«Ο ΣΥΡΙΖΑ θα μας καταστρέψει». Είναι η μόνιμη επωδός όλου του συστημικού συρφετού, από τον Θ. Πάγκαλο, μέχρι την Μισέλ, από τον λύκο-που-στην-αναμπουμπούλα-χαίρεται Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, μέχρι τον απελπισμένο ψευτοκουτσαβάκη Αντώνη Σαμαρά και τον δόλιο σύμβουλό του.
Ωστόσο… Κάτι δεν μας λένε καλά… Αν όντως πιστεύουν κάτι τέτοιο, τότε γιατί επιτάχυναν τις διαδικασίες εκλογής του νέου προέδρου, και μάλιστα με υποψήφιο χωρίς πραγματικά συναινετικό χαρακτήρα, φέρνοντας έτσι ένα βήμα πιο κοντά τις πρόωρες εκλογές, και επιταχύνοντας το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ; Μα πολύ απλά, γιατί θέλουν να γίνει κάτι τέτοιο: Να αποφύγουν, δηλαδή, εκείνοι μια ναρκοθετημένη διαπραγμάτευση που θα τους έδινε την χαριστική βολή, και να προστατέψουν ό,τι έχει απομείνει από τα δικά τους κουφάρια.
Αυτό το τρυκ της Κασσάνδρας, είναι το τελευταίο colpo grosso του Αντώνη Σαμαρά πριν παραδώσει την εξουσία: Να την «στήσει» στην αξιωματική αντιπολίτευση προσπαθώντας να περισώσει μέσω μιας ενδεχόμενης διαπραματευτικής αποτυχίας της, ό,τι έχει απομείνει από το πολιτικό του γόητρο. Φυσικά, με αυτόν τον τρόπο δείχνει ότι αδιαφορεί παντελώς για το μέλλον αυτής της χώρας. Αλλά ποιός είπε ότι μπροστά στο δικό του το συμφέρον νοιάζεται για αυτό; Με παρόμοιο τρόπο ενέργησε τότε, το 1992, προς μεγάλη ευχαρίστηση του… Σωκράτη Κόκκαλη και των λοιπών μελλοντικών ‘βαρόνων’ του εκσυγχρονισμού.
Τα ίδια τάχα δεν έκανε και ο «όπου φύγει-φύγει» Κωνσταντίνος Καραμανλής το 2009, παραδίδοντας εντελώς αμαχητί την εξουσία στον Γιώργο Παπανδρέου, και χαρίζοντας του την μοναδική ευκαιρία να μείνει στην ιστορία της χώρας ως ο πολιτικός που την παρέδωσε σιδηροδέσμια στα χέρια της Τρόικας μ’ εκείνο το ανεπανάληπτο διάγγελμα στο Καστελόριζο;
Το κεντρικό ερώτημα έγκειται στο γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιλαμβάνεται αυτήν την παγίδα, και σηκώνει το γάντι της πρόκλησης, προκειμένου να διαχειριστεί εξελίξεις λίγο ως πολύ ναρκοθετημένες – αρκεί να προσέξει κανείς την νέα παρέμβαση του Σόιμπλε, που αξιώνει την τήρηση της παρούσας πολιτικής ανεξαρτήτως από το ποιος θα αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας στις επόμενες εκλογές, ώστε να αντιληφθεί ότι η παγίδα που στήνεται στην αξιωματική αντιπολίτευση μοναδικό στόχο έχει να την θέσει και αυτήν στο κάδρο των κομμάτων που υπέκυψαν στην αποικία χρέους. Και μέσω αυτής, να ενσωματώσει σύσσωμο το πολιτικό σύστημα στο κάδρο ενός «κανονικοποιημένου» μοντέλου ‘συσσώρευσης δια της εθνικής καταστροφής’ της Ελλάδας.
