Το νερό… νεράκι-Η «λιγοστή» «παραγωγή» του Η2Ο και η κατασκευή σπανιότητας

δημοσιεύτηκε στο περιοδικό MANIFESTO, στον “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΟ ΚΟΣΜΟ” και αναδημοσιεύεται από κει στη “ΣΧΕΔΙΑ ΣΤ ΑΝΟΙΧΤΑ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ”

Το φάντασμα της ιδιωτικοποίησης του νερού και το φάσμα της μεγάλης μας άγνοιας

Αφιερωμένο στο Σταύρο Κούβαρη, φίλο, αδελφό και σύντροφο, από το Γαλατά Τροιζηνίας που έφυγε απότομα τον Αύγουστο του παρόντος χρόνου. Ο Σταύρος, με οδηγό τη δημιουργό αφέλεια του Καλού, είχε την αλληλεγγύη, τη φιλοσοφία, την ιστορία και την τέχνη όχι σαν κοινωνικό παράδειγμα αλλά σαν στάση ζωής. Ένας σπάνιος βιοπαλαιστής της καθημερινότητας, με το τζαμάδικό του να θυμίζει ενίοτε σχολή διαλόγου, τεκμηρίωσης και περισυλλογής για το Σεφέρη, για τα βουνά της Πελοποννήσου, για τις αρχαιότητες και το Βυζάντιο, για τον ελληνισμό και το όραμα για δικαιοσύνη και ελευθερία. Κι από την άλλη, να τρέξει παντού, για όλα: για τον άνθρωπο. Και πάνω απ’ όλα μην γνωρίζοντας για αυτό που έκανε: τη διαφορά στον κόσμο μας.

Η «λιγοστή» «παραγωγή» του Η2Ο και η κατασκευή σπανιότητας

Η -στην καλύτερη των περιπτώσεων- αντίσταση στην επικείμενη, εν Ελλάδι, ιδιωτικοποίηση του νερού, αποτέλεσμα της οποίας μπορεί να είναι η αναίρεση μιας τέτοιας απόφασης όπως συνέβη πρόσφατα μέσω δημοψηφίσματος στην Ιταλία, δεν μπορεί να αλλάξει σε καμιά περίπτωση ούτε να δρομολογήσει αλλιώς την υπόθεση της διαχείρισης του νερού. Η ιδιωτικοποίηση δεν είναι παρά μια σταγόνα στο ποτήρι που ξεχειλίζει. Ή αλλιώς στο ποτήρι που αδειάζει.

Το νερό, από τότε που έπαυε να είναι αντικείμενο διαχείρισης της κοινότητας, υπόθεση προσευχής και λιτανείας στις κρίσιμες περιόδους ανομβρίας, περνούσε στα χέρια της μεγάλης θεάς Ανάπτυξης και των ιερέων-επενδυτών της στο ναό του Κέρδους. Για να μπορέσουμε όμως να περάσουμε στην κατάσταση μιας πρώιμης διαχείρισης από το κεφάλαιο έπρεπε να εφευρεθεί η σπανιότητα του νερού στο πλαίσιο μιας εν γένει προβληματοποίησής του. Ήδη από τη δεκαετία του ‘90 αρχίσαμε να μαθαίνουμε ότι δεν έχουμε αρκετό νερό, αφού από το 70% της υδρογείου που κάποιος πραγματοποιήσει το λάθος να μας το δώσει το περισσότερο σε θάλασσα, μόνο το 2% είναι πόσιμο κι απ’ αυτό πρόσβαση μπορούμε να έχουμε μόνο στο 0,5%. Τι κρίμα που διαλέξαμε λάθος πλανήτη. Ποσώ δε μάλλον οι άνθρωποι από την Αφρική με τους εκατομμύρια διψασμένους όπως μας πληροφορούν οι φιλάνθρωπες ΜΚΟ, που διάλεξαν μια, ακόμα, πιο λάθος ήπειρο.

Αλήθεια τι μπορεί να σημαίνει, όμως, ότι 50-60.000 κυβικά χιλιόμετρα περίπου, είναι το νερό των κατακρημνίσεων, μια άλλη λέξη για τις βροχές; Τι μπορεί να σημαίνει ότι τα νέα σύνορα που μπήκαν από τους αποικιοκράτες, απαγορεύουν τις μετακινήσεις πληθυσμών σε περιόδους ξηρασίας; Τι μπορεί να σημαίνει ότι το νερό της Αφρικής μολύνεται από την εξόρυξη, τη βιομηχανία και την πετροχημική διαδικασία που είναι μακριά και πέρα από την πόρτα μας; Ερωτήματα που έτσι κι αλλιώς έχουν εξοριστεί μαζί με την Αλήθεια και τη Νοημοσύνη.

Ας δούμε το τι σήμαινε το έδαφος με τους υδροφόρους το ορίζοντες, το νερό των θαλασσών, των λιμνών και των ποταμών μέχρι και πριν 20-30 χρόνια. Για τη βιομηχανία, την πετροχημική επιχείρηση, για την εκβιομηχανισμένη γεωργία της «πράσινης ανάπτυξης» της Κοινωνίας των Εθνών, το νερό δεν ήταν παρά το απαραίτητο στοιχείο για την παραγωγή. 150 τόνοι νερό για ένα αυτοκίνητο, 40 λίτρα νερό για ένα τσιπάκι και τα 2/3, διεθνώς, των αποθεμάτων νερού για την αγροτική παραγωγή των μονοκαλλιεργειών του ρυζιού, του σταριού, του βαμβακιού και του καλαμποκιού. Νερό που επιστρέφει μολυσμένο. Ιδού λοιπόν η μόλυνση όχι ως ατύχημα αλλά ως «κεντρική καπιταλιστική λειτουργία», όπως τονίζουν οι συγγραφείς της μπροσούρας «Νερό υπό πίεση» από τις εκδόσεις Αντισχολείο.

Αν ψηλαφίσουμε και την πραγματικότητα των μεγάλων φραγμάτων που πραγματοποιήθηκαν στη Δύση και στον Τρίτο Κόσμο κατόπιν της ίδιας διεθνούς επιταγής με τα εκατομμύρια φραγματικών προσφύγων, με τις καταστροφές από τις «παράπλευρες» ζημιές, με την καταστροφή των τοπικών οικονομιών, με τη συγκράτηση της γόνιμης λάσπης στους πυθμένες των φραγμάτων, με τις νέες υποχρεωτικές καλλιέργειες για την παραγωγή χαρτιού (για να μπορεί η θεία μου να γράφει αέναα στη Δύση για τις ερωτικές περιπέτειές της σε βιβλία), τότε μιλάμε για μια άνευ προηγουμένου καταστροφή. Αυτά αφηγείται η Βαντάνα Σίβα στο βιβλίο της «Πόλεμοι για το νερό από τις εκδόσεις Εξάρχεια. Εξ άλλου, η τουριστική ραστώνη στις πρώην παράλιες αγροτικές περιοχές επιβάλλει ένα πρότυπο αστικής σπατάλης σε μη αστικές περιοχές. Τι άλλο θα μπορούσε κανείς να υποθέσει όταν στην κορύφωση μιας τρίχρονης ξηρασίας, το 1998, στην Κύπρο, η κυβέρνηση έκοψε την παροχή νερού κατά 50% στους αγρότες εξασφαλίζοντας τις ανάγκες σε ύδρευση, 2 εκατομμυρίων τουριστών; Ή πώς μπορούμε να ζήσουμε στην ολοένα και διευρυμένη γεωγραφικά και κοινωνικά, αστικοποίηση, όταν χρειαζόμαστε απίστευτες ποσότητες νερού για να πλησιάσουμε τα πρότυπα ενός νέου υγιεινισμού και της λατρείας του εγώ, στις σύγχρονες μητροπόλεις;

Για τα πλυντήρια, για το γρασίδι και τα καλλωπιστικά, για το καζανάκι, για τις πισίνες των μεσοαστικών στρωμάτων, για το πλύσιμο του αυτοκινήτου, για το σώμα που πρέπει να αφρίζει στους λουτήρες; Το ερώτημα είναι το αν το νερό λιγοστεύει. Όχι. Επιστρέφει ως πλημμύρα ή ως θεομηνία εν όψει των σύγχρονων κλιματικών αλλαγών σε μια εποχή που η αστικοποίηση το σιχτιρίζει προς τη θάλασσα. Για τις πόλεις τα όμβρια ύδατα είναι το ένα και το αυτό με τα πάσης φύσεως λύματα, ενώ για την ύπαιθρο ένα άχρηστο νερό που παρασέρνει τόνους γόνιμο έδαφος από τις πυρκαγιές κι από την εγκατάλειψη των καλλιεργειών στις αναβαθμίδες. Τι αξία μπορεί να έχει σε μια γη που γίνεται οικοδομήσιμη; Γιατί να συγκρατήσουμε το νερό σε σουβάλες, σε στέρνες, σε μικρά φράγματα ανάσχεσης; Αφού έρχεται ήδη στις βρύσες μας. Το πρόβλημα παραμένει η τιμή. Και η ποιότητα. Και η ποσότητα. Κι αυτά παραμένουν οι μεγαλύτερες αυταπάτες στη δημόσια συζήτηση για το νερό. Διότι –στην καλύτερη των περιπτώσεων- μας κατατάσσουν στην πλευρά των απαιτητικών καταναλωτών.

 

Η ιδιωτικοποίηση των δικτύων, το εμφιαλωμένο και το «εικονικό νερό», ως φάρμακα με παρενέργειες

Η κατάρρευση και γήρανση του δικτύου ύδρευσης και αποχέτευσης των πόλεων, η μόλυνση των νερών από τη βιομηχανία και την εκβιομηχανισμένη γεωργία και τα φράγματα, ο παρασιτικός τουρισμός και η νέα αποκάλυψη δισεκατομμυρίων κέντρων του σύμπαντος που κουβαλούν ένα πεπερασμένο σαρκίο, ήταν και η ενοποιός αφορμή για την εμπορευματοποίηση του απόλυτου αγαθού. Ενός αγαθού που δεν μπορεί να παραχθεί. Του νερού. Μιας «νέας ηπείρου» προς ανακάλυψη δίπλα σ’ αυτές του ήλιου, του αέρα και των ζωικών κυττάρων του ανθρώπινου σώματος, όπως τονίζουν οι συγγραφείς στο «Νερό υπό πίεση». Εδώ και μια τριακονταετία, το παγκόσμιο εργοστάσιο νερού χτίζει μέσω της ιδιωτικοποίησης στα θεμέλιά του, ολόκληρες κοινωνίες μαζί με το νερό τους.

Από κει ξεκινάει ταυτοχρόνως και η εκτίναξη στα ύψη της κατανάλωσης εμφιαλωμένου νερού. Αποφασιστικό επιχείρημα είναι η υγιεινή που έχει ως αποτέλεσμα το διαχωρισμό πόσιμου και νερού για τη λάτρα. Ο Τρίτος Κόσμος είναι το αποτελεσματικό πεδίο εφαρμογής της νέας τάξης νερού. Από αυτόν ξεκινάει, μαζί με όλες τις κρυπτορατσιστικές θεωρήσεις για τους Αφρικανούς που «δεν διαχειρίζονται σωστά» το νερό ή απλά, είναι «άτυχοι». Νούμερα σε διαφημιστικά σποτ των ανθρωπιστικών αποστολών, ντοκιμαντέρ με την απελπισία των αποξηραμένων περιοχών είναι οι πρώτες επισημάνσεις του καθεστώτος διαρκούς απειλής. Οι ιδιωτικές εταιρίες με προεξάρχουσες αυτές της Γαλλίας (οι οποίες καλύπτουν μια πρώιμη ιδιωτικοποίηση από τα μέσα του 19ου αιώνα) μαζί με αυτές από τις ΗΠΑ και την Αγγλία, αναλαμβάνουν σε συνεργασία με το κράτος τη διαχείριση του νερού σε πόλεις της Δύσης και του Νότου. Τα αποτελέσματα είναι καταστροφικά:

 

1)Νέες εργασιακές σχέσεις με πτώση των μισθών και απολύσεις προσωπικού αν προστεθεί και το δώρο κάποιων μετοχών σε ημετέρους παρατρεχάμενους.

2)Κατακόρυφη αύξηση της τιμής του νερού από 100% έως 200% αντίστοιχα με τα κέρδη που ήταν από 400% έως 600%. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Βολιβία στην οποία οι καταναλωτές ύδατος πλήρωναν το 1/3 του εισοδήματός τους για το νερό.

3)Πάγωμα των επενδύσεων στις υποδομές αφού οι νέοι κάτοχοι του νερού αρνούνταν να επενδύσουν ως όφειλαν για την ανασυγκρότηση των δικτύων. Ένα 5% ως στάχτη στα μάτια, στην καλύτερη των περιπτώσεων, δικαιολογούσε τις επιλογές των Δήμων και των κυβερνήσεων για τη σύναψη του συμβολαίου.

4)Σύνδεση των τιμών με σκληρό νόμισμα με τη ρύθμιση των τιμών να «σέβεται» τις διακυμάνσεις του δολαρίου κι όχι του τοπικού ή εθνικού νομίσματος. Η περίπτωση της Αργεντινής είναι και η πιο τρανή: ενώ κατέρρεε το πέσος, η τιμή του νερού ανέβαινε με βάση το δολάριο.

5)Αποικιακές συμφωνίες εταιριών με τις «πρώην» αποικίες της έδρας τους είναι μια άλλη παράμετρος για τη σύνταξη των δανειακών όρων. Με τις πλάτες της παλιάς αποικιακής αίγλης και με τα χαρτονομίσματα του δανείου να κουνιούνται στη μύτη των κυβερνητικών προσώπων στις αποικίες, σύναπταν συμφωνίες ιδιωτικοποίησης του νερού. Με όρους απαγόρευσης ακόμα και συλλογής βρόχινου νερού ή ελεύθερης λήψης από το ποτάμι.

6)Επιδείνωση των συνθηκών υγιεινής. Με ανύπαρκτη συντήρηση των δικτύων και έλλειψη επενδύσεων στις υποδομές, το νερό κατάντησε σε περιπτώσεις επικίνδυνο. Θάνατοι και αρρώστιες από δυσεντερία στην πολιτισμένη Δύση, ενώ στην Αφρική εμφανίστηκε η μεγαλύτερη επιδημία χολέρας. Μόνο στον πρωτοκοσμικό Καναδά η κυβέρνηση μετά την αποκάλυψη ότι το 1/3 του νερού είναι μολυσμένο από κολοβακτηρίδια, αφαίρεσε τον συγκεκριμένο έλεγχο και την επόμενη χρονιά κατάργησε το πρόγραμμα ελέγχου, ενώ στην Ατλάντα της πρωτοκοσμικής Αμερικής εκδόθηκαν, το 2002, 5 επείγουσες προειδοποιήσεις για βρασμό νερού.

