Τα 200 μέτρα της παραλίας του άστεως της Αίγινας που έγιναν 250

 

Αν διαβούμε τα 50 μέτρα ενός χώρου που περήφανα στέκει δίπλα στη βιομηχανία παραγωγής-κατανάλωσης ψευδαισθήσεων των 200 μέτρων της παραλίας της Αίγινας, συνεχίζουμε στα υπόλοιπα 50 μέτρα που νοικιάστηκαν, για το καλοκαίρι, στον πρόεδρο της. Δίπλα στα 30-40 δέντρα που -φαινομενικά ασκόπως- κόπηκαν πριν από πέντε περίπου μήνες, ένα κομμάτι αυτού του υπέροχου γιαλού που αριστερά προβάλει αγέρωχα η τελευταία κολόνα του ναού, με τα χιλιάδες χύμα κτερίσματα-όστρακα που μυρίζουν Ιστορία, νοικιάζονται στο όνομα της τουριστικής ανάπτυξης για μερικές ομπρέλες και ξαπλώστρες. Ενταγμένη είναι πλέον κι αυτή στο κύκλωμα της διασκέδασης των 250 μέτρων που είτε νόμιμα, είτε νομότυπα, είτε παράνομα, λειτουργεί χάρη σε μια κοινωνική συναίνεση και μαζική άγνοια που συμμαχεί με τη βούληση αυτών που έχουν τη θεσμική δύναμη. Σίγουρα δεν έχει την ίδια ευθύνη ο κοσμάκης που πίνει το φραπέ πάνω στην ξαπλώστρα-κάτω από την ομπρέλα, με αυτούς που αποφασίζουν και νέμονται την υπεραξία του φραπέ-ομπρέλα-ξαπλώστρα, αλλά σε λίγα χρόνια η εκποίηση του αρχαιολογικού χώρου της Κολόνας -χωρούν εκεί πολλά τραπεζοκαθίσματα- μπορεί να γίνει λαϊκό αίτημα. Έτσι. Για να γίνουν τα 250 μέτρα, 300.

Προς το παρόν θριαμβεύει η ομφαλοσκόπησή μας και ο συμψηφισμός του εγκλήματος με το «έγκλημα»…

ΧΩΡΙΣ ΚΟΥΚΟΥΛΑ (ΜΕΤΑΠΡΑΤΙΣΜΟΥ ΠΡΑΞΙΣ)

(με ελάχιστες αλλαγές, 21-4)

Χωρίς κάποια εμβριθή ανάλυση στο ζήτημα της απόκρυψης της ταυτότητας του ενεργήσαντα πράξεων που επισείουν-επισύρουν μέχρι και την ποινή της αφαίρεσης της ζωής, της δολοφονίας ή της εκτέλεσης ενίοτε, η απόκρυψη του προσώπου ήταν πάντοτε ένας από τους τρόπους να εκμηδενιστεί κάθε δυνατότητα αποκάλυψης της ταυτότητας. Η χρήση κουκούλας, εν ολίγοις, ως καλύπτρα του προσώπου ήταν και παραμένει τρόπος απόκρυψης της ταυτότητας για πράξεις που είναι ειδεχθή εγκλήματα, όπως αυτά που διέπραξαν «εθνικόφρονες» δεξιοί την περίοδο της κατοχής και οι οποίοι τιμήθηκαν μετά τον εμφύλιο για το επάγγελμά τους να υποδεικνύουν κομμουνιστές ή πατριώτες για την αντιστασιακή τους δράση, για πράξεις που αφορούν τη σύγκρουση-αντίσταση με τους μηχανισμούς καταστολής κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων ή για πράξεις περιορισμένης σημασίας όπως μια ληστεία τράπεζας. Δηλαδή το ζήτημα δεν είναι η κουκούλα, αλλά το ποιος τη φοράει και γιατί.