Η απάντηση στο ερώτημα βρίσκεται στην λανθασμένη στρατηγική που ακολούθησε ο Αλέξης Τσίπρας ήδη από τις εκλογές του 2012. Στο ότι έπαιξε, πολύ πρόωρα, το χαρτί της «κυβερνώσας αριστεράς», γεγονός που επέτρεψε στο κόμμα του να εκτοξευθεί στο 27% και να μετασχηματιστεί από κόμμα διαμαρτυρίας σε κόμμα εξουσίας –δίχως βέβαια να υπάρχουν ούτε οι υποκειμενικές ούτε οι αντικειμενικές συνθήκες που θα του επέτρεπαν να διαχειριστεί αυτήν την εξουσία και προπαντός χωρίς την ύπαρξη ενός ισχυρού λαϊκού κινήματος, προκαλώντας μια μεγάλη πολιτική αλλαγή, όπως υπόσχεται. Μάλιστα, τότε, είχε δηλώσει χαριτολογώντας ότι είναι «πολύ καλός στο… πόκερ». Μόνο που σε αυτού του είδους τον τζόγο «υψηλού ρίσκου» παρουσιάζεται μία μόνον ευκαιρία, και μάλιστα δίχως να μπορείς να επιλέξεις εσύ το πότε.
Και τώρα που ήρθε η στιγμή, όλες οι ενδείξεις βαίνουν σε βάρος της υπόσχεσης για μιαν ανατροπή στην διαπραγμάτευση με τους ξένους δανειστές, που θα απελευθέρωνε την χώρα από τα δεσμά των μνημονίων: Οι Γερμανοί, είναι δεδομένοι και η ανθελληνική τους στρατηγική γνωστή, ενώ αυτήν την στιγμή δεν υπάρχει καμία άλλη ευρωπαϊκή δύναμη που φαίνεται ότι θα μπορούσε να στηρίξει μια «μικρή ελληνική ανταρσία» μέσα στην γερμανική Ευρώπη. Το «Ποδέμος» στηρίζει, ωστόσο αυτό έχει υιοθετήσει μιαν άλλη στρατηγική «δημιουργικής αναμονής» και ριζώματος των αντιστάσεων στους κόλπους της ισπανικής κοινωνίας –ενώ η Ιταλία εκφράσει μεν τις ενστάσεις της, ωστόσο δεν επιθυμεί να συμπαραταχθεί με την «καμένη» Ελλάδα. Την ίδια στιγμή, οι Αμερικάνοι έχουν καταλήξει σε μια συμφωνία με τους Γερμανούς γύρω από το Ουκρανικό, γεγονός που προσανατολίζει την Ε.Ε. στην στρατηγική του ευρωατλαντισμού κι έτσι αίρονται σε σημαντικό βαθμό οι ενστάσεις που είχαν οι ΗΠΑ στην γερμανική πολιτική σχετικά με την Ελλάδα. Τέλος, οι Ρώσοι εξαιτίας του νέου άτυπου ψυχρού πολέμου που έχει στηθεί γύρω από το Ουκρανικό στρέφονται αποφασιστικά προς την Ανατολή, γυρνώντας έστω και προσωρινά τις πλάτες τους στην Δύση, γεγονός που αναβαθμίζει τη σημασία των ρωσο-τουρκικών σχέσεων στην σκακιέρα του Πούτιν, και υποβαθμίζει αντίστοιχα την σημασία των Βαλκανίων και της Ελλάδας. Εξ ου και η πρόσφατη στροφή της Μόσχας σε σχέση με το Κυπριακό, από την πάγια υπεράσπιση των ελληνικών δικαίων σε μια πολιτική ευμενούς για την Τουρκία ουδετερότητας.
Ανεξάρτητα από το εάν όλες αυτές οι ισορροπίες είναι επισφαλείς και μεσοπρόθεσμα μάλλον θα ανατραπούν –οι αντισυσπειρώσεις που δημιουργεί η γερμανική πολιτική στην Ευρώπη δεν μπορούν να αποτραπούν μεσοπρόθεσμα– το παρόν κλίμα εντός κι εκτός της Ε.Ε. είναι εξόχως αρνητικό για την χώρα μας. Πόσο μάλλον για τους σχεδιασμούς του ΣΥΡΙΖΑ που στήριξε καθ όλη την προηγούμενη διάρκεια την στρατηγική του, στην αντίθεση μεταξύ Γερμανίας και ΗΠΑ, γύρω από τις πολιτικές που εφαρμόζονται στην Ευρώπη, και η οποία σήμερα τίθεται μάλλον σε δεύτερο πλάνο.
