17 Νοέμβρη-24 νεκροί-41 χρόνια

Έρευνα: Αυτοί είναι οι 24 νεκροί του Πολυτεχνείου

 

Από την ιστοσελίδα news247.gr
Διαβάστε τα στοιχεία της έρευνας του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών για τους ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους στο Πολυτεχνείο. Δείτε σχεδιάγραμμα με το σημείο όπου έπεσαν νεκροί ή τραυματίστηκαν
 Το ζήτημα του ακριβούς αριθμού των νεκρών κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και την επιχείρηση καταστολής της, παραμένει ακόμη και σήμερα ένα δισεπίλυτο πρόβλημα, προκαλώντας συζητήσεις, αλλά και ισχυρισμούς ανιστόρητους και πέρα από κάθε λογική.

Όπως αναφέρει ο κ. Καλλιβρετάκης, Λεωνίδας, συγγραφέας και δημιουργός της έρευνας “Πολυτεχνείο ’73: Το ζήτημα των θυμάτων: Νεκροί και τραυματίες”, η χαώδης και ατεκμηρίωτη πληροφόρηση που υπάρχει γύρω από αυτό το ζήτημα, δεν είναι δυνατόν να απολαμβάνει εσαεί αυτή την ιδιότυπη ‘ασυλία’, στο όνομα της δήθεν προστασίας της φήμης του Πολυτεχνείου”.

Από τα μέσα του 2002 έχει ξεκινήσει μια ιστορική έρευνα στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών με τίτλο “Τεκμηριώνοντας τα γεγονότα του Νοεμβρίου 1973″. Στο πλαίσιο αυτής της έρευνας επιχειρείται η συγκέντρωση και επεξεργασία με επιστημονικές μεθόδους τεκμηρίων που αφορούν σε πολλές παραμέτρους των γεγονότων, όπως το χρονικό της εξέγερσης, το επιχειρησιακό σχέδιο για την καταστολή της, η εξέλιξη των γεγονότων έξω από το Πολυτεχνείο κ.ο.κ. Ένα από τα ζητούμενα είναι, φυσικά, ο αριθμός και η ταυτότητα των θυμάτων. Αν και η έρευνα βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, επιχειρείται στο σημείο αυτό μια συνοπτική παρουσίαση των πρώτων διαπιστώσεων, με έμφαση στη “γενεαλογία” του ζητήματος.

ΔΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ

  • Προσωρινά αποτελέσματα της έρευνας του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών

Η συγκέντρωση όλων των δεδομένων αποτέλεσε το πρώτο στάδιο της έρευνας στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Κάθε στοιχείο που είδε το φως της δημοσιότητας όλα αυτά τα χρόνια, οι επίσημες ανακοινώσεις του καθεστώτος, οι πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν στον παράνομο τύπο της εποχής, οι αγγελίες κηδειών στις εφημερίδες, οι κάθε προέλευσης λίστες που έκαναν την εμφάνιση τους μετά τη μεταπολίτευση, οι προανακριτικές και ανακριτικές έρευνες, οι συνεντεύξεις συγγενών, οι καταθέσεις μαρτύρων στη δίκη του 1975, συγκεντρώνονται, αποδελτιώνονται, συσχετίζονται κριτικά, αναζητείται η γενεαλογία τους, εντοπίζονται οι αλληλοεπικαλύψεις, οι παρανοήσεις, τα λάθη στην αντιγραφή και οι μεταξύ τους παρεκκλίσεις.

Η έρευνα προχωρά έτσι στη συγκρότηση ενός καταλόγου, ο οποίος παραμένει προσωρινός, καθώς εξακολουθεί συνεχώς να εμπλουτίζεται και να διορθώνεται. Για κάθε περίπτωση συγκροτείται ένας ιδιαίτερος φάκελος, με βιογραφικά στοιχεία, τις συνθήκες θανάτου και αναλυτική παράθεση όλων των πηγών που χρησιμοποιήθηκαν με συγκεκριμένα στοιχεία.

Μέχρι τη στιγμή αυτή, έχουν καταγραφεί εικοσιτέσσερις (24) πλήρως τεκμηριωμένες περιπτώσεις, όπως καταγράφονται συνοπτικά στον συνημμένο κατάλογο.

Παράλληλα, έχει συγκροτηθεί ένας κατάλογος δεκαέξι (16) ανωνύμων περιπτώσεων που είχε θεωρηθεί σε κάποια στιγμή της διαδικασίας ότι «προκύπτουν βασίμως» ως νεκροί, από επίσημες, επώνυμες και σχετικά αξιόπιστες καταθέσεις, με συγκεκριμένα στοιχεία.

Τέλος, η έρευνα έχει θέσει στο μικροσκόπιο τριάντα (30) επώνυμες περιπτώσεις, που εμφανίζονται επίμονα στους περισσότερους καταλόγους από το 1974 μέχρι και σήμερα, χωρίς να έχουν ποτέ τεκμηριωθεί. Όλες αυτές οι ανώνυμες και οι αμφιλεγόμενες επώνυμες περιπτώσεις παραμένουν σε εκκρεμότητα, προκειμένου να διερευνηθούν περισσότερο, προτού αποφασιστεί οριστικά να υιοθετηθούν ή να απορριφθούν.

 

  • ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ

Οι 24 πλήρως τεκμηριωμένες περιπτώσεις

1. Σπυρίδων Κοντομάρης του Αναστασίου, 57 ετών, δικηγόρος (πρώην βουλευτής Κερκύρας της Ένωσης Κέντρου), κάτοικος Αγίου Μελετίου, Αθήνα. Στις 16.11.1973, γύρω στις 20.30-21.00, ενώ βρισκόταν στη διασταύρωση οδών Γεωργίου Σταύρου & Σταδίου, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια που έρριχνε η Αστυνομία κατά των διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ., όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του.

2. Διομήδης Κομνηνός του Ιωάννη, 17 ετών, μαθητής, κάτοικος Λευκάδος 7, Αθήνα. Στις 16.11.1973, μεταξύ 21.30 και 21.45, ενώ βρισκόταν μαζί με άλλους διαδηλωτές στη διασταύρωση των οδών Αβέρωφ & Μάρνη, τραυματίστηκε θανάσιμα στην καρδιά από πυρά που έρριξαν εναντίον του άνδρες της φρουράς του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. και από εκεί, νεκρός πλέον, στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών (όπως λεγόταν τότε το Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο).

3. Σωκράτης Μιχαήλ, 57 ετών, εμπειρογνώμων ασφαλιστικής εταιρείας, κάτοικος Περιστερίου Αττικής. Στις 16.11.1973, μεταξύ 21.00 και 22.30, ενώ βρισκόταν μεταξύ των οδών Μπουμπουλίνας και Σόλωνος, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια που έρριχνε η Αστυνομία κατά των διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να υποστεί απόφραξη της αριστεράς στεφανιαίας. Μεταφέρθηκε ημιθανής στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. (F Σεπτεμβρίου), όπου και πέθανε.

4. Toril Margrethe Engeland του Per Reidar, 22 ετών, φοιτήτρια από το Molde της Νορβηγίας. Στις 16.11.1973, γύρω στις 23.30, τραυματίστηκε θανάσιμα στο στήθος από πυρά της φρουράς του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Μεταφέρθηκε από διαδηλωτές στο ξενοδοχείο «Ακροπόλ» και αργότερα, νεκρή ήδη, στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ι.Κ.Α. Ανακριβώς είχε αναφερθεί αρχικά από την Αστυνομία ως «Αιγυπτία Τουρίλ Τεκλέτ» και η παρεξήγηση αυτή επιβιώνει ακόμη σε κάποιους «καταλόγους νεκρών».

5. Βασίλειος Φάμελλος του Παναγιώτη, 26 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος, από τον Πύργο Ηλείας, κάτοικος Κάσου 1, Κυψέλη, Αθήνα. Στις 16.11.1973, γύρω στις 23.30, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά της φρουράς του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Μεταφέρθηκε από διαδηλωτές στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. και από εκεί, νεκρός πλέον, στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών.

6. Γεώργιος Σαμούρης του Ανδρέα, 22 ετών, φοιτητής Παντείου, από την Πάτρα, κάτοικος πλατείας Κουντουριώτου 7, Κουκάκι. Στις 16.11.1973 γύρω στις 24.00, ενώ βρισκόταν στην ευρύτερη περιοχή του Πολυτεχνείου (Καλλιδρομίου και Ζωσιμάδων), τραυματίστηκε θανάσιμα στον τράχηλο από πυρά της αστυνομίας. Μεταφέρθηκε στο πρόχειρο ιατρείο του Πολυτεχνείου, όπου απεβίωσε. Από εκεί μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ι.Κ.Α. Ανακριβώς είχε αναφερθεί αρχικά από την Αστυνομία ως «Χαμουρλής».

7. Δημήτριος Κυριακόπουλος του Αντωνίου, 35 ετών, οικοδόμος, από τα Καλάβρυτα, κάτοικος Περιστερίου Αττικής. Κατά τις βράδυνες ώρες της 16.11.1973 ενώ βρισκόταν στην περιοχή του Πολυτεχνείου, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια και στη συνέχεια κτυπήθηκε από αστυνομικούς με συμπαγείς ράβδους, συνεπεία των οποίων πέθανε, από οξεία ρήξη αορτής, τρεις ημέρες αργότερα, στις 19.11.1973, ενώ μεταφερόταν στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ.

8. Σπύρος Μαρίνος του Διονυσίου, επονομαζόμενος Γεωργαράς, 31 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος, από την Εξωχώρα Ζακύνθου. Κατά τις βράδυνες ώρες της 16.11.1973, ενώ βρισκόταν στην περιοχή του Πολυτεχνείου, κτυπήθηκε από αστυνομικούς με συμπαγείς ράβδους, και υπέστη κρανιοε-γκεφαλικές κακώσεις. Μεταφέρθηκε στο Θεραπευτήριο Πεντέλης, όπου πέθανε τη Δευτέρα, 19.11.1973, από οξύ αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Τάφηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου στις 9.9.1974, έγινε τελετή στη μνήμη του.

9. Νικόλαος Μαρκούλης του Πέτρου, 24 ετών, εργάτης, από το Παρ-θένι Θεσσαλονίκης, κάτοικος Χρηστομάνου 67, Σεπόλια, Αθήνα, εργάτης. Κατά τις πρωινές ώρες της 17.11.1973, ενώ βάδιζε στην πλατεία Βάθης, τραυματίστηκε στην κοιλιά από ριπή στρατιωτικής περιπόλου. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου πέθανε τη Δευτέρα 19.11.1973.

10. Αικατερίνη Αργυροπούλου σύζυγος Αγγελή, 76 ετών, κάτοικος Κέννεντυ και Καλύμνου, Αγιοι Ανάργυροι Αττικής. Στις 10.00 της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού της, τραυματίστηκε στην πλάτη από σφαίρα. Διακομίστηκε στην κλινική «Παμμακάριστος» (Κάτω Πατήσια), όπου νοσηλεύτηκε επί ένα μήνα και κατόπιν μεταφέρθηκε στο σπίτι της, όπου πέθανε συνεπεία του τραύματος της μετά από ένα εξάμηνο (Μάιος 1974).

11. Στυλιανός Καραγεώργης του Αγαμέμνονος, 19 ετών, οικοδόμος, κάτοικος Μιαούλη 38, Νέο Ηράκλειο Αττικής. Στις 10.15 το πρωί της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν μαζί με άλλους διαδηλωτές στην οδό Πατησίων, μεταξύ των κινηματογράφων «ΑΕΛΑΩ» και «ΕΑΛΗΝΙΣ», τραυματίστηκε από ριπή πολυβόλου που έρριξε εναντίον τους περίπολος πεζοναυτών που επέβαινε ενός τεθωρακισμένου οχήματος. Μεταφέρθηκε στο Κ.Α.Τ., όπου πέθανε μετά από 12 μέρες, στις 30.11.1973.

12. Μάρκος Καραμανής του Δημητρίου, 23 ετών, ηλεκτρολόγος, από τον Πειραιά, κάτοικος Χίου 35, Αιγάλεω. Στις 10.30 περίπου το πρωί της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην ταράτσα πολυκατοικίας επί της πλατείας Αιγύπτου 1, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά της στρατιωτικής φρουράς που ενέδρευε στην ταράτσα του Ο.Τ.Ε. (αυτουργός ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Αυμπέρης, 573ου Τάγματος Πεζικού). Μεταφέρθηκε στην κλινική «Παντάνασσα» (πλατεία Βικτωρίας), όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του.

13. Αλέξανδρος Σπαρτίδης του Ευστρατίου, 16 ετών, μαθητής, από τον Πειραιά, κάτοικος Αγίας Λαύρας 80, Αθήνα. Στις 10.30 με 11.00 περίπου το πρωί της 17.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Κότσικα, τραυματίστηκε θανάσιμα στην κοιλιά από πυρά της στρατιωτικής φρουράς που ενέδρευε στην ταράτσα του Ο.Τ.Ε. (αυτουργός ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Δυμπέρης, 573ου Τάγματος Πεζικού). Με διαμπερές τραύμα μεταφέρθηκε στο Κ.Α.Τ., όπου τον βρήκε νεκρό ο πατέρας του.

14. Δημήτριος Παπαϊωάννου, 60 ετών, διευθυντής ταμείου αλευροβιομηχάνων, κάτοικος Αριστομένους 105, Αθήνα. Γύρω στις 11.30 της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην πλατεία Ομονοίας, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια που έριχνε η Αστυνομία. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ., όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του, συνεπεία εμφράγματος.

15. Γεώργιος Γεριτσίδης του Αλεξάνδρου, 47 ετών, εφοριακός υπάλληλος, κάτοικος Ελπίδος 29, Νέο Ηράκλειο Αττικής. Στις 12.00 της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν μέσα στο αυτοκίνητο του στα Νέα Λιόσια, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά που διέσχισαν τον ουρανό του αυτοκινήτου. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου πέθανε αυθημερόν.

16. Βασιλική Μπεκιάρη του Φωτίου, 17 ετών, εργαζόμενη μαθήτρια, από τα Αμπελάκια Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας, κάτοικος Μεταγένους 8, Νέος Κόσμος. Στις 12.00 το μεσημέρι της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην ταράτσα του σπιτιού της, τραυματίστηκε θανάσιμα στον αυχένα από πυρά. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών και στη συνέχεια στον «Ευαγγελισμό», όπου πέθανε αυθημερόν.

17. Δημήτρης Θεοδώρας του Θεοφάνους, 52 ετών, κάτοικος Ανακρέοντος 2, Ζωγράφου. Στις 13.00, της 17.11.1973, ενώ διέσχιζε με τη μητέρα του τη διασταύρωση της οδού Ορεινής Ταξιαρχίας με τη λεωφόρο Παπάγου στου Ζωγράφου, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά στρατιωτικής περιπόλου με επικεφαλής αξιωματικό (πιθανόν ο ίλαρχος Σπυρίδων Σταθάκης του Κ.Ε.Τ/Θ), που βρισκόταν ακροβολισμένη στο λόφο του Αγίου Θεράποντος. Εξέπνευσε ακαριαία και όταν μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο των Παίδων, απλώς διαπιστώθηκε ο θάνατος του.