Δεν πάνε πολλά χρόνια από τότε που ο Άσημος τραγουδούσε, στο γνωστό τραγούδι-μύθο της γενιάς του 70-80, των συγκρούσεων στη μητρόπολη των Αθηνών: «..και φόρεσε κουκούλα ωσάν σε πρίζουνε, σε κάθε αναμπουμπούλα μη σε γνωρίζουνε…». Από τότε κι από την Ευρώπη των συγκρούσεων του 60-70-80, το περιορισμένης σημασίας αντάρτικο στην πόλη της Αθήνας είχε τη ρετσινιά της κουκουλοφορίας των «γνωστών-αγνώστων». Η αμηχανία και η ανεπάρκεια της αριστεράς να μπορέσει να ερμηνεύσει το μειοψηφικό αλλά αστείρευτο φαινόμενο των νεολαιίστικων συγκρούσεων στους δρόμους της μητρόπολης όταν συνάντησε την ασφαλιτολαγνεία των παλαιότερων εποχών με την οποία αντιμετώπιζε κάθε φαινόμενο εσωτερικής κομματικής απόκλισης, δημιούργησε αυτήν την όχι και τόσο εύηχη ταμπέλα. Ο νέος που φοράει κουκούλα –σύμφωνα με την επίσημη αριστερά- για να μην τον αναγνωρίσουν οι μπάτσοι, για να μην τον καταγράψουν οι κάμερες, για να μην τον συλλάβουν, δεν είναι αυτός που αντιστέκεται -με τον, έστω, αδιέξοδο τρόπο του- στην καταστολή αλλά είναι «ασφαλίτης» «σε υπηρεσία» που «προσπαθεί να χτυπήσει το λαϊκό κίνημα». Και κουκουλοφόρος για το «λαϊκό κίνημα» δεν είναι άλλος από αυτόν που υπηρετεί την «αντίδραση». Από κει και μετά, η οικουμενική υιοθέτηση της μυθολογίας για τον κουκουλοφόρο σπάστη ήταν υπόθεση χρόνου μέχρι και τον περίφημο κουκουλονόμο. Εκεί λοιπόν ήταν και το σημείο όπου εν μέσω της κουκούλας διεξήχθη η κυρίαρχη ιδεολογική συζήτηση που είτε εξίσωνε τους εγκληματίες κουκουλοφόρους της κατοχής με «τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα» που «φέρνουνε μηνύματα για μιαν αγάπη που ‘χα» ή απλά δημιουργούσε ένα νέο εχθρό υπερ-αριστερό με κουκούλα. Ο παλιός «εθνικόφρονας», δεξιός, προδότης στα μπλόκα των γερμανών της κατοχής, απλά, ξεχάστηκε. Κι αν στη χειρότερη περίπτωση κάνεις κριτική για ενέργειες που είναι άνευ νοήματος, που αποτελούν πολιτική παθολογία, που είναι αντιφάσεις του συστήματος, που είναι αδιέξοδες πολιτικά  ή σιχτιρίζεις και καταγγέλλεις και θες να στήσεις στον τοίχο γιατί μπορεί να φτάσουν στο εξ αμελείας έγκλημα της Μαρφίν (μετά απόλυτης ευθύνης Βγενόπουλου), από την άλλη, στην καλύτερη, τους εκτελείς με συνοπτικές διαδικασίες για προδοσία. Αν νικήσεις. Διότι αν χάσεις, τότε, οι κουκουλοφόροι δεξιοί, αντικομουνιστές, γερμανόφιλοι, αγγλόφιλοι, αμερικανοτσολιάδες, ταγματασφαλίτες, τσιράκια του Τζήμερου και της κυβέρνησης γίνονται υπηρεσιακοί παράγοντες από το 1949 μέχρι και σήμερα.