Όλα αυτά βέβαια δεν σημαίνουν ότι η Ε.Ε. έχει «κλειδώσει» ως μια «γερμανική φυλακή». Σημαίνουν όμως ότι η επιλογή να ξεκινήσει η ανταρσία ενάντια στην ευρωπαϊκή πολιτική λιτότητας από την Ελλάδα είναι σίγουρα λανθασμένη και εξαιρετικά επισφαλής. Οι Γερμανοί εξ άλλου, έχουν διαγνώσει ότι ο αδύναμος κρίκος του πολιτικού ρεύματος αμφισβήτησής, που τείνει να διαμορφωθεί στον ευρωπαϊκό Νότο, και το οποίο χαρακτηρίζεται από διάφορα ιδεολογικά πρόσημα (Ποντέμος, Μπέπε Γκρίλο κ.ο.κ.), όπως επίσης και την άνοδο της ευρωσκεπτικιστικής ακροδεξιάς στην Γαλλία (Λεπέν) ή την Μεγάλη Βρετανία (Νάιτζελ Φάρατζ), είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και θα φροντίσουν έτσι να ξεκινήσουν από αυτόν την αντεπίθεσή τους.
Η χώρα μας πρέπει επομένως να τηρήσει «αμυντική στάση» και παρελκυστικές πολιτικές, να συγκροτήσει ευρύτερες συμμαχίες έως ότου γενικευτεί η ανοιχτή αμφισβήτηση των Γερμανών –και μόνον τότε να προχωρήσει και η ίδια στην αμφισβήτηση της «γερμανικής φυλακής», έτσι ώστε να αξιοποιήσει την ευρύτερη αναταραχή εντός της Ε.Ε.
Την ίδια στιγμή, στο εσωτερικό πεδίο, οι κοινωνικές κινητοποιήσεις βρίσκονται στο ναδίρ της τελευταίας πενταετίας, και κυριαρχεί παντού ένα κλίμα πολιτικής ανάθεσης –με κύρια ευθύνη γι’ αυτό το πολιτικό κλίμα που διαμόρφωσαν οι κύριοι εκφραστές του διάχυτου αντιμνημονιακού αισθήματος, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι Αν. Ελ.
Επίσης, στο εσωτερικό του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ κυριαρχεί ένα μωσαϊκό αντιθέσεων, το οποίο απειλεί να εκραγεί με τις πρώτες αναταράξεις ή υποχωρήσεις στο μέτωπο της εσωτερικής διαπραγμάτευσης.
Τέλος, το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», που στηρίζεται σε μιαν αντίληψη «κοινωνικοποίησης»-αναδιανομής του πρωτογενούς πλεονάσματος της Αποικίας Χρέους, προσκρούει στο γεγονός ότι αυτό το πλεόνασμα είναι εξαιρετικά επισφαλές και αβέβαιο, και εξαρτάται από την καλή θέληση των ίδιων των αφεντικών της Αποικίας (ΕΣΠΑ, Ευρωπαϊκή Τράπεζα, δόσεις) για να μπορεί κανείς να στηριχτεί σε αυτό. Το χειρότερο, δε, με αυτό είναι ότι οι πραγματικοί επικυρίαρχοι της χώρας έχουν τα μέσα να επιβάλουν την βούλησή τους, σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος ακόμα και σε εσωκομματικό πεδίο εμφανίζεται ιδιαίτερα αδύναμος και υπάρχουν πολλοί παράγοντες οι οποίοι είναι έτοιμοι με την παραμικρή στραβοτιμονιά να κατηγορήσουν την ηγεσία τους για μια «Νέα Βάρκιζα». Και είναι πολύ φυσιολογικό: Όταν κανείς καλλιεργεί αντιπολιτευτικά ένα τέτοιο κλίμα προσδοκιών και υποσχέσεων, είναι πολύ εύκολο αυτό να γυρίζει μπούμερανκ με τις πρώτες διαψεύσεις.