18. Αλέξανδρος Βασίλειος (Μπασρί) Καράκας, 43 ετών, Αφγανός τουρκικής υπηκοότητας, ταχυδακτυλουργός, κάτοικος Μύρων 10, Αγιος Παντελεήμονας, Αθήνα. Στις 13.00, της 17.11.1973, ενώ βάδιζε με τον 13χρονο γιο του στη διασταύρωση των οδών Χέϋδεν και Αχαρνών, τραυματίστηκε θανάσιμα στην κοιλιά από ριπή μυδραλίου τεθωρακισμένου στρατιωτικού οχήματος. Μεταφέρθηκε απευθείας στο νεκροτομείο, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του.

19. Αλέξανδρος Παπαθανασίου του Σπυρίδωνος, 59 ετών, συνταξιούχος εφοριακός, από το ΚεράσοΒο Αιτωλοακαρνανίας, κάτοικος Νάξου 116, Αθήνα. Στις 13.30 της 18.11.1973, ενώ βάδιζε με τις ανήλικες κόρες του στη διασταύρωση των οδών Δροσοπούλου και Κύθνου, απέναντι από το ΙΣΤ’ Αστυνομικό Τμήμα, βρέθηκε εν μέσω πυρών, προερχομένων από τους αστυνομικούς του Τμήματος, με αποτέλεσμα να πάθει συγκοπή. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του.

20. Ανδρέας Κούμπος του Στέργιου 63 ετών, βιοτέχνης, από την Καρδίτσα, κάτοικος Αμαλιάδος 12, Κολωνός. Γύρω στις 11.00 με 12.00 της 18.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Γ’ Σεπτεμβρίου και Καποδιστρίου, τραυματίστηκε στη λεκάνη από πυρά μυδραλίου τεθωρακισμένου στρατιωτικού οχήματος. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ., κατόπιν στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών και τέλος στο Κ.Α.Τ., όπου και πέθανε στις 30.1.1974.

21. Μιχαήλ Μυρογιάννης του Δημητρίου, 20 ετών, ηλεκτρολόγος, από τη Μυτιλήνη, κάτοικος Ασημάκη Φωτήλα 8, Αθήνα. Στις 12.00 το μεσημέρι της 18.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Στουρνάρη, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά περιστρόφου αξιωματικού του Στρατού (αυτουργός ο συνταγματάρχης Νικόλςος Ντερτι-λής). Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. σε κωματώδη κατάσταση και κατόπιν στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου πέθανε αυθημερόν.

22. Κυριάκος Παντελεάκης του Δημητρίου, 44 ετών, δικηγόρος, από την Κροκέα Λακωνίας, κάτοικος Φερρών 5, Αθήνα. Στις 12.00 με 12.30 το μεσημέρι της 18.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Γλάδστωνος, τραυματίστηκε θανάσιμα από πυρά διερχομένου άρματος μάχης. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου και πέθανε στις 27.12.1973.

23. Ευστάθιος Κολινιάτης, 47 ετών, από τον Πειραιά, κάτοικος Νικο-πόλεως 4, Καματερό Αττικής. Κτυπήθηκε στις 18.11.1973 από αστυνομικούς με συμπαγείς ράβδους, και υπέστη κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, συνεπεία των οποίων πέθανε στις 21.11.1973.

24. Ιωάννης Μικρώνης του Αγγέλου, 22 ετών, φοιτητής στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών, από την Ανω Αλισσό Αχαΐας. Συμμετείχε στην κατάληψη του Πανεπιστημίου Πατρών. Κτυπήθηκε μετά τα γεγονότα, υπό συνθήκες που παραμένουν ακόμη αδιευκρίνιστες. Συνεπεία της κακοποίησης του υπέστη ρήξη του ήπατος, εξαιτίας της οποίας πέθανε στις 17.12.1973 στο Λαϊκό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου νοσηλευόταν. Σύμφωνα με ορισμένες ενδείξεις, ο τραυματισμός του συνέβη στην Πάτρα, άλλες όμως πληροφορίες τον τοποθετούν στην Αθήνα. Η περίπτωση του παραμένει υπό έρευνα.

ΔΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ

* Η μελέτη αυτή έχει υιοθετηθεί από τη σχετική βιβλιογραφία ως η πλέον έγκυρη επιστημονική προσέγγιση στο ζήτημα (βλ. ενδεικτικά Δημήτρης Παπαχρήστος, Το Πολυτεχνείο ζει, εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2004, σελ. 41-45, Δημήτρης Χατζησωκράτης, Πολυτεχνείο ’73, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2004, σελ. 176-177, 424-425, Βαγγέλης Αγγελής & Ολύμπιος Δαφέρμος, Όνειρο ήταν, έκδοση ΕΔΙΑ-Οδυσσέας, Αθήνα 2005, σελ.378-388).

για την κρίση στην Αίγινα

αναδημοσίευση από την “Άλλη Αίγινα”

Η ΚΡΙΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΠΟΙΟΥΣ ;

Φοριέται πολύ τελευταία από τεχνοκράτες της πλάκας και πολιτικάντηδες. 
Αν είναι όμως κρίση πανικού ας πούμε, είναι ευκαιρία για τις φαρμακοβιομηχανίες. 
Αν πάλι είναι οικονομική-κοινωνική και πολιτική κρίση, όπως σήμερα, τότε πρέπει να προσδιοριστούν οι επιπτώσεις, ποιοι τις υφίστανται, για ποιους είναι ευκαιρία και τι είδους. 
Η κρίση στην κατοχή για παράδειγμα, ήταν ευκαιρία για τους δοσίλογους και συνεργάτες των Γερμανών. Ένας πρώην υποψήφιος Αιγινήτης δήμαρχος, ο κ. Νίκος Ζωγράφος,  κατήγγειλε υποψήφιους αντιπάλου συνδυασμού, στηριζόμενος σε αποφάσεις του ειδικού δικαστηρίου Χαλκίδας,για οικονομικές δοσοληψίες με Γερμανούς. Πολλοί τα οικονόμησαν χοντρά τότε. 
Στη Χούντα ομοίως. Έχουμε στην Πέρδικα και στην Αγία Μαρίνα για παράδειγμα τους σκελετούς ξενοδοχειακών μονάδων, που έγιναν στο όνομα της τουριστικής ανάπτυξης. 
Στο ίδιο όραμα της τουριστικής ανάπτυξης, έχουμε μείνει χωρίς νερό στο νησί. Άμα θέλουν να σε πηδήξουν πάντα επικαλούνται μια μεγάλη ιδέα. 
Σήμερα στην Αίγινα, εν όψει δημοτικών εκλογών, αλληλοκαταγγέλλονται για μαφίες κλπ. Ένα είναι ιστορικά αποδεδειγμένο. Η κρίση είναι ευκαιρία για τις μαφίες. 
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ρωσική Μαφία. Προϋπήρχε της πτώσης του συστήματος αλλά ήταν ανοργάνωτη και πολυδιασπασμένη. Έγινε τρανή και φοβερή μετά την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος και τα ηνία ανέλαβαν αξιωματούχοι κομματικοί, κρατικοί, στρατιωτικοί και ασφαλίτες, εμπλουτίζοντας ταυτόχρονα την πραμάτεια τους με πυρηνικά, πορνεία, ναρκωτικά κλπ. Θα έχουμε τα ίδια και εδώ στην Αίιγινα?

Νικήτας Παπαϊωάννου

* Κλικ στην εικόνα για μεγέθυνση

 

Όρτσα Πότζα!

αναδημοσίευση από το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου: Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Βρίζοντας και πολεμώντας πάλι

Αναρτήθηκε από τον/την sarant στο 24 Μαρτίου, 2014

 

7 Votes

 

Συνηθίζω κάθε χρόνο, κοντά στην 25η Μαρτίου, να ανεβάζω ένα ή περισσότερα κείμενα σχετικά με την επανάσταση του 1821. Φέτος, κάπως το αμέλησα και ήδη φτάσαμε στην παραμονή. Ας διορθώσω λοιπόν την παράλειψη, αναδημοσιεύοντας ένα παλιό άρθρο, που δημοσιεύτηκε εδώ πριν από 4 χρόνια, στο οποίο έχω προσθέσει μερικά πράγματα με την ευκαιρία της επανάληψης. (Οι προσθήκες με γαλάζιο χρώμα).

Τις προάλλες θυμήθηκα ένα παλιό άρθρο που είχα διαβάσει στα Ιστορικά της Ελευθεροτυπίας. Δεν το είχα κρατήσει, όμως το βρήκα στο Διαδίκτυο. Είναι της Μαρίας Ευθυμίου, επ. καθηγήτριας του τομέα Ιστορίας Πανεπ. Αθηνών. Στο τέλος συμπληρώνω κι εγώ μερικά ηρωικά αθυρόστομα και μερικά με γλωσσικό ενδιαφέρον.

Η λαλιά, η καθημερινή ομιλία του ’21, δεν είναι εύκολο να μας είναι γνωστή στη φυσικότητα της. Οι αδροί και αμόρφωτοι χωρικοί που κράτησαν στους ώμους τους τον Αγώνα δεν είχαν τρόπο να αποτυπώσουν σε χαρτί την υφή και τη ροή του λόγου τους. Τα κείμενα και οι προκηρύξεις της Επανάστασης, τα Συντάγματα και οι αποφάσεις της συντάχθηκαν από άτομα υψηλής μόρφωσης, Φαναριώτες και προύχοντες, σε μια γλώσσα αποκαθαρμένη, πλούσια και επιμελημένη. Η αλληλογραφία των οπλαρχηγών, που θα μπορούσε, από την πλευρά αυτή, να μας μεταφέρει την υφή του απλού λόγου των αμόρφωτων η ελάχιστα μορφωμένων αυτών ανθρώπων, δεν Βοηθά, συχνά, ούτε κι αυτή, καθώς τη σύνταξη των μηνυμάτων και των επιστολών τους αναλάμβαναν οι «γραμματιζούμενοι» γραμματικοί τους. Αν το πρόβλημα αυτό για την ελληνική γλώσσα είναι μεγάλο, γίνεται αξεπέραστο και πελώριο όταν πρόκειται για τη γλώσσα των πολυάριθμων εκείνων αγωνιστών που ήταν αλλόγλωσσοι ή δίγλωσσοι, και μάλιστα σε γλώσσες προφορικές και όχι γραπτές, όπως συνέβαινε με τους Βλάχους και τους Αρβανίτες. Σπάνια από τα κείμενα-πηγές του Αγώνα μπορούμε να αντλήσουμε έστω μνεία γι’ αυτές: έτσι π.χ., ο Ν. Κασομούλης στα απομνημονεύματά του, τα τόσο πολύτιμα και λεπτομερή, αναφερόμενος σ’ ένα περιστατικό που αφορά τον -ως Υδραίο- αρβανιτόφωνο Κουντουριώτη, καταγράφει την παροιμία που αυτός ανεφώνησε εις άπταιστον αλβανικήν «βάτε με κάλε, έρδε με γκομάρ» (που θα πει «πήγε με άλογο, γύρισε με γαϊδούρι»). Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Κ. Μεταξάς στα απομνημονεύματά του, αναφερόμενος σε μια ομιλία του Μάρκου Μπότσαρη προς τους συμπολεμιστές του Σουλιώτες, αρκείται να σημειώσει: «τους ελάλησεν εις την γλώσσαν των, αλβανιστί, οι δε λόγοι του ήσαν πλήρεις ενθουσιασμού και πατριωτισμού…». Το ότι οι αγωνιστές του ’21 -είτε ελληνόφωνοι είτε αλλόφωνοι είτε δίγλωσσοι- βωμολοχούσαν και έβριζαν είναι περισσότερο από βέβαιο. Οι βωμολοχίες αυτές μόνο σε λίγες περιπτώσεις καταγράφτηκαν κι έφτασαν ως εμάς· η ευπρέπεια που υποβάλλει ο γραπτός λόγος, καθώς και η επιδίωξη λόγιου λόγου που επέλεξαν οι περισσότεροι από τους αγωνιστές όταν αργότερα, μετά τον Αγώνα, έγραφαν τα απομνημονεύματα τους, δεν επέτρεψαν να γνωρίζουμε πολλά για το θέμα αυτό. Γνωρίζουμε ότι πριν από τις μάχες οι αντίπαλοι συνομιλούσαν κατ’ αρχάς ήρεμα, για να καταλήξουν -συνήθως αλβανιστί- σε ύβρεις αισχρές ο ένας για τη θρησκεία του άλλου, ύβρεις που από μόνες τους έδιναν το σύνθημα της μάχης και περιέγραφαν το μίσος και το πάθος. «Τούρκε, γαμώ την πίστη σου και το συκώτι σου», κραύγαζαν οι Έλληνες της Νάουσας, όταν κατά την εξέγερση τους έσφαζαν τους παλιούς τους φίλους Τούρκους συντοπίτες τους, όπως με φρίκη καταγράφει ο Κασομούλης στα απομνημονεύματα του. Οι «φιλοφρονήσεις», όμως, δεν λείπουν και μεταξύ συναγωνιστών και ομοφύλων: «σκατόβλαχο» αποκαλεί ο προύχοντας της Πελοποννήσου Κανέλλος Δεληγιάννης τον Κολοκοτρώνη, «αλιτήριο» και «εξωλέστατο» τον ιερωμένο Παπαφλέσσα ο επίσης ιερωμένος Π. Π. Γερμανός, «κερατοκαλόγερο» ο Μακρυγιάννης έναν καλόγερο, φίλο των Κολοκοτρωναίων.

Ο Μακρυγιάννης είναι στ’ αλήθεια πολύτιμη πηγή απτού, αμέσου και πηγαίου λόγου της εποχής, Ο πληθωρικός αυτός άνθρωπος γράφει ειλικρινά και παρορμητικά τα απομνημονεύματά του με τα λίγα γράμματα που μόλις έμαθε. Δεν γνωρίζει από ψευτοσυστολές και επιτηδεύσεις, γι’ αυτό κανείς μπορεί να βρει σ’ αυτόν λαγαρές φράσεις, όπως αυτές που χρησιμοποιεί για να περιγράψει την ανυποχώρητη αντίσταση που συνάντησαν οι Έλληνες εκ μέρους των αμυνόμενων Τούρκων, όταν επιχείρησαν να ανακαταλάβουν το κάστρο του Ακροκορίνθου, ένα κάστρο που λίγο πριν, από πανικό και φόβο, παρέδωσε στους επιτιθέμενους Τούρκους ο Έλληνας υπερασπιστής του Αχιλλέας, παρ’ ότι είχε επαρκή κάλυψη από άντρες, τρόφιμα και πολεμοφόδια, «…Οι Τούρκοι μας έβαλαν εις το κανόνι οπού δεν είδαμε πούθε να κάμωμε. Δεν ήταν ο Αχιλλέας, ο φρούραρχος της Διοίκησης, οπού τ’ αφήνει εφοδιασμένο και φεύγει· είναι Τούρκος, πολεμάγει δια την πίστη του. Ο Τούρκος έτρωγε ποντίκια και μας γάμησε το κέρατο με τα κανονιά και τις μπόμπες. Ο Αχιλλέας, αρνιά και κριάρια μέσα, τ’ αφήνει όλα και πάει ναύβρη τούς συντρόφους του οπού τον διορίσαν…».

Εκείνος, όμως, από τούς αρχηγούς του ’21 που χαρακτηριζόταν περισσότερο απ’ όλους για την ανεξέλεγκτη γλώσσα του ήταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ορεσίβιος και αδρός, άνθρωπος που έζησε μέχρι τέλους της ζωής του τη φτηνή ειρωνεία όσων ήθελαν να θυμούνται πως ήταν «ο μούλος» «γιος της καλογριάς», βρήκε διέξοδο, για να ξεπεράσει την οργή του και να επιβληθεί σ’ ένα δύσκολο γι’ αυτόν κοινωνικό περιβάλλον, στον παραληρηματικό Βωμολοχικό λόγο. Η Βωμολοχία του ήταν τόσο συνεχής και έντονη που οι συναγωνιστές του χρειάστηκε να αποδεχθούν το ελάττωμα του αυτό ως «χούι», προκειμένου να μπορέσουν να συνυπάρχουν και να συμπολεμούν μαζί του.