7)Διάλυση των παλιών τρόπων συγκράτησης και διαχείρισης του νερού.

Γενικά όπου εφαρμόστηκε η ιδιωτικοποίηση εγκαταστάθηκε ο υδρομετρητής και εκδόθηκαν μετοχές για τους φίλους της εταιρίας. Παράλληλα η χρήση του εμφιαλωμένου νερού καθιερώθηκε ως ένα σύμβολο υγιεινής ζωής και αποφυγής ασθενειών. Ένα πλασέμπο-νερό, δια πάσα νόσον και μαλακίαν. Έτσι, σαν έτοιμες από καιρό, πολυεθνικές εταιρίες, δίπλα σ’ αυτές της ιδιωτικοποίησης των δικτύων, με κάθε είδους νερό (από μεταλλικό μέχρι το καθαρισμένο από το αστικό δίκτυο) μπήκαν στο χορό των λύσεων. Τελευταίο εφεύρημα αποτελεί η επικείμενη πληρωμή του «εικονικού νερού»: η έξτρα πληρωμή του αποτυπώματος νερού που χρειάστηκε για να παραχθεί κάθε προϊόν. «Μόνο όταν το πληρώνεις το εκτιμάς»! Έτσι δεν αναφωνούν εν χορώ οι εγκέφαλοι ρυπαρογράφοι των διάφορων Εκόνομιστ;

Η αστικοποίηση: κοινός παρανομαστής του προβλήματος νερού και διαχείρισης πάσης φύσεως αποβλήτων

Η αστική μεγέθυνση ως άμεση επίπτωση της βιομηχανικής, είναι η βασική αιτία της ανάληψης από το κράτος της διευθέτησης δυο σοβαρών ζητημάτων δίπλα σ’ αυτό της στέγασης για την αναπαραγωγή του τότε προλεταριάτου: της υδροδότησης και της αποχέτευσης. Της κάλυψης με το απόλυτο αγαθό για τη ζωή και της διοχέτευσης αυτής της περιττής μάζας-λυμάτων, επιβλαβούς για την υγεία. Τα λύματα των πρώιμων πόλεων της πρωτοκοσμικής Ευρώπης που δημιουργούσαν τις επιδημίες δεν θα μπορούσαν να ξεπεραστούν απλά με το τακούνι που η αστική κοκεταρία εφηύρε για να πατά η κυρία αφ’ υψηλού στα σκατά, που ήταν παντού…

Η αστική ανάπτυξη ξεκίνησε να γίνεται το πρότυπο ζωής και καθημερινότητας, ένα πρότυπο νικηφόρο απέναντι στις αγροτικές κοινωνίες που συμβόλιζαν το κακό μας παρελθόν. Και η ανάπτυξη, γενικότερα, ως κοινό φαντασιακό του καπιταλισμού αλλά και των σοσιαλιστικών θεωρήσεων για την ευημερία και την ανθρώπινη ευτυχία, σήμαινε την απεριόριστη κι ατέρμονη εκμετάλλευση της Φύσης.

Ο John Widtsoe από το τμήμα διαχείρισης υδάτινων πόρων των πρώιμων ΗΠΑ, ακολουθώντας κατά γράμμα σχεδόν τον Άνταμ Σμιθ, δηλώνει:

«Η μοίρα του ανθρώπου είναι να κατακτήσει όλη τη γη και η μοίρα της γης είναι να υποταχθεί στον άνθρωπο. Δεν μπορεί να υπάρχει καθολική κατάκτηση της γης ούτε πραγματική ικανοποίηση για την ανθρωπότητα, αν μεγάλα τμήματα της γης παραμένουν έξω από τον πλήρη έλεγχο του ανθρώπου. Μόνο όταν όλα τα μέρη της γης αναπτυχθούν με την καλύτερη υπάρχουσα γνώση και περιέλθουν σε ανθρώπινο έλεγχο, θα μπορεί πλέον ο άνθρωπος να πει ότι η γη του ανήκει…».

Για τον Μαρξ «η αστική περίοδος της ιστορίας πρέπει να δημιουργήσει την υλική βάση του καινούριου κόσμου –απ’ τη μια μεριά, την παγκόσμια επαφή, τη θεμελιωμένη στην αμοιβαία εξάρτηση των ανθρώπων και τα μέσα αυτής της επαφής κι απ’ την άλλη, την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων του ανθρώπου και το μετασχηματισμό της υλικής παραγωγής σε μια επιστημονική κυριαρχία πάνω στους φυσικούς παράγοντες…».

Η κυριαρχία στη φύση από πλευράς ανθρώπινης δραστηριότητας κατοχύρωσε το άστυ ως την απόλυτη κοινωνική έκφρασή του και την αστική πολιτική και οικονομία ως την απαραίτητη λειτουργία της. Σε μια εποχή πολύπλευρης κρίσης όπου ο αστικός πληθυσμός τείνει να υπερβεί τον πληθυσμό της περιφέρειας παγκοσμίως, μπορούμε πλέον να μιλάμε για μια άνευ προηγουμένου καταστροφή. Από τις Δυτικές ακτές της Αμερικής που τεράστιοι σωλήνες διοχετεύουν απίστευτες ποσότητες νερού στην πρώην έρημο, μέχρι τον περιορισμό της λίμνης Αράλη στο μισό της μέγεθος από την σοσιαλιστική σοβιετική δημοκρατία, το νερό δεν είναι παρά ένα υλικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τις εφαρμογές της συγκεντρωτικής οικονομίας. Από την Αλάσκα και την εκμετάλλευση του νερού των πάγων της μέχρι το νότιο άκρο της Αφρικής, το παγκόσμιο εργοστάσιο νερού υπό την καθοδήγηση των «σχολών σκέψης» είναι το απαραίτητο εμπόρευμα που οφείλει να γίνεται μονοπώλιο. Στο πλαίσιο της ολοκληρωτικής κατάκτησης των ηπείρων, οι νέες ήπειροι, το νερό, ο αέρας, ο ήλιος και το ανθρώπινο σώμα, ξεπροβάλλουν ως προκλήσεις για τους νέους κονκισταδόρους, χαρτογιακάδες, επιχειρηματίες και εκατομμύρια χρήσιμους ηλίθιους της Αγοράς. Αρκεί να συνεχιστεί ο αστικός σχεδιασμός της οικονομίας και το περίφημο αστικό-καταναλωτικό μας μοντέλο. Ένα μοντέλο βασισμένο στον τριτογενή τομέα με την πρωτογενή παραγωγή και τη δευτερογενή να γίνεται υπόθεση των τριτοκοσμικών αποικιών της Δύσης. Πάλι!                                                                            

 Στην «ισχυρή Ελλάδα», την εποχή του Εκσυγχρονιστάν μέχρι το Μνημόνιο

Από την ΟΥΛΕΝ την ΠΑΟΥΕΡ και την ΤΕΛΕΦΟΥΝΚΕΝ που ήταν οι προπολεμικοί ιδιωτικοί φορείς για τη διαχείριση του αστικού δικτύου ύδρευσης, της ηλεκτρικής ενέργειας και του δικτύου τηλεπικοινωνιών, αντίστοιχα, περάσαμε σταδιακά στην κρατικοποίηση της διαχείρισης: Η ΕΥΔΑΠ, η ΔΕΗ και ο ΟΤΕ αναλαμβάνουν με κρατική χρηματοδότηση να διαχειρίζονται τα αγαθά του νερού, της ενέργειας και της τηλεπικοινωνίας. Μέχρι και το ’90, δεκαετία των μεγάλων αλλαγών στην κατεύθυνση της φιλελευθεροποίησης της οικονομίας, το νερό ήταν υπόθεση της ΕΥΔΑΠ και αντίστοιχα στις μεγάλες πόλεις οι δημοτικές αρχές. Από το 90 και μετά το τέλος της δεκαετίας του ’80 με τους καύσωνες και την περιστασιακή ανομβρία, ξεκινάει η κρίση σπανιότητας του νερού και η προπαγάνδα.

Η Αφρική σε πρώτο φόντο, δίπλα στην τρομοκρατία των αριθμών και τα προπαγανδιστικά ντοκιμαντέρ. Από κείνη την εποχή το οικολογικό κίνημα πριν γίνει η χλωρή λίπανση της Αγοράς, επισημαίνει τους κινδύνους. Από κείνη την περίοδο και μετά τις δημοσιεύσεις για τα αποθέματα της λίμνης του Μαραθώνα με το γνωστό τηλεοπτικό-ραδιοφωνικό σποτ «Νερό! Δεν έχουμε αρκετό» ξεκινούν οι σχεδιασμοί για τις εκταμιεύσεις νερού από τα Βαρδούσια όπως και η υπαγωγή όλων των νερών υπό κρατική διαχείριση, το 2000. Οι δικοί μας πόλεμοι για το νερό πραγματοποιούνται σε πόλεις όπως στα Γιάννενα με την υπόθεση του Καλαμά και αργότερα στην Αραβυσσό με την υπαγωγή των νερών της στον Οργανισμό Ύδρευσης Θεσσαλονίκης ως δώρο για την τοπική βιομηχανία. Αργότερα και στη Βεγορίτιδα, ένας μικρός αλλά συμβολικός πόλεμος για το νερό λαμβάνει χώρα μεταξύ δυο όμορων χωριών. Από την άλλη αυξάνεται δραματικά η κατανάλωση εμφιαλωμένου νερού εφαρμόζοντας το δόγμα: άλλο η λάτρα άλλο το νερό που πίνουμε.

Εταιρίες τοπικές νοικιάζουν έναντι ευτελών ποσών από τους τότε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, πηγές που ανήκουν στον κόσμο, ενώ σε κάθε περίπτωση αποσύρονται κατά καιρούς (μέχρι και πρόσφατα στο φημισμένο Λουτράκι) ποσότητες που είναι επικίνδυνες.  Στο ίδιο πλαίσιο, η τουριστική βιομηχανία από το ‘70 δημιούργησε τοπικά εργοστάσια νερού σ’ όλη την παράλια Ελλάδα. Κοινωνίες αγροτών, κτηνοτρόφων και ψαράδων προσανατολίστηκαν σε μια από τις πιο καταστροφικές δραστηριότητες του τριτογενούς. Καταστρέφοντας ή εγκαταλείποντας τα παλιά δίκτυα συγκράτησης και διαχείρισης του νερού, οι τοπικές οικονομίες στράφηκαν στην οικοδομή και στην κάλυψη αναγκών μιας νέας απαιτητικής πελατείας. Πανάκριβη μεταφορά νερού, νέες προσθήκες στο δίκτυο, μετατροπή της γόνιμης γης σε μπετόν, ατελείωτες γεωτρήσεις με υφάλμυρο νερό, υποδομές αντιπλημμυρικές. Ο τουρισμός όχι ως κρατική επιλογή αλλά ως κίνημα από τα κάτω, που διαρκώς κέρδιζε -ον και οφ δι ρέκορντ- στα αιτήματά του να αναπτυχθεί τουριστικά και οικοδομικά. Δίπλα στην παράλια Ελλάδα η ενδοχώρα με τις περίφημες εκτροπές των ποταμών και τα μεγάλα φράγματα για ενεργειακούς και αρδευτικούς-υδρευτικούς  λόγους. Μακριά και πέρα από κάθε λογική τοπικού και κοινωνικού ελέγχου, μια σειρά φραγμάτων θεμελιώνονται συνεχίζοντας τη βιομηχανία νερού για μια εκβιομηχανισμένη γεωργία όπως και για την κάλυψη των αναγκών στους νέους πληθυσμιακούς ορίζοντες των πόλεων της επαρχίας. Το αδιέξοδο συνεχίζεται…

Τομή στην υπόθεση της ιδιωτικοποίησης του νερού στην Ελλάδα είναι τα μνημόνια που πωλούν τη δημόσια διαχείριση του νερού σε εταιρίες ενώ ο διορισμός του Μπαρδή (μέχρι προσφάτως), πρώην στελέχους της με έδρα τη Γαλλία, πολυεθνικής Βεόλια στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της ΕΥΔΑΠ, επισημαίνει τη νέα τάξη νερού στην Ελλάδα. Η πρόσφατη πώληση των νερών της Θεσσαλονίκης στην Σουέζ και επικείμενη πώληση της ΕΥΔΑΠ είναι μόνο η αρχή. Να μην ξεχνάμε και την υποχρεωτική καταγραφή των πηγαδιών. Ο υδρομετρητής στο χωράφι σας! Η «δημοκρατία του νερού» που οραματίζεται η Βαντάνα Σίβα είναι πολύ μακριά. Κι ακόμα πιο βαθιά, θαμμένες οι θεότητες, οι νύμφες κι οι κόρες της ημετέρας παράδοσης.

Υπάρχει διέξοδος;

Ναι, υπάρχει λένε οι εταιρίες που εμπορεύονται τη ζωή μας και την υγεία μας. Αρκεί να έχεις να πληρώνεις. Αν πληρώνεις τότε θα έχεις νερό. Γιατί μόνο έτσι το εκτιμάς.

Αν προηγουμένως ξεμπερδέψαμε σχετικά εύκολα με την ιδιωτικοποίηση του νερού, δεν μπορούμε δυστυχώς να ξεμπερδέψουμε τόσο εύκολα με την «πράσινη ανάπτυξη». Την ανάπτυξη που έχει στα εφόδιά της την ενεργοβόρο βιομηχανία καλών, «οικολογικών» προθέσεων. Αν εξαιρέσουμε τις εφαρμογές του Πανεπιστημίου σχετικά με την αφαλάτωση στην Ηρακλειά, αν εξαιρέσουμε τις προσπάθειες του εργαστήριου διαχείρισης υδάτινων πόρων ΤΕΙ στην Άνδρο, τίποτε άλλο σχεδόν δεν προβλέπεται που να αφορά το νοικοκύρεμα των τόπων σε νερό. Ένα συγκεντρωτικό μοντέλο, με τον Καλλικράτη της νέας πολιτικής μας διοίκησης να γίνεται ο ιμάντας μετακύλισης χρήματος προς την Αγορά, φαίνεται να είναι ο πυλώνας της διαχείρισης των πόρων κι ενός νέου πληθυσμιακού και οικονομικού συγκεντρωτισμού. Με τις κοινότητες, οικόπεδα και αποικίες.

 Από τη μεταφορά νερού με τους σωλήνες να επικάθονται στο βυθό της θάλασσας μεταφέροντας νερό στα άνυδρα τοπία του Αιγαίου, την συγκράτηση των νερών σε γιγάντια φράγματα με όλες τις αρνητικές επιπτώσεις για τις τοπικές κοινωνίες, μέχρι και την μεγάλη εργολαβία των αφαλατώσεων που υποστηρίζονται αποκλειστικά από τις περίφημες Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, συνθέτουν ένα απίστευτο αδιέξοδο για τη συνέχιση της ζωής. Μεγάλα εκβιαστικά διλλήματα που σχετίζονται με τη ζωή και το θάνατο για ένα απόλυτο αγαθό που δεν μπορεί να παραχθεί. Από την άλλη το αδιέξοδο είναι δυνατόν να τροφοδοτήσει τη συλλογική σκέψη στο διέξοδο της αποκεντρωμένης κοινωνίας με την μικρής κλίμακας οικονομία και την κοινοτική διευθέτηση των φυσικών πόρων. Της πραγματικής οικονομίας δηλαδή από την πραγματική κοινωνία εν γένει. Διότι από το κεντρικό ζήτημα της πολιτικής ισότητας μέχρι και τη δημοκρατία του νερού, μόνο μια νέα αποκέντρωση μπορεί να δώσει τις πραγματικές δυνατότητες στην κατεύθυνση της πρωτογενούς παραγωγής. Μια οικολογική, πολιτική και κοινωνική πρόταση που μπορεί διανθισμένη με τις ιδιαίτερες προσμίξεις της ιστορικότητας, του κλίματος και των δυνατοτήτων κάθε περιοχής να συγκροτήσει μια νέα συνεργατική πορεία της διαλυμένης κοινωνίας μας. Μόνο έτσι μπορεί να συνδεθεί το απόλυτο αγαθό που τείνει να γίνεται μονοεμπόρευμα. Από τον καταναλωτή στον άνθρωπο, επιστρέφοντας σε ένα μέλλον που η Δημιουργία υπερβαίνει την Ανάπτυξη.

Έτσι μπορούν να αποκτήσουν νόημα οι προσπάθειες ενάντια στην εμπορευματοποίηση του νερού. Σε μια αναγέννηση έντιμης παραγωγής, διάθεσης και διακίνησης. Αν δεν μας ενδιαφέρουν τα παιχνίδια περί «εναλλακτικών οικονομιών» κι ενός ρεφενέ που αφορά απελπιστικά λίγους και που απλά χαρίζουν ψευδαισθήσεις σε ιδεολόγους θαμώνες των μητροπόλεων, τότε μπορούμε ευθαρσώς να μιλάμε για την απαίτηση ενός νέου συνδικάτου ζωής που απαιτεί απ’ τον Καλλικράτη, βαποράκι του χρήματος προς τους εργολάβους, να επενδύσει για τις υποδομές των τοπικών κοινωνιών:

-Συγκράτηση των ομβρίων υδάτων με μικρά φράγματα, «τύπου» Απεράθου Νάξου

-Στήριξη των παλιών αναβαθμίδων και χτίσιμο νέων, για καλλιέργειες

-Πραγματική προστασία των δασικών και υδάτινων οικοσυστημάτων

-Ανάδειξη όλων των υπέργειων ταμιευτήρων νερού που χρησιμοποιούνταν μέχρι και πρόσφατα τα τελευταία 30 χρόνια

-Εδαφοκάλυψη σε περιοχές ευάλωτες από «φυσικές» και φυσικές καταστροφές

-Επαναχρησιμοποίηση των κοινοτικών υποδομών για την αποθήκευση και την καλύτερη δυνατή επεξεργασία των αγαθών της πρωτογενούς παραγωγής

-Κοινοτική διαχείριση των σκουπιδιών και πάσης φύσεως αποβλήτων στην κατεύθυνση ανακύκλωσης (λίπασμα, επαναχρησιμοποίηση, κλπ)

Όλα αυτά με περιορισμό/κατάργηση/απαγόρευση

– της σπάταλης πίεσης ροής των δικτύων ύδρευσης

-της πισίνας για πρακτικούς και συμβολικούς λόγους

-της παράλογης ρίψης χημικών φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων

-της χρήσης υδροβόρων καλλιεργειών

-των γεωτρήσεων που ανεξέλεγκτα φυτρώνουν σε κάθε τετραγωνικό χιλιόμετρο της περιφέρειας

-της απεριόριστης δόμησης και μετατροπής της αγροτικής γης σε μπετόν

-της μεγάλης μπίζνας των φραγμάτων και των ΑΠΕ καθώς και κάθε «πράσινης» λύσης από πλευράς Αγοράς

Από την άλλη στις μεγάλες και μικρές αστικές ζώνες ακόμα και κατά τη διάρκειας μιας αντίστροφης μέτρησης για μια γενναία αποκέντρωση, μπορούν να θεωρούνται πολύ σημαντικές ρυθμίσεις όπως:

-δημιουργία υποδομών σε κάθε γειτονιά για την επαναχρησιμοποίηση της μεγαλύτερης ποσότητας του νερού της λάτρας για τη λάτρα και την αστική άρδευση

-επαναχρησιμοποίηση του νερού των βιολογικών καθαρισμών

-ανάπτυξη της αστικής γεωργίας σε κάθε αδόμητο κομμάτι της πόλης, όπως και στα προάστια που ενώνονται διαμέσου της οικοδομικής ανάπτυξης. Αυτό μπορεί να σημαίνει όχι απλά δημιουργία πάρκων αναψυχής αλλά και εφαρμογών σε καλλιέργειες και σε ελαφριάς μορφής πτηνοτροφία

-εδαφοκάλυψη στα γυμνά βουνά γύρω από τις πόλεις και χτίσιμο αναβαθμίδων-μικρών φραγμάτων ανάσχεσης του βρόχινου νερού αντί για τα περίφημα «αντιπλημμυρικά» έργα που απλά στέλνουν το νερό στη θάλασσα

-διαχείριση των σκουπιδιών από τα δίκτυα γειτονιών

Όλες αυτές οι προσπάθειες δεν μπορούν παρά να συγκρουστούν και να περιορίσουν/καταργήσουν/απαγορεύσουν

-την περεταίρω οικοδομική ανάπτυξη

-την μεγάλη λαμογιά της ανακύκλωσης και των άθλιων σκουπιδότοπων (ΧΥΤΑ, ΧΥΤΥ) που πάνε να θεμελιωθούν για λογαριασμό των επιχειρηματικών συμφερόντων

-την τσιμεντοποίηση αδόμητων χώρων από τις συμπράξεις ιδιωτών και «δημοσίου» ή δημοτικών αρχών

Αυτά κι άλλα πολλά, σε μια προσπάθεια δημοκρατικής διευθέτησης των κοινών ζητημάτων στις πόλεις και στα χωριά μπορούν να αποδίδουν στην περίοδο που ήδη ζούμε, το αξιοπρεπώς ζειν. Το νερό, οριακό ζήτημα ζωής και θανάτου, ίσως μας επαναφέρει σε πιο απλές και ξεκάθαρες σκέψεις και λύσεις για «τούτη γης που την πατούμε». Για την πανανθρώπινη ισότητα, τη δικαιοσύνη και την ελευθερία, ρε γαμώτο.
Γιώργος Κυριακού

Φθινόπωρο 2012

Στο δρόμο που χάραξε ο Ξυδέας

Μια παράπλευρη οδός στην περιοχή «Άρωμα» πλησίον της Σουβάλας, ό,τι έγραψε ή έλεγε σε περιστάσεις ο αιγινήτης ζωγράφος Τζέκος (Φραγκίσκος Κάππος), ό,τι έγραψαν και κι ακόμα λένε πολιτικοί κρατούμενοι από το κολαστήριο των Φυλακών της Αίγινας κι ό,τι ψιθυρίζουν ακόμα οι παλιοί του νησιού μας, μας θυμίζουν ότι από δω πέρασε κάποτε ο γιατρός Ξυδέας. Η ανυπόφορη μπόχα των 200 μέτρων της παραλίας της πόλης της Αίγινας που εμπεριέχει το Δημαρχείο, την ανεκδιήγητη συμφεροντολογία των τοπικών τσάμπα εντύπων και μπλογκς, την φεϊσμπουκίζουσα δεξιόστροφη μπουρδολογία, την καρκατσουλευμένη διάθεση αυτών που βλέπουν στη ζωή τους μόνο τα κότερα των πλουσίων και απολαμβάνουν τον εσπρέσο αλλάζοντας μαζί με τα εσώρουχα και την απόψή τους για τα τοπικά ζητήματα, δεν μπορεί να ξέρει ούτε να αναφερθεί στο ήθος και στο ανάστημα ενός γιατρού. Τα αργυρά ευρωσφαίρια έχουν υψηλά ποσοστά πλέον στο αίμα τους για μπορούν να ξεχωρίσουν τον γιατρό από τους διπλωματούχους που έχουν το τεκμήριο της ιατρικής διάγνωσης, ακόμα κι αν πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Για αυτούς, οι ασθενείς είναι τα «σακιά» που φεύγουν για την Αθήνα συνοδευόμενα από τα ευρώ για το πλοίο ή το θαλάσσιο ταξί, για τον «καφέ» του γιατρού του δημόσιου νοσοκομείου, και την ευχή των συγγενών. Ευρώ που μπορούν να μείνουν στο νησί, όχι σε ένα πλαίσιο δωρεάν υγείας και παροχής αλλά στη βάση της απόλυτης εκμετάλλευσης της υποδομής και του προσωπικού, του «καταρρέοντος» Κέντρου Υγείας Αίγινας. Τα «σακιά» μπορούν κι εδώ να πεθάνουν. Αυτό λέει το «μεικτό» σύστημα που προτείνουν χρήσιμοι ηλίθιοι, μνημονιακοί και συμφεροντολόγοι κολαούζοι της τοπικής μας αγοράς.

Τα 200 μέτρα της παραλίας είναι ένα αδιάσπαστο μπλοκ, και το αριστερίζων φουαγιέ των προβληματισμένων, στα κολλητά καφενεία της παραλίας, μοιάζει να είναι εκείνο που τα κάνει όλα ανεκτά. Πέρα από αυτά τα σύνορα στα οποία ακόμα και η τελευταία σταγόνα ιδρώτα του σερβιτόρου και του καραγωγέα μετριέται με υποδιαιρέσεις του ευρώ, η Αίγινα της Σιωπής, δέχεται πάντοτε ως δώρο αυτό που έχει μάθει να της το παρέχουν. Διότι κανείς και ποτέ δεν διεκδίκησε γιατρό αγωνιστή, γιατρό πονετικό, γιατρό που να τρέχει με το γάιδαρο στο τελευταίο χωριό, γιατρό που να νοιάζεται, γιατρό που να φοράει παντόφλες στον άνθρωπο με τα λασπωμένα παπούτσια (αν είχε να φορέσει) όταν έμπαινε στο κατώφλι του σπιτιού του. Όμως αυτόν είχε, τον Ξυδέα του. Το γιατρό του. Κι αυτό ήταν δώρο. Για αυτό και δεν θα διεκδικήσει, καθώς φαίνεται, επαγγελματίες οδηγούς-τραυματιοφορείς, πλήρη επάνδρωση σε ιατρικό και βοηθητικό προσωπικό, ελικοδρόμιο για το Κέντρο Υγείας, δωρεάν διακομιδή στα νοσοκομεία, τοπική χερσαία συγκοινωνία για να μην πληρώνει ταξί ή να έρχεται με τα πόδια στην Αίγινα απ’ το χωριό και κυρίως, δεν θα διεκδικήσει, Δωρεάν και Δημόσια παροχή Υγείας και Περίθαλψης.

Αν σήμερα μπορούν να διακανονίζουν ζητήματα υγείας στο νησί, διάφορα τίποτα, με τις αναμασημένες δεξιές αναλύσεις τους για το «καταρρέον» δημόσιο πασπαλίζοντάς τες με μπόλικη γαρνιτούρα ρεαλισμού. παριστάνοντας τα τοπικά μεγέθη, είναι διότι έχουν απέναντί τους την Αίγινα της Σιωπής, την Αίγινα των Αποκλεισμένων. Για αυτό επιπλέουν ως φελλοί στον Αργοσαρωνικό, στο πέλαγος της Σιωπής και στα “νησιά της Αθήνας”. Για αυτό δεν μιλά κανείς τους, για τον Ξυδέα. 

4

Έβρεχε λιωμένη σοκολάτα ο καριόλης Βαλεντίνο

και τα τριαντάφυλλα κόλλησαν στις ρόδες σου.

Άνοια είπαν ό,τι έπαθε ο πατέρας σου

Ανακοπή της μάνας σου

Μοιραίο το δικό σου

Οι κουκουβάγιες έψαλλαν τον τελευταίο ασπασμό κι η μπάντα του Δήμου έπαιζε μια ιδέα από σκόνη ερήμου

Ο Ιανός είπε τον επικήδειο-τ’ άλλο πρόσωπο κοιτούσε λοξά στα μάτια την Κούνεβα -ακόμα την κοιτά

Κι ο Πειραιάς, όπως πάντα χωρατατζής, είπε τ’ αστείο του:

«Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας νέος 51 χρονών που η μάνα του τον είδε πενηντάρη, να χορεύει ζεϊμπέκικο στο Σιλό. Τι αγωνία κι αυτή. Πενήντα χρόνια η ίδια αγωνία…»

Κανείς δε γέλασε.

«Μάινα» φώναξε κάποιος άγνωστος πόνος. Αυτή τη φορά ήταν ο Πέτρος.

14-02-2009

για το Βαγγέλη που έφυγε…

Για το Βαγγέλη Σταμούλια που έφυγε…

…μέλος της Λαϊκής Συνέλευσης Αιγάλεω, που έδωσε τέλος στη ζωή του.

Η Λαϊκή Συνέλευση Αιγάλεω για το Βαγγέλη:

ΤΡΊΤΗ, 29 ΙΑΝΟΥΑΡΊΟΥ 2013

Αυτοκτονία ή μια ακόμα πολιτική δολοφονία;

Τρίτη 29 Γενάρη 2013 ξημερώματα. Ο σύντροφος Βαγγέλης Σταμούλιας, 33 χρόνων, “έφυγε” από κοντά μας. Η ζοφερή πραγματικότητα που βιώνουμε αποδιοργανώνει τις ζωές μας, τα συναισθήματά μας, την καθημερινότητά μας. Αυτό το πλαίσιο ζωής οδήγησε σήμερα το δικό μας Βαγγέλη στην αυτοκτονία.
Ηθικός αυτουργός αυτής της απώλειας είναι η πολιτική πραγματικότητα. Η ανασφάλεια, τα κοινωνικά αδιέξοδα, η εσωστρέφεια, η μοναξιά. Ο κοινωνικός κανιβαλισμός που παράγεται από τις πολιτικές των κυρίαρχων ελίτ.
Ο Βαγγέλης ήταν ένας άνθρωπος με ιστορία στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες. Με πάθος για ζωή, με αξιοπρέπεια. Ήταν αυτός που έδωσε το έναυσμα για την εκκίνηση της Λαϊκής μας Συνέλευσης. Το πρώτο κάλεσμα, το Μάη του 2011 από το βήμα της πλατείας Συντάγματος, που έδωσε ζωή στο κοινό μας εγχείρημα, που κρατάει ακόμα. Πρωτοστατούσε πάντα στις δράσεις μας και στήριζε όλα τα αυτοοργανωμένα εγχειρήματα.
Ένας άνθρωπος που βίωσε την κρατική καταστολή στο πετσί του, με τη σύλληψή του σε μία από τις μεγάλες αντιμνημονιακές κινητοποιήσεις. Αυτή της 23ης Φλεβάρη του 2011. Παρόλα αυτά δεν έκανε πίσω σ’ αυτά που διεκδικούσε από τη ζωή.
Ένας γλυκός, ζεστός και σεμνός άνθρωπος, ανιδιοτελής, αλληλλέγγυος, με αγάπη για τη ζωή, την ελευθερία, την ισότητα, την αξιοπρέπεια.
Ήταν η ήρεμη δύναμη ανάμεσά μας και η παρουσία του αποφασιστική. Θα είναι πάντα κοντά μας στους αγώνες, στους δρόμους, στις μάχες μας.
Αύριο, Τετάρτη 30 Γενάρη 2013 στις 4:00 μμ, στο νεκροταφείο του Βύρωνα, αποχαιρετάμε το Βαγγέλη και υποσχόμαστε τη συνέχεια.
ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΥΝΤΡΟΦΕ

Σύντροφε ζεις . . .

Είσαι Σύντροφος,  γιατί

Αγωνίστηκες στη πρώτη γραμμή ενάντια στο Κράτος που καταστέλλει, δολοφονεί, εξαθλιώνει, ενάντια στη Τρόικα και το ΔΝΤ που επιβάλλουν γενοκτονία στο λαό και μειώνουν κάθε χρόνο το προσδόκιμο ζωής του, ενάντια στους ντόπιους Υποστηρικτές τους, είτε αυτοί λέγονται πολιτικά κόμματα, είτε λέγονται μαυραγορίτες, πραιτοριανοί του καθεστώτος, ρουφιάνοι, γενίτσαροι του νεοφιλελευθερισμού,  είτε λέγονται αντικοινωνικοί μηδενιστές, είτε λέγονται ιδιοτελείς αριστεριστές που προσπάθησαν να μετατρέψουν τις λαϊκές συνελεύσεις σε μαγαζάκια επιρροής τους και σε φιλανθρωπικά ιδρύματα χωρίς πολιτικό στόχο, ενώ ταυτόχρονα ήταν οργανωμένοι σε κόμματα που συμμετέχουν στο κοινοβούλιο ή προσπαθούν να εισέλθουν σε αυτό.

Σε λέω σύντροφο χωρίς να σε ξέρω προσωπικά,

Σε κρίνω από τις πράξεις σου:

Χωρίς παρωπίδες συνδέθηκες με τον απλό κόσμο και ένωσες την ιδεολογία σου με άλλες ιδεολογίες, στη λαϊκή συνέλευση της γειτονιάς σου.

Δεν έμεινες μόνο στα λόγια πουλώντας επαναστατική κουλτούρα, αλλά πολέμησες στην πρώτη γραμμή στο σύνταγμα, πλάι στις εκατοντάδες χιλιάδες λαού.

Μετέτρεψες το επάγγελμά σου σε λειτούργημα, επανασυνδέοντας κομμένα ρεύματα σε πολίτες Και η αλληλεγγύη σου δεν είχε άρωμα φιλανθρωπίας, ούτε άρωμα δήθεν Μ.Κ.Ο. Το έκανες συντροφικά μέσω της λαϊκής συνέλευσης, φέρνοντας ανθρώπους σε επαφή με τα προτάγματα και τις αξίες των συνελεύσεων αυτών.

Δεν έδειξες ελιτισμό απέναντι στο λαό, χρησιμοποιώντας αριστερίστικες κορώνες, αλλά συνδιαλέχθηκες μαζί του, κατανοώντας τις αδυναμίες του,

Δεν έφυγες προς το εξωτερικό αναζητώντας ατομική λύση, και ελπίζοντας να μην έρθει και εκεί η ίδια λαίλαπα, αλλά αγωνίστηκες στον τόπο σου, απέναντι σε αυτούς που ήθελαν να σε κάνουν δούλο.

Εύχομαι λοιπόν να πάθουν οι φονιάδες σου αυτό που τους αξίζει. Και οι φονιάδες σου δεν είναι το σύστημα ή ο καπιταλισμός γενικά και αόριστα, αλλά συγκεκριμένα πρόσωπα που υλοποιούν ή στηρίζουν τη συγκεκριμένη πολιτική.

Και εύχομαι να το πάθουν από το θεσμό που τόσο αγάπησες και βοήθησες να ξεκινήσει, τις Λαϊκές Συνελεύσεις Γειτονιών. Ελπίζω οι λαϊκές συνελεύσεις να καταφέρουν να εντοπίσουν τι της κρατάει περιορισμένες σήμερα, και εάν είναι τμήμα του σώματός τους να το αποβάλλουν. Εάν δε, είναι κάτι στην ίδια τους τη συμπεριφορά, να το βελτιώσουν. Και έτσι να καταφέρουν να μαζικοποιηθούν, να ομοσπονδιοποιηθούν, να τιμωρήσουν όλους τους διαπλεκόμενους κύκλους εξουσίας και να απελευθερώσουν το λαό από το σύγχρονο ολοκληρωτισμό των μνημονίων, των ΜΜΕ και των εταιριών.

Αυτή θα ήταν η μεγαλύτερη τιμή στη μνήμη σου και εύχομαι ολόψυχα να γίνει.

Β.Π., πρώην μέλος λαϊκών συνελεύσεων Πάτρας

Παράπονο

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ “ΠΑΡΑΠΟΝΟ” ΤΗΣ ΙΟΥΛΙΑΣ ΠΕΡΣΑΚΗ

ΑΠΟ ΤΙΣ “ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑΣ”, ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΕΣΤΙΑ”, 1959

Η ΑΙΓΙΝΑ μια μέρα πριν είχε πάρει ένα γερό λούσιμο από δυνατή βροχή κι απόψε είτανε ένα από τα ωραιότερα ηλιοβασιλέματα. Όταν χάθηκε πια εντελώς ο ήλιος, παρουσιάστηκαν στον ουρανό κάτι χρώματα τριανταφυλλένια, απαλά, αχνά, που αντανακλούσαν στη θάλασσα.

Κοιτάζοντας ολόγυρα, προχωρούσα από τον Τεπέ, πηγαίνοντας προς την πόλη. Πέρασα κι απ’ τον ζωογονημένο καταπράσινο κήπο με τα τριαντάφυλλα και τα γιασεμιά που μοσκομύριζαν.

Σε λίγο έφτασα στα πρώτα σπιτάκια της παραλίας, σαν είδα σ’ ένα απ’ αυτά, στο πεζούλι σύρριζα στον τοίχο, να κάθεται ο μπαρμπα-Γιώργος. Μου προξένησε το αντίθετο συναίσθημα απ’ όση ευδαιμονία αισθανόμουν λίγη ώρα πριν ατενίζοντας τη φύση. Καθόταν στο πεζούλι και κοίταζε τη θάλασσα, φαίνεται, κι αυτός. Τι να κοιτάξει πια; Είτανε ράκος από τα χρόνια και κάτι γεροντικές αρρώστιες. Το πρόσωπό του ωχρό, με αναφουσουλιασμένο δέρμα, σου θύμιζε κάπως μελαγχολικά το πέρασμα του χρόνου. Είχε το ‘να του χέρι ακουμπισμένο σε μια καινούργια άβαφη μαγκούρα από ξύλο ελιάς, και τα’ άλλο χέρι, όχι βαλμένο, αλλά άψυχο σαν πεταμένο απάνω στο γόνατο.

Περνούσα μάκρη στην ακροθαλασσιά για να μη μ’ αναγνωρίσει, όταν ακούω τη βαθειά φωνή του να μου λέει:

-Καλησπέρα κυρά!

Σταμάτησα αμέσως.

-Μπα! Τι γίνεσαι μπαρμπα-Γιώργο; και πήγακοντά. Είχα μέρας να σε ιδώ, του είπα.

-Όχι μέρες, μήνες να λες! με διόρθωσε. Είμουνα χάμω, είχα το πόδι μου (είχε πάθει συμφόρηση) και σήμερα, ύστερ’ από χίλια παρακάλια, είπα στις γυναίκες και μ’ ακουμπήσανε εδώ, να πάρω λίγο τα’ αγέρι μου. Αντί –είπε σε λίγο- να με πάνε στο κρεββάτι ας με βάλουνε, ντε, σε μια βάρκα! Ας με βάλουνε σε μια μικρή βαρκούλα, κι ας μ’ αμολήσουνε μ’ αυτή!

-Ωραία βραδιά! είπα για να του κόψω το παράπονο.

-Ωραία κι ωραία! Κ’ εγώ στο πεζούλι τόση ώρα αυτό συλλογιέμαι.

Κούναγε το κεφάλι, ύστερα με κοίταξε ίσα στα μάτια, για να μην του ξεφύγει η εντύπωση που θα μου προξενούσε από αυτό που θα μούλεγε.

-Μου πουλήσανε τη βάρκα! είπε στο τέλος.

-Μα μπορείς πια να τραβάς κουπί;

Έκανε αμέσως ν’ ανασηκωθεί αλλ’ άσκοπα.

-Δεν μπορώ πια! το παραδέχτηκε.

Με κοίταζε ακόμα με τα δυο διαφορετικά μάτια του, το ‘να κατακόκκινο σα χυμένο αίμα και τ’ άλλο σβησμένο, βασιλεμένο, όταν ήρθαν οι γυναίκες, γιατί νύχτωνε, να τον μπάσουν μέσα. Οι δυο γυναίκες τον πιάσανε απ΄ τις μασχάλες, να τον σηκώσουν μετρώντας ως το τρία.

-Ένα…, δυο…, τρία, όπα!

Τον σήκωσαν, όμως είτανε αλύγιστος, ξυλένιος κι όχι μονάχα τα’ αριστερό, αλλά και το δεξί ποδάρι τόσερνε.

Όταν τον έστησαν ορθό, παραπονέθηκε:

-Όταν κόσμος είναι μυστήριος! Αντί να με πάνε μέσα και να ρίξουν στο κρεββάτι ένα ψοφίμι, όπως  κατάντησα, τους το λέω, να με βάλουνε σε μια βάρκα κι ας μ’ αφήσουνε! Θα με κουμαντάρουν εμένα σε μια βάρκα κι ας μ’ αφήσουνε! Θα με κουμαντάρουν εμένα ύστερα οι ανέμοι…

Τον πέρασαν απ’ την ανοιχτή αυλόπορτα. Μακρυά στο βάθος της αυλής φαινόντουσαν δυο καμαράκια, το σπίτι του. Τον προχώρησαν λίγα βήματα κ’ ύστερα κοντοστάθηκαν, όπως οι παπάδες σαν να γίνεται λιτανεία και σταματάνε καταμεσίς του δρόμου να κάνουν δέηση.

-Σ’ αφήνω γεια! μου φώναξε. Πάει, πάει για μένα ο απάνω κόσμος! Γεια για πάντα! Σαν ξανάρθεις απ’ την Αθήνα, δεν θα με ιδείς στην πόρτα!

Γύρισαν το κεφάλι τους οι γυναίκες προς εμένα. Είχαν συγκινηθεί και με κοίταζαν.

Προχώρησαν δυο πατημασιές μόνο. Σταμάτησαν πάλι.

-Θυμάμαι, κυρά, σαν πρωτόρθες στην Αίγινα, που πέρναγες από δω και στεκόσουν να κάνεις γούστο το γλάρο που είχα ημερώσει. Θάμαζε ο κόσμος, σαν τον έβλεπε να μπαινοβγαίνει όλη την ώρα από τη θάλασσα μέσα στο σπίτι. Αφτέρουγο κι ολομόναχο τον είχα βρει σε μια σπηλιά της θάλασσας, στο ξερονήσι την «Κυρά». Έρημη ζωή, πώς πέρασες; Έρημα χρόνια!…

Νύχτωσε πια και τον έσυραν κάπως βιαστικά για τα καμαράκια που βρισκόντουσαν στην άκρη της αυλής, στο βάθος.

Αίγινα η Θαλασσοφίλητος

Έκθεση ζωγραφικής με έργα της Στέλλας Μαύτα - Παπαδοπούλου

Ενός πολύ ξεχωριστού ανθρώπου τα ζωγραφικά έργα, εκθέτονται αυτές τις μέρες στην Αίγινα με τον τίτλο: «Αίγινα η Θαλασσοφίλητος». Η κυρία Στέλλα Μαύτα – Παπαδοπούλου στη χωροταξική μελέτη του 1975 για την Αίγινα και το Αγκίστρι, κραυγάζει για όσα θα συμβούν στο νησί τις επόμενες δεκαετίες. Η Σχεδία αναδημοσίευσε αποσπάσματα από το σπουδαίο αυτό ντοκουμέντο, έχοντάς το ως βάση δίπλα στις προφορικές μαρτυρίες, για το άμεσο παρελθόν της Αίγινας πριν την απόλυτη (;) κακοποίησή της.  Αναδημοσιεύουμε απόσπασμα από δημοσίευμα της κυρίας Στέλλα Μαύτα – Παπαδοπούλου, το οποίο μιλά για μια από τις πιο άσχημες πλατείες στον κόσμο.

Από το αρχείο της Σχεδίας: 

 

«…Αν σε άλλα μέρη είχαν δημιουργούς του αναστήματος του Χ. Καπράλου θα ήταν περήφανοι και θα πρόβαλαν με κάθε τρόπο το πολύτιμο έργο του …Είναι θλιβερός ο τρόπος και η αδιαφορία που η πολιτεία αντιμετωπίζει τους καλλιτέχνες. Δεν της περισσεύουν λεφτά για πολιτιστικές δαπάνες, εν τάξει . Αλλά όχι και όταν κάνει δωρεάν προσφορά ένας Καπράλος να μην επωφελούμαστε. Φοβόμαστε τα μηνύματα π.χ. της μάχης της Πίνδου από τη φρίζα του 40. Το λαό ενωμένο να αγωνίζεται για την εθνική του ανεξαρτησία; Και προτιμάμε τα δαπανηρά αλλά ανώδυνα συντριβάνια, τους καταρράχτες, τις λιμνούλες και τους πύργους με σιδεροσωλήνες που προτείνονται να κατασκευασθούν σήμερα στην πλατεία Εθνεγερσίας; Στην πλατεία Εθνεγερσίας που ήσαν γύρω-γύρω τα σπίτια των Ψαριανών και που στη διαμόρφωσή της αγνοείται ακόμα και το σπίτι ενός Κανάρη…»;

 

Στέλλα Μαύτα-Παπαδοπούλου

«Αιγινήτικα Νέα», Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου ’87 , χρόνος 4ος , φύλλο 82-83, δρχ. 30

Μνημόσυνο για τα τρίμηνα του Κούβαρη

Στο κλαμπ «Οδύσσεια». Νύχτα, έρημη νύχτα. Το περιβάλλον σκυλάδικο. Αληθινό και ψεύτικο. Τραπέζια άδεια. Το ουίσκι χύνεται κάτω, σπασμένα μπουκάλια και ποτήρια, χυμένα παντού φιστίκια κι αλάτι. Οι πρωταγωνιστές έχουν εξαφανιστεί. Ο Σεφέρης αποσύρθηκε, ο Πέρδικας σταυρωμένος σε μια πόρτα στη Μυγδαλιά, το κεφάλι του Άρη και του Τζαβέλα στην πλατεία των Τρικάλων, ο Πλήθων Γεμιστός ταξιδεύει, τα Μέθανα κι Αδέρες κι ο Πάρνωνας στη θέση τους κι ο Σταύρος λίγο πιο πέρα στη Μπούγια, θαμμένος. Ο Χορός όρθιος ψέλνει, υπενθυμίζοντας όπως του πρέπει, βαριές αλήθειες. Χωρίς κατάρες. Χωρίς όργανα. Ζεϊμπεκιά κι άγιος ο θεός.

Γεννιέμαι και πεθαίνω ση μιζέρια γιατί δεν φτάνουνε ψηλά τα δυο μου χέρια.

Γεννιέμαι και πεθαίνω στα εμπόδια γιατί δεν τρέχουνε καλά τα δυο μου πόδια,

δυστυχώς.

———————————————————————-

Άντε ρε Σταύρο, σε κελί μαύρο

ψάχνω μια λύση, μεγάλη η κρίση,

και μου ‘χεις λείψει…

——————————————————————-

Τα σύννεφα σκεπάζουνε το φως μου γιατί δε βλέπω ούτε πέρα ούτε εντός μου.

Χαμάλης στο βωμό της Ιστορίας με φωτοστέφανο στην άλωση της Τροίας,

επιτυχώς.

——————————————————————–

Άντε ρε Σταύρο, σε κελί μαύρο

ψάχνω μια λύση, μεγάλη η κρίση,

και μου ‘χεις λείψει…

——————————————————————-

Μπροστά μου ένα «όχι» που μου φταίει και μια υπόσχεση του «ναι» που ύστερα κλαίει.

Ζαλίζομαι στα ντέρτια της ημέρας και μες στη νύχτα εμφανίζεται ένα τέρας,

ατυχώς.

———————————————————————

Άντε ρε Σταύρο, σε κελί μαύρο

ψάχνω μια λύση, μεγάλη η κρίση,

και μου ‘χεις λείψει…

——————————————————————–

Στο δίαυλο του Πόρου μ’ έναν άγιο γιατί δεν έχω τσαγανό ούτε κουράγιο.

Γεννιέμαι και πεθαίνω σε ναυάγιο γιατί δε βλέπω ούτε λιμάνι ούτε μουράγιο,

ακριβώς.

——————————————————————-

Άντε ρε Σταύρο, σε κελί μαύρο

ψάχνω μια λύση, μεγάλη η κρίση,

και μου ‘χεις λείψει…

——————————————————————-

Πραγματική οικονομία, αποκέντρωση, κοινωνική παραγωγή (η ελληνική ιδιαιτερότητα)-ένα κείμενο εις μνήμην Σταύρου Κούβαρη

ΠΕΝΘΕΥΣ

Ο ύπνος τον γέμιζε όνειρα καρπών και φύλλων

ο ξύπνος δεν τον άφηνε να κόψει ούτε ένα μούρο.

Κι οι δυο μαζί μοιράσανε τα μέλη του στις Βάκχες.

ΑΠΟ ΤΟ «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Γ΄» 

Το παρακάτω κείμενο αφιερώνεται στη μνήμη του αδελφού, φίλου και συντρόφου, Σταύρου Κούβαρη. Δεν προλάβαινε να το διαβάσει τον τελευταίο καιρό για να αποστείλει τις παρατηρήσεις που συνήθως έκανε άμεσα και έμμεσα σ’ αυτά που λάβαινε. Είχε μια βαθειά αισιοδοξία μέσα στη ζωηρή κι ανιδιοτελή του θέληση να αλλάζει τον κόσμο γύρω του κι αντλούσε αισιοδοξία από τη σκέψη που ξεπερνούσε τη συνήθη διαδρομή της διαχείρισης. Το 2006 κατέβηκε για δήμαρχος στις δημοτικές εκλογές, στο Δήμο Τροιζήνας. Μ’ όλους τους ομηρικούς καυγάδες για το «ανέφικτο» κι «αφελές» που εντοπιζόταν από τη μια πλευρά για την άλλη, ένα ήταν το σίγουρο. Ότι στο μυαλό του Κούβαρη ήταν:

-η έγνοια για τον αγρότη που δεν μπορούσε να διαθέσει την παραγωγή του κι έβλεπε τα παιδιά του να γνέφουν «γεια» στις εθνικές παρελάσεις με το νου στην Αθήνα και στον Πειραιά να κάνουν οτιδήποτε εκτός από «αγροτικά» ή να κάθονται αμήχανα με το ‘να πόδι στην καρέκλα της καφετέριας

-η έγνοια για τον επαγγελματία που δεν μπορούσε να σηκώσει το αβάσταχτο φορτίο των εξόδων του και πρόβαινε σε άτσαλες, αυτοκαταστροφικές και σπασμωδικές κινήσεις 

-η έγνοια για τη φτώχεια που ολοένα και πλησίαζε την περιοχή της Τροιζηνίας και των Μεθάνων

-η έγνοια για το φυσικό περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής, για το νερό που γέμιζε νιτρικά από μια καταστροφική καλλιέργεια

-η έγνοια για την ποιοτική προβολή των ιδιαίτερων φυσικών και ιστορικών προορισμών στην ευρύτερη περιοχή

-η έγνοια για την εκπαίδευση των παιδιών της περιοχής και ιδιαίτερα των αγροτόπαιδων

-η έγνοια για την πρωτοβάθμια φροντίδα και υγεία στο φόντο περίπου μηδενικών υποδομών

-η έγνοια για τη συνεργασία και την συμμετοχή των πολιτών της Τροιζηνίας

Κι άλλες πολλές έγνοιες…

Λίγα και ενδεικτικά:

«Χρειαζόμαστε άντρες γερούς να έρθουν να αποικήσουν τον κάμπο» έλεγε, γελώντας με την καρδιά του για τα καμώματα πολιτευτών που έταζαν ένα νέο σύγχρονο αεροδρόμιο στη θέση του. «Θα απαιτήσω να γίνει Γεωργική Σχολή» σ’ ένα τοπίο που το καλοκαίρι τα χειμωνιάτικα πορτοκάλια έκρεμαν ξερά, τα βαλέντσια του καλοκαιριού ούτε καν είχαν βγει από την παραμέληση και το λάδι έμενε αδιάθετο στα βαρέλια και τους ντενεκέδες. «Θα πιάσω όλους του παραγωγούς να βγουν έξω και να διαθέσουν τα προϊόντα τους. Εγώ θα το νομιμοποιήσω. Θα μπω μπροστά. Να φτιάξουμε τη δική μας αγορά. Να μπορέσει να ζήσει ο κόσμος». «Θα βραβεύεται όποιο παιδί στο σχολείο έχει να πει κάτι για γεωργικές ή τεχνολογικές εφαρμογές κι όχι όποιο παιδί περνάει στην πρωτεύουσα και μας αποχαιρετά οριστικά», γελώντας με τις απονομές και την δήθεν ατμόσφαιρα της κωλοπετεινίτσας. «Θέλω να έρχεται στο δημαρχείο ο καθένας χωρίς πρωτόκολλα και να μου λέει τη γνώμη του». «Θα οργώσουμε όλες τις περιοχές και τα χωριά που δεν έχουν λόγο προκειμένου να ακούγονται και να λαμβάνονται υπ’ όψιν». «Να δοξαστεί η αφέλεια» σου Κούβαρη! «Η πιο καλύτερη ατάκα του ελληνικού κινηματογράφου», έλεγε για το παραπάνω ρηθέν, παρμένο από την ταινία του Λ. Παπαστάθη, «τον καιρό των Ελλήνων».

Οι τελευταίες του δράσεις ακόμα μιλούν. Κατάφερε με πείσμα και απέτρεψε με τους συνεργάτες και τους κατοίκους, την εγκατάσταση Σταθμού Μεταφόρτωσης Απορριμμάτων στην ιστορική περιοχή Δαμαλά (Τροιζήνας) όπως και το εργοτάξιο παραγωγής μπετόν στον Άγιο Νικόλα. Ξεκίνησε μαζί με φίλους την υπόθεση της εναντίωσης στην εγκατάσταση ανεμογεννητριών στις Αδέρες. Δεν τα κατάφεραν όμως διότι τα συμφέροντα στα οποία συνέργησε η τότε και νυν δημοτική αρχή ήταν πολύ μεγαλύτερα απ’ την προσπάθεια. Ακόμα και μετά το 2010 που δεν κατέβηκε στις εκλογές αφού «αδειάστηκε» επιδεικτικά, άνθρωποι από όλη την Τροιζηνία τον έπαιρναν στο τηλέφωνο για να μιλήσουν μαζί του για τα προβλήματα της περιοχής τους.

Όσο για άλλα:

Περπάτησε όσο κανείς άλλος τις αδόμητες θέσεις και τα βουνά της περιοχής, κάνοντας την αρχή για τη σηματοδότησή μονοπατιών μαζί με φίλους. Γνώριζε όσο λίγοι την ιστορία της περιοχής χωρίς ο ίδιος να το χρησιμοποιήσει παρά μόνο να συμβάλει σε κάθε περίπτωση. Ο ίδιος υπέδειξε στην αρχαιολόγο τη μυκηναϊκή θέση «Μαγούλα» στο Γαλατά και το θολωτό τάφο. Ποτέ δεν διεκδίκησε ένσημα και εύφημο μνεία για αυτή του την ανακάλυψη. Λίγοι φίλοι το γνωρίζαμε. Απ’ το 90 ήταν σε κάθε πολιτιστική προσπάθεια εθελοντής να τρέξει σαν εργάτης κι ας είχε όλη την ημέρα τρέξιμο σε οικοδομές και στο τζαμάδικο. Για τις κινηματογραφικές προβολές, για τη βιβλιοθήκη του Γυμνασίου, για τις φιλολογικές εκδηλώσεις στην περιοχή, για δουλέψει εθελοντής και ως χειρονάκτης σε κάθε περίσταση που απαιτούνταν. Για να βοηθήσει τον καθηγητή και το δάσκαλο που πάσχιζε. Για να μεταφέρει με το φορτηγάκι του οτιδήποτε χρειαζόταν κι οποιαδήποτε στιγμή. Μαζί με γείτονες τη δεκαετία του 80 έφτιαξαν παιδική χαρά κόντρα στον τότε Νομάρχη Πειραιά, μαζί τη νομιμοποίησαν. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τους ανθρώπους που έκανε διακομιδή στο νοσοκομείο του Άργους και στην Αθήνα αποτρέποντας τον μοιραίο θάνατο, σε μια περιοχή που δεν είχε υποδομές; Τις προσπάθειες να «μαζευτούν ό,τι μπορούν» για να «βγει» σύνταξη σε «κάποια φτωχή γριούλα στο Γαλατά»;

Ο Σταύρος απ’ το 80 που εγκαταστάθηκε με τη Σοφία του στο Γαλατά έδειξε σ’ ένα άνυδρο περιβάλλον τη δυναμική του. Μ’ ένα τρίκυκλο (υδραυλικός στην αρχή) έφτανε ως γραμματέας του τοπικού ΚΚΕ μέχρι τους δυστυχισμένους ενοικιαστές των βακούφικων της Ερμιονίδας για να τους βοηθήσει στα όποια τους προβλήματα. Αργότερα, τζαμάς έφτανε μέχρι και το τελευταίο χωριό της περιοχής για να τοποθετήσει ένα τζαμάκι σε μια τουαλέτα αφήνοντας δουλειές που «άφηναν χρήμα» να περιμένουν. Γιατί η γριούλα που τον καλούσε είχε προτεραιότητα. Γιατί ο ανθρωπάκος ο καθημερινός είχε προτεραιότητα. Γιατί το σχολείο που έσπασε το τζάμι του, έχει προτεραιότητα. Κι όλα αυτά, έτσι, χωρίς «μία».

Στη συνέχεια, απομακρύνθηκε απ’ το ΚΚΕ αν και πάντα κομμουνιστής για το οποίο σε δεδομένες στιγμές τον κατηγορούσαν. Για τους δεξιούς ήταν «κομμουνιστής»-για τους αριστερούς ήταν «δεξιός». Πουθενά ο Κούβαρης. Σε κανένα χώρο. Συνεργαζόταν μ’ όποιον έβλεπε ότι επιζητά να προχωρήσει κάτι καλό για την περιοχή. Σιχαινόταν την υποκρισία, τη διαφθορά, το γοηλίκι της μικροεξουσίας, τη ματαιότητα της υψηλότερης θέσης. Ο Σταύρος ήταν ένας καθημερινός διανοούμενος. Μπορούσε μ’ ένα θαυμαστό τρόπο να συνδυάζει την Τέχνη, την Ποίηση, την Ιστορία, την Πολιτική, το Περπάτημα στα Βουνά. Όλα σ’ ένα εμβληματικό βίωμα που ποτέ δεν έγραψε γιατί δεν ήθελε. Γιατί πάντα διάβαζε και δεν έβρισκε το χρόνο.

Ήθελε να πεθάνει όρθιος στον αγαπημένο του Πάρνωνα, που τον ήξερε σπιθαμή προς σπιθαμή. Γιατί έτσι ξεκουραζόταν μετά την σκληρή δουλειά του. Με τον Πάρνωνα και το Σεφέρη που αφηγούνταν για τη γκρίζα Ελλάδα. Και πέθανε, όρθιος, μέσα σε πολύ λίγες ημέρες. Σιδερένιος άντρας. Λεβέντης, ακόμα κι όταν η καρδιά του τον πρόδωσε. Γελούσε μέχρι να μας φύγει. Γελαστός έφυγε.

Γελάει και κοροϊδεύει από κει που βρίσκεται. Χλευάζει για όλα αυτά που ακούγονται, για όσα γράφονται. Όπως αυτοσαρκαζόταν μόλις τον έπιανες στο στόμα σου. Βαρύ ή ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει Κούβαρη, δεν θα σε ξαναδώ. Πονάει πολύ, γαμώτη μου. ΓΚ

—————————————————-

Πραγματική οικονομία, αποκέντρωση, κοινωνική παραγωγή-η ελληνική ιδιαιτερότητα
«Ακέφαλοι μας συμβουλεύουν
Κουλοί μας δείχνουν
Κουτσοί μας οδηγούν
Εμείς δεμένοι
Πρόθυμα ακολουθούμε»
«24 καρφιά για μαλακά κρεβάτια», Αργύρης Χιόνης
Στις μέρες μας ζούμε έναν ανυπέρβλητο διχασμό ο οποίος δεν έχει εκφράσει ακόμα με διακριτή σαφήνεια τα περιεχόμενα των δυο πόλων από τα οποία εξαρτάται η πορεία της εξέλιξης του. Από τη μια, είμαστε μάρτυρες ενός υπαρκτού ρεύματος αστυφιλίας τόσο στον αποκαλούμενο από τους μπακάληδες-ιερουργούς της Πολιτικής Οικονομίας «Ανεπτυγμένο» και «Αναπτυσσόμενο» κόσμο όσο και από τον, με τη ρατσιστική γλώσσα της οικονομίας, «Υπανάπτυκτο, Τρίτο Κόσμο» που ζει την διαρκή μετανάστευση προς μια ατέρμονη Αμερική των υποσχέσεων. Από την άλλη, συμμετέχουμε στην εποχή της πολυδιάστατης κρίσης που έχει ήδη ξεκινήσει από τη μεταπολεμική περίοδο στην «ανεπτυγμένη» Δύση, με πλήθος αναφορών που ανθολογούνται από το αρχαίο κλασικό παρελθόν που δίνει τροφή στις σύγχρονες κριτικές αναλύσεις των κλασικών επαναστάσεων, μέχρι αποσπασματικά χωρία από τις μετανεωτερικές αντιλήψεις με προϊστορικές αναφορές και προγονικές μυθολογίες, με αναζητήσεις νέων επαναστατικών υποκειμένων και θεωριών δικαιωμάτων του ατόμου, από αυτά που ενέπνευσαν όλο το αφομοιώσιμο κίνημα του 60 και συνεχίζουν να διακτινίζονται ως επίσημες εκδοχές αιρέσεων αποδόμησης, στις μητροπόλεις του καπιταλισμού.
Εν μέσω αυτού του ακατέργαστου διαχωρισμού που έχει υπαρκτές αντανακλάσεις στις καθημερινές συνθήκες του «παγκόσμιου χωριού» ή των «κρατών-εθνών» –ιδού μια άλλη πόλωση που συντίθεται στο απεγνωσμένο τοπίο της κοινωνικής σύγχυσης, έχουμε τις συνθήκες επιβίωσης ή αλλιώς τρόπους διαφορετικής πολιτικής και οικονομικής συγκρότησης που εξελίσσονται και αναπαράγονται. Κι αυτοί με τη σειρά τους ανάγονται σε υπαρκτούς τρόπους εκπαίδευσης και καλλιέργειας κοινωνικών προτύπων –της παιδείας ως διαχρονικής έννοιας σφαιρικής προσέγγισης του πολιτισμού- που συγκρούονται συνήθως ως «παλιό» και «νέο». Πάνω σ’ αυτήν την συνθήκη, κάθε μέρος, με τις διαχωρίζουσες αποκλίσεις στο εσωτερικό του, ως δείγματα διαρκών αναζητήσεων κι εκφράσεων, το κομμάτι της Οικονομίας, είτε διότι αποτελεί την πλέον νικηφόρο ιδεολογία είτε διότι αποτελεί το εδάφιο μιας άνευ προηγουμένου αμφισβήτησης, έχει κεντρικό ρόλο τόσο στις ακαδημαϊκές προσεγγίσεις όσο και στην αναζήτηση έμπρακτης νοηματοδότησής του.
———-
Το παρελθόν και οι δολοφόνοι του
 
«Μην κλαις
Δεν είναι τίποτα
Δεν είναι τίποτα
Η ζωή είναι
Θα περάσει»
«Καλειδοσκόπιο», Αργύρης Χιόνης
Η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από ένα πλήθος εφαρμογών της Πολιτικής Οικονομίας ως πανάκειας για την αυτορρύθμιση των Αγορών μέσω της αέναης εκμετάλλευσης κάθε μορφής ζωής και της δια παντός κατάρριψης κάθε «αναχρονιστικού» εμποδίου. Έτσι, ακόμα και το ανθρώπινο σώμα, το νερό, ο αέρας-«οι νέες Ήπειροι» προς κατάκτηση, όπως σωστά διατείνονται οι έλληνες συγγραφείς της μπροσούρας «Νερό υπό πίεση» από τις εκδόσεις «Αντισχολείο», συνεπάγονται των γεωγραφικών (οικονομικών και πολιτικών κατακτήσεων) της μεγάλης αποικιοκρατικής σχολής που ξεκίνησε μόλις το 1459 με την ανακάλυψη της Αμερικής ή το 1204 (κατ’ άλλους) με την Άλωση του Βυζαντίου. Η ισορροπία μεταξύ άστεως και υπαίθρου τόσο στην Δύση όσο και στην ύστερη Ανατολικότερη της εκδοχή, έδινε διαρκώς τη θέση της στον αστικό πολιτισμό με μια υπομονετική προσπάθεια ομογενοποίησης και εκσυγχρονισμού διαφόρων τύπων των υπαρχουσών αγορών ενώ η βιομηχανική «επανάσταση» στην τεχνολογία επέδειξε, για μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι τη δεκαετία του 60, όλη της την αντοχή στη νέα προσδοκία της ευφορίας, της ειρήνης και της ανάπτυξης. Ο (κάτι σαν) ιδρυτής της κυρίαρχης θρησκείας Άνταμ Σμιθ, έδωσε όλα τα ηθικά εφόδια μιας νέας αποκάλυψης όταν στις οιεσδήποτε εκδοχές τους, οι αρχαϊκές θεότητες  Ύβρις και η Νέμεσις, μπορούσαν να επιβιώνουν αργότερα σε «καθυστερημένες μάζες», σε γραφικούς προγονόπληκτους ή αντιδημοφιλείς διανοουμένους. Αυτά μέχρι την απρόσμενη κρίση που έπληξε την κοινωνία της Ευρώπης και της Αμερικής, όταν όλα έβαιναν καλώς.
Έτσι, το οικολογικό-νεολαιίστικο-γυναικείο κίνημα της Ευρώπης και της Αμερικής μπόρεσε να εκφράσει νέες αλλά και εξόριστες αιώνιες αντιλήψεις: για το μέγεθος (το μικρό είναι όμορφο), για το χώρο (σκέψου οικουμενικά δράσε τοπικά), για το χρόνο (χρόνος-δημιουργία), για την κοινότητα (αποκέντρωση-μικρής κλίμακας οικονομία και κοινωνία), για την ύπαρξη (συνολική προσέγγιση), για τη Φύση (επιστροφή στο παρελθόν), προσδιορίζοντας μες στη μερικότητά του και την τότε αποσπασματικότητά του, το διέξοδο από την κρίση που έπληττε τη Δύση. Μέσα σ’ αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η οικονομία πήρε, θεωρητικά και χωρίς να θίξει αξιοπρόσεχτα τον καπιταλισμό ή να δημιουργήσει συγκρούσεις σε κλασικά δίπολα ταξικών αναλύσεων, μια μορφή που θύμιζε το παρελθόν. Η οικολογία ήρθε ετεροχρονισμένα προκειμένου να εκσυγχρονίσει το παρελθόν πριν γίνει η χλωρή λίπανση της Αγοράς. Τα κινηματικά πειράματα στη Δυτική Ευρώπη, πολλά από τα οποία κατέληξαν σε αξιοπρεπείς επικερδείς επιχειρήσεις με βιολογικά είδη διατροφής κλπ. δεν άντεξαν, ενώ στην πολιτική σφαίρα εξελίχθηκαν ταχύτατα, σε μορφώματα, κόμματα και οργανώσεις, ενταγμένα στην ανύπαρκτη (κοινοβουλευτική) δημοκρατία, λαμβάνοντας σε κρίσιμες διεθνείς περιστάσεις (π.χ. διεθνείς επεμβάσεις) το μέρος των τυχοδιωκτών ηγεμόνων της αυτοκρατορίας του κεφαλαίου.
Γυμνοί κι ανασφαλείς μπροστά στο παρόν και στο μέλλον, και σε μια εποχή που διεθνείς τζιτζιφιόγκοι διέβλεπαν το «τέλος της ιστορίας», το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση με την έναρξη του κοινωνικού πολέμου στην Τσιάπας του Μεξικό την πρωτοχρονιά του 94, έδωσε, μέχρι και τη Γένοβα του 2001, αυτήν την απαραίτητη μεταφυσική ψευδαίσθηση της άλλης, αθέατης, πλευράς της γης. Ενός «άλλου κόσμου εφικτού», όπως διατείνονταν εν μέσω χορηγιών και χρηματοδοτήσεων, διεθνείς ΜΚΟ οργανώσεις, μαζί με τα απομεινάρια της διεθνούς κρίσης της Αριστεράς. Αυτής που πάντα έψαχνε τη (Λατινική) Αμερική της ύστερα από τις πρώην αποτυχημένες πρωτεύουσες της εν γένει Ανατολής. Με ψελλίσματα-απομεινάρια οικολογικών εφαρμογών που δεν πραγματοποιήθηκαν, με κραυγές αλά Αντρέ Γκορζ της δεκαετίας του 80 σε συνδυασμό με αναρχίζουσες λαίφ στάιλ πρακτικές, ένα συνονθύλευμα κινήματος σήμερα ξεπροβάλλει, περί «εναλλακτικών» οικονομιών, σαν μέρος ενός άλυτου προβλήματος. Δεν είναι τυχαία η ανάπτυξή του στα αστικά μητροπολιτικά κέντρα ως τμήμα μιας αποδεκτής αστικής κουλτούρας, του «παίζειν ακινδύνως». Με την παραγωγή, τη διακίνηση και τη διάθεση της τροφής να είναι απόλυτα εξαρτημένη από τις πολυεθνικές εταιρίες, τις τράπεζες και τους εμπορικούς οίκους, με τη μεταφορά της δευτερογενούς παραγωγής στον Τρίτο κόσμο για φτηνά εργατικά χέρια και εκροή μολύνσεων, με την υπάρχουσα αδόμητη γη να κανοναρχείται (ιδιαίτερα στον Τρίτο Κόσμο, πάλι!) από τις επιταγές της «πράσινης επανάστασης», με το νερό να εμπορευματοποιείται (στον Τρίτο Κόσμο είναι ήδη μονοπώλιο-μονοεμπόρευμα), με την τηλεόραση να υπαγορεύει τους κανόνες και τέλος, με την αναγκαιότητα για την ανάπτυξη των υπηρεσιών και του τριτογενούς τομέα ως απαλλαγή από τον μόχθο, μάλλον έχουμε να ζήσουμε μαύρες μέρες για αρκετό καιρό ακόμα.
———-
Δημιουργία απέναντι στην Ανάπτυξη (πόλεμος λέξεων;)
 
«Διανύουμε την εποχή της ερήμου
Ο μεγαλύτερος ποιητής της
Αυτός που θα την τραγουδήσει
Θα ‘ναι μουγκός»
 «24 καρφιά για μαλακά κρεβάτια», Αργύρης Χιόνης,
Ίσως είναι εντελώς περιττό να επαναληφθούν κριτικές αναφορές στην ιδεολογία της ανάπτυξης ως ταυτόσημης με την οικονομική μεγέθυνση, όσο και για τις μαγικές, θετικές της προσλαμβάνουσες. Όμως είναι αναγκαίο και επιτακτικό να επισημανθεί ο μανδύας που διαχωρίζει την «καλή» από την «κακή» ανάπτυξη ως τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Στην πραγματικότητα σύμφωνα με τους προφήτες της αποκαλύψεώς της, η ανάπτυξη οφείλει να μην έχει όρια. Κάθε ηθικός, θρησκευτικός, εθνικός, εθιμικός περιορισμός της οικονομικής δραστηριότητας αποτελεί εμπόδιο στην απελευθέρωση του ανθρώπου από καταναγκασμούς της δυνατότητάς του να αναπτυχθεί οικονομικά. Κι αυτό είναι απαραίτητος όρος «του ίδιου ιστορικού κινήματος που εξάλλου αποδιοργανώνει τις οικογένειες, αποσυνθέτει την υλική και την κοινωνική ύπαρξη των χωριών και των συνοικιών και γενικά συμπαρασύρει βαθμιαία όλες τις μορφές πολιτοφροσύνης (civilite) που πριν δεκαετίες εσφράγιζαν σημαντικό μέρος των ανθρωπίνων σχέσεων»σημειώνει ο σύντροφος της σκέψης Ζαν Κλοντ Μισεά. Αυτή λοιπόν η δυστοπία ως το αέναο κίνημα «ανθρωπίνων» δικαιωμάτων που δεν θίγουν την οικονομία σαν ιδανικό προορισμό, έχει ξεσκίσει τον πλανήτη. Διαταράσσοντας την οικολογική ισορροπία, μεγεθύνοντας τη φτώχεια, αίροντας κάθε δυνατότητα διαχείρισης στα κοινά αγαθά, εκφυλίζοντας την πολιτική σε επιλογές του λιγότερο κακού, κι εξυψώνοντας το άτομο ως θεό του πλανήτη, έχει αποδειχθεί το απόλυτο κακό. Μέχρι να γνωρίσει κανείς την ευλογία του.
Έτσι από τα συντρίμμια, ας συλλέξουμε από τις λέξεις αυτές που θα αποδώσουν Έργο, Λόγο και Νόημα σε ένα μετασχηματιζόμενο όλον που διαρκώς μικραίνει το χάσμα των μεγάλων διαιρέσεων: κοινωνία-φύση, άνθρωπος-κοινωνία, οικονομία-κοινωνία, σώμα-πνεύμα. Ξαναγυρνώντας στον περιορισμό του χάους μέσα από την αλληλουχία, συνέργεια και αλληλεξάρτηση που εξέφρασαν για πρώτη φορά στην ιστορία οι φιλόσοφοι της αρχαιότητας αναδύεται η Δημιουργία που περικλείει όλες τις αντιφάσεις της ζωής σε μια εξισωτική διαπάλη. «Ισάζει αεί τανάντια» όπως μας μεταφέρει ο Αριστοτέλης για τον Αναξίμανδρο κι ο ελληνιστής Ζαν Πιερ Βερνάντ με τη σειρά του, ερμηνεύοντας αυτούς, αναφέρει πως «τα στοιχεία καθορίζονται πράγματι από την αμοιβαία τους αντίθεση, πρέπει να διατελούν πάντοτε τα μεν προς τα δε σε μια σχέση ισότητας… Συνίσταται η διατήρηση μιας ισορροπίας μεταξύ δυνάμεων στο εξής ίσων και από τις οποίες καμιά δεν πρέπει ν’ αποκτήσει πάνω στις άλλες μιαν οριστική μορφή κυριαρχίας». Ο όροςΔημιουργία φαίνεται ως ένας όρος που αν και πολύ εύκολο να κηλιδωθεί όπως και κάθε επικεφαλίδα στις μέρες μας, μπορεί ίσως να σηματοδοτήσει, εκφράζοντας για κάποια σχετική περίοδο, ένα θετικό προταγματικό περιεχόμενο.
———-
Νόστος;
 
Όσο περνούν τα χρόνια ανακαλύπτεις
Ότι τα σκοινιά που σ’ έδεναν
Δεν ήτανε παρά κλωστές
Κλωστές που δε μπορείς να σπάσεις πια
«Μικρή φυσική ιστορία», Αργύρης Χιόνης
Να επιστρέψουμε δηλαδή εκεί όπου τ’ αφήσαμε πριν κάτι δεκαετίες; Να αφήσουμε τις πόλεις και να τρέξουμε «στις καλαμιές και λιβάδια», όπως τραγουδούσε κάποτε ο βάρδος των Εξαρχείων, Νικόλας Άσημος; Να γίνει ένας μεγαλειώδης αποικισμός της καταρρέουσας περιφέρειας και ξαφνικά να βρεθούμε με μια φρέζα στο χέρι ή με μια γκλίτσα ή με ένα δίχτυ;
Ερωτήματα που ίσως εκφράζουν το αδιέξοδο μιας αποκέντρωσης σε μια περιφέρεια χτισμένη σχεδόν παντού, κοινωνικά διαλυμένη, παραγωγικά αποδιαρθρωμένη, χωρίς δίκτυα διανομής και διάθεσης της παραγωγής και με «εξισωτικά» αιτήματα ανάπτυξης. Σε άλλες περιπτώσεις εγκαταλελειμμένες περιοχές χωρίς παιδιά και σχολειό, με γερόντια που εξυπηρετούνται από ένα καφενείο και το χειμώνα εγκαταλείπονται στην ελεημοσύνη του στρατιωτικού ελικόπτερου ή στα περίφημα εκχιονιστικά μηχανήματα των πάλαι ποτέ Νομαρχιών. Για ποια αποκέντρωση μιλάμε; Για ποια πρωτογενή παραγωγή;
Αν δεν επιθυμούμε απλά να κάνουμε την «ωραία φάση μας» που εξευγενίζει τα χόμπι μας με «συλλογικές κουζίνες», με χαριστικά «παζάρια», με «αστική» γεωργία, με ανταλλακτικές «οικονομίες» και «εναλλακτικά» νομίσματα, θα πρέπει κυρίως να μιλήσουμε για την παραγωγή. Αυτήν που τρέφει την κοινωνία με βασικά είδη ανάγκης, αυτήν που επαναφέρει την αξιοπρέπεια στον άνθρωπο και τον καθιστά άξιο της Φύσης του και της συνέχειας της Ζωής. Πώς όμως θα προσεγγίσουμε  με ασφάλεια αυτά τα απλά και καίρια ερωτηματικά και θα συμβάλουμε σε μια σοβαρή συζήτηση αποφεύγοντας τις ιδεολογικές μαγγανείες, τις ιστορικές αγκυλώσεις, τις μιμήσεις εκ της Εσπερίας και τις άσκοπες εμβριθείς ακαδημαϊκές απεραντολογίες;
———
Ο ελλαδικός χώρος και η ιδιαιτερότητες στον κοινωνικό μετασχηματισμό
«Όλα είναι μέσα στη γυάλα
Ο ήλιος κι η θάλασσα
Τα ψάρια κι οι άνθρωποι
Τα σπίτια τα βουνά και τα ποτάμια
Οι αγάπες και τα μίση
Μερικά βογγητά έρωτα
Πολλά πόνου
Όλα εδώ μέσα στη γυάλα
Που όταν μένει ακίνητη
Δεν είναι
Παρά μια γυάλα μ’ έναν  κόσμο μέσα της
Αλλ’ όταν κάποιο χέρι την κουνήσει
-και την κουνάει  συχνά-
Ένα πικρό πυκνό χιόνι
Σηκώνεται και σκεπάζει τα πάντα»
«ΑΤΙΤΛΟ», Αργύρης Χιόνης
Κατ’ αρχήν οφείλουμε να εξετάσουμε τον ιδιαίτερο γεωγραφικό και ιστορικό χώρο στον οποίο ζούμε, προκειμένου εκ των συμπερασμάτων να εφοδιάσουμε τις όποιες δυνατότητες έχουν απομείνει, αίροντας τις «περιφράξεις» που έχουν τοποθετήσει βαθμιαία -και στην εποχή μας ραγδαία, η κρατική γραφειοκρατία με τις αυτοδιοικητικές της προεκτάσεις, η οικονομία της αγοράς και η περιρρέουσα ιδεολογία της απαλλαγής από το μόχθο. Τα χαρακτηριστικά είτε πρόκειται για δυνατότητες είτε πρόκειται για προβλήματα, αυτής της ιδιαίτερης περιοχής που πάντοτε ήταν στο όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης, για τη δική μας αναζήτηση είναι επιγραμματικά:
Α)Η μέχρι προσφάτως παραδοσιακή σχέση με τη μικρή ιδιοκτησία γης, όπως και ιδιαίτερα τα κατά τόπους εθιμικά δίκαια που ακόμα ίσως τηρούνται. Ιστορικά, όπου η μικρή ανεξάρτητη ιδιοκτησία γης άκμασε, μπόρεσε να δημιουργήσει συνεργατικές δυναμικές.
Β)Η μέχρι και σήμερα ισχύς της οικογενειακής αλληλεγγύης που αποδεικνύεται καθημερινά. Ίσως ο «αναχρονιστικός» αυτός θεσμός είναι το «κλειδί» που ανοίγει τις πραγματικές σχέσεις αλληλεγγύης και στήριξης με όλες τις αντιφάσεις που συνεργούν στην ύπαρξη και δομή του. Τον, εν πολλοίς ή εν ολίγοις, περιορισμό των συμπτωμάτων της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε τον χρωστάμε στην ελληνική οικογένεια. Η πραγματική οικονομία, στην κυριολεξία, έχει τις συγγενικές σχέσεις ως κυρίαρχη συνιστώσα.
Γ)Η διαρκής αν και απρόσφορη νοσταλγία «για το χωριό» με μνήμες που ανήκουν σε γενιές που ακόμα ζουν. Δεν είναι τυχαίο ότι ζήσαμε στην Ελλάδα μια απότομη, βίαιη αστικοποίηση που οφείλεται σε ιστορικά γεγονότα (π.χ. εμφύλιος) αλλά και πολιτικές επιλογές («ανήκομεν εις την Δύσιν»).
Δ)Η ακόμα σχετικά καλή ζωή σε πολλά χωριά της Ελλαδικής περιφέρειας με όλη την αμηχανία που κατατρέχει τον κόσμο της, εν μέσω αστυφιλίας που συνεχίζεται και κυμάτων οικονομικής μετανάστευσης.
Ε)Οι ακόμα δυνατότητες που ενυπάρχουν στην περιφέρεια από μια βραχύβια συνεχιζόμενη ανάπτυξη, η οποία όμως -συγκριτικά με άλλες χώρες- μπορεί να είναι αντιστρέψιμη, στο βαθμό που μελετηθεί προσεχτικά. Ακόμα ζουν άνθρωποι της γενιάς που κατέχει βασικές γνώσεις στα ζητήματα της καλλιέργειας, της κτηνοτροφίας και της αλιείας.
Από την άλλη στις «περιφράξεις» συγκαταλέγονται ως εξής:
Α)Πυκνή δόμηση της υπαίθρου (σαλαμινοποίηση)  και ιδιαίτερα στις τουριστικές παράλιες και νησιωτικές περιοχές. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις περιοχές αυτές έχουν επιβληθεί χωροταξικά σχέδια απαγόρευσης ακόμα και των ορνιθώνων.
Β)Ο τουρισμός ο οποίος έχει καταστεί μονόδρομος ειδικά στις προαναφερόμενες περιοχές έχει δημιουργήσει σωρεία προβλημάτων: 1)Έλλειψη πόσιμου νερού 2)Καταστροφή πηγαδιών-μετατροπή τους σε βόθρους 3)Εγκατάλειψη παραδοσιακών τρόπων συγκράτησης του νερού 4)Παγίωση της τουριστικής συνείδησης που έχει αδρανοποιήσει το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού και ιδιαίτερα τους νέους 5)Σοβαρό πρόβλημα με τα σκουπίδια και τη διαχείρισή τους.
Γ)Τα χρέη μεγάλου μέρους του αγροτικού πληθυσμού προς την Αγροτική Τράπεζα είναι ανασχετικά προς τις δυνατότητες ενός νέου αποικισμού ή αποκέντρωσης. Αυτήν την περίοδο καραδοκούν ξένοι αγοραστές γης. Η επικείμενη άρση επίσης των επιδοτήσεων που μετέτρεψαν τους παραγωγούς σε άγνωστης ταυτότητας επαγγελματίες, κάνει το τοπίο ακόμα πιο θολό. Η εγκατάλειψη σε μεγάλο βαθμό της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της αλιείας ως επαγγέλματα που «δεν βγάζουν λεφτά» είναι μια συνάγουσα πραγματικότητα. Το τοπίο που έχει διαμορφωθεί είναι απίστευτα αποκαρδιωτικό. Από την άλλη οι «νέες καλλιέργειες» ή νέοι «προσανατολισμοί» (π.χ. καλλιέργεια ιπποφαούς κι άλλες μπούρδες όπως η εμπορία γαϊδουρινού γάλατος) εντείνουν τη σύγχυση.
Δ)Υπάρχει σοβαρή επιβάρυνση της γης, των επίγειων και υπόγειων υδάτων και της θάλασσας από την, εδώ και λίγες δεκαετίες, συστηματική χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων της εκβιομηχανισμένης Γεωργία ή τις εδώ και μια εικοσαετία ιχθυοκαλλιέργειες οι οποίες προσφάτως, με την Κοινή Υπουργική Απόφαση απειλούν μια ακόμα δυνατότητα. Επιπροσθέτως τα σκουπίδια και κάθε χρήσιμο απόβλητο έχουν μετατρέψει πλαγιές και θάλασσες σε χωματερές και χαβούζες, αντίστοιχα.
Ε)Η εγκατάλειψη των δασών και η ραγδαία καταστροφή τους με ορόσημο τις φωτιές του 2007 σηματοδοτούν ένα κακό ορίζοντα. Τα δάση, τα οποία μεταπολεμικά κάλυπταν περίπου το 45% της συνολικής έκτασης της Ελλάδας, ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας που συνεργούσε στην πραγματική οικονομία. Η συγκράτηση των νερών και σε αρκετές περιπτώσεις οι μικρές παρεμβάσεις για την άρδευση και ύδρευση, η βοσκή, η κάλυψη σε καυσόξυλα και εμπορία ξυλείας, η συλλογή ρητίνης, η καθημερινή λειτουργία τους, συμπληρωματικά για την επιβίωση (κυνήγι, συλλογή καρπών, δασοχώματος κλπ.) ήταν βασικές λειτουργίες στα δάση και οι οποίες ήταν οι απαραίτητες για τη συντήρησή τους πριν ανακαλύψουμε, όψιμα, την ορειβασία, τις βαθιές αναπνοές, τα μέτρα διάσωσης-προστασίας και τις άπειρες γνώσεις μας επί των ορεινών οικοσυστημάτων.  
ΣΤ)Η εγκατάλειψη από το κράτος και τον αυτοδιοικητικό του παράγοντα, τομέων όπως της Υγείας, της Εκπαίδευσης, των Μεταφορών καθώς και άλλων υποδομών, κάνει το τοπίο ακόμα πιο απροσπέλαστο. Η «επανίδρυση», η «ανασυγκρότηση» ή η «νέα αρχιτεκτονική» του κράτους έτσι όπως επικαλέστηκαν και επικαλούνται οι κλόουν της ημεδαπής μας πολιτικής σκηνής, που ξεκίνησε με τις μεταρρυθμίσεις των αρχών του 90, συνεχίστηκε με τον «Καποδίστρια» και ολοκληρώνεται με το «καλό κράτος» του «Καλλικράτη» έχει αυτά τα χαρακτηριστικά της αποδόμησης κάθε κοινής ωφέλειας που εξισορροπούσε σε ένα βαθμό τις ανισότητες.
Ζ)Τα «κληρονομικά» (αδελφομοιράδια κλπ.) αποτελούν ένα ακόμα βραχνά δίπλα στην αλλαγή αξίας χρήσης της γης. Τόσο οι συχνές κόντρες που έχουν κάνει χρυσούς τους δικηγόρους και τους συμβολαιογράφους μέσα στις οικογένειες, όπως και τα διακηρυγμένα αιτήματα για τα δικαιώματα κατάτμησης της αγροτικής γης με στόχο την πώληση και την οικοδόμηση, είναι δυο από τις βασικές πληγές σε περιοχές της ελληνικής επαρχίας.
———-
Η ελληνική εκδοχή μιας πολυδιάστατης κρίσης και οι προϋποθέσεις για την κοινωνική της υπέρβαση
 
«Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα. Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές.                           Μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές. Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.                          Ήχος στεκάμενος, κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας, ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε τα σπίτια, τα καλύβια και τις στάνες μας. Και οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα, γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας.                                                                                                  Πώς γεννήθηκαν, πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;
Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές. Μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές. Που ηχούν και που τις προσκυνούμε. Ο τόπος μας είναι κλειστός.                     Τον κλείνουν οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια την Κυριακή σαν κατεβούμε ν’ ανασάνουμε, βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα, από ταξίδια που δεν τέλειωσαν σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν».
«Ο τόπος μας είναι κλειστός», Γιώργος Σεφέρης
Αν εξαιρέσουμε περιπτώσεις που μπορούν να μπουν στο εργαστήρι της κοινωνικής επανάστασης και να αποτελέσουν αντικείμενα ανάλυσης και κατ’ επέκτασιν παραδείγματα προς μίμηση ή προς αποφυγή, μπορούμε από σήμερα ευρέως να συζητούμε, με στόχο μια όσο το δυνατόν συντονισμένη αποκέντρωση και ανάληψη ευθύνης για την κοινωνική παραγωγή.
Α)Η οικογένεια και οι συγγενικές σχέσεις είναι ο κυρίαρχος πυλώνας σ’ αυτήν την αναζήτηση. Η επιστροφή στα πάτρια εδάφη αναπτύσσει ένα προσεγγίσιμο πλαίσιο αναφοράς διότι πιθανότατα ενυπάρχει εκ των προτέρων μια αυτονόητη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στον εναπομείναντα κοινωνικό ιστό των χωριών και των ανθρώπων που από εκεί «κρατεί η σκούφια τους». Οι διαπλεκόμενες μνήμες που περιστασιακά ανακινούνται στα πανηγύρια, στις κηδείες και «στις χαρές», εμπεριέχουν τους ανθρώπους που θα αποφασίσουν να αποτελέσουν κομμάτι μιας νέας Αφήγησης.
Β)Η δημιουργία κοινωνικών σχολών για την επανάκτηση της γνώσης για την Γεωργία, την Κτηνοτροφία και την Αλιεία, γνώσης που προέβλεπε την ισορροπία στη Φύση εν μέσω των καθημερινών ανθρώπινων παρεμβάσεων, είναι ένας απαραίτητος όρος για να ξαναδημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια όσο το δυνατόν ομαλή μετάβαση στην πρωτογενή οικονομία. Από την άλλη, γνώσεις για τη συγκράτηση του νερού, για τη διαχείριση των απορριμμάτων, μπορούν να εκσυγχρονίζονται με νέες δυνατότητες και πατέντες που μπορούν να προστεθούν.
Γ)Στις τουριστικές περιοχές, το αγκάθι του τουρισμού οφείλει να μετατρέπεται σε ανθό γνωριμίας και δημιουργίας, ισχυρών δεσμών ντόπιων και επισκεπτών. Η αποκέντρωσή του  και η στροφή του σε μια γνώση για τον τόπο, σε μια ουσιαστικότερη σχέση με τις αθέατες ομορφιές του και τα προβλήματά του, δίνει μια προοπτική επιβίωσης και ανανέωσης του πολιτισμού και της οικονομίας του. Η φιλοξενία, το χάρισμα, το δώρο κι οι ανταλλαγές του, η χρήση και λειτουργία υποδομών μακριά από τα περίφημα κέντρα μιας πολύβουης παραλίας με μπαρ και ξαπλώστρες, είναι στοιχεία μιας πραγματικής οικονομίας αλλά και μιας έμπρακτης σύγκρουσης με τον όγκο της τουριστικής αγελάδας.
Δ)Το νερό και τα απόβλητα-απορρίμματα είναι ένα ενιαίο σοβαρό πρόβλημα που οφείλει να μας απασχολεί μέχρι να τεθούν ξανά σε εφαρμογή, με πιθανούς εκσυγχρονισμούς, όλες οι παραδοσιακές μέθοδοι διαχείρισής τους. Με τις στέρνες, τη δεντροφύτευση και φυτική εδαφοκάλυψη σε περιοχές που πρέπει να αποκατασταθούν άμεσα, τους επίγειους ταμιευτήρες, τα μικρά φράγματα τύπου Απειράθου, την βελτίωση κάθε υποδομής σχετικής με το νερό και τη διανομή του για άρδευση και ύδρευση, με κοινωνικούς περιορισμούς σε περιστάσεις, το νερό πολύ πιθανόν να ξαναπάρει τη θεϊκή του υπόσταση. Από την άλλη τα απόβλητα-απορρίμματα, μπορούν να μετατρέπονται σε χρήσιμα υλικά ανατροφοδότησης της γης σε οργανικές ουσίες, σε ζωοτροφές ή σε ενέργεια μέσω της κοινοτικής κλίμακας διαχείριση.
Ε)Η σχέση με την πολιτική, ενός τέτοιου αναστοχασμού και πολυδιάστατης πρακτικής, είναι βασικά η προσπάθεια για κοινωνική απαίτηση –με όσο το δυνατόν διαχείριση βάσης- των όποιων κονδυλίων από τους μηχανισμούς χρηματοδότησης, ώστε να δημιουργηθούν ή να ενισχυθούν οι υποδομές των τοπικών κοινωνιών. Είναι βασικό κι αν δεν επιθυμούμε απλώς να παίξουμε ή να πειραματιστούμε με ρεφενέ, πρωτίστως, να δώσουμε την ώθηση για ένα κοινοτικό συνδικαλισμό ή «αυτοαξιοποίηση της εργατικής μας δύναμης» κατ’ άλλους, με στόχο τις κοινοτικές υποδομές ώστε να καταστούν οι ανανεωμένες κοινότητες, οικονομικά αυτοδύναμες. Τα χρηματικά πακέτα που θα επενδύσουν στην «ανάπτυξη» και στην «ανταγωνιστικότητα», τα χρηματικά αποθέματα των Αυτοδιοικήσεων, που προορίζονται για τους εργολάβους με ιμάντα μεταφοράς χρήματος τους Δήμους και τις Περιφέρειες οφείλουμε να τα απαιτούμε για την αναδιοργάνωση των τοπικών κοινωνιών με στόχο την οικονομική αυτοδυναμία. Ενδεικτικά, οι τρόποι συγκράτησης του νερού, η αναβίωση της ξερολιθιάς, οι δυνατότητες σχετικής μεταποίησης αγαθών, οι ικανές προσπάθειες για τη κοινωνικά ελεγχόμενη διακίνηση και διάθεση των αγαθών, η αξιοποίηση κοινοτικών υποδομών στην κατεύθυνση ενός άλλου τουρισμού, κρίνονται τουλάχιστον απαραίτητες τόσο για τις καθημερινές συνθήκες όσο και για μια ικανή αποκέντρωση. Από την άλλη, οι όποιες ιδιοκτησίες σε γη αφορούν κατόχους που έχουν ένα ιδιαίτερο βάρος (μεγαλογαιοκτήμονες, εκκλησιαστική περιουσία, δημοτική περιουσία, κρατική περιουσία, περιουσίες ιδρυμάτων κλπ.) πρέπει να τεθούν σε μια βάση πραγματικής χρήσης, με τους τρόπους που θα επιλέξει το νέο αίμα της κοινότητας συμμεριζόμενο τις ιστορικές ιδιαιτερότητες σε κάθε περίσταση. Συνεπώς, κάθε προσπάθεια στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενός δημοκρατικού, δημόσιου χώρου είναι από επιθυμητή έως απαραίτητη.
ΣΤ)Η προσπάθεια για ένα νέο πολιτισμό της περιφέρειας προϋποθέτει μια διάθεση κατανόησης που μπορεί να οδηγήσει σ’ έναν συγκρητισμό. Η ανοχή της «πολυπολιτισμικής» συναναστροφής όχι μόνο δεν δημιούργησε πεδία κατανόησης πέρα από τις έθνικ κουζίνες και μουσικές, αλλά εξύφανε και δρόμους που ποτέ δεν μπόρεσαν να διασταυρωθούν αν όχι να αποτελέσουν ένα κόμβο συγκρούσεων βεβαιοτήτων, ένθεν κι ένθεν. Αυτό δε σημαίνει ότι θα πρέπει κανείς να φορέσει το κουστούμι του για την παρέλαση της 28ης ή να απαγγείλει τον Απόστολο από το βήμα του ιεροψάλτη τις Κυριακές.  Όμως οφείλει να συνδράμει και να ανανεώσει τρόπους αλληλεγγύης, αλληλοβοήθειας και συνεκτικότητας των κοινοτήτων σ’ ένα ρίσκο επανακατοίκησης στην ελληνική επαρχία που δεν είναι ούτε ντόγκβιλ, ούτε παράδεισος.
———-
Επίλογος
«Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
ύστερα απ’ το φριχτό ναυάγιο και το χαμό
το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
που πήγαν οι άλλες βάρκες ποιοι γλίτωσαν
εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
ένα νησί ερημικό
εκεί θα στήσουμε τα σπίτια μας
γύρω-γύρω στη μεγάλη πλατεία
και στη μέση μια παλιά εκκλησιά
θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία
του καπετάνιου μας που χάθηκε ψηλά-ψηλά
λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου πιο χαμηλά του τρίτου
θ’ αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά
κι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι καινούργιο
ολοκαίνουργιο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα
θα ‘χουμε γεράσει μα θα μας γνωρίζουνε
μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε με μας».
«Το ναυάγιο», Μανόλης Αναγνωστάκης
Είναι αυτονόητο ότι το παρόν δεν αποτελεί μια απόπειρα εγχειριδίου προς ναυτιλλόμενους αλλά επισημαίνει κάποιες από τις αλήθειες που αφορούν την ελληνική πραγματικότητα με τις όποιες αποκλίσεις μπορεί να υπάρχουν στο διάβα μιας έντιμης και δυνητικά οργανωμένης επιστροφής. Από τη μια αναδεικνύονται οι δυνατότητες αλλά και τα προβλήματα που πιθανόν να τροχοπεδούν κάθε προσπάθεια που μπορεί να πραγματοποιηθεί. Από κει και πέρα ανήκει στα ίδια τα πρόσωπα και στις πραγματικές τους ανάγκες, συνειδητά, να ανοίξουν την αυλαία σε ένα πραγματικό δρώμενο ζωής που να μπορέσει να τους κρατήσει στα πόδια τους και να δημιουργήσει της προϋποθέσεις ώστε ένα αντιαστικό ρεύμα να πλησιάζει τις συνθήκες της οικονομικής αυτοδυναμίας, της ισότητας και της ισορροπίας με τη Φύση.
Γιώργος Κυριακού

για τον αδερφό μας Σταύρο Κούβαρη, από τον Μπάμπη Ανδριανόπουλο

Κράτησα τη ζωή μου

ταξιδεύοντας ανάμεσα σε ριανόπουδκίτρινα δέντρα

κατά το πλάγιασμα της βροχής

σε σιωπηλές πλαγιές

φορτωμένος με τα φύλλα της οξιάς

καμιά φωτιά στην κορυφή του

Βραδιάζει

 

Με τον τρόπο του Γ. Σεφέρη που τόσο αγάπησες

ακριβέ μας φίλε

 

Παιδί του σκοτεινού Εφέσιου της κλασικής αρτιότητας και του απελευθερωτικού διαφωτισμού βρέθηκες ανάμεσα στους αβράκωτους της Βαστίλης και στους εξεγερμένους κομμουνάρους της Βαντόμ

έχοντας ψηλαφήσει τη χάρτα του Ρήγα και εκείνο του το όραμα, συνδαιτημόνας του Θοδωρή Κολοκοτρώνη και του γιου της καλογριάς συντρόφεψες την έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα,

μαθήτεψες στα σχολειά της ελεύθερης Ελλάδας

σπούδασες τη νεοτερικότητα

πάντα ως συνεπής υπηρέτης

της αιώνιας διαλεκτικής

εσύ ο υαλοτεχνουργός της καθημερινότητας και συνάμα μύστης βαθύς της φιλοσοφίας και της ιστορικότητας στο διαρκή αγώνα αναζήτησης της νεοελληνικής μας ταυτότητας.

Το πόδι ελαφροπάτητο από τις κορυφογραμμές της Αδέρας στους λιθοσωρούς της Μαγούλας και στο περίγραμμα της κοιμωμένης, στα τραχιά μονοπάτια της χερσονήσου ως τα ελάτια τους κέδρους και τις καστανιές του αγαπημένου Πάρνωνα.

Τα θεμέλιά σου στα βουνά στα σωθικά σου η Ελλάδα, στη ματιά, τη σκέψη και τη δράση σου η χειμαζόμενη κοινωνία.

Θυμάμαι τη φράση σου: «δεν κάνουμε τούτο, εκείνο και το άλλο, μας περιμένει ο αραμπάς της ιστορίας να μας εναποθέσει στα σκουπίδια της.»

Εσένα όμως σε πήρε το άρμα της ιστορίας ολόφωτο και συ να στέκεις και να σε θυμόμαστε λεβέντη ολόρθο, ασυμβίβαστο μαχητή της ζωής και της κοινωνίας, πολίτη υποδειγματικό ωραίον ως Έλληνα

ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΥΝΤΡΟΦΕ

ΚΑΛΗ ΑΝΤΑΜΩΣΗ