Εξ άλλου, θα πρέπει να έχουμε στο νου μας το γεγονός ότι η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος που ξέσπασε με την αναγγελία της πρόωρης εκλογής του ΠτΔ, έχει εξαναγκάσει τον ΣΥΡΙΖΑ να τρέχει διαρκώς πίσω από την τακτική της γρήγορης ανάληψης της εξουσίας, πραγματοποιώντας το ένα λάθος μετά το άλλο, συμμαχώντας με δυνάμεις της «μνημονιακής κεντροαριστεράς» (Κουβέλης, Τζάκρη) ή με παράγοντες της υστερομεταπολιτευτικής «βαθιάς εξουσίας» (λέγε με Γιάννα «Ίδρυμα Κλίντον» Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη).
Έτσι σήμερα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια ζώσα, εξελισσόμενη αντίφαση ενός πολιτικού προεκλογικού λόγου που ολοένα και εντονότερα στηρίζεται στην υπόσχεση μιας «μεγάλης αλλαγής» και μιας πολιτικής πρακτικής που κινείται προς την αντίθεση κατεύθυνση, αυτήν της ενσωμάτωσης.
Τέλος, ας μην ξεχνάμε και την «αστάθμητη μεταβλητή» που ιδιαίτερα κατά τα τελευταία 50 χρόνια ‘αποφάσιζε’, δηλαδή επικαθόριζε, την πορεία της χώρας: Τον τουρκικό επεκτατισμό, ο οποίος ολοένα και πιο έντονα τείνει να εγκαταλείψει το συναινετικό προσωπείο της «φιλίας» και να αξιώνει ανοιχτά και με τον ζόρι την ευθυγράμμιση της Ελλάδας στην νεο-οθωμανική πολιτική.
Και εδώ, όπως φάνηκε και κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Νταβούτογλου στην χώρα μας, και το ολιγόλεπτο ραντεβουδάκι που επέτρεψε ο πρωθυπουργός της γείτονος στον πρόεδρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ δεν διαφέρει σε τίποτα από την εξωτερική πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων: Του Ευάγγελου Βενιζέλου κατά την θητεία της συγκυβέρνησης, του Δρούτσα κατά την πρώτη μνημονιακή κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αυτήν της Ντόρας κατά τις κυβερνήσεις ΝΔ, και των Γιώργου Παπανδρέου-Θόδωρου Πάγκαλου στις μέρες της εκσυγχρονιστικής κυριαρχίας.
Έτσι, το «πολιτικό πόκερ» της κυβερνώσας αριστεράς έχει δημιουργήσει μια χιονοστιβάδα, την οποία καβάλησαν στο ΣΥΡΙΖΑ ιδιαίτερα μετά τον Σεπτέμβριο, ποντάροντας στην συντριβή των Σαμαρά-Βενιζέλου. Ξεχνούν όμως ότι πίσω από αυτούς κρύβονται οι γερμανοτροϊκανοί και ότι ο Σαμαράς έχει στήσει μία παγίδα σε όλες τις αντιμνημονιακές δυνάμεις για να τις οδηγήσει αυτές σε πιθανές καταστροφικές επιλογές, που διαφορετικά θα τις χρεωνόταν ο ίδιος.
Υπό αυτό το πρίσμα, και εάν οι παραπάνω εκτιμήσεις αποδειχθούν σωστές, είναι πολύ εύκολο να φανταστούμε το τι θα συμβεί τους επόμενους μήνες, υπό την προϋπόθεση της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία: Οι διαπραγματευτές θα τον στήσουν στον τοίχο, και ένα κόμμα που έχει συνδέσει την πολιτική του μοίρα με την συμμετοχή του στους κόλπους της ευρωπαϊκής αριστεράς, ένα κόμμα που είναι παντελώς ανέτοιμο, ‘φύσει’ και ‘θέσει’ ανίκανο να διαχειριστεί μια ρήξη με την Ευρώπη, θα αναγκαστεί να υποκύψει στις αξιώσεις της Γερμανικής Ευρώπης. Και τότε θα ανοίξουν οι ασκοί του Αιόλου, τότε ακόμα και αυτή η δυναμική που δημιούργησε το χαρτί της ‘κυβερνώσας αριστεράς’ θα εξανεμιστεί εν μέσω αποχωρήσεων, καυγάδων, καταγγελιών, με συνέπεια να ‘κοντύνει’ η αξιωματική αντιπολίτευση σ’ έναν απλό παράγοντα της κεντροαριστεράς, μαζί με τους υπόλοιπους.