 

Η αυτοσυγκράτηση αυτή δεν επιτυγχανόταν, πάντως, απ’ όλους τούς συμπολεμιστές του και σ’ όλες τις περιστάσεις. Να πώς απαντά ο Καραϊσκάκης στην πρόταση συμφιλίωσης που του στέλνει στα 1824 με επιστολή ο οπλαρχηγός της Ρούμελης Ν. Στορνάρης: «Γενναιότατε αδελφέ καπ. Νικόλα, …είδα όσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια [τουρκικά όργανα του ιππικού] ο πούτζος μου, έχει και τρουμπέτες [ελληνικά όργανα]. Όποια θέλω από τα δυο θα μεταχειρισθώ…». Η ανταπάντηση ήρθε στο ίδιο κλίμα: «Επειδή έχεις και τουμπλέκια και τρουμπέτες βάστα, λοιπόν, διότι ο πούτζος μας και με τουμπλέκια και με τρουμπέτες θέλει σε κυνηγήσει…».

Σημερινή παρατήρηση: Όπως έχουμε ξαναγράψει (βλ. ειδικό άρθρο) στα κείμενα της περιόδου εκείνης, ας πούμε στον Μακρυγιάννη, δεν γινόταν διάκριση στη γραφή ανάμεσα σε τσ και σε τζ –ή, για να το πω αλλιώς, και το τσ και το τζ το γράφαν τζ. Όταν βλέπετε «έτζι», «τζεκούρι», «τζάκισες» δεν σημαίνει ότι πρόφεραν «έτζι» κτλ. Πρόφεραν «έτσι, τσεκούρι, τσάκισες». Κι έτσι, όταν βλέπετε «πούτζον», δεν προφερόταν έτσι, προφερόταν «πούτσος». Το γράφω αυτό επειδή έχει γεμίσει το Διαδίκτυο με νεόκοπους καραϊσκάκηδες του πληκτρολογίου που λένε για πούτζους.

Δευτερη προσθήκη: Ο Κασομούλης (3.109) διηγείται πως όταν μετά την Έξοδο του Μεσολογγίου κάποιοι από τη φρουρά του είχαν φιλοξενηθεί από τον Καραϊσκάκη, ένας από αυτούς, ο Δημ. Μακρής, κόμπασε: “Είδες, Καραϊσκάκη, πώς καβαλλίκευσε ο πούτσος μας τα κανόνια, κι εδιέβημεν και χωρίς την βοήθειάν σας;”

Πραγματικό, όμως, ρεσιτάλ ύβρεων απίστευτης σύλληψης και γλαφυρότητας περίμενε τους Οθωμανούς συνομιλητές του, όταν αυτοί έρχονταν σε επαφές μαζί του σε περιόδους που ο Καραϊσκάκης δεν βρισκόταν στις συνηθισμένες μέχρι το 1825 γι’ αυτόν συνδιαλλαγές μαζί τους για να κρατήσει το αρματολίκι των Αγράφων. Έτσι, στα 1823 ο Καραϊσκάκης λέει απευθυνόμενος στον απεσταλμένο του αρχηγού του τουρκικού στρατεύματος των Τρικάλων Σιλιχτάρ Μπόδα: «Έλα, σκατότουρκε… έλα Εβραίε, απεσταλμένε από τους γύφτους· έλα ν’ ακούσεις τα κερατά σας, -γαμώ την πίστιν σας και τον Μωχαμέτη σας. Τι θαρεύσετε κερατάδες… Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε “από ημάς” συνθήκην με “έναν” κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην -να τον χέσω και αυτόν και τον Βεζίρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα!».

Οι ύβρεις του Καραϊσκάκη, διαλεγμένες μία μία, επιδιώκουν να καταδείξουν στον άτυχο Τούρκο συνομιλητή του τη νέα τάξη πραγμάτων, τις και νούργιες κοινωνικές και πολιτικές ισορροπίες που η Επανάσταση έφερε, και τη θέση, πια, που έχει ο Καραϊσκάκης μεταξύ των Ελλήνων· των Ελλήνων που, λίγο παρακάτω, προσδιορίζονται και πάλι από τον Καραϊσκάκη με το γνωστό του τρόπο ποιοι είναι: «Ιδού οι Έλληνες! Αυτοί σας χέζουν και τώρα και πάντα».

Ο Καραϊσκάκης ήταν, βέβαια, κάτι πολύ περισσότερο από αυτή τη ζωώδη βωμολοχία. Αυτός ο παλιός κλέφτης, με τους βάναυσους τρόπους και την ασαφή κατά τα πρώτα τέσσερα χρόνια του Αγώνα εθνική συνειδητοποίηση και στάση, θα εξελιχθεί μαζί με την Επανάσταση και θα την υπερασπίσει με την ίδια του τη ζωή, σε μια ευγενή τελική πορεία που ανέδειξε τη μαχητικότητα, την ευφυΐα, το πείσμα, την αντοχή, τη στρατηγικότητα και την παλικαριά του.

Εδώ τελειώνει το άρθρο, προσθέτω εγώ κάμποσα. Ένα διάσημο ξέσπασμα του Καραϊσκάκη για τον Μαυροκορδάτο και τους άλλους πολιτικούς, που το καταγράφει ο Κασομούλης χωρίς να το ωραιοποιήσει ή να το συμμορφώσει γλωσσικά: «Ποια Κυβέρνησις, καπιτάν Νότη; Το τζιογλάνι του Ρεΐζ εφέντη, ο τεσσερομάτης; Εγώ και άλλοι δεν τον γνωρίζομεν! Ή σύναξεν δέκα ανόητους, και τον υπέγραψαν δια τας ιδιοτελείας των; Ιδού ποιοί τον υπέγραψαν. Πρώτον εσύ, οπού όλα τα πράματα θέλεις να έρχονται με το ζουρνά. Ο Σκαλτσάς, όπου δεν είναι άλλο παρά καμπάνα μπαγκ-μπαγκ. Ο Μακρής ο μακρολαίμης, ο κρεμασμένος, οπού μόνον το κεφάλι ηξεύρει να ταράζει, ο Μήτζιος Κοντογιάννης, η πουτάνα, όπου αν ήτον γυναίκα δεν εχόρταινεν με 80.000 φορές  την ώραν, ο ξυνόγαλο-Γιώργος Τζιόγκας οπού στραβώνει τα χείλια με το τζιμπούκι και δεν ηξεύρει τι του γίνεται, και ο αδελφός μου ο Στορνάρης, ο ψεύτης. Δεν τον υπέγραψεν ο πούτζος μου, και να ιδώ την εκστρατείαν σας!»

Νεότερη προσθήκη: Από τον Κασομούλη, άλλα δυο του Καραϊσκάκη.

Μετά την ήττα στο Χαϊδάρι, ο Καραϊσκάκης αποσύρεται στην Ελευσίνα μαζί με τον Φαβιέρο, με τον οποίο είχαν μαλώσει, και στέλνει στον Κασομούλη το εξής γράμμα: “Αδελφοί. Μανθάνω ότι ετοιμάζεσθε να εκστρατεύσετε. Εβραίος ήμουν και βαπτίσετέ με. Τρέξατε με την βοήθειάν σας όσον τάχιστα, διότι ηύρα τον διάολό μου εδώ με μερικές σαπιοκοιλιές και από τον Χαβίνον”.  Λέγοντας “σαπιοκοιλιές” εννοεί εκείνους που είχαν καταφύγει από δειλία στη Σαλαμίνα. Χαβίνος είναι παρατσούκλι που είχε δώσει στον Φαβιέρο, και, όπως εξηγεί ο Βλαχογιάννης σε υποσημείωση, η λέξη αυτή σήμαινε ΄βλάκας’ και ήταν ακόμα ζωντανή (τότε που έγραφε) στα Σάλωνα.

Επίσης, όταν διορίστηκε από την Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας μέλος της Αντικυβερνητικής Επιτροπής ο προύχοντας της Λιβαδειάς Γιαννούλης Νάκου, που είχε φήμη ανίκανου ανθρώπου, ο Καραϊσκάκης του έστειλε γράμμα (Κασομούλης 3.336): “Γιαννούλη, με το κάμωμά σου, εάν κρυφθείς υπό την σύζυγό σου θα σε εύρει ο πούτσος του Μεταξά’ εάν έβγεις έξω, δεν γλιτώνεις από το σπαθί μας. Να τραβήξεις χέρι, να παραιτηθείς”. Ο Βλαχογιάννης θεωρεί απίθανο να στάλθηκε όντως το γράμμα και πιστεύει ότι απλώς το είπε ο Καραϊσκάκης στους άλλους Ρουμελιώτες. Ο Μεταξάς είναι ο κεφαλονίτης αγωνιστής και πολιτικός Ανδρέας Μεταξάς και δεν ξέρω αν είχε φήμη για τις επιδόσεις του αυτές.

Ένα επίσης γνωστό απόσπασμα του Μακρυγιάννη: Διορίζεται ο Κουντουργιώτης, διορίζει και τον Σκούρτη το Νυδραίον αρχιστράτηγόν του, κι’ όσο ήξερε ο ένας ήξερε κι’ ο άλλος από πόλεμον. Τότε μπήκαν σε δυσαρέσκεια όλοι οι σημαντικοί αρχηγοί οπού ’ταν εκεί, οπού είδανε το Σκούρτη αρχιστράτηγον απάνου– εις τον Καρατάσιον, εις τον Καραϊσκάκη, εις τον Χατζηχρήστο, εις τον Τζαβέλα και εις τους άλλους. Ο Κουντουριώτης, κουτός, αφού είδε οπού ’ναι αυτός αμαθής από αυτά, αντίς να βάλη αρχηγόν να σώση την πατρίδα κι’ αυτός να δοξαστή, κατά δυστυχίαν από το «όμως» δεν ξέρει άλλο, και έβαλε τον Σκούρτη να διοικήση και να οδηγήση και τους αρχηγούς της ξηράς ο θαλασσινός, απλός αξιωματικός – ούτε και της θάλασσας τον πόλεμον δεν τον γνώριζε καλά. Έλεγε των στεργιανών, «Όρτσα, πότζα!» Εκείνοι έλεγαν «Τι λέγει αυτός, γαμώ το καυλί τ’;» Τέλος πάντων ο πατριωτισμός όλων αυτεινών και της συντροφιάς τους, η ψύχωση της φατρίας και η διαίρεση κι’ ο ενφύλιος πόλεμος και η διχόνοια των μεγαλοκέφαλων Κωλέτη και Μαυροκορδάτου, δια να μην δοξαστή ο ένας και χάση ο άλλος, και το «όμως» του Σκούρτη και το «καυλί» των Ρουμελιώτων – ο Μπραΐμης μπήκε στη Πελοπόννησο και την έκαμε γη Μαδιάμ όχι από την παληκαριά των Αράπηδων, αλλά από αυτά οπού λέγω. Δεκάξι χιλιάδες ασκέρια, το άνθος των Ελλήνων, Ρουμελιώτες, Πελοποννήσιοι – ύστερα βγάλαν και τους αρχηγούς τους από τη Νύδρα – Σπαρτιάτες κι’ απ’ άλλα μέρη, όλοι αυτείνοι κάθονταν εις τις Χώρες και εις τ’ άλλα χωριά και τρώγαν αρνιά και κόττες, κι’ ο Αράπης όταν τους εύρισκε τους ξεποδάριαζε κυνηγώντας. Αυτά κάνει η διαίρεση και η διχόνοια.

Εκτός από τον Μακρυγιάννη, τα αποσπάσματα αυθεντικής λαϊκής λαλιάς που έχουν διασωθεί από το 1821 είναι ελάχιστα. Για παράδειγμα, όλα τα κείμενα που δημοσιεύτηκαν στα «Ελληνικά Χρονικά», την εφημερίδα του Μεσολογγιού, μόνο τέσσερα είναι σε κάπως λαϊκή γλώσσα. Ένα το παραθέτει ολόκληρο ο Κ. Σιμόπουλος στο βιβλίο του Η γλώσσα και το Εικοσιένα, γράμμα του Σουλιώτη Λάμπρου Βέικου προς τον διοικητή του αλβανικού σώματος των πολιορκητών, τον Ταΐρ Αμπαζή, που ήταν προσωπικός του φίλος. Βέβαια κι αυτό δεν είναι εντελώς αυθόρμητος λόγος, αφού μάλιστα στάλθηκε με τη συγκατάθεση όλων των καπεταναίων:

Ενδοξότατε Ταΐραγα.

Ημείς είμασθεν φίλοι και οι περίστασες της θρησκείας το έφεραν να πολεμήσομεν, όμως πάντοτες η φιλία μας ας τρέχει. Φίλε μου, οπού έχεις δύο φορές οπού ήλθες εις αντάμωσιν διά να μεσιτεύσεις να παραδοθεί το Μεσολόγγι, ακόμη βλέπω οπού ο Ρούμελης μας ζητεί δυο τάμπιες διά να βάλει ανθρώπους του. Ηξεύρετε πολύ καλά ότι τον Θεόν τον έχομεν μαζί και η ελπίδα μας κρέμεται από εκεί, όθεν ως φίλον σε αφήνω να στοχασθείς ότι ένα κάστρο με τζεμπιχανέδες, με ζαϊρέν, με νερό και καθεξής όλα τα χρειαζούμενα, εις αυτόν τον καιρόν και ημείς εδώ μέσα, να το παραδώσομεν θα έχομεν πρώτον την συνείδησιν του Θεού, και δεύτερον την κατηγορίαν όλου του κόσμου, και ξεχωριστά εσένα τον φίλον μας, οπού εις αυτό είμεθα βέβαιοι ότι όχι μόνον δεν θα εύρομεν εις το εξής τόπον να ζήσομεν, παρά ούτε διά το όνομά μας θα ερωτήσει κανένας, τόσον μισητοί θα είμασθεν, όσον από τον Θεόν, τόσον και από την ανθρωπότητα, μπιλμέμ και από τους ιδίους εδικούς μας φίλους μας· όθεν του Ρούμελη χώρισέ του το παστρικά καθώς μας γνωρίζει, ότι να ηξεύρει καλά, χωρίς να κάμει γιουρούσι να έμβει με το σπαθί του Μεσολόγγι δεν παίρνει.

Ταύτα και μένω ο φίλος σου Λάμπρος Βέικος

Προς τούτοις λάβε τέσσερες μποτίλιες ρούμι να τες δώσεις τους μπαϊρακτάρηδές σου όταν θα κάμουν το γιουρούσι

Το κακό το κάναν, όπως λέει και πιο πάνω το άρθρο, οι γραμματικοί, που ακόμα κι όταν μεταδίναν κουβέντες των αγωνιστών τις αποστείρωναν γλωσσικά. Μερικοί τουλάχιστον έγραψαν αναμνήσεις για τα όσα έζησαν. Άλλοι ελάχιστα έγραψαν ή καθόλου. Ο Γ. Γαζής, γραμματικός του Καραϊσκάκη, έγραψε οχτώ σελίδες όλες κι όλες (ο άλλος γραμματικός του όμως, ο Αινιάν, ευτυχώς έγραψε πολλά). Ο Βασ. Γούδας, γραμματικός του Μαρκομπότσαρη, δεν έγραψε αράδα. Ο γραμματικός του Μιαούλη, ένας σοφολογιότατος από τη Σμύρνη με το καταπληχτικό όνομα Ικέσιος Λάτρης, έγραψε πολύ για πολλά –όχι όμως για τον ναυτικό πόλεμο και τον Μιαούλη. Ο Σιμόπουλος δίνει το εξής ανέκδοτο. Ο Μιαούλης του είχε ζητήσει να γράψει στην Ύδρα να του στείλουν καραβόσκοινο. «Παρακαλούμεν όπως μεριμνήσητε δι’ αποστολήν καμίλου», γράφει ο Ι. Λάτρης και πάει το χαρτί στον ναύαρχο για υπογραφή. «Τι γκαμήλα γράφεις μωρέ; Γούμενα γράψε!».

