αναδημοσίευση από το Άρδην
Το μεγάλο παιγνίδι
by admin
Ή «προβλήματα» με όλους τους γείτονες
του Γιώργου Καραμπελιά από τη Ρήξη φ. 94
Η νεοθωμανική στρατηγική του Νταβούντογλου και του Ερντογάν στηριζόταν στην αρχή πως η Τουρκία, για να μεταβληθεί στο βασικό περιφερειακό πόλο ισχύος της περιοχής, θα έπρεπε να αποφύγει τουλάχιστον για ένα διάστημα την εμπλοκή της σε αντιπαραθέσεις με τις γειτονικές χώρες και να προσπαθήσει να επεκτείνει την επιρροή της μέσω της οικονομίας, του ήπιου Ισλάμ και της νεοθωμανικής πολιτισμικής στρατηγικής.
Γ ι ’ αυτό θα δώσει βάρος σε μια οικονομική επέκταση, στηριγμένη στις ιδιωτικοποιήσεις και την εισροή ξένων κεφαλαίων, καθώς και στις εξαγωγές και τις κατασκευαστικές εταιρείες.
Παράλληλα, στηριγμένη στην ανάδυση του ισλαμικού κόσμου ως ενός νέου οικουμενικών διαστάσεων συστήματος, που αρχίζει από την κεντρική Ασία και φθάνει στην Αφρική και την Ινδονησία, να μεταβληθεί στον κεντρικό πόλο ισχύος του, κατά τον ίδιο τρόπο που άλλοτε ο σουλτάνος ήταν ταυτόχρονα και ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης (χαλίφης) όλων των σουνιτών μουσουλμάνων παγκοσμίως. Μέσω του Ισλάμ, του οποίου ήθελε να εκπροσωπεί μια ήπια ηγετική εκδοχή, αποδεκτή και από τη Δύση, να μεταβληθεί σε αυτόνομο παράγοντα χρησιμοποιώντας τον ρόλο και τη σημασία της ενδιάμεσης περιοχής, δηλαδή να μεταβληθεί σε κρίκο μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Στα πλαίσια αυτής της στρατηγικής χρησιμοποιεί ως εργαλείο και την πολιτισμική επέκταση μέσα από σίριαλ, ενίσχυση του ρόλου των ισλαμικών πανεπιστημίων κ.λπ. Και, βέβαια, τελευταίο, αλλά όχι ελάχιστο, ενισχύοντας παράλληλα με φρενιτιώδεις ρυθμούς την πολεμική της βιομηχανία.
Για δέκα με δεκαπέντε χρόνια αυτή η στρατηγική φαινόταν να αποδίδει. Η τουρκική βιομηχανία εκτινάχθηκε, οι εξαγωγές της το ίδιο, ενώ μυθικά κατασκευαστικά συμβόλαια κλείνονταν στη Ρωσία, την Ουκρανία, τις χώρες του Κόλπου και τη Σαουδική Αραβία. Παράλληλα δε, η Τουρκία συνέχισε να φλερτάρει με την Ε.Ε. και την είσοδό της σε αυτή. Στο περιφερειακό επίπεδο όλα έμοιαζαν να ακολουθούν το σχεδιασμό της. Δημιούργησε καλές σχέσεις με το Ιράν, ανέπτυξε τις σχέσεις της με το κουρδικό κρατίδιο του Ιράκ, προσπαθώντας να το ρυμουλκήσει σε μια ευρύτερη νεοθωμανική ζώνη, όπως και τη Συρία με τον πρόεδρο της οποίας, τον Άσαντ, είχε προνομιακές σχέσεις, ενώ παράλληλα διατηρούσε και τον άξονα με το Ισραήλ και την αμερικανική πολιτική.
Ωστόσο, μια τέτοια πολιτική προς όλα τα αζιμούθια ξεπερνούσε στην πραγματικότητα τις άμεσες δυνατότητες της Τουρκίας. Διότι, βρισκόταν σε ένα περιβάλλον ιδιαίτερα ευαίσθητο και ρευστό, το οποίο μπορούσε εύκολα να υπονομεύσει μία ή περισσότερες πλευρές αυτής της στρατηγικής. Καταρχάς, η όλο και μεγαλύτερη εμπλοκή της με τις σουνιτικές ισλαμικές χώρες του Κόλπου και τη Σαουδική Αραβία, καθώς και η «αραβική άνοιξη», την υποχρέωσαν, αν ήθελε να συνεχίσει να εμφανίζεται ως ηγέτης του Ισλάμ, να έρθει σε ρήξη με το Ισραήλ, γύρω από το κομβικό για την αραβική και ισλαμική συνείδηση: το παλαιστινιακό ζήτημα. Αυτομάτως όμως, εισήλθε σε αντιπαράθεση με το εβραϊκό λόμπι που αποτελούσε το μεγαλύτερο υποστηρικτή της Τουρκίας στις ΗΠΑ και την Ευρώπη και κατά συνέπεια με την ίδια την Αμερική και την Ε.Ε., έστω εν μέρει.