Και εκείνη την στιγμή, ο φόβος, η απελπισία και το αδιέξοδο θα κάνουν πολύ καλά την δουλειά τους –θα δημιουργήσουν ένα διάχυτο κοινωνικό κλίμα ανασφάλειας που θα νομιμοποιήσει νεο-αυταρχικές λύσεις, δίνοντάς τους μάλιστα πλειοψηφικό αέρα. Θα παιχτεί τότε το χαρτί του ενός ελληνικού Μπερλουσκονισμού, με μια ρετουσαρισμένη, «μετά-μεταπολιτευτική» ακροδεξιά, και άλλα συμπληρώματα μαφιόζων, ντήλερ της ολιγαρχίας, και μπάζων του παλαιού πολιτικού συστήματος.
Την ίδια στιγμή, μια ενδεχόμενη αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ θα απονομιμοποιήσει εν γένει κάθε απόπειρα «αριστερής» απάντησης στην κρίση και κάπως έτσι το «μνημόνιο» θα ολοκληρωθεί με την έννοια ότι θα έχει προκύψει ένα νέο πολιτικό καθεστώς στα πρότυπα χωρών του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, ο αυταρχισμός του οποίου θα είναι απολύτως συμβατός με την κοινωνική σκληρότητα και την οικονομική βία που ασκείται και θα ασκηθεί πάνω στην ελληνική κοινωνία.
Η ενδεχόμενη αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, θα οδηγήσει σε καταστάσεις που θα λύσουν από μόνες τους το αίνιγμα της πολιτικής νομιμοποίησης της «αποικίας χρέους» αφού η πολιτική αστάθεια που θα έχει μεσολαβήσει θα έχει μεταβάλει την χώρα σε φτερό στον άνεμο που θα φυσούν οι κερδοσκόποι, και οι νέοι αποικιοκράτες.
Με την πρώτη φάση του μνημονίου, η χώρα ξέγραψε την ευημερία της ύστερης μεταπολίτευσης, και τις αυταπάτες περί της βιωσιμότητας ενός ευρωπαϊκού τρόπου ζωής. Με την δεύτερη φάση, εκείνη της ολοκλήρωσής του σε καθεστώς ‘αποικίας χρέους’, θα καταλάβει πολύ καλά ότι η μοίρα της δεν διαφέρει και πολύ από εκείνην της Βουλγαρίας, και των υπόλοιπων Βαλκανικών κρατών που βρέθηκαν στο στόχαστρο της παγκοσμιοποίησης (λέγε με Σερβία, με την Κύπρο και την Θράκη να παίζουν τον ρόλο ενός οιονεί ελληνικού «Κοσόβου»).
Υπάρχει άραγε διέξοδος από αυτήν την μηχανική αλληλουχία των γεγονότων; Όχι, υπό το πρίσμα των στρατηγικών που είναι κυρίαρχες εντός του παρόντος πολιτικού συστήματος. Όχι, στο πλαίσιο του γνωστού επικοινωνιακού πολέμου των χαρακωμάτων, ενός παιχνιδιού εντυπώσεων που αποτελεί πλέον τον μόνο δυνατό τρόπο με τον οποίον μπορεί να ασκήσει πολιτική η παρούσα εκδοχή του ελληνικού κοινοβουλευτισμού.
Δεν είναι τυχαίο, εξ άλλου, ότι ενόψει μιας τόσο σοβαρής διαπραγμάτευσης δεν υπάρχει καμία συζήτηση γύρω από τις στρατηγικές αντιμετώπισης των νέων εκβιασμών, ενώ η πολιτική συζήτηση του τόπου καταβυθίζεται στην δυσωδία των «Χαϊκάλης-Γκέιτ», με πρωταγωνιστές φτωχομπινέδες ανθυποπράκτορες, γελωτοποιούς, και ποντικούς των παρασκηνίων. Αποτελεί δε δείκτη του πολιτικού επιπέδου της χώρας, ότι σε αυτή την υπόθεση, και ανεξάρτητα από το τι έχει συμβεί, κανείς δεν διατηρεί το ηθικό πολιτικό πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου του.