ΥΓ: Τα παραπάνω είναι εξ αφορμής μιας φιστικομαχίας δυο τοπικών παραγόντων: Ενός επιχειρηματία που εργάζεται με τους όρους της αγοράς της νέας εποχής και ό,τι πιο κακό έχει να επιδείξει το μέλλον μας  και ενός που με σύμβουλο ό,τι πιο κακό έχει να επιδείξει το τοπικό παρελθόν μας, δυσφημώντας την χλωρίδα (φιστίκι) και την πανίδα (οχιά). Όταν όμως του κλείνουν το ματάκι φιλικά και πίνουν τσιπουράκι μαζί, όταν τον προσφωνούν «καλλιτέχνη», όταν του χτυπούν την πλάτη ως σε «συνάδελφο» στα τοπικά «ρεπορτάζ», όταν συμμαχούν για τα «τοπικά» και χαμογελάνε με «νόημα» μαζί, τη στιγμή που ελάχιστοι τον αποκαλούν βόθρο, τότε ο βόθρος έρχεται κατά πάνω τους. Κι αν ο εργαζόμενος με τη λινάτσα από τα φιστίκια που τίναζε βρέθηκε εύκολα κατηγορούμενος ενός «σκηνοθέτη», «δημοσιογράφου», και «καλλιτέχνη» γνωστού σπιούνου της περιοχής, ως «κουκουλοφόρος» των Εξαρχείων προς χάριν μιας δυσφήμισης του ΦΦ, αλλά «δεν πρέπει να δίνουμε σημασία» στον γκεμπελίσκο, κι αν άνθρωποι (καλοί και κακοί) βρέθηκαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου με τον πιο χυδαίο τρόπο από το λάκκο με τα σ..χόλια και των τύπου Τριανταφυλλόπουλου αναρτήσεων-εκβιασμών (αλλά «γιατί να καταγγέλλουμε όσα δεν μας ακουμπάνε;»), τότε ας τον λουστούν. Στην πλατεία Εξαχρείων στην Αίγινα.

Ο Μαρδικούλος που τα φώναζε αλλά δεν τον άκουγε κανείς τους

ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΙΑΣ:

Η γνωστή ως Παναγιά των κουκουλοφόρων: Βλέμμα στραμμένο στο φακό, φιλτράκι έτοιμο για το στριφτό-άνεση, μαλλί επιμελώς ατημέλητο, κουκούλα αλλά που δεν καλύπτει την ομορφιά. Όταν η καλή κουκούλα των διαδηλώσεων δίνει ιδέες στο μόντελινγκ.

Όταν είσαι Κούγιας και φοράς κουκούλα σε συλλαμβάνει μόνο ο φακός. Οι μπάτσοι σου κάνουν τεμενάδες.

420118_10200989029554254_490683160_n

Στο επαναστατημένο Μεξικό και στις εξεγερμένες Σκουριές φορούν κουκούλες για να δίνεις σημασία σε αυτά που λένε.

Ο κουκουλοφόρος στο κέντρο της φωτογραφίας είναι ήρωας της δεξιάς, ήρωας του χρυσαυγίτη, υπηρεσιακός παράγοντας από το 1949 και μετά.

Υποχρεωτική κουκουλοφορία

Ύποπτοι κουκουλοφόροι για αντικαταναλωτισμό: δεν αγοράζουν ΣΙ-ΝΤΙ, γαλακτοκομικά από τη βιομηχανία γάλακτος και υπάρχουν πληροφορίες ότι δεν παίρνουν χάπια για τη χοληστερίνη.

ΟΜΑΔΑ ΔΕΛΤΑ ΜΕ ΚΟΥΚΟΥΛΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΑ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

συνάδελφοι τα λένε όπως παλιά (1943-2013)

 

 

Η “αυτοργάνωση” στην Αίγινα

Όταν σου έχουν κόψει το ρεύμα «υπάλληλοι» και «συνάδελφοι» που «κι αυτοί για το ψωμάκι τους δουλεύουν», όταν σου επιβάλουν το χαράτσι κι εσύ αναγκαστικά περνάς στο κίνημα «δεν πληρώνω» και σου κόβουν το ρεύμα-πάλι «συνάδελφοι», όταν χρειάζεσαι ταξί απ’ το χωριό επειδή επείγοντος πρέπει να πας στο Κέντρο Υγείας διότι δεν έχει οδηγό για το ασθενοφόρο, όταν αναγκάζεσαι για να μην πληρώσεις περισσότερα στις μετακινήσεις να δέχεσαι τις περιποιήσεις του κάθε ενός που με το αζημίωτο κάνει διάγνωση ή χειρίζεται μηχανήματα (αποκαλώντας τον εαυτό του «ιατρό»), όταν το παιδί σου υποκλίνεται στην παραλία των 200 μέτρων της πόλης της Αίγινας για 400 ευρώ το μήνα και 15 ώρες τη μέρα στον καθένα που περνάει από τα θερμοκήπια, όταν αναγκάζεσαι να δανειστείς «απ’ το μαλάκα τον ξάδερφο»  για τις χημειοθεραπείες της γυναίκας σου, όταν είσαι εδώ και τέσσερα χρόνια άνεργος και δεν έχεις ούτε αυτόν τον «άχρηστο» που ψήφιζες κοντά σου και είσαι αναγκασμένος να φιλάς κατουρημένες ποδιές για μια σύμβαση 5μηνη, όταν σου στείλαν το φιρμάνι για το νερό κι ακόμα να πληρώσεις τους λογαριασμούς στο Δήμο Αίγινας, όταν μαθημένος απ’ τα 12 στην οικοδομή αναπολείς τότε που είχες 6 εργάσιμες και 2 ένσημα και συμπλήρωνες έστω για το βιβλιάριο, όταν το μαγαζάκι σου έκλεισε παρόλο που ήσουν 18 ώρες τη μέρα απίκου, όταν, όταν, όταν, όταν…

