αναδημοσίευση από το Νέο Λόγιο Ερμή
Κώστας Παπαϊωάννου: Ο φιλόσοφος της σύνθεσης
———————————————-
Βασική επιδίωξη του Κώστα Παπαϊωάννου σε όλη του τη ζωή υπήρξε η μεγάλη «σύνθεση», ανάμεσα στην αρχαιοελληνική, τραγική σύλληψη του κόσμου, και την εσχατολογική οπτική, που χαρακτηρίζει την ιουδαιοχριστιανική και την εγελο-μαρξιστική παράδοση. Στην σκέψη του, η τραγική σύλληψη δεν νοείται ως υποταγή στην κυκλικότητα και τη μοίρα, αλλά μπολιάζεται από το όραμα και την αναζήτηση μιας τελείωσης, η οποία όμως δεν νοείται ως τέλος ή «ολοκλήρωση» της ιστορίας ή της «προϊστορίας», σύμφωνα με την εγελειανή ή την μαρξική οπτική αντίστοιχα.
Ο Παπαϊωάννου ίσως επιζητεί το αδύνατο, μια μη μεσσιανική οραματικότητα, όπου η αποδοχή της «προόδου» δεν μεταβάλλεται σε γραμμικότητα και τελεολογία, αλλά στη βασανισμένη και βασανιστική πορεία μιας ανθρώπινης περιπέτειας, με επιστροφές, ανατροπές, ανακυκλώσεις, με την Φύση να παραμονεύει αγέρωχη, ικανή να συντρίψει δια μιας την ανθρώπινη ύβρη. Κι’ αυτή η αδιάκοπη, αγωνιώδης κάποτε, αναζήτηση αυτής της μεγάλης σύνθεσης θα σφραγίσει το έργο του και θα αποτελέσει την πηγή τόσο της μεγαλοσύνης του, όσο και των όποιων ταλαντώσεων της σκέψης και της διαδρομής του. Διότι η αποδοχή της τραγικότητας της ύπαρξης μπορεί να μεταβληθεί σε υποταγή στο fatum, στο μοιραίο, στην υποταγή στην τάξη του κόσμου. Κάτι τέτοιο, ως ένα βαθμό, θα συμβεί στα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν η φιλοσοφία του θα βάφει «με γκρίζο πάνω στο γκρίζο», όπως συνέβη με τον ώριμο Χέγκελ, και θα μεταβληθεί σε εργαλείο μιας ριζικής απομυθοποίησης, εγκαταλείποντας κάθε σωτήριο επαναστατικό «μύθο». Αντίθετα, ιδιαίτερα στα νεανικά του έργα και κατεξοχήν στην αδημοσίευτη όσο ζούσε μελέτη του «Μάζα και Ιστορία», θα υποστηρίζει με θέρμη την αναγκαιότητα του επαναστατικού μύθου και τον καθαρτήριο ρόλο της επαναστατημένης μάζας.
Η ίδια αυτή συνθετική «αμφισημία» θα σφραγίσει το έργο του στις πιο ευτυχείς απόπειρές του. Ο Παπαϊωάννου θα μείνει πάντα ο εραστής της μαρξιστικής σκέψης την ίδια στιγμή που θα επικρίνει το μεσσιανισμό της – κατεξοχήν εκείνον των απογόνων. Θα απορρίπτει την γραμμικότητα του διαφωτισμού και την λογική της κατάκτησης-βρώσης του κόσμου (να γίνει ο άνθρωπος κύριος και κάτοχος της φύσης), λογική στην οποία θα αντιπαραθέτει την αρχαιοελληνική αντίληψη μιας ατάραχης φύσης. Θα καταγγέλλει την ύβρη της «ανθρωποποίησης» της φύσης που θα φτάσει στο απόγειό της με την βουλησιαρχική ύβρι του Μαρξ να μεταβάλλει την φύση σε προέκταση του ανθρωπίνου σώματος.
Η ίδια λογική, της σύνθεσης, θα τον κάνει να ταλαντεύεται, στη φιλοσοφία, ανάμεσα στους προσωκρατικούς και τον Πλάτωνα, στην πολιτική οικονομία και το κοινωνικό πρότυπο, ανάμεσα στην ισότητα και την ελευθερία. Έτσι, όσο ακόμα θα πιστεύει στην δυνατότητα μιας επαναστατικής ανατροπής της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, θα βάζει τον τόνο στο όραμα ενώ αντίθετα όταν πλέον θα έχει απογοητευθεί ως προς την δυνατότητα μιας ριζικής ανατροπής σε συνθήκες ελευθερίας, θα δει την τραγικότητα της ύπαρξης ως αδυναμία μιας ριζικής θεραπείας των κοινωνικών δεινών. Έτσι θα συμβεί όταν πια θα έχει απογοητευθεί από τα μεγάλα κοινωνικά κινήματα, και τον Μάη του ’68, και θα επιμένει μάλλον στις ολοκληρωτικές διαστάσεις αυτών των κινημάτων, υποτιμώντας έτσι το επαναστατικό τους δυναμικό.
Και το πρόβλημα είναι πραγματικό. Όλα τα επαναστατικά και πληβειακά κινήματα παράλληλα με το απελευθερωτικό τους δυναμικό ενέχουν ολοκληρωτικές και κατασταλτικές διαστάσεις. Έτσι, η γαλλική επανάσταση ή ο Οκτώβρης του ’17, ενώ αποτελούσαν κινήματα που απελευθέρωναν το ανατρεπτικό δυναμικό των μαζών, εμπεριείχαν ταυτόχρονα και ολοκληρωτικές ή καταπιεστικές εκφάνσεις. Αυτή τη διαλεκτική των επαναστατικών κινημάτων, δηλαδή την δυσκολία της σύνθεσης ισότητας και ελευθερίας, ο Παπαϊωάννου, την κατανοεί θετικά σε κείμενά του όπως το «Μάζα και Ιστορία» και αρνητικά στις αναφορές του στην κινεζική επανάσταση, τις επαναστάσεις στον Τρίτο κόσμο και τον Μάη του ’68. Έτσι, θα δει στην Πολιτιστική κινεζική επανάσταση μόνο ή κυρίως τις ολοκληρωτικές πλευρές της, αγνοώντας το τεράστιο επαναστατικό δυναμικό ενός πειράματος ανατροπής των διαχωρισμών μεταξύ χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας.
Και ο δρόμος της σύνθεσης είναι πάντα δυσκολότερος, αν και γονιμότερος. Η συνθετική σκέψη και πρακτική είναι υποχρεωμένη να κινείται πάνω σ’ ένα τεντωμένο σκοινί ανάμεσα στην ουτοπία του «τέλους» και την πεζή αποδοχή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Είναι διανοητικά ευκολότερο να πορευτεί κανείς στην μία ή την άλλη λογική από το να επιχειρήσει την σύνθεση μεταξύ οράματος και ρεαλισμού, μεταξύ των μεγάλων αφηγήσεων και της συμπερίληψης των προσωπικών διαδρομών σε αυτές. Ο Παπαϊωάννου σε μια εποχή μάλλον μανιχαϊκή επεχείρησε ακριβώς αυτή τη μεγάλη σύνθεση και προφανώς μόνο όποιος δεν την έχει αποπειραθεί μπορεί εύκολα να τον επικρίνει για τις όποιες πιθανές αστοχίες του.
Με αφετηρία αυτή την προβληματική θα προσπαθήσουμε να επισημάνουμε τις βασικές στιγμές της σκέψης του στα κείμενα που περιλαμβάνονται σε αυτό το μικρό αφιέρωμα. Κατ’ αρχάς δύο κείμενα του, το πρώτο φιλοσοφικό –«Πλάτων ο ειδώς»– γραμμένο στη νεότητά του, μόλις στα εικοσιένα χρόνια του, και ένα άλλο της ωριμότητάς του, για την «ρωσοφοβία του Μαρξ» που περιλαμβάνεται στον τόμο Μαρξ και μαρξισμός ΙΙ, Τάξεις και Ιστορία, που μόλις κυκλοφόρησε από τις «Εναλλακτικές Εκδόσεις». Ο Οκτάβιο Πας σε ένα υπέροχο ποίημα γραμμένο για τον φίλο του Κώστα, το 1982, αποδίδει εύστοχα την ουσία της σκέψης του, ενώ η Παναγιώτα Βάσση, που ολοκληρώνει τη διατριβή της για τον Κ. Παπαϊωάννου, παρουσιάζει τη ζωή και το έργο του. Ο Ρεϋμόν Αρόν, στην Εισαγωγή του στο έργο Μαρξ και μαρξισμός, που εκδόθηκε μετά τον θάνατο του Κ.Π., καταγράφει ικανοποιητικά τη σχέση του Παπαϊωάννου με τον Μαρξ και τη μαρξιστική παράδοση. Ο Γιώργος Καραμπελιάς πραγματεύεται τη νεανική αισιόδοξη και ρηξικέλευθη αντίληψη του Κ.Π. για τον ρόλο των επαναστατικών μαζών στην ιστορία, καθώς και τη σχέση της ελληνικής παράδοσης με τη ιουδαιορωμαϊκή/δυτική, θέμα στο οποίο αναφέρεται από μια διαφορετική σκοπιά και ο Σωτήρης Γουνελάς.