Πάντως, το αποφασιστικό χτύπημα στη στρατηγική των «μηδενικών προβλημάτων» θα δώσει ο εμφύλιος πόλεμος στηΣυρία. Εκεί, αρχικώς, ο Ερντογάν προσπάθησε να διατηρήσει μια στάση ουδετερότητας. Πιεσμένος όμως από τους σουνίτες συμμάχους του, δεδομένου ότι ο Άσαντ ανήκε στο ευρύτερο σιιτικό στρατόπεδο, αλλά και από τις ΗΠΑ, που θα ήθελαν να αποδυναμώσουν το Ιράν και τη Χεζμπολά, όπου η Συρία διατηρεί προνομιακή σχέση, πιάστηκε εν τέλει στο δόκανο. Έριξε όλο το βάρος του σε μια στρατηγική ανατροπής του Άσαντ –από την Τουρκία περνούν όλες οι ένοπλες φονταμελιστικές ομάδες που τροφοδοτούν τον πόλεμο στη Συρία, καθώς και τα όπλα και το χρήμα που στέλνουν οι πετρομοναρχίες στη συριακή Αλ Κάιντα.
Έτσι όμως προκάλεσε ένα ντόμινο που οδήγησε σε ανατροπή του συνόλου της πολιτικής του. Διότι, η ευθεία αντιπαράθεση με τον Άσαντ οδήγησε σε επιδείνωση των σχέσεων με το Ιράν, με το Ιράκ, όπου το 60% του πληθυσμού είναι σιίτες, και, φυσικά, με τη λιβανέζικη Χεζμπολά. Παράλληλα, οδηγήθηκε σε ψύχρανση των σχέσεων με τη Ρωσία που στηρίζει τον Άσαντ. Όμως, οι συνέπειες δεν σταματούν εδώ, διότι ενώ για την Τουρκία κατέστη ζήτημα ζωής ή θανάτου η ανατροπή του καθεστώτος της Συρίας, δεν συμβαίνει πλέον το ίδιο με τους Αμερικανούς, οι οποίοι, αν φοβούνται τον Άσαντ, φοβούνται ακόμα περισσότερο τους φονταμελιστές αντιπάλους του και δεν είναι διατεθειμένοι να εισβάλουν στη Συρία. Αυτό κατεδείχθη περίτρανα στην τελευταία επίσκεψη του Ερντογάν στις ΗΠΑ. Αντίθετα οι ΗΠΑ, σε συμφωνία με τους Ρώσους, προσπαθούν να βρουν μια λύση για μια συναινετική μετά-Άσαντ εποχή και προωθούν την ειρηνευτική διάσκεψη του Ιουλίου.
Μια άλλη άμεση συνέπεια της συριακής κρίσης υπήρξε η ανάδυση ενός νέου οιονεί κουρδικού κρατιδίου στη Συρία, στα σύνορα με την Τουρκία και της κουρδικές περιοχές της. Έτσι, μετά το κουρδικό κράτος του Ιράκ, κινδυνεύει να δημιουργηθεί ένα δεύτερο στη Συρία.
Η αντίθεση με τους σιίτες, μετέβαλε τον Ερντογάν σε ηγέτη του σουνιτικού Ισλάμ, όχι πλέον απέναντι στη Δύση και το δυτικό πολιτισμό, αλλά απέναντι στους… σιίτες, οι οποίοι βρίσκονται όλοι συγκεντρωμένοι γύρω από την Τουρκία και στο εσωτερικό της Τουρκίας, όπου οι αλεβίτες, οι πιο εκκοσμικευμένοι εκ των σιιτών, αντιπροσωπεύουν το 25-30% του πληθυσμού. Άμεση συνέπεια της συριακής ποντικοπαγίδας υπήρξε η βομβιστική επίθεση ενάντια σε αλεβίτες της Τουρκίας στα σύνορα με τη Συρία, που προκάλεσε πενήντα νεκρούς, και η έκρηξη της οργής των αλεβιτών σε ολόκληρη την Τουρκία. Αυτή η νέα αντιπαράθεση θα ξεχειλίσει το ποτήρι και θα πυροδοτήσει τη μεγάλη εξέγερση που μαίνεται επί επτά ολόκληρες μέρες στην Τουρκία.
Η προσπάθεια του Ερντογάν και του κυβερνητικού κόμματος να ξεπεράσει, μέσα από μια «αυτοκρατορική» πολιτική, το κουρδικό πρόβλημα, τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας όσο και έξω από αυτήν, οικοδομώντας μια ζώνη «τουρκοκουρδικής φιλίας», έρχεται, δυστυχώς για την Τουρκία, με μερικές δεκαετίες καθυστέρηση. Άσχετα με το τι λέει ή δεν λέει ο Οτσαλάν, οι Κούρδοι έχουν μεταβληθεί σ’ ένα έθνος που αναζητά τη συγκρότηση ενός δικού του κράτους. Έτσι, κάθε παραχώρηση στην πολιτισμική και πολιτική ταυτότητα των Κούρδων, αντί να τους εντάξει σε μια διπλή τουρκοκουρδική «αυτοκρατορία», θα ενισχύσει αναπόφευκτα τη συνοχή και τις διεκδικήσεις των Κούρδων. Γι’ αυτό και εν τέλει, παρά τους διχασμούς τους, η πολιτική πτέρυγα του PΚΚ, έστω και καθυστερημένα, θα υποστηρίξει στις 5 Ιουνίου την εξέγερση της τουρκικής νεολαίας.
Έτσι λοιπόν, η νεοθωμανική στρατηγική, από τα «μηδενικά προβλήματα» οδηγήθηκε σε προβλήματα σε όλα τα αζιμούθια και από τις γεωπολιτικές αντιθέσεις στην εσωτερική αμφισβήτηση!