Προσθήκη: Ωστόσο, όπως είχαμε αναφέρει στο παλιό άρθρο, η έκθεση του Μιαούλη για τη ναυμαχία του Γέροντα είναι γραμμένη σε στρωτή δημοτική. Μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ, χάρη στη φίλη Μαρία που έκανε τον κόπο να την αντιγράψει.

Κι άλλο ένα σχετικό, με τον Κολοκοτρώνη, που διάταξε τον γραμματικό του να ζητήσει τυρί από ένα μοναστήρι. Έγραφε κι απόγραφε αυτός, γέμιζε σελίδες. Οπότε τις παίρνει ο Κολοκοτρώνης, τις σκίζει και γράφει: «Γούμενε τυρί. Κολοκοτρώνης».

Μάρτιος 1871: Η γιαγιά μας η παρισινή κομμούνα

για τον εγκληματία Αριέλ Σαρόν

αναδημοσίευση από το “ΙΝΤΙΦΑΝΤΑ”

Ένας Ισραηλινός για τον Αριέλ Σαρόν λίγο πριν το σημερινό θάνατό του

Ο Σαρόν επισκέπτεται το Τέμενος Αλ Άκσα και προκαλεί το ξέσπασμα της δεύτερης Ιντιφάντα

Ο εγκληματίας πολέμου Αριέλ Σαρόν απεβίωσε τελικά σε ηλικία 86 ετών, μετά από πολλά χρόνια σε κώμα, αλλά ατιμώρητος από οποιαδήποτε δικαιοσύνη για τα εγκλήματά του.

Δημοσιεύουμε ένα κείμενο που είχε γράψει λίγες μέρες πριν – και ενώ επέκειτο ο θάνατος του Σαρόν – ο ισραηλινός συγγραφέας Μίκο Πέλεντ.[i]

Τελευταίες λέξεις για τον Σαρόν

Ποτέ δεν κατάλαβα πως μπορεί ο κόσμος να πανηγυρίζει στο άκουσμα των νέων για το θάνατο ενός ανθρώπου. Έτυχε να είμαι στο Ηνωμένο Βασίλειο όταν πέθανε η Μάργκαρετ Θάτσερ και έγινα μάρτυρας των πανηγυρισμών. Οι εκφράσεις χαράς καθώς διαδίδονταν τα νέα του θανάτου της Σιδηράς Κυρίας σε όλη τη χώρα, αρχικά με σόκαρε, καθώς οι άνθρωποι πραγματικά έκαναν πάρτι για να γιορτάσουν το θάνατό της. Καθώς επισκέφτηκα διάφορα μέρη της χώρας, ιδιαίτερα την Ουαλία και την Ιρλανδία, σκέφθηκα ότι όταν πεθάνει ο Αριέλ Σαρόν, μπορεί να δούμε παρόμοια ξεσπάσματα χαράς να λαμβάνουν χώρα.

Ο Σαρόν είναι σε κώμα από τον Ιανουάριο του 2006 όταν υπέστη αρκετές εγκεφαλικές αιμορραγίες που τον άφησαν σε κατάσταση φυτού. Αλλά τώρα υπάρχουν νέα ότι τα νεφρά του καταρρέουν και εκφράζονται ανησυχίες στο Ισραήλ ότι υπάρχει πιθανότητα να πεθάνει σύντομα.

Μπορεί κανείς να φανταστεί τα μακρά εγκώμια που θα πρέπει να υποστούμε όταν θα έχει αναπαυθεί: «Ένας ήρωας», «ένας μεγάλος ηγέτης», όλα αυτά θα ειπωθούν και πολλά περισσότερα. Ο τύπος θα εξιστορήσει κάθε στρατιωτικό του επίτευγμα, κάθε μάχη που κέρδισε, κάθε εχθρό, τόσο στρατιωτικό όσο και πολιτικό, τον οποίο νίκησε. Θα διατυμπανιστεί η αποφασιστικότητά του ως ισραηλινός ηγέτης και, θα μας πουν, ότι θα τον θυμούνται επειδή έδωσε όλο του το είναι στην πατρίδα του.

Στο βιβλίο μου, «Ο γιός του Στρατηγού, το ταξίδι ενός Ισραηλινού στην Παλαιστίνη», αναφέρω αρκετές φορές τον Σαρόν, με την ιδιότητά του ως στρατιωτικό που ήταν βάναυσος, πανέξυπνος και ριψοκίνδυνος, μετά ως υπουργός άμυνας, και τελικά ως πρωθυπουργός. Αλλά το σημαντικό είναι να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους γι’ αυτόν τον άνδρα πριν το αηδιαστικό ξεχείλισμα συλλυπητηρίων, γεμάτο με υποκρισία και ψέματα, που σίγουρα θα ακολουθήσει το θάνατό του.

Ο Αριέλ Σαρόν ήταν ένας φιλόδοξος άνδρας. Ήταν κτηνώδης, άπληστος, ασυμβίβαστος και ανέντιμος. Είχε μια ακόρεστη επιθυμία για εξουσία, δόξα και περιουσία. Οι τάσεις του ως ψυχρός, ανελέητος δολοφόνος ήταν εμφανείς από νωρίς στην καριέρα του όταν διοικούσε τη μονάδα 101 του ισραηλινού στρατού στα 1950. Η Μονάδα 101 ήταν μια διαβόητη ταξιαρχία κομάντο με ειδική άδεια να σκοτώνει και να τρομοκρατεί Παλαιστίνιους. Επιχειρούσε κυρίως στη Γάζα, αλλά και σε άλλα μέρη της χώρας και πέρα από αυτή. Η μονάδα 101 ήταν τόσο κτηνώδης στις πρακτικές της, πήρε τόσες αθώες ζωές, που ακόμα και για τα ισραηλινά στάνταρντ θεωρήθηκε ότι το παράκανε και η μονάδα τελικά διαλύθηκε.

Ο Σαρόν συνέχισε προαγόμενος σε άλλες διοικήσεις στον ισραηλινό στρατό, κερδίζοντας το όνομα ενός υποσχόμενου διοικητή, και όλοι περίμεναν ότι μια μέρα θα γινόταν ο ανώτατος διοικητής του ισραηλινού στρατού, ή Αρχηγός του Επιτελείου. Αλλά αυτή ήταν μια θέση που ποτέ δεν πήρε, τα κατάφερε καλύτερα. Ο Σαρόν μπήκε στην πολιτική και χρήσθηκε Υπουργός Άμυνας υπό τον πρωθυπουργό Μεναχέμ Μπεγκιν. Με αυτήν του την ιδιότητα καθοδήγησε την ισραηλινή καταστροφική εισβολή στο Λίβανο το 1982.

Η εισβολή άφησε αναρίθμητους Λιβανέζους και Παλαιστίνιους νεκρούς, πληγωμένους και εκτοπισμένους. Ο Σαρόν ήταν επίσης πίσω από τις σφαγές που έλαβαν χώρα τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς στα προσφυγικά στρατόπεδα Σάμπρα και Σατίλα κοντά στη Βηρυτό, και εδώ και μια ακόμα φορά, ακόμα και για τα ισραηλινά στάνταρντ ο Σαρόν το παράκανε και απομακρύνθηκε από τη θέση του.

Παρόλο που ο Σαρόν επικρίθηκε για το ρόλο του στη σφαγή της Σάμπρα και Σατίλα, και αποτράπηκε να υπηρετήσει ως υπουργός άμυνας, παρόλα αυτά συνεχίστηκε η πολιτική του καριέρα και η σφαίρα επιρροής του μεγάλωσε. Ως υπουργός οικιστικών και ανάπτυξης, συνέβαλε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στις ρατσιστικές, αντι-παλαιστινιακές πολιτικές και στη διαφθορά στο υπουργείο του. Λέγεται ότι κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο προϋπολογισμός του υπουργείου ήταν απεριόριστος, ξεπερνώντας ολόκληρο τον προϋπολογισμό άμυνας του Ισραήλ. Χρησιμοποίησε όλο του το βάρος για να πετύχει την αποικιοποίηση και τον εκτοπισμό των Παλαιστινίων από αυτό που ήταν κάποτε η Δυτική Όχθη.

Σίγουρα το πιο παράλογο πράγμα που ειπώθηκε ποτέ για τον Σαρόν ήταν ότι επρόκειτο για έναν άνθρωπο της ειρήνης. Ότι «άφησε» τη Γάζα, και ότι «έδωσε» τη Γάζα πίσω στους Παλαιστίνιους. Ότι το έκανε για την ειρήνη και ως ανταπόδοση το μόνο που εισέπραξε το Ισραήλ ήταν ρουκέτες που εκτοξεύονται από τη Γάζα. Η απεμπλοκή από τη Γάζα ήταν μια κυνική, μονομερής κίνηση. Επέτρεψε στο Σαρόν να βγάλει τους ισραηλινούς εποίκους απ’ τη μέση, να κλείσει τη Γάζα σα φυλακή και να πάρει μερικούς πολιτικούς πόντους από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Ήταν μια απάνθρωπη κίνηση που του επέτρεψε να πνίξει περαιτέρω το λαό της Γάζας, λαό τον οποίο ήταν αποφασισμένος να καταστρέψει από νωρίς, στη διάρκεια της βίαιης καριέρας του. Αλλά οι περήφανοι Παλαιστίνιοι δεν θα παραδινόντουσαν και θα λειτουργούσαν ως μια συνεχής υπενθύμιση του αίματος με το οποίο είναι λερωμένα τα χέρια του.

Θα μπορούσε κανείς να συνεχίσει για πολύ, σχετικά με τον Σαρόν και τα εγκλήματά του. Καθώς κείτεται πεθαίνοντας, ίσως λίγες μέρες ή λεπτά πριν την τελευταία του πνοή, θα πρέπει όλοι/ες να θυμηθούμε τα θύματά του, τους αμέτρητους νεκρούς, πληγωμένους και εκτοπισμένους, και να θυμίσουμε στον κόσμο ότι αυτός ο άνδρας δεν ήταν ένας ήρωας αλλά ένας εγκληματίας.

Καθώς γράφω αυτές τις λέξεις, ο Αριέλ Σαρόν είναι ακόμα ζωντανός, εάν κανείς μπορεί να το πει έτσι, και υπό πολλές έννοιες η κατάσταση στην οποία ζει τώρα, θα μπορούσε να είναι η κόλαση η οποία τόσο πολύ του αξίζει.

Πηγή: mikopeled.com


[i] Ο Μίκο Πέλεντ, είναι γιος του στρατηγού Μάτι Πελεντ που πολέμησε στον πόλεμο των έξι ημερών αλλά μετά έγινε υπερασπιστής της ειρήνης. Ο Μίκο Πέλεντ επίσης υπηρέτησε στις Ισραηλινές Δυνάμεις Κατοχής αλλά μετά έγινε ακτιβιστής για την ειρήνη. Το 1997 η 13χρονη ανιψιά του σκοτώθηκε σε επίθεση αυτοκτονίας Παλαιστίνιου. Αλλά παρόλα αυτά συνέχισε να τάσσεται κατά της κατοχής και υπέρ της ειρήνης, και υποστηρίζει το κίνημα για Μποϊκοτάζ – Απόσυρση Επενδύσεων – Κυρώσεις (BDS).

για το Δεκέμβρη και το βρόμικο ρόλο των Άγγλων και των ντόπιων μοναρχοφασιστών

αναδημοσίευση από το Und ich dachte immer

Μαρτυρίες για την βρετανική επέμβαση τον Δεκέμβριο του ’44

cf83ceaccf81cf89cf83ceb70005-1

H σημασία των μαρτυριών για την πληρέστερη κατανόηση του βρετανικού ρόλου στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο υπήρξε το αντικέιμενο του αφιερώματος ιστορίας στη Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία στις 29 Δεκεμβρίου 2013.  Στο αφιέρωμα συμπεριλαμβάνονται δύο μαρτυρίες:  η συγκλονιστική αφήγηση του Βρετανού αξιωματικού Wilfred Byford-Jones για τις δολοφονίες των διαδηλωτών στις 3 Δεκεμβρίου στην Πλατεία Συντάγματος  και του  Χρήστου Κοσμίδη, μαχητή του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), για την εν γένει βρετανική στάση κατά την περίοδο της Κατοχής.

σάρωση0009

.

Η σημασία των μαρτυριών για τη βρετανική επέμβαση

  • Του ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ*
  • Μία από τις πλέον έντονες σελίδες της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας είναι η ένοπλη βρετανική επέμβαση του Δεκεμβρίου του ’44 κατά του μεγάλου αντιστασιακού κινήματος που είχε αναπτυχθεί στην κατεχόμενη Ελλάδα -ενώ ακόμα μαινόταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.

    Η σημαντικότητα της βρετανικής επέμβασης οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Αρχικά γιατί η κύρια αιτία του ελληνικού εμφύλιου πολέμου υπήρξε η βρετανική επέμβαση. Επίσης, η επέμβαση των Βρετανών σταμάτησε εν τη γενέσει της μια πρωτοφανή κινητοποίηση και συμμετοχή του ελληνικού λαού στα κοινά, ανεξάρτητα εάν η κύρια δύναμη της Αντίστασης ελεγχόταν από ένα συγκεντρωτικά δομημένο κόμμα, θεολογικής υπόστασης, ενταγμένο σ’ ένα διεθνές σύστημα εξάρτησης.

    Η κίνηση των πολιτών επί της ουσίας -και ειδικά του ένοπλου τμήματος, όπως εκφράστηκε με τη σύσκεψη των καπεταναίων στη Λαμία- αμφισβητούσε εν δυνάμει τα δομικά και πολιτικά θέσφατα της κομματικής γραφειοκρατίας του ΚΚΕ, τα οποία οδήγησαν το αντιστασιακό κίνημα στη βρετανική παγίδα. Σε ηθικό επίπεδο, η επέμβαση αμφισβήτησε το δικαίωμα του ελληνικού λαού να αποφασίσει ελεύθερα για τη μοίρα του.

  • Το πιο συμβολικό σημείο αυτής της αμφισβήτησης υπήρξε η χρησιμοποίηση κατά του ΕΑΜικού κινήματος όλων των συνεργατών των προηγούμενων κατακτητών, δηλαδή των Γερμανών ναζί, των Ιταλών και Βούλγαρων φασιστών. Η μετατροπή τής απελευθερωμένης Ελλάδας σε προτεκτοράτο υπήρξε συνειδητή απόφαση των βρετανικών κυβερνήσεων. Η στρατηγική αντίληψη των Βρετανών, πολύ πριν από την Απελευθέρωση από τους ναζί, προέβλεπε τη βίαιη καταστολή της Αντίστασης και τη συντριβή της Αριστεράς, αλλά και τα όσα επακολούθησαν: λευκή τρομοκρατία, επανένταξη των δωσίλογων στη νέα εξουσία και την εκ νέου χρησιμοποίησή τους, παλινόρθωση της μοναρχίας, κυριαρχία της Ακρας Δεξιάς.

