βάρκα κι ας μ’ αφήσουνε! Θα με κουμαντάρουν εμένα σε μια βάρκα κι ας μ’ αφήσουνε! Θα με κουμαντάρουν εμένα ύστερα οι ανέμοι…

Τον πέρασαν απ’ την ανοιχτή αυλόπορτα. Μακρυά στο βάθος της αυλής φαινόντουσαν δυο καμαράκια, το σπίτι του. Τον προχώρησαν λίγα βήματα κ’ ύστερα κοντοστάθηκαν, όπως οι παπάδες σαν να γίνεται λιτανεία και σταματάνε καταμεσίς του δρόμου να κάνουν δέηση.

-Σ’ αφήνω γεια! μου φώναξε. Πάει, πάει για μένα ο απάνω κόσμος! Γεια για πάντα! Σαν ξανάρθεις απ’ την Αθήνα, δεν θα με ιδείς στην πόρτα!

Γύρισαν το κεφάλι τους οι γυναίκες προς εμένα. Είχαν συγκινηθεί και με κοίταζαν.

Προχώρησαν δυο πατημασιές μόνο. Σταμάτησαν πάλι.

-Θυμάμαι, κυρά, σαν πρωτόρθες στην Αίγινα, που πέρναγες από δω και στεκόσουν να κάνεις γούστο το γλάρο που είχα ημερώσει. Θάμαζε ο κόσμος, σαν τον έβλεπε να μπαινοβγαίνει όλη την ώρα από τη θάλασσα μέσα στο σπίτι. Αφτέρουγο κι ολομόναχο τον είχα βρει σε μια σπηλιά της θάλασσας, στο ξερονήσι την «Κυρά». Έρημη ζωή, πώς πέρασες; Έρημα χρόνια!…

Νύχτωσε πια και τον έσυραν κάπως βιαστικά για τα καμαράκια που βρισκόντουσαν στην άκρη της αυλής, στο βάθος.

Δημοσιεύθηκε από

sxedia

Η σχεδία στ' ανοιχτά της Αίγινας είναι ένα τοπικό ιστολόγιο το οποίο στο μέτρο του δυνατού παρεμβαίνει στα τοπικά δρώμενα είτε αναλύοντας το τοπικό ζήτημα από μια διεξοδική ελευθεριακή κοινοτιστική πλευρά, είτε προτείνει σε συγκεκριμένα ζητήματα, είτε συλλέγει αλήθειες του σήμερα και του χτες που διώκονται. Δεν υποκαθιστά καμιά πραγματική επαφή και ανθρώπινη σχέση, δεν υποκαθιστά κάποιον πολιτικό ή κοινωνικό ιστό. Είναι μια σχεδία ιδεών και καλών προθέσεων. Προς το παρόν συνεργάζεται με το Μαρδικούλο της διπλανής πόρτας και με όποιον ή όποιαν επιθυμεί να έχει μια ελεύθερη, δημόσια φωνή χωρίς υποβολέα. Σχεδία στ' ανοιχτά της Αίγινας Δημοσιεύματα παλιά μπορείτε να βρείτε στο αρχείο της Σχεδίας: http://sxediarchive.wordpress.com/

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *