«να τα δείτε σε πέντε χρόνια»
αφήγημα του Γιώργου Μήτρου (ΜΕΡΟΣ Γ)
…Έφυγε από τον Ασώματο, αφήνοντας αυτή τη «μακάβρια» διαδήλωση και κατευθύνθηκε προς την Αίγινα. Σα σαν μην είδε τίποτε, στη σκέψη του ήταν η εμμονή που του κόστισε αποχή από το νησί που αγαπούσε, οχτώ χρόνια. (Δεν ήταν βέβαια μόνο αυτό. Τσακώθηκε με δυο απ’ την παρέα και είπαν τα εξ’ αμάξης, χώρισε με μια «κοπελιά ετών 39» που τα είχαν και έχει σπίτι στην Αίγινα… τέλος πάντων δεν ήταν «η διαφορά των 20 ευρώ και τέσσερις γαύροι που παρίσταναν τις σαρδέλες…») Κατεβαίνοντας προς την παραλία και πηγαίνοντας προς το γήπεδο διαπίστωσε και εκεί αλλαγές. Ο χώρος του γηπέδου είχε αλλάξει πολύ. Δεν ήταν γήπεδο πια. Μια αυτοσχέδια ταμπέλα με χρώματα έγραφε «πάρκο-μαθητικός συνεταιρισμός». Η αγάπη του όμως για τη μπάλα τον έκανε να ρωτήσει τον πρώτο τυχόντα απ’ αυτούς που μπαίνανε στο χώρο.
-Έφυγε το γήπεδο. Το πήγαν στο Μεσαγρό. Αν έχουμε ματς; Συνέχεια. Κάθε Κυριακή γίνεται χαμός. Από το πρωί μέχρι το βράδυ. Έχουμε 10 τοπικές ομάδες (του τις είπε), καλά μην περιμένεις φανέλες, προέδρους, χορηγούς και τέτοιες επισημότητες. Μόνο η παλιά ομάδα του Σαρωνικού παίζει σε κατηγορία. Πάω γιατί βιάζομαι. Από πού είσαι;
Κατευθύνθηκαν μαζί στο πάρκο που καταλάμβανε το μισό γήπεδο ποδοσφαίρου. Είχε ένα μικρό θεατράκι που είχε κόσμο εκείνη τη στιγμή και δυο ή τρεις οχτάγωνες κατασκευές με παγκάκια (“Κάποιος ξύπνιος τα πήρε εργολαβία”, σκέφτηκε). Πήγε στο θεατράκι για να χαζέψει. Στον υπόλοιπο χώρο έβλεπε παιδιά, κάπως μεγάλα, που έσκαβαν και περιποιούνταν τους κήπους τους. Διέκρινε ταμπέλες όπως «2ο Δημοτικό», «1ο Γυμνάσιο» και λοιπά. Η συζήτηση κι ό,τι άρπαξε από αυτήν γινόταν για τη δημιουργία ενός συνεταιρισμού για να κατασκευάζουν ρούχα. Κάθισε περίπου είκοσι λεπτά και πιο πολύ πρόσεχε τα πιτσιρίκια που ήταν μαζί με κάτι παππούδες που τους έλεγαν τι να κάνουν. Οι φωνές από τη συζήτηση γίνανε πιο έντονες κι αποφάσισε να την κάνει. “Ελλαδάρα μου”, σκέφτηκε.”Πότε θα συνεννοηθούμε; Ποτέ!”
Με τη στροφή δεξιά είδε απέναντί του στο το μαγαζί, δίπλα στην παιδική χαρά, που ήταν πάνω στην παραλία ότι δεν υπήρχε πια. Από την παιδική χαρά και μέχρι και πέρα προς το ΝΟΑ, ένα στριμωξίδι από υπαίθρια μανάβικα. Δεν άντεξε και πήγε. Και τι δεν είχαν. Τα πάντα και σε ποσότητα. Πολύς κόσμος ψώνιζε.
-Όλα ντόπια, του είπε ένας με φανερή διάθεση. Πάρε για την κυρά φασολάκια, πάρε κρεμμυδάκι, πάρε μαϊντανό, πάρε και κερεμέζι από το Νεκτάριο, πάρε και κρασί από Αγίους -κάτσε μη μας ακούσει ο Κυψελιώτης- να την κάνεις να χαρεί.
Μπάκουρας ο Κώστας Γ., χαμογέλασε.
-Μ’ αυτά βρίσκεις γκόμενα; αντείπε.
-Αν θες για γκόμενα θα πάς αφ’ του Τζίμη (του τον έδειξε) που έχει λουλούδια, έχει βότανα, φκιάνει κάτι κρέμες μόνος του, φκιάνει κάτι λιβάνια που τα βάζεις κι η γκόμενα πέφτει.
Ο Τζίμης, μια ωραία φιγούρα, του είπε για όλα τα βότανα της Αίγινας και τον ξενάγησε στον πάγκο του. Στο τέλος πήρε από αυτόν κάτι για «μια φίλη».
-Πού να πάω για μεζέ και τσίπουρο;
Ο Τζίμης κούνησε τους ώμους του, περίπου σαν «ξέρω ‘γώ»;
Έφυγε για την παραλία να βρει τον εφιάλτη του…
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)