    Η σημασία των γραπτών μαρτυριών

    Η μελέτη των γεγονότων που σχετίζονται με τον Εμφύλιο υπήρξε για δεκαετίες μια υποβαθμισμένη σελίδα στις ιστοριογραφικές ιεραρχήσεις. Μόνο την τελευταία 20ετία ξεκίνησε μια συστηματικότερη μελέτη. Τμήμα των ιστορικών τεκμηρίων αποτελεί η κατάθεση της μαρτυρίας των «αυτοπτών μαρτύρων». Στις μαρτυρίες αυτές η προσωπική ματιά βασίζεται στη μνήμη, η οποία παρ’ ότι επηρεάζεται από το πέρασμα του χρόνου αλλά και από το κοινωνικό πλαίσιο που συνεχώς μεταβάλλεται, φέρνει στις μέρες μας τη συλλογική αντίληψη που επικρατούσε, αλλά και τις ιδιαίτερες σκέψεις του συγγραφέα. Είναι προφανές ότι οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ της ατομικής ματιάς και της συλλογικής αντίληψης καθορίζουν την προσωπική ματιά αυτού που αφηγείται εκείνη την επίμαχη εποχή.

    Παρ’ όλη την υποκειμενικότητα που αναπόφευκτα χαρακτηρίζει τη γραφή των συγγραφέων αυτής της κατηγορίας, η παρουσίαση συγκεκριμένων γεγονότων προσφέρει πλήθος στοιχείων στον ερευνητή. Ακόμα και η πολιτική τους ανάλυση αναδεικνύει τις συλλογικές εικόνες που είχαν οι πρωταγωνιστές για τα διαδραματιζόμενα στα οποία συμμετείχαν με συγκεκριμένους ιστορικούς ρόλους. Για τη μορφή που παραδίδεται στον ερευνητή μέσω της γραπτής μαρτυρίας, ο Θωμάς Κυριάκης στη μελέτη του «Αυτοβιογραφία και προσωπική ταυτότητα: οι γραπτές μαρτυρίες για τον Εμφύλιο» γράφει: «Οι φορείς προσωπικών τραυματικών βιωμάτων προσπαθούν αν όχι να επανακτήσουν, τουλάχιστον να επαναδομήσουν με την ανάκληση της μνήμης γραπτώς την προσωπική τους ταυτότητα. Ωστόσο, δεν πρόκειται πια για την ταυτότητα που αλλοιώθηκε στον Εμφύλιο, αλλά για την ταυτότητα μέσα στο χρόνο μέχρι τη στιγμή που εκδίδεται η μαρτυρία».

    Στο σημερινό αφιέρωμα παρουσιάζουμε δύο κείμενα, τη μαρτυρία του Βρετανού συγγραφέα και δημοσιογράφου Wilfred Byford-Jones (1907-1997), που τον Δεκέμβρη του ’44 υπηρετούσε ως αξιωματικός στην Αθήνα και έζησε την πρώτη μέρα των Δεκεμβριανών, και του αντιστασιακού Χρήστου Κοσμίδη, που άφησε ως παρακαταθήκη στους απογόνους του τις ανέκδοτες χειρόγραφες σημειώσεις.

    * Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός http://kars1918.wordpress. com/

  •  cf83ceaccf81cf89cf83ceb70005-1
  • Πώς είδε τα Δεκεμβριανά ο Βρετανός αξιωματικός Wilfred Byford-Jones

  • Στις 10 το πρωί κυκλοφόρησαν οι φήμες πως η ηγεσία του ΕΑΜ εργαζόταν ολονυχτίς προετοιμάζοντας τη διαδήλωση, παρά την κυβερνητική απαγόρευση.

    Οι νεκροί στην πλατεία Συντάγματος μετά τους πυροβολισμούς της Αστυνομίας, όπως τους περιγράφει ο W. Byford-JonesΟι νεκροί στην πλατεία Συντάγματος μετά τους πυροβολισμούς της Αστυνομίας, όπως τους περιγράφει ο W. Byford-Jones

  • Πληροφοριοδότες της κυβέρνησης δήλωναν πως το ΕΑΜ καλούσε τον κόσμο χτυπώντας τις καμπάνες και τις σειρήνες και λέγοντας πως θα γίνει η πιο μεγάλη διαδήλωση-διαμαρτυρία ενάντια στην επέμβαση του στρατηγού Σκόμπι και στη διαταγή αφοπλισμού των ανταρτών…

    Γύρισα τρέχοντας στη «Μεγάλη Βρετάννια» για να έχω θέα στην πλατεία (…)

    Ολο το επόμενο τέταρτο της ώρας παρακολουθούσα τους διαδηλωτές να φτάνουν στην πλατεία ανεμίζοντας τα λάβαρα και τις σημαίες τους, βρετανικές, αμερικάνικες, ρώσικες κι ελληνικές. (…) Καθώς η μεγάλη αυτή συγκέντρωση συγκροτούνταν, οι τηλεβόες συνέχιζαν να φωνάζουν τα συνθήματα: «Κάτω η επέμβαση», «Τιμωρήστε τους δωσίλογους», «Κάτω ο βασιλιάς». (…)

    Η κεφαλή της είχε φτάσει μπροστά από την είσοδο των Παλαιών Ανακτόρων, όταν την προσοχή μου απέσπασαν οι φωνές μιας ομάδας αστυνομικών που στέκονταν στο μπαλκόνι του κτηρίου πάνω από το μπαρ. Προς μεγάλη μου έκπληξη, οι αστυνομικοί είχαν προτάξει τα όπλα τους. Μερικοί στόχευαν τη διαδήλωση στο ψαχνό. (…)

    Την επόμενη στιγμή οι αστυνομικοί τράβηξαν τη σκανδάλη, όχι ταυτόχρονα σαν ένα πειθαρχημένο σώμα, αλλά διστακτικά, ο ένας μετά τον άλλο, σαν μερικοί να δίσταζαν να υπακούσουν στη διαταγή. Νόμιζα ακόμα πως ήταν ένα προληπτικό μέτρο, και κοίταξα πάλι το πλήθος που πλησίαζε.

    Αυτό που έγινε στη συνέχεια ήταν τόσο ασύλληπτα εξωπραγματικό, που ένιωθα σαν να παρακολουθώ ταινία. Η αστυνομική διμοιρία από πάνω μας άδειασε τα όπλα της στη διαδήλωση. Είχα ακούσει ατελείωτες ιστορίες για μαζικές εκτελέσεις Ελλήνων από Γερμανούς, τις οποίες είχα και δεν είχα πιστέψει. Είχα δει ανθρώπους που γνώριζα και αγαπούσα πολύ να σκοτώνονται δίπλα μου στο πεδίο της μάχης, αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν δυνατόν να με προετοιμάσει γι’ αυτό που αντίκρισα σ’ εκείνον τον πλατύ, ηλιόλουστο, δεντροστοιχισμένο δρόμο, πλημμυρισμένο από ανθρώπους που αστειεύονταν και γελούσαν, μια αναπνοή από τα αρχαία μνημεία της πρώτης δημοκρατίας, με τη γλυκιά ηχώ της καμπάνας να αιωρείται ακόμα πάνω από το ήσυχο κυριακάτικο αεράκι. Στην αρχή νόμισα ότι η Αστυνομία έριχνε άσφαιρα, ή ότι πυροβολούσε στον αέρα πάνω από το συγκεντρωμένο πλήθος. Το ίδιο πίστεψαν και πολλοί άλλοι.

    Εσταζε το αίμα

    Ομως το χειρότερο είχε συμβεί. Αντρες, γυναίκες και παιδιά, που λίγο νωρίτερα φώναζαν και γελούσαν, γεμάτοι ψυχή και περηφάνια, κουνώντας τις σημαίες τους και τις σημαίες μας, έπεσαν στο έδαφος, με το αίμα να στάζει από τα κεφάλια και τα σώματά τους στο οδόστρωμα ή στις σημαίες που κρατούσαν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη σκηνή. Μια νέα κοπέλα με λευκή μπλούζα, που σιγά σιγά κοκκίνιζε από το αίμα στο στήθος της. Ενας νέος άντρας, με ένα σημάδι σαν από αγκίστρι, να σφαδάζει κι έπειτα από λίγο να ξεψυχάει. Ενα παιδί που ούρλιαζε κρατώντας το κεφάλι του. Οι πυροβολισμοί συνεχίστηκαν πάνω από μισή ώρα, όλοι τους από την πλευρά της αστυνομίας, κι ενώ οι υποστηρικτές του ΕΑΜ παρέμεναν ξαπλωμένοι στο έδαφος…

    Οι συγγενείς έτρεξαν στα πτώματα κι άρχισαν να κλαίνε από πάνω τους υστερικά. Πάνω από εκατό διαδηλωτές, γυναίκες και άντρες όλων των ηλικιών, κείτονταν νεκροί ή τραυματίες. Πολλές χιλιάδες κόσμου φώναζαν δυνατά εκτοξεύοντας απειλές και βρισιές στην Αστυνομία.

    Ηταν η πιο αποκρουστική σκηνή που έχω ποτέ δει… Οι διαδηλωτές στρίγκλιζαν και ούρλιαζαν, έσκιζαν τα πουκάμισά τους και φώναζαν «Σκοτώστε με, δειλοί, τσιράκια του Παπαντρέου!»…

    W. Byford-Jones, «The Greek trilogy; resistance, liberation, revolution», εκδ. Hutchinson and Co., Λονδίνο, 1945, σελ. 137-139.

  • cf83ceaccf81cf89cf83ceb70005-1
  • Ο βρόμικος ρόλος των Αγγλων ιμπεριαλιστών στα χρόνια της Κατοχής

  • Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΟΣΜΙΔΗ*
  • Με τις δόλιες ενέργειες τους εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, οι Άγγλοι πράκτορες δεν προωθούσαν το συμμαχικό αγώνα αλλά έσκαβαν το λάκκο της εθνικής αντίστασης. Έκαναν το παν για να χτυπήσουν τον αγώνα του ελληνικού λαού.

  • Σπάνια στην Ιστορία συναντάμε συμπεριφορά παρόμοια με εκείνη των Αγγλων ιμπεριαλιστών απέναντι στην Εθνική μας Αντίσταση, που ήταν σύμμαχος της χώρας μας και πρόσφερε τα πάντα για την αντιφασιστική συμμαχική νίκη κατά των δυνάμεων του φασισμού.

    Η αντάρτικη ομάδα του Χρήστου Κοσμίδη κατά την απελευθέρωση των Σερρών (15.9.1944). Ο Κοσμίδης είναι ο πρώτος αριστερά στην κάτω σειράΗ αντάρτικη ομάδα του Χρήστου Κοσμίδη κατά την απελευθέρωση των Σερρών (15.9.1944). Ο Κοσμίδης είναι ο πρώτος αριστερά στην κάτω σειρά

  • Οι Αγγλοι δεν ενδιαφέρονταν για την ενίσχυση της πολεμικής προσπάθειας του ΕΛΑΣ, για τη γρήγορη απελευθέρωση της πατρίδας μας, αλλά κατά κύριο λόγο τους ενδιέφερε η πολιτική τους επικράτηση, στον οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο της χώρας μας μετά το τέλος του πολέμου. Αυτό ήταν που καθόριζε και την όλη στάση τους απέναντι στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, που αγωνίζονταν για εθνική ανεξαρτησία, για λαϊκή κυριαρχία.

    Τρία ολόκληρα χρόνια στα ελληνικά βουνά η Εθνική μας Αντίσταση είχε μια ιδιότυπη «συμβίωση» και «συνεργασία» με την αγγλική Συμμαχική Αποστολή, που αποτελούνταν από πολιτικούς πράκτορες ή συνδέσμους με αξιωματικούς Αγγλους. Οι Αμερικανοί ήλθαν αργότερα, ήταν λίγοι και έπαιζαν δευτερεύοντα ρόλο. Οι Σοβιετικοί αξιωματικοί ήταν ένα μικρό κλιμάκιο από τη Σοβιετική Αποστολή που βρίσκονταν στα γιουγκοσλαβικά παρτιζάνικα τμήματα και έφτασαν στα ελληνικά βουνά με αεροπλάνο στο τέλος σχεδόν της Κατοχής και δεν είχαν καμία ανάμιξη.

    Οι πρώτοι Αγγλοι αξιωματικοί έπεσαν με αλεξίπτωτο στα ελληνικά βουνά το φθινόπωρο του 1942 και εγκαταστάθηκαν σαν Συμμαχική Αποστολή στις αρχές του 1943, με αρχηγό τον ταξίαρχο Εντι, ο οποίος τάχατες εμφανιζόταν διαλλακτικός στις σχέσεις της Αγγλίας με την Εθνική ΕΑΜική Αντίσταση και γι’ αυτό αντικαταστάθηκε από τον έφεδρο συνταγματάρχη Κρις Γούντχαουζ, που ήταν συντηρητικός, αδίστακτος και πολύ σκληρός στις επεμβάσεις του.

    Το Λονδίνο ήταν το κέντρο όπου διαμορφωνόταν η βρετανική πολιτική για την Ελλάδα. Υπεύθυνο για την εφαρμογή της ήταν το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής και ο Κρις υπεύθυνος στην Ελλάδα.

    Η «συμβίωση» (και η συνεργασία) Εθνικής Αντίστασης και Αγγλων μέσα στις πόλεις και στα ελληνικά βουνά τυπικά παρουσιαζόταν σαν συμμαχία. Απολάμβαναν όλες τις περιποιήσεις, τις διευκολύνσεις και την ασφαλισμένη ελευθερία κινήσεων που άρμοζε σε συμμάχους. Οι διαθέσεις τους όμως απέναντι στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ήταν απροκάλυπτα εχθρικές. Με τις δόλιες ενέργειές τους οι Αγγλοι πράκτορες εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ δεν προωθούσαν το συμμαχικό αγώνα, αλλά έσκαβαν το λάκκο της θρυλικής Εθνικής Αντίστασης. Εκαναν το παν για να χτυπήσουν τον αγώνα του ελληνικού λαού. Η πολιτική τους ήταν διπρόσωπη, δόλια, ύπουλη και υποκριτική. Αρχισαν από τη συκοφαντία και την εχθρική προπαγάνδα, την κατασκοπία εις βάρος του ΕΛΑΣ. Συγκρότησαν οργανώσεις ακόμα και ένοπλα τμήματα, όπως τον ΕΔΕΣ, τον ΕΚΑ, τον Τσαούς Αντών, τους ταγματασφαλίτες, την ΠΑΟ, για να τις χρησιμοποιήσουν κατά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, τη συνεργασία τους με τους Γερμανούς, Ιταλούς, Βουλγάρους και τα Τάγματα Ασφαλείας, τις καταδόσεις στελεχών του ΚΚΕ και του ΕΑΜ μέσω αυτών των οργανώσεων στους κατακτητές και την υπονόμευση των διαπραγματεύσεων των αντιστασιακών οργανώσεων για ενότητα και συντονισμό της δράσης τους. Βασικός σκοπός τους ήταν η αποσύνθεση, η διάσπαση του ΕΑΜ και η διάλυση και συντριβή του ηρωικού ΕΛΑΣ.