Ε! δεν μπορείς να ακούς και την κάθε μπούρδα, περί «αυτοργάνωσης», ελαφρά τη καρδία. Ούτε τον δήμαρχο που ξαφνικά προσπαθεί να αποστηθίσει μια λέξη που δεν την είχε ξανακούσει, ούτε και τους διαφημιστές χειριστών μηχανημάτων διάγνωσης που μέσα στη γαλήνη της σιγουριάς για το μέλλον τους μπλογκάρουν την κάθε μπαρούφα χωρίς να κοκκινίζουν από ντροπή. Ούτε βέβαια μπορώ να διαβάζω τους διαφημιστές διαφημιστών, χειριστών απινιδωτή στις αναρτήσεις τους.

Δεν θέλω να τους δω να τρέχουν στο λιμάνι, στις δύσκολες στιγμές τους φωνάζοντας «έναν απινιδωτή ρε παιδιά». Άλλοι θα τρέχουμε και θα πεθαίνουμε: οι μίζεροι, οι καταγγελιολόγοι, αυτοί που σιχαινόμαστε να πάμε στις γιορτές της κάθε νέας αγοράς, αυτοί που παθαίνουν αλλεργία βλέποντας τους παράγοντες κι αυτούς που θέλουν να το παίξουν παράγοντες να σου πετάνε στα μούτρα λέξεις που για αυτές έχει ματώσει ένα κίνημα.

Ο -μη αυτοργανωμένος- Μαρδικούλος σας, του διπλανού θαλάμου

Aegina και Cyprus


«Ακέφαλοι μας συμβουλεύουν

Κουλοί μας δείχνουν

Κουτσοί μας οδηγούν

Εμείς δεμένοι

Πρόθυμα ακολουθούμε»

(Από τα 24 καρφιά για μαλακά κρεβάτια) του Αργύρη Χιόνη, «Πλανόδιον», Δεκέμβρης 1996

Ο συνδυασμός ανεγκέφαλων μικροφιλοδοξιών, μικροϊδιοκτησίας ψήφων, και μικροοικονομικού συμφέροντος αλλά και μιας εξαίρεσης που σχετίζεται με την ιστορική αφέλεια της αριστεράς, που ευφήμως αποκαλείται Δημοτικό Συμβούλιο Αίγινας, δεν αφήνει περιθώρια αναδιαμόρφωσης του σκηνικού. Στην κυριολεξία είναι η έκφραση του κενού «μεταξύ συρμού και αποβάθρας», αυτού του τόσο δημοφιλούς στον ηλεκτρικό Σταθμό, στο Μοναστηράκι. Έλκει την καταγωγή του από το άμεσο παρελθόν των τελευταίων 60 χρόνων ενώ η αναγόμωση του με τις αυξημένες αρμοδιότητες των, μετά το ’90, μεταρρυθμίσεων υπέρ της Αγοράς, προκαλεί την κατάρρευσή του. Η οριακή του θέση σε ένα πολιτικό σύστημα που πλέον έχει ξεφύγει από τον τοπικό αυτοκαθορισμό και εν δυνάμει πλιατσικολογεί την κοινωνία ευρύτερα καθιστά το νησί έναν απλό κρίκο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και πολιτικής εν γένει.  Πολύ λίγο μπορούν να προσμετρούνται, θετικά, στις εξελίξεις απολογισμοί, συναντήσεις, συνελεύσεις, κείμενα, δημοσιεύματα που πλανώνται μεταξύ αριθμητικής νοσταλγίας και «επανάστασης», εφόσον μέσα σ’ αυτά η ιστορική αφέλεια εξυμνεί σαφέστατα τους ίδιους όρους από τους οποίους ξεπρόβαλε: την οικονομική ανάπτυξη και το κράτος.