Όλα τούτα δείχνουν, ότι σταδιακά η πολιτική αντιπαράθεση καταλήγει σ’ έναν εργαλειακό πόλεμο χαρακωμάτων για την απόσπαση της εξουσίας, όπου κυριαρχούν οι συμφωνίες κάτω από το τραπέζι, η ίντριγκα και το παρασκήνιο, ενώ η πολιτική διαμάχη αποψιλώνεται σταδιακά ακόμα και από εκείνες τις προσχηματικές προγραμματικές συγκρούσεις: Μισέλ Ασημακοπούλου, Θόδωρος Πάγκαλος, και Άδωνις Γεωργιάδης από την μία, επαναπατρισμός του ασώτου Φώτη Κουβέλη, Θεοδώρα Τζάκρη, Βουδούρης και Παραστατίδης από την άλλη. Λες και δεν πέρασε ούτε μια μέρα από τις χειρότερες στιγμές δικομματισμού της ύστερης μεταπολίτευσης.
Κάθε μέρα, κάθε στιγμή εξέλιξης αυτής της διαμάχης δεικνύει ολοένα και πιο κατηγορηματικά πως η εναλλακτική λύση βρίσκεται έξω από το παρόν πολιτικό σύστημα, γιατί αυτό τελεί σε συνθήκες συγκρουσιακής ισορροπίας μέσα στο αδιέξοδο.
Σε αντίθεση, δε, με τις υποσχέσεις που μοιράζονται σήμερα αφειδώς, τόσο από τον πόλο των «κουΐσλιγνκ» –δηλαδή της συγκυβέρνησης– όσο και από τους τυχοδιώκτες της «κυβερνώσας αριστεράς» δεν υπάρχει κανένα εύκολο σαξές στόρυ, και καμία ανέξοδη διαφυγή από το μνημόνιο.
Αντίθετα, η αντιστασιακή στρατηγική πρέπει να είναι μεσο-μακροπρόθεσμη, και να πατάει στα πραγματικά δεδομένα της Ελλάδας και της διεθνούς συγκυρίας καλλιεργώντας συστηματικά τις θετικές συνθήκες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μεταβολή της αρνητικής συγκυρίας για την χώρα μας.
Έτσι, έναντι του «πολιτικού πόκερ» της κυβερνώσας αριστεράς πρέπει να προκρίνουμε μια γραμμή κοινωνικού και πολιτικού «αντάρτικου» στην πολιτική της αποικίας χρέους φθείροντας κατά το μέγιστο τους κοινωνικό-πολιτικούς της εκφραστές. Και αυτή τη στρατηγική, παρά τις μεγάλες διαφωνίες που μας χωρίζουν μαζί τους, προτάσσει και το ΚΚΕ ή ακόμα και ένα κομμάτι της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.
Επομένως, έναντι μιας αντίληψης γρήγορης –και βραχύχρονης– κατάληψης της κυβερνητικής εξουσίας, πρέπει να προκρίνουμε την στρατηγική της ενίσχυσης του λαϊκού κινήματος, της ανάπτυξης μιας «δυαδικής εξουσίας», παράλληλων δομών που θα λειτουργούν παραδειγματικά και θα στέκουν αντίβαρο στην παρακμή των σάπιων μέχρι το μεδούλι κυρίαρχων θεσμών που είναι έτοιμοι να μεταβάλουν οποιονδήποτε πολιτικό φορέα κι αν σπεύσει να τους διαχειριστεί άμεσα σε εικόνα και ομοίωσή τους.