    Οι Αγγλοι τούς ενίσχυσαν με πολλές λίρες για εξαγορά συνειδήσεων και στρατολογία πολλών πρακτόρων τους και σε πολεμικό οπλισμό με ρίψεις, ενώ αρνούνταν παρόμοια βοήθεια στον ΕΛΑΣ και ήθελαν να τον κρατήσουν άοπλο. Να δημιουργήσουν ισχυρές αντιΕΑΜικές δυνάμεις, αυτός ήταν ο σκοπός τους. Οι Αγγλοι πράκτορες της Συμμαχικής Αποστολής δεν αρκέστηκαν μόνο στις παραπάνω οργανώσεις και ένοπλα τμήματά τους, άπλωσαν τον έλεγχό τους και στις δυνάμεις του δωσιλογισμού. Εθεσαν κάτω από τον έλεγχό τους τις κυβερνήσεις των προδοτών της Αθήνας Γ. Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλου, Ι. Ράλλη, τα Τάγματα Ασφαλείας, τους Τσολιάδες, την ΠΑΟ, τον ΕΕΣ, τη «Χ», τον Γρίβα και άλλες προδοτικές οργανώσεις που εξόπλισαν οι Γερμανοί κατακτητές.

    Ετσι πίστευαν πως μπορούσαν να δημιουργήσουν ντόπιες δυνάμεις μαζί με τους συνεργάτες των Γερμανών ικανές να αντιπαρατάξουν και να συντρίψουν το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ.

    Η διοίκηση του αποσπάσματος της ΕΛΑΣ του ΜποζΔαγ Σερρών στις 18.9.1944. Από αριστερά, Ι. Βαφειάδης, λοχαγός, Χρ. Κοσμίδης, διοικητής αποσπάσματος, Ι. Τιμοθεάδης, πολιτικός επίτροπος, Λ. Χατζηελευθέρης λοχαγός, Ζ. Λιάσκος, επιτελάρχηςΗ διοίκηση του αποσπάσματος τoυ ΕΛΑΣ του Μποζ Δαγ Σερρών στις 18.9.1944. Από αριστερά, Ι. Βαφειάδης, λοχαγός, Χρ. Κοσμίδης, διοικητής αποσπάσματος, Ι. Τιμοθεάδης, πολιτικός επίτροπος, Λ. Χατζηελευθέρης λοχαγός, Ζ. Λιάσκος, επιτελάρχης

  • Οι Αγγλοι δεν ενδιαφέρονταν για την ενίσχυσή μας σε πολεμικό οπλισμό, για τη γρήγορη απελευθέρωση της πατρίδας μας από τους τρεις κατακτητές. Ηξεραν ότι ο πόλεμος κατά του Αξονα θα κριθεί οριστικά στα συμμαχικά μέτωπα και κυρίως στο Ανατολικό, που ήταν και το μεγαλύτερο βάρος. Γι’ αυτό στην αρχή ήθελαν μικρές ομάδες σαμποτάζ μόνο και όχι μαζικά παρτιζάνικα τμήματα. Ηλθαν στην Ελλάδα αποκλειστικά να εφαρμόσουν τη σχεδιασμένη πολιτική επικράτησή τους που θα εξασφάλιζε τα στρατηγικά και οικονομικά τους συμφέροντα στη λεκάνη της Μεσογείου, μετά τη συντριβή του φασισμού.

    Οι Αγγλοι έδειξαν πανουργία, δολιότητα και φανατισμό στην επιδίωξη των σκοπών τους. Παραβίασαν το δίκαιο και την ηθική που εκφράζονταν με τις αρχές του συμμαχικού αγώνα. Εδειξαν απίστευτη αναξιοπιστία. Αυτό είναι το γενικό συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε…

  • ——-

  • * Ο Χρήστος Κοσμίδης υπήρξε μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Γεννήθηκε το 1912 στον Πόντο. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην περιοχή Σιδηροκάστρου Σερρρών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Κοσμίδης φοίτησε στην Πάντειο. Το 1943 εντάχθηκε στην Αντίσταση και οργάνωσε το 21ο Σύνταγμα Σερρών του ΕΛΑΣ. Το 1948 ανέλαβε διοικητής της 132 Ταξιαρχίας της 6ης Μεραρχίας του ΔΣΕ. Τραυματίστηκε τον Μάρτη του ’48 στα Κερδύλλια. Εζησε στη Ρουμανία ως πολιτικός πρόσφυγας έως το 1987, που επαναπατρίστηκε.

περασμένα ξεχασμένα για κατοχικό δάνειο & εγκληματίες πολέμου

Pacta sunt servandα ή περασμένα ξεχασμένα για κατοχικό δάνειο & εγκληματίες πολέμου

του Θανάση Γκότοβου

από τη σελίδα aixmi.gr

Ευτυχώς οι περισσότεροι από όσους κακοποιήθηκαν από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια του πολέμου, δεν ζουν πια. Έχουν φύγει όχι μόνον εκείνοι που πλήρωσαν με τη ζωή τους τον γερμανικό επεκτατισμό (ο εθνικοσοσιαλισμός ήταν απλά μια από τις πιο επιθετικές εκφράσεις του, αλλά δεν ήταν η πρώτη), αλλά και όσοι κατάφεραν να επιβιώσουν στη φρίκη της κατοχής.

Λέω «ευτυχώς», σκεπτόμενος πάντοτε πώς αισθάνονται με όσα συμβαίνουν σήμερα άνθρωποι όπως ο Μανόλης Γλέζος, που η μοίρα κανόνισε να ζήσουν τρεις διαδοχικές φάσεις των ελληνο-γερμανικών σχέσεων: τη σύγκρουση, την επαναπροσέγγιση και, τώρα, την περίοδο της εξάρτησης. Γιατί όσοι έφυγαν δεν χρειάστηκε να ζήσουν την ταπείνωση που βιώνουν πολλοί Έλληνες – όχι όλοι – όταν Γερμανοί αξιωματούχοι και δημοσιολόγοι ασκούν σήμερα πιέσεις συμμόρφωσης κραδαίνοντας το λατινικό ρητό pacta sunt servanda. Τα «pacta» είναι τα Μνημόνια, δηλαδή τρόπος του λέγειν συμφωνημένα. Μέχρι και η κ. Γκάμπι Τσίμερ της Αριστεράς καλεί τους Έλληνες πολιτικούς να κάνουν τα μαθήματά τους, πριν ζητήσουν ελάφρυνση του χρέους.

Ανεξάρτητα από το αν ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών και οι δημοσιολόγοι φίλοι του προσπάθησαν να στριμώξουν μέσω της κ. Τσίμερ τον κ. Τσίπρα, άθλημα όχι ασύνηθες στην πολιτική, η εντύπωση παραμένει: Η Ευρώπη ζητά από την Ελλάδα να τηρήσει τις συμφωνίες. Η απαίτηση, όμως, να τηρηθούν τα συμφωνημένα – κάτι που προβάλλει κάθε φορέας μικρής ή μεγάλης ισχύος απέναντι στον ηττημένο – ακούγεται κάπως περίεργη όταν προέρχεται, και προέρχεται πολύ συχνά, από χείλη Γερμανών αξιωματούχων. Γιατί;

Επειδή είναι υποκριτική. Και είναι υποκριτική, όταν αυτός που την προβάλλει ως γενική αρχή, την ίδια στιγμή αντιμετωπίζει το θέμα της εφαρμογής του κανόνα της αμοιβαιότητας με ένα αόριστο «περασμένα, ξεχασμένα». Με άλλα λόγια, όταν το ίδιο άτομο επικαλείται την ίδια στιγμή δύο αντικρουόμενες και αντιφατικές αρχές, ξέρεις ότι απέναντί σου έχεις έναν τεχνοκράτη της ισχύος. Που μπορεί να είναι ιταμός και υποκριτής ταυτόχρονα. Πιο απλά, αυτό που σου λέει είναι: η τήρηση των συμφωνημένων είναι βασική αρχή των πολιτισμένων εθνών, αλλά μόνο οι δυνατοί μπορούν να απαιτήσουν την εφαρμογή της. Διότι από την πλευρά του γερμανικού κράτους, του διαιρεμένου ή του ενωμένου μετά το 1990, δεν τηρήθηκαν τα συμφωνημένα απέναντι στην Ελλάδα σε δύο κρίσιμους τομείς: στον τομέα των πολεμικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου, αλλά και στον τομέα της δίωξης των εγκληματιών πολέμου κατά την περίοδο της κατοχής – και δεν ήταν λίγοι.

Σε ό,τι αφορά το πρώτο, έχει γίνει αρκετή δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα – μετά το 2009, δυστυχώς. Γιατί θα έπρεπε να είχε γίνει πολύ νωρίτερα. Αποτέλεσμα: η γερμανική πλευρά δεν αναγνωρίζει σήμερα τέτοια υποχρέωση. Δεν υπάρχουν εκκρεμότητες, λέει unisono η γερμανική πολιτική τάξη. Δεν μας αφορούν τα δάνεια που είχε συνάψει ο Αδόλφος. Ούτε πόσο κοστίζουν οι καταστροφές που προξένησαν τότε όργανα του γερμανικού κράτους, με τα οποία εμείς δεν έχουμε καμία σχέση, απλώς ανήκουμε στο ίδιο κράτος. Αυτά, άλλωστε, είναι περασμένα ξεχασμένα.

Σε ό,τι αφορά το δεύτερο, την τιμωρία των εγκληματιών, οι κυβερνητικές ελίτ στην Ελλάδα προτίμησαν να μην πάρουν την υπόθεση στα σοβαρά. Ουσιαστικά ο μόνος κρατικός παράγοντας που επέμενε μεταπολεμικά στις διώξεις ήταν το Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου με επικεφαλής έναν ξεχωριστό δικαστή, τον Ανδρέα Τούση. Το Γραφείο καταργήθηκε όχι από τη γερμανική, αλλά από την ελληνική κυβέρνηση μετά τη συμφωνία Καραμανλή-Αντενάουερ για τη μεταβίβαση στη γερμανική Δικαιοσύνη της αρμοδιότητας για τη δικαστική διερεύνηση των εγκληματιών πολέμου. Πόσοι ήταν οι εμπλεκόμενοι σ’ αυτά πολίτες του Τρίτου Ράιχ, αξιωματούχοι και όργανα του γερμανικού κράτους, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονταν στους εκατοντάδες ειδικούς φακέλους του Γραφείου που δόθηκαν σταδιακά από τις μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις στη Δυτική Γερμανία; Γύρω στα 800 άτομα, σύμφωνα με εκτιμήσεις. Ναι, εκτιμήσεις, διότι το 1975 η ελληνική Πολιτεία αποφάσισε να απαλλαγεί από το υλικό αυτών των φακέλων, πολτοποιώντας το. Αυτή είναι η ελληνική πατέντα αναμέτρησης με το παρελθόν. Εφαρμόστηκε και αργότερα, τον Αύγουστο του 1989 με τη συγκυβέρνηση, μια ελαφρώς διαφορετική παραλλαγή, για λόγους εθνικής συμφιλίωσης…

Πόσοι δικάστηκαν από ελληνικά δικαστήρια πριν το 1959, τη χρονιά που έγινε η ελληνο-γερμανική συμφωνία; Ο αριθμός είναι μονοψήφιος. Πόσοι μετά; Κανένας απολύτως. Πόσοι δικάστηκαν από γερμανικά δικαστήρια πριν και μετά το 1960; Ούτε ένας. Δυο-τρεις που είχαν δικαστεί και καταδικαστεί από τα συμμαχικά δικαστήρια (δίκες της Νυρεμβέργης και οι παρεπόμενες) για εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα εξέτισαν αστείες ποινές και μετά σταδιοδρόμησαν επαγγελματικά στη νέα (Δυτική) Γερμανία.

Κάπως έτσι τηρήθηκαν τα συμφωνηθέντα μεταξύ Καραμανλή-Αντενάουερ σε ό,τι αφορά τη γερμανική πλευρά. Καθόλου μπεσαλίδικα, ομολογουμένως. Μα και οι Γερμανοί μπαταχτσήδες; Είναι δυνατόν; Πώς μπορεί ένα κράτος που συγκροτείται από πολίτες με ισχυρή συνείδηση καθήκοντος να παραβιάζει τα συμφωνηθέντα;

του Αθανασίου Γκότοβου

Έλα ντε…Εδώ είναι το πρόβλημα. Το (μισό) γερμανικό κράτος με το οποίο έγινε η συμφωνία, δεν πίστεψε ποτέ στην απονομή δικαιοσύνης στον τομέα των εγκλημάτων πολέμου. Δεν πίστευε ότι είναι απαραίτητες αυτές οι διαδικασίες εντοπισμού και εκδίκασης των εγκληματιών, ούτε πριν το 1959, ούτε όταν έκλεινε τη συμφωνία με την Ελλάδα. Αλλά μάλλον ούτε και οι ελληνικές κυβερνήσεις το πίστευαν. Υπάρχουν δύο χαρακτηριστικά γεγονότα που δείχνουν το «κλίμα» της εποχής: οι περιπτώσεις του Μαξ Μέρτεν και του Γκύντερ Κόλβες.

Όταν ο Μαξ Μέρτεν, ο σύμβουλος της γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης στην κατοχική Θεσσαλονίκη, ο άνθρωπος που εισήγαγε τους φυλετικούς νόμους στην πόλη αυτή και είχε άμεση εμπλοκή στη σύλληψη των Εβραίων και τη μεταφορά τους στα στρατόπεδα θανάτου της Πολωνίας, συνελήφθη το 1957 στην Ελλάδα – όχι λόγω κυβερνητικού ζήλου, αλλά χάρις στην ελαφρότητα ενός υπαλλήλου της γερμανικής πρεσβείας και στην ανεξαρτησία του δικαστή Ανδρέα Τούση – προφυλακίστηκε και καταδικάστηκε στις αρχές του 1959 σε πολυετή φυλάκιση, υπήρξαν πιέσεις για τερματισμό των διώξεων.

Ο Μέρτεν βγήκε την ίδια χρονιά από τη φυλακή και μεταφέρθηκε στο Βερολίνο ώστε να επιληφθεί, πλέον, της υποθέσεως η γερμανική δικαιοσύνη, σύμφωνα με τα «συμφωνηθέντα». Όντως, εκείνη επελήφθη και για τα ίδια αδικήματα τον αθώωσε πανηγυρικά, επειδή τα επιβαρυντικά στοιχεία ήταν, υποτίθεται, σαθρά και πρόχειρα – φτιαγμένα προφανώς από τους γνωστούς για την «τσαπατσουλιά» τους Έλληνες, σύμφωνα με το διαχρονικά επαναλαμβανόμενο στερεότυπο.

Ο Μαξ Μέρτεν ήταν ακόμη στη φυλακή, όταν τον Ιούνιο του 1959 ο ραλίστας Γκύντερ Κόλβες, κατηγορούμενος για εκτελέσεις αμάχων στο Ακρωτήρι Χανίων, συμμετείχε, για δεύτερη χρονιά, στο βασιλικό ράλι «Ακρόπολις». Αυτή τη φορά ο Τούσης δεν μπόρεσε να υπερνικήσει τις κυβερνητικές αντιστάσεις που δεν ήθελαν δεύτερο Γερμανό στις φυλακές. Ο Κόλβες συνελήφθη στις 3.6.1959 για να αφεθεί, με άνωθεν εντολή, λίγες ώρες μετά ελεύθερος και να ταξιδέψει με το ατμόπλοιο «Αγαμέμνων» προς Βρινδήσιον – ένας μπελάς λιγότερος για τον Καραμανλή.