Αυτό που δίνει τον τόνο σε κάθε περίσταση είναι το εμπόρευμα και η προσδοκία του σε δυο περίπου γενιές μεγαλωμένων με το όραμά του, δίπλα στους εγγενείς μύθους της νεοελληνικής ιδεολογίας, μύθους που συντριπτικά καταρρέουν όχι από μια επανάσταση σ’ αυτούς αλλά από την απίσχναση των πήλινων ποδιών τους, εν μέσω της κρίσης. Κοντολογίς η κρίση δεν ήταν αυτή που συνέτριψε αυτή τη ριζωμένη ιδεολογία αλλά η ίδια της η ανυπαρξία προοπτικής.

Ακόμα πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Κύπρος. Στην Κύπρο τα πράγματα μετά από μια εσωτερική διεργασία 40 χρόνων μετά την εισβολή του Τουρκικού Στρατού και την κατοχή του Βορά και 60 χρόνων μετά από την έναρξη του αντιαποικιακού-αντιαγγλικού κινήματος, διεργασία η οποία ανέδειξε μεγάλες κοινωνικές αλλαγές κάτω από την απειλή της εξαφάνισης από το διεθνή χάρτη, βρίσκεται μετέωρη ως πεδίο εφαρμογών στις καλύτερες στιγμές (σύγκρουσης Ανατολής και Δύσης) της νέας αποικιοκρατίας. Και η ιστορία της απογύμνωσης προχωρά. Ακόμα δεν έδωσε τους τίτλους του τέλους.

Γυμνοί απέναντι στο φάσμα της πραγματικής επιβίωσης, αμόρφωτοι απέναντι στην Ιστορία, αποσυνδεδεμένοι από τις πραγματικές ανθρώπινες σχέσεις, ερωτούμαστε, πλέον, ως υποκείμενα της Ιστορίας. Διότι ως αντικείμενα, απορριφθήκαμε.

ΥΓ Μαρδικούλου:

Μιας και τον τελευταίο καιρό και σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΕΟΤ, επαναπροσδιορίζεται “το στίγμα του Σαρωνικού στον εγχώριο αλλά και παγκόσμιο τουριστικό χάρτη” η κατεύθυνση προς τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο θα ήταν ιδιαιτέρως γοητευτική. Δίπλα στο “χρυσοπράσινο φύλλο” και πλωτή Ελβετία των Ρώσων μεγιστάνων, η Μύκονος του Σαρωνικού.

 

ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΠΡΟΒΛΗΤΑ

Μόνο ως αυτό-γελοιοποίηση μπορεί να χαρακτηριστεί πλέον η εκδήλωση διαμαρτυρίας στην παλιά προβλήτα. Απέναντι στους ιδιοκτήτες, τους θαμώνες και τους υποστηρικτές της ιδεολογίας της παραλίας που σχεδόν μόνο αυτοί ακούνε και γελάνε σε βάρος μας. Όχι, δεν αποτελεί ευκαιρία για κανέναν, που δεν επιθυμεί να εκτεθεί. Όχι, δεν αποτελεί έδαφος κοινό για τον αγώνα στην Αίγινα. Μέχρι να βρούμε πού και πώς βρίσκεται αυτό ας υπερβούμε τις θεωρίες περί «καθυστέρησης» των μαζών καθώς και τις θρησκευτικές αντιλήψεις του «φωτισμού» των «άλλων». Υπάρχουν ήδη, η καθιερωμένη θρησκεία για αυτό και η θρησκεία του χρήματος που προορίζεται αυστηρά για λίγους αλλά προσδοκούν οι πολλοί. Μπορούμε απλά να το ψάξουμε μαζί.