Έναντι μιας υπόσχεσης περί γρήγορης επιστροφής στον παλιό καλό παράδεισο θα πρέπει να υπάρξει μια συστηματική ανάλυση και επεξήγηση της πραγματικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα: Μια κοινωνία με διαλυμένο παραγωγικό ιστό, υδροκέφαλη, όπου ο μη-ενεργός οικονομικά υπερβαίνει τον ενεργό οικονομικά πληθυσμό, και ο τελευταίος απασχολείται ως επί το πλείστον σε παρασιτικές δραστηριότητες που είναι υπερβολικά δεμένες με το κράτος, τα κόμματα ή την διεθνή συγκυρία (λέγε με τουρισμό). Αυτή η κοινωνία, αντικειμενικά, χαρακτηρίζεται από μικρή δυνατότητα αυτοδυναμίας και άρα είναι πολύ πιο ευεπίφορη, ανάλογα με την υφή και την συγκεκριμένη θέση του εκάστοτε κοινωνικού στρώματος, είτε σε πολιτικές σπέκουλας του φόβου –λέγε με ΝΔ, ή αύριο, Μαρινάκη και Μπέο– είτε σε πυροτεχνήματα και «τουφεκιές από αλεύρι» που υπόσχονται μια γρήγορη και εύκολη αποκατάσταση της ευημερίας της ύστερης μεταπολίτευσης.
Όντως, το δίλημμα έχει τεθεί, ωστόσο δεν είναι αυτό που θα μας απασχολήσει στις επικείμενες, πρώτες εκλογές αλλά στην πολιτική αστάθεια που θα επακολουθήσει. Ή θα συγκροτηθεί μια δύναμη «πατριωτικής αριστεράς» που θα χτίσει μια πλειοψηφική κοινωνική ηγεμονία μ’ ένα αταλάντευτο όραμα εθνικής απελευθέρωσης, κοινωνικής δικαιοσύνης, οικολογίας, άμεσης δημοκρατίας, πολιτιστικής αναγέννησης και παραγωγικής ανασυγκρότησης, που θα παραμείνει κουφό στις σειρήνες των εκπτώσεων για χάρη ευκαιριακών εκλογικών συμμαχιών και οπορτουνιστικών σχημάτων κυβερνητισμού ή η χώρα θα βυθιστεί σε μια νεο-αυταρχική νύχτα μπαίνοντας στο κλαμπ των «αποτυχημένων κρατών» των Βαλκανίων και του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό σε επίπεδο εξαθλίωσης της κοινωνίας, και εθνικής ακεραιότητας της χώρας.
Ενάντια στην λογική του «ή τώρα ή ποτέ» που κυριαρχεί σήμερα στα τηλεπαράθυρα, έχουμε καθήκον σήμερα να προστατέψουμε όσες υγιείς δυνάμεις απομένουν σε αυτήν την χώρα, από τα ψευδοδιλλήματα μιας εκλογικής αντιπαράθεσης που προτιμάει να ξεχνάει τις πραγματικές απειλές που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, για να επιδοθεί σ’ έναν εργαλειακό ανταγωνισμό για την εξουσία. Αυτές οι δυνάμεις, θα πρέπει να παραμείνουν με καθαρό μέτωπο ώστε πολύ σύντομα, κυριολεκτικά αύριο, να συμβάλουν στην οικοδόμηση ενός πόλου πραγματικής αντίστασης.
Υ.Γ. Είναι γνωστό το επιχείρημα που μας αντιτάσσουν κάποιοι, κακόβουλα, πως «λέμε τα ίδια με τον Σαμαρά». Το πρόβλημα, τους απαντάμε, είναι ότι ο τρόπος που πολιτεύεται ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει στον Σαμαρά μία ύστατη, ανέλπιστη ευκαιρία: Δεν γίνεται, ο Τσίπρας να αντιμετωπίζει τους εκβιασμούς των αγορών με αστειότητες του τύπου «θα βαράμε νταούλι, κι αυτοί θα χορεύουν». Έτσι, δίνει την δυνατότητα στον Σαμαρά να συγκαλύψει τα πεπραγμένα της κυβέρνησής του, καθώς και την αθλιότητα της μνημονιακής καθημερινότητας που έχει αυτή προκαλέσει, πίσω από την επίκληση της κοινής λογικής –όπως έκανε και στο πρόσφατο διάγγελμα. Και ταυτόχρονα, με αυτήν την τακτική επιτρέπει, για παράδειγμα, να αναπτυχθεί περαιτέρω ένα ρεύμα «υπεύθυνης» (sic!) κεντροαριστεράς με κύριο εκφραστή «Το Ποτάμι», ή δημιουργεί και πάλι χώρο στον ΓΑΠ, ώστε να λάβει νέες πολιτικές πρωτοβουλίες.