Όλα τα τεκμήρια που είχε το Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου παρεδόθησαν πριν και μετά το 1959 από τις ελληνικές αρχές στο γερμανικό υπουργείο των Εξωτερικών. Εκείνο τα προώθησε στις οικείες δικαστικές αρχές προς διερεύνηση. Σε όλες τις περιπτώσεις – ακόμη και για φοβερά εγκλήματα όπως το Κομμένο, η Παραμυθιά, τα Καλάβρυτα, η Κλεισούρα, το Δίστομο, οι Πύργοι και το Μεσόβουνο – η έρευνα σταμάτησε στο στάδιο της προανάκρισης και έκλεισε με παύση της δίωξης. Για τους Γερμανούς ανακριτές δεν προέκυπταν ούτε από τα στοιχεία των ελληνικών αρχών, αλλά ούτε και από τις καταθέσεις των δραστών και των βοηθών τους, εγκληματικές πράξεις. Και δεν προέκυπταν, ή είχαν παραγραφεί, όχι επειδή οι σφαγές δεν είχαν γίνει – κάτι τέτοιο θα ήταν τερατώδες να ειπωθεί – αλλά επειδή πολλοί κατηγορούμενοι δεν μπορούσαν, υποτίθεται, να εντοπιστούν λόγω αγνώστου διαμονής ή ταυτότητας. Άλλοι είχαν πεθάνει. Και αυτοί που τελικά εντοπίστηκαν, κρίθηκε ότι δεν είχαν ταπεινά κίνητρα για τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει, ώστε οι πράξεις τους να εμπίπτουν στην κατηγορία της δολοφονίας, που δεν είχε παραγραφεί και θα μπορούσε ακόμη να διωχθεί. Οι σφαγές ονομάστηκαν από τους ανακριτές – μερικοί εξ αυτών είχαν υπηρετήσει οι ίδιοι στη Βέρμαχτ ως στρατοδίκες – «ανθρωποκτονίες», δηλαδή πράξεις που συμβαίνουν στον πόλεμο, ιδιαίτερα όταν επιβάλλεται η χρήση αντιποίνων εναντίον του άμαχου πληθυσμού για πράξεις ανταρτών κατά της κατοχικής αρχής.

Κάπως έτσι υπηρετήθηκαν τα «συμφωνημένα» από τη μεταπολεμική δυτικογερμανική Δικαιοσύνη. Η κ. Μέρκελ, βεβαίως, ήταν τότε στη Λαϊκή Δημοκρατία και έγραφε τη διατριβή της, γι αυτό και δεν είδε τίποτα, δεν άκουσε τίποτα και δεν γνωρίζει τίποτα. Έτσι μπορεί σήμερα να πει «μη με μπερδεύετε εμένα με τα δάνεια του Χίτλερ και τα εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα». Αλλά οι άλλοι; Ούτε αυτοί είχαν ακούσει τίποτα; Και πώς απαντά σήμερα με μια φωνή ο γερμανικός πολιτικός κόσμος όταν τίθεται – όχι από κυβερνητικούς παράγοντες της Ελλάδας, για το όνομα του Θεού … – το ζήτημα της τήρησης των «συμφωνημένων»; Πολύ απλά με το επιχείρημα ότι η αναμόχλευση του παρελθόντος δεν συμβάλλει στη βελτίωση των ελληνο-γερμανικών σχέσεων και δυσχεραίνει τη χορήγηση των νέων δανείων. Αυτό που συμβάλλει, όμως, είναι η πίεση για μονομερή τήρηση των «συμφωνημένων» από την πλευρά της Ελλάδας, που πρέπει τώρα να αποδείξει ότι έχει μπέσα – υπάρχει και το ιστορικό άγος της perfidia Greacorum.

Γιατί, άραγε, δεν ίσχυσε το ίδιο για όλα τα θύματα του γερμανικού κράτους την ίδια περίοδο; Γιατί το δόγμα «περασμένα ξεχασμένα» ίσχυσε μόνο για ορισμένους δολοφονημένους; Γιατί ο γερμανός φορολογούμενος, ανεξαρτήτως εθνοτικής καταγωγής, δέχεται αγόγγυστα να πληρώνει ακόμη αποζημιώσεις για ορισμένα από τα θύματα του Ολοκαυτώματος, αλλά αποκρούει μετά βδελυγμίας τη σκέψη για καταβολή αποζημιώσεων και νόμιμων οφειλών σε άλλα;

Γιατί άλλα τα μάτια του λαγού, και άλλα της κουκουβάγιας, όπως λέει και το λαϊκό άσμα. Γιατί δεν είναι το ίδιο όλοι οι εκπρόσωποι κρατών και οργανισμών. Κάποιοι γνωρίζουν πώς να διεκδικούν αυτά που αναλογούν στους πολίτες του κράτους ή στα μέλη της οργάνωσης που εκπροσωπούν. Κάποιοι άλλοι γνωρίζουν πώς να παραιτούνται από αυτά. Η ελληνική κυβέρνηση ευδόκησε το 2010 να καταργήσει το νόμο 3933/1959 και το διάταγμα 4016/1959 που μεταβίβαζαν στο γερμανικό κράτος την αρμοδιότητα για την εκδίκαση υποθέσεων όπως αυτές του Μέρτεν και του Κόλβες. Προφανώς για να ανοιχτούν οι τάφοι των εμπλεκομένων και να προσαχθούν οι σκελετοί τους στα ελληνικά δικαστήρια.

διδάγματα από την ιστορία μας

Άρδην τ. 93Οικονομία — Νοεμβρίου 21, 2013 at 5:05 μμ

Η παρακαταθήκη του Γιάννη Ροντήρη

by 

E665307259E9B8F37F356DD9A45E38CA

Του Ανδρέα Κυράνη από το Άρδην τ. 93

Μέχρι τις αρχές του ’80, το όνομα Ροντήρης, για τους τεχνικούς του Πειραιά, συνιστούσε θρύλο, κι ας είχε κλείσει είκοσι πέντε χρόνια πριν. Για τους τότε μηχανουργούς, η προϋπηρεσία «στου Ροντήρη» ήταν τίτλος τιμής, δείκτης υψηλής τεχνογνωσίας.
Δεκάδες μεταπολεμικά μηχανουργεία οφείλουν σε αυτό την ύπαρξη, την ιστορία, τη γνώση και το κύρος τους.
Από εκεί γεννήθηκαν η ΔΡΑΚΟΣ-ΠΟΛΕΜΗΣ, στον χώρο των αντλιών, η ΓΑΒΑΛΑΣ, στον χώρο των μηχανημάτων λατομείων, η ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΗΓΟΣ, στα μηχανήματα σχισίματος μαρμάρων, η ΜΕΛΚΑ ΕΠΕ, στα βαρούλκα πλοίων, η ΚΟΚΚΟΤΑΣ-ΛΙΩΡΗΣ, στην υψηλής ποιότητας μαστορική χύτευση χειρός, κ.ά.
Πόσοι γνωρίζουν πως εκείνο το μηχανουργείο δεν υπήρξε παρά ένα βήμα, στο προπολεμικό όραμα του Γιάννη Ροντήρη, για την προκατασκευή μεταλλικών πλοίων, που διέκοψε ο πόλεμος και κατασπάραξε μετά η οικονομικο-πολιτική διαπλοκή; Τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά του Νιάρχου και τα ναυπηγεία Ελευσίνας του Ανδρεάδη δεν θα υπήρχαν χωρίς το καταρτισμένο τεχνικό και επιστημονικό δυναμικό της ΡΟΣΤΡΟ και τις πρωτοβουλίες του Ροντήρη.
Αυτός ο ευγενής ευπατρίδης έφυγε άγνωστος το 1976, αφού δαπάνησε ικμάδα, σχεδιαστικό-μηχανουργικό ταλέντο και περιουσία, στο όραμα μιας παραγωγικά αυτοδύναμης πατρίδας. Η συνεισφορά του ουδέποτε αναγνωρίστηκε. Το μεσοπολεμικό κτήριο της ΡΟΣΤΡΟ, λίγο αργότερα, αντικαθίσταται από ένα μίζερο κτήριο μιας αλυσίδας σούπερ μάρκετ. Κατεδάφιση, συνάμα πραγματική και συμβολική.
Ο τόπος μας, γεννήτορας και μήτρα της τεχνογνωσίας που στήριξε τη δυτική βιομηχανική επανάσταση, επειδή δήθεν δεν παράγει τίποτε, μετατρέπεται δια της βίας σε αποκλειστικό πάροχο υπηρεσιών. Κάθε  ίχνος μνήμης και γνώσης της τεχνογνωσίας μας αφανίζεται από προσώπου γης, προκειμένου, αμνήμονες και αγράμματοι, να μεταλλαχτούμε ταχύτερα σε ευτελή ανθρωποειδή. Ποιες βάσιμες ενδείξεις δυνατότητας ανατροπής της σημερινής παρασιτικής συνθήκης θεμελιώνει άραγε αυτό το ιστορικό υπόδειγμα;

1. Το οικονομικο-πολιτικό γεγονός

Η ενδογενής παραγωγική υπόσταση μιας χώρας είναι «δείκτης» εθνικής ανεξαρτησίας. Μετά από μια εθνική καταστροφή και ήττα, αποτέλεσμα ενός εμφύλιου πολέμου, οι «νικητές» καταστρέφουν την παραγωγική της βάση, υπέρ του μεταπρατισμού.
Την ίδια στιγμή που η αριστερή διανόηση του «Ανταίου», που τεκμηρίωνε την δυνατότητα για παραγωγική-βιομηχανική ανασύνταξη, εκτελείται ξημερώματα Κυριακής, με την εκτέλεση του Μπάτση δίπλα στον Μπελογιάννη, η όποια ελληνική βιομηχανία και παραγωγή, αν και άντεξε μια δεκαετία πολεμικών συγκρούσεων, εκτελείται μεθοδικά, από τις τότε πολιτικές ηγεσίες του τόπου, χάρη στην προσωπική ιδιοτέλεια και τα ξένα συμφέροντα.
Τη Σιδηροβιομηχανία Ρόστρο την έκλεισε μια σαφής άνωθεν πολιτική επιλογή, που έκρινε πως παραγωγή δεν αναπτύσσεται σε μια δήθεν αγροτική χώρα. Οφείλει, λοιπόν, να στραφεί στις εισαγωγές, τον μεταπρατισμό και τις υπηρεσίες, προκειμένου να ενσωματωθεί  στο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον. Κάθε σχέση με σημερινά πραγματικά περιστατικά είναι, προφανώς, εντελώς συμπτωματική.
Ο ίδιος ο «διανοούμενος» Ροντήρης, σε αποσπάσματα επιστολής του, στα τέλη του ’50, γράφει «περί Της Ελληνικής Σιδηροβιομηχανίας και των ληπτέων μέτρων διά την σωτηρίαν της»:
«Η Σιδηροβιομηχανία πρέπει να είναι το ‘‘όπλον μάχης’’ διά την επίτευξιν της ευημερίας ιδία των πτωχών λαών […] χρειάζεται τόσον μικρόν ποσοστόν […] πρώτων υλών […] διά κατασκευάσματα των οποίων η αξία δεν είναι άλλο τι, παρά η αξιοποίησις της ανθρώπινης προσπάθειας.
Θα ήτο […] πραγματική απώλεια […] να σβύση ό,τι έχει δημιουργηθή ύστερα από μύριους κόπους […] ωρισμένων ανθρώπων, οίτινες ωραματίσθησαν την δημιουργίαν μιας τόσον ζωτικής βιομηχανίας και οίτινες […] αξίζουν, σήμερον, καλλίτερης τύχης από το να ίδουν την εξαφάνισην του τοσαύτης εθνικής σημασίας έργου των.
Η ελληνική Σιδηροβιομηχανία […] ουδέποτε έτυχεν έστω και της παραμικρής προστασίας […] διά να δυνηθή να ανταπεξέλθη εις τον οξύτατον ξένον ανταγωνισμόν.
Μεταξύ… άλλων πληγμάτων, ήτο και το γεγονός ότι πολλοί νέοι εν Ελλάδι […] επεδόθησαν εις την επιστήμην του μηχανικού-μηχανολόγου, αλλά, βλέποντες […] τον σκληρόν αγώνα τον οποίο ηγωνίζετο η Ελληνική σιδηροβιομηχανία, αντί να τραπώσιν εις την δημιουργικήν εργασίαν της εν Ελλάδι κατασκευής μηχανημάτων,   μετεβλήθησαν  εις αντιπροσώπους ξένων οίκων, πολύ ολίγον τιμητική ενασχόλησις δι’ έναν επιστήμονα, που απέφερεν άκοπα κέρδη, παραιτούμενοι της φιλοδοξίας να γίνουν οι ίδιοι, εις τον τόπο τους, κατασκευασταί.
Το συμφέρον τους ήτο […] η δυσφήμισις των ελληνικών κατασκευών και η διά παντός μέσου προστασία των έξωθι εισαγομένων.
Παρατηρείται ακόμη και μια συστηματική τάσις διώξεως της ελληνικής σιδηροβιομηχανίας εκ μέρους […] αυτού τούτου του κράτους. […] Έχει φθάσει μέχρι του σημείου […] να γίνωνται δημοπρασίαι […] και να αναφέρηται ρητώς εις τας προκηρύξεις ότι η προμήθεια τούτων πρέπει να γίνει εκ του εξωτερικού. Αυτός ήτο ο ολέθριος ρόλος μερικών Ελλήνων τεχνικών… οίτινες  απομακρυνθέντες τελείως εκ της πραγματικής δημιουργικής εργασίας του μηχανουργείου παρέμειναν μόνον διεκπεραιωταί εγγράφων εις τα διάφορα δημόσια γραφεία και ούτω […] φοβούνται και περιφρονούν τα ελληνικά κατασκευάσματα.
Μόνη ελπίς απομένει να συνέλθωμεν διά να ίδωμεν ότι είναι ολέθριον διά τον τόπον μας να μην κατασκευάζωμεν τα μηχανήματά μας οι ίδιοι, ότι είναι αντίθετον προς την λογικήν να παραγγέλωμεν εις την Ιταλίαν μηχανήματα και πλοία τα οποία ηδύναντο κάλλιστα να κατασκευασθώσιν εν Ελλάδι, ότι είναι παραφροσύνη να σκέπτεται τις ότι είναι συμφερώτερον να φέρωμεν κάτι από το εξωτερικόν […] καθ’ όν χρόνον οι Έλληνες τεχνίται ευρίσκονται άνευ εργασίας και πεινούν, τα δε παιδιά των δε θα μπορέσουν να μάθουν την τέχνην του πατέρα των.
Τα ελληνικά μηχανήματα, τα οποία ήδη και σήμερον συναγωνίζονται τόσον από απόψεως τιμής όσον και ποιότητος τα του εξωτερικού […] θα συμβάλουν ούτω εις την προαγωγήν του μηχανικού πολιτισμού της χώρας μας».
Φυσικά, κανείς δεν ήθελε να τον ακούσει. Οι «ηττημένοι» τώρα του εμφύλιου, αποκλεισμένοι λόγω κοινωνικών φρονημάτων, αξιοποιούν τα ταλέντα τους, ενισχύουν την αυτοδυναμία τους από τον κρατικό μηχανισμό και συνεισφέρουν δραματικά στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, στο  περίφημο «παραγωγικό θαύμα» της δεκαετίας του εξήντα.
Ό,τι έκαναν, δηλαδή, για αιώνες οι πρόγονοί τους, μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στα απομακρυσμένα βουνά και νησιά του τόπου, όπου ανθούσαν ο κοινοτισμός και η βιοτεχνία.