για το δημόσιο χώρο στην Αίγινα

Αλωμένος από τους παράγοντες επιβιώνει μόνο στο καφενείο και σε οποιοδήποτε γεγονός σε πηγαίνει μπροστά στην αναζήτηση της αλήθειας, στην ομορφιά του συλλογικού, στη μαγεία της τέχνης. Με την εις άτοπον απαγωγή μπορεί ο καθείς να ξεκαθαρίσει,το ποια είναι αυτά τα γεγονότα που μπορούν να έχουν προοπτική ελευθερίας και μοιρασιάς. Τα γεγονότα που μπορούν να μυρίζουν κοινωνική δικαιοσύνη, μόρφωση, αγώνα και μαγεία. Όσα γεγονότα δεν παραληρούν μπροστά σε επισήμους, και δεν φοράνε βραδινά αεράτα κουστούμια. Όσα χωρούν την κοινωνία χωρίς να τη σέρνουν από τη μύτη. Όσα πλάθουν τον απαραίτητο ιστό της αλληλεγγύης χωρίς κύμβαλα να αλαλάζουν. Όσα μοιάζουν με τις καλύτερες στιγμές του σπιτιού χωρίς να πληρώνεις νοίκι. Όσα δεν κουβαλούν τη χύτρα με τους ψήφους για να μαγειρέψουν από πίσω σου την αδυναμία σου να μην αναλαμβάνεις ευθύνες. Όσα απλώνονται χωρίς να επεκτείνονται. Όσα μιλούν χωρίς να επιβάλλονται.

Αυτός είναι ο δημόσιος χώρος: ένα ροδάκινο που μοιράζεται στα ίσα.

ΥΓ: Από την συστηματική μέχρι την περιστασιακή στοχοποίηση ανθρώπων, ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας συναρθρώνεται γύρω από την μετατροπή του εναπομείναντος και επιζώντος κοινού σε έναν εσμό που περικυκλώνει ασφυχτικά. Ο δήμαρχος, ο αντιδήμαρχος, ο σύμβουλος, ο διευθυντής σχολείου, ο εκδότης τοπικής εφημερίδας, ο δικηγόρος, ο μπλόγκερ, ο κάθε ρόλος και άνθρωπος που εκτίθεται στο δημόσιο χώρο μπορεί να είναι ο στόχος.

Παιδί του Φόβου και της Κακίας, ο Μοχθηρός, γεννήθηκε μέσα στη στέρηση της Παιδείας, της Φιλίας και της Πραγματικής Ζωής. Έχοντας το τραύμα αυτής της εγκατάλειψης κι εξ αιτίας μιας νοσηρής προσκόλλησης με τη μητέρα του σε μια συγκυρία χωρισμού της με το Φόβο, ζευγάρωσε μαζί της. Το παιδί που γεννήθηκε ήταν η Σκευωρία που συναντιέται κάθε φορά με την Περίπτωση χωρίς να δημιουργεί μόνιμες σχέσεις μαζί της. Η Τηλεόραση και η Υποκρισία, είναι οι μόνες φιλικές σχέσεις που διατηρεί.

Και καλά, όταν έχεις και καβάντζες: ένα κόμμα, μια οργάνωση, ένα σύλλογο, ένα ρόλο εξουσίας, μια μεγάλη οικογένεια. Όταν δεν έχεις τίποτε απ’ όλα αυτά κι έχεις μόνο τη διαθήκη της γιαγιάς σου: «να κάνεις πάντα το καλό γιατί το άδικο ουκ ευλογείται», τότε τα πράγματα δυσκολεύουν. Αλλά για όλους: τόσο για αυτούς που αδικούν όσο και για αυτούς που αδικούνται. Είναι μια μάχη διαρκής και μόνο ο δημόσιος χώρος μπορεί να της δίνει προοπτική και ένα διακριτικό φωτισμό που την κάνει ανθρώπινη.

(Όταν δεν έχεις καν τη διαθήκη της γιαγιάς σου τότε είσαι σε αδιέξοδο. Γιατί πρέπει να ανατρέξεις στην Ιστορία. Παιδί της Φιλοσοφίας και του Χάους).

Δεν έχουμε άλλα όπλα: Το δημόσιο χώρο -τότε και πάντα- που εξανθρωπίζει κι αποδαιμονοποιεί θεούς και ανθρώπους, τέρατα και ελέφαντες. Ακόμα και τους πιο κακούς.