2. Το παραγωγικό μοντέλο

Η ΡΟΣΤΡΟ υπήρξε μια υπερσύγχρονη μηχανουργική και ναυπηγική μονάδα, με 1100 εργαζόμενους το 1950. Με τα γύρω της μικρότερα μηχανουργεία συγκροτούσε ένα αυτοδύναμο παραγωγικό σύστημα. Σχεδίαζε και παρήγε η ίδια ό,τι απαιτούσε η τελική σύνθεση του προϊόντος. Είχε ναυπηγούς, μηχανολόγους και χημικούς ανωτάτης παιδείας, μηχανικούς και σχεδιαστές των τεχνικών σχολών του τότε Πειραιά και τεχνίτες, μηχανουργούς, εφαρμοστές, χυτευτές μετάλλων, ηλεκτρολόγους, ξυλουργούς, βαφείς κ.λπ. Τα σχέδια του εργοστασίου με τα επί μέρους τμήματα και τον αντίστοιχο εξοπλισμό μαρτυρούν αδιάψευστα την πλούσια διάρθρωση του μηχανουργείου.
Ο βιομηχανικός εργάτης απουσίαζε, μαζί με το περίφημο φορντικό μοντέλο, τον καταμερισμό, την εξειδίκευση, τη μαζική παραγωγή. Τη συγκροτούσαν αποκλειστικά επιστήμονες και τεχνίτες.
Ο μεγάλος όγκος της εργασίας της ήταν ειδικά σχεδιασμένα, κατά παραγγελία, προϊόντα. Για την ΕΤΜΑ, πλεκτρικές μηχανές, για την ναυτιλία, μικρά βαπόρια και μηχανολογικός εξοπλισμός, για τον αγροτικό τομέα και τη μεταποίηση, ειδικά μηχανήματα και μεταλλικά κτήρια (ΙΟΝ, ΕΛΑΪΣ,  ΠΑΥΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΟΥΤΣΑΝΗΣ, ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ,  Ίσθμια της Κορίνθου και της Λευκάδας, κ.ά.). Τυποποιημένα προϊόντα, αντλίες και συμπιεστές αμμωνίας για την παγοποιία απλώς συμπλήρωναν τα κενά. Υπηρετούσε, σε αντίθεση με το δυτικό μοντέλο, το συγκεκριμένο και όχι το τυποποιημένο.

3. Η τεχνογνωσία

Η ΡΟΣΤΡΟ υπήρξε ένα μεγάλο τεχνικό πανεπιστήμιο. Ένας ναός τεχνολογικής σοφίας και εφαρμοσμένης γνώσης. Η τεχνογνωσία της είναι η παράδοση του μάστορα και του μηχανουργού, δηλαδή του αληθινού υποκειμένου της μεταποιητικής διαδικασίας και όχι του κατ’ εξοχήν αντικειμένου της, όπως ο βιομηχανικός εργάτης. Μια παράδοση που:
α) Διαθέτει ικανότητα αφομοίωσης του αληθινά νέου, μέσω της ένταξης στο προϋπάρχον.
β) Απεχθάνεται τη στείρα επανάληψη, τον καταμερισμό και την  εξειδίκευση, ασκώντας τη δημιουργική σύνθεση των πιο ετερόκλητων  πραγμάτων.
γ) Συγκροτεί έννοιες και σημασίες, μη εννοώντας τη μηχανή θεότητα πάνω από τον δημιουργό της.
Το 1941, οι Γερμανοί την επιτάσσουν, για τη συντήρηση των τορπιλακάτων τους. Οι τεχνίτες του μηχανουργείου προκαλούν ελεγχόμενες βλάβες στις εξελιγμένες μηχανές, που εκδηλώνονται  εκ των υστέρων, όταν τα σκάφη  απομακρύνονται από το λιμάνι. Υποψιάζονται πως κάτι τρέχει, αδυνατούν όμως να αμφισβητήσουν την εμπεριστατωμένη πραγματογνωμοσύνη των Ελλήνων τεχνικών, προϊόν της άριστης τεχνογνωσίας τους.

4. Ένα  μάθημα ήθους, πίστης και οράματος

Το 1956 βρίσκει τη ΡΟΣΤΡΟ καταχρεωμένη από την ΕΤΜΑ. Ο όμιλος Νιάρχου, θέλοντας να λειτουργήσει μεγάλο ναυπηγείο στην Ελλάδα, αναθέτει στον ναυπηγό και καθηγητή του ΕΜΠ, πλοίαρχο Φραγκούλη, να αναζητήσει στελέχη και τεχνικό προσωπικό προκειμένου να μετεκπαιδευτεί στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας. Εκείνος απευθύνεται αμέσως στον Ροντήρη. Ο Ροντήρης, χάρη στο προπολεμικό του όραμα, συνεισφέρει με ενθουσιασμό, διαθέτοντας τα πολυτιμότερα στελέχη του, καρπό κόπων τριάντα ετών, χωρίς το παραμικρό προσωπικό όφελος. Μια ομάδα εκατόν δέκα ατόμων, ο μετέπειτα αρχικός πυρήνας των ναυπηγείων Σκαραμαγκά, πηγαίνει για ενάμιση χρόνο στην Ολλανδία. Εκεί, οι μαθητευόμενοι τεχνίτες μετατρέπονται στην πράξη σε εκπαιδευτές και εργοδηγούς των  Ολλανδών.
Στο μεταξύ, ο Ροντήρης παλεύει να κρατήσει εν ζωή το ναυπηγείο στο Πέραμα. Πτωχευμένος, επιχειρεί μια συνεργασία με τον Ανδρεάδη, μέσω της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΓΕΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΑΕ. Ο Ανδρεάδης, με κάποιους νομικούς χειρισμούς,  αποκτά τυπικά τον έλεγχο και τον βγάζει εντελώς από το παιχνίδι. Από εκεί γεννιούνται τα ναυπηγεία Ελευσίνας.
Ο Γιάννης Ροντήρης, μέχρι το τέλος, μέσα από ένα μικρό μελετητικό γραφείο  50μ2, στην οδό Αιτωλικού και Μύλου, στον Πειραιά, κοντά στο παλιό του μηχανουργείο, μελετά και επιβλέπει μηχανουργικές κατασκευές, εμπνέοντας τους γύρω του, με αγάπη, γνώση και εμπειρία για την ελληνική σιδηροβιομηχανία.

5. Ένα μάθημα αντοχής στον χρόνο
Η μνήμη των γεγονότων κατοικεί σε ελάχιστους ανθρώπους εκείνης της μεγάλης τεχνικής οικογένειας που ζουν ακόμη. Τα ιστορικά τεκμήρια επαφίενται στην πίστη και επιμονή όσων εμβαθύνουν στα θραύσματα ενός παρελθόντος που σβήνει υπό την πίεση των καιρών. Στον τόπο που γέννησε τον μύθο του Προκρούστη, η τεχνογνωσία αντιστέκεται ακόμη, μέσω της άρρητης παράδοσης και του DNA μας, ακυρώνοντας στην πράξη τα περί του αντιθέτου ιδεολογήματα.
Σε μια εποχή γενικευμένης σύγχυσης, ήρθε ο καιρός το όραμα της μηχανουργίας να πάρει την εκδίκησή του, όταν μια δομική κρίση στο κυρίαρχο παραγωγικό μοντέλο, τουλάχιστον έξι αιώνων, αποκρύπτεται επιμελώς, κάτω από την οικονομική κρίση. (Τι άλλο σηματοδοτεί άραγε η υποχώρηση των εξαγωγών έναντι των εισαγωγών της Γερμανίας προς την Κίνα;)
Σε μια Δύση παντελώς απογυμνωμένη και εξαρτημένη στο παραγωγικό επίπεδο, το μάθημα της ΡΟΣΤΡΟ φωτίζει τον μόνο εναλλακτικό δρόμο.
Η Δύση, παρά τα ιδεολογήματα περί ενός νέου ψηφιακού κόσμου που δήθεν αναδύεται αυτάρκης, αναζητά εναγώνια βιώσιμο εναλλακτικό παραγωγικό μοντέλο. Και αυτό είναι αδύνατο ιστορικά να υπάρξει ερήμην της μηχανουργίας.
Ο τόπος μας το μπορεί όσο κανείς, αρκεί να το συναισθανθούμε και κατανοήσουμε. Προικιά μας είναι η τεχνογνωσία μας, συναρτημένη με την πλούσια και έγκαιρη εμπλοκή μας στον σύγχρονο ψηφιακό κόσμο. Τεράστιο πλεονέκτημά μας είναι η απαλλαγή μας από τα βαρίδια ενός βάρβαρου βιομηχανικού παρελθόντος, της κατ’ εξοχήν, δηλαδή, αγχόνης για τη Δύση που το γέννησε.
Είναι καιρός να ανατρέψουμε ριζικά την κυρίαρχη ατζέντα. Μπρος στο έωλο ιδεολόγημα της ανάπτυξης, οφείλουμε να συναισθανθούμε την εφικτή όσο ποτέ δυνατότητά μας για ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση. Ζωτική οφειλή τόσο στην ιστορία μας όσο και στις γενιές που έρχονται.

η στρατηγική της έντασης

«Η στρατηγική της έντασης»: τρομοκρατικά χτυπήματα και ενοχοποίηση της Aριστεράς στην Ιταλία του 1970
της Κατερίνας Σκαργιώτη (Εισαγωγή Barikat)
Σε σχέση με την χθεσινή επίθεση στα γραφεία της Χ.Α και την δολοφονία δυο μελών της, επαναφέρουμε ένα παλιότερο κείμενο της Κ. Σκαργιώτη σχετικά με την στρατηγική της έντασης στην Ιταλία. Παράλληλα επιλέξαμε ως αφορμή για προβληματισμό, ένα μικρό σχόλιο από τον Ιταλό φιλόσοφο Giorgio Agamben. Για να προλάβουμε τυχών παρεξηγήσεις να ξεκαθαρίσουμε το εξής.Υπάρχει χαοτική διαφορά ανάμεσα σε μία λογική συνωμοσίας που όλα τα βλέπει «στημένα» και σε μία μεθοδολογία «διαχείρισης» της αταξίας, διαχείρισης δηλαδή ήδη υπαρκτών τάσεων με στόχο βέβαια πάντα την διαμόρφωση ευνοϊκού πεδίο για τη μάχη και τη μετατόπιση του συσχετισμού.Barikat

«Υπάρχουν ακόμη αφελείς που πιστεύουν ότι το παράδειγμα της ασφάλειας έχει σκοπό να προλάβει τρομοκρατικές πράξεις. Αυτό είναι τελείως λάθος. Η βασική ιδέα είναι μάλλον: «θα αφήσουμε να συμβούν καταστροφές, αναταραχές, ή και θα βοηθήσουμε να συμβούν, επειδή αυτό θα μας επιτρέψει να παρέμβουμε και να τις διακυβερνήσουμε προς την ορθή κατεύθυνση». Π.χ. η αμερικανική πολιτική εδώ και είκοσι χρόνια είναι σαφώς αυτή: ποτέ δεν εμποδίζει την εμφάνιση της αταξίας, της καταστροφής, αντίθετα τις βοηθά να παραχθούν σε ορισμένες περιοχές, αλλά μετά επωφελείται προκειμένου να τις κατευθύνει σε μια κατεύθυνση «ασφαλή». Εξάλλου θυμάμαι το 2001, όταν υπήρχαν μεγάλες ταραχές στη Γένοβα της Ιταλίας κατά τη σύνοδο του G8, και υπήρχαν σοβαρά επεισόδια με την αστυνομία, υπήρξε μια δικαστική έρευνα, στην οποία εξετάστηκε και ο αρχηγός της αστυνομίας. Αυτός ήταν και ο ίδιος οργισμένος, και είπε: «η κυβέρνηση σήμερα δεν θέλει πλέον να διατηρήσει την τάξη, θέλει να διαχειριστεί την αταξία». Πρέπει να το καταλάβουμε καλά: οι κυβερνήσεις σήμερα δεν αποσκοπούν να διατηρήσουν την τάξη, αλλά να διαχειριστούν την αταξία. Και η αταξία πάντοτε υπάρχει, τη βλέπουμε: η κρίση, οι ταραχές, τα συμβάντα, η κατάσταση ανάγκης … όλα αυτά τα επικαλούνται ανά πάσα στιγμή. Αλλά το ζητούμενο είναι να παρέμβουν εκ των υστέρων. Γι ‘αυτό και σήμερα, όταν βλέπουμε πολύ ενδιαφέροντα φαινόμενα, ας πούμε πρώτα όσα γίνανε στην Ελλάδα, αλλά και μετά στην Τυνησία, την Αίγυπτο, όλα αυτά είναι πράγματα προφανώς πολύ ωραία, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι εξουσίες που υπάρχουν απέναντι γνωρίζουν ότι συμβάντα και αναταραχές μπορεί να συμβούν, και αναζητούν τρόπους να τις διαχειριστούν, να τις στρέψουν σε μια κατεύθυνση που θεωρούν χρήσιμη »
Giorgio Agamben ( Πηγή ) 

 

Η έρευνα για την ανάπτυξη της τρομοκρατίας στην Ιταλία του 1970 έχει αναδείξει πολλές πτυχές της λειτουργίας του παρακράτους, της σύνδεσής του με το επίσημο κράτος καθώς και την ενοχοποίησης των αριστερών κινημάτων. Η δράση των παρακρατικών οργανώσεων κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης δεκαετίας αποτελούν παράδειγμα και αντικείμενο μελέτης για εκείνους που επιθυμούν να κατανοήσουν πως ο φασισμός μπορεί να γίνεται εργαλείο στα χέρια του συνασπισμού εξουσίας.

Εργατικοί αγώνες και κοινωνικός αναβρασμός

Μια προσεκτική ανάγνωση στη μεταπολεμική ιστορία της Ιταλίας μας καθιστά σαφές ότι οι χαμένοι του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου (όσοι υποστήριζαν το φασιστικό κόμμα του Μουσολίνι) παρεισέφρησαν είτε σε παράνομες είτε σε νόμιμες ακροδεξιές οργανώσεις ή ακόμα και σε καίριες θέσεις του Στρατού.Αυτές οι οργανώσεις έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο ψυχροπολεμικό κλίμα της μεταπολεμικής περιόδου. Όπως συνέβη και σε άλλα κράτη (π.χ. Ελλάδα) οι ακροδεξιοί αποτέλεσαν την ανομολόγητη βοήθεια της κυβέρνησης των Χριστιανοδημοκρατών ώστε να πληγεί η Αριστερά και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να κυβερνήσει.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 στην Ιταλία αναπτύσσονται φοιτητικοί αγώνες, κοινωνικά κινήματα καθώς και ο συνδικαλισμός στο βιομηχανοποιημένο Βορρά. Οι εργατικοί αγώνες του 1968-1969, το Autumno Caldo (Θερμό Φθινόπωρο) της Ιταλίας, υπονόμευσαν βαθιά την οικονομική εξουσία της χώρας και άλλαξαν τον συσχετισμό ισχύος. Οι απεργίες ξεκίνησαν σταδιακά από την άνοιξη του 1968 σε μεγάλες επιχειρήσεις όπως η Fiat, η Pirelli και η Siemens, με κύρια αιτήματα την μείωση του ωραρίου και την αύξηση των μισθών, όπως προβλεπόταν στη συλλογική σύμβαση του 1966. Τα συνδικάτα των εργαζομένων στις αυτοκινητοβιομηχανίες υπήρξαν πρωτοπόρα, καθώς το Σεπτέμβριο του 1969 προχώρησαν σε αναστολή των εργασιών (με μεγάλες απώλειες στη παράγωγη) και σε μεγαλειώδεις πορείες στο κέντρο του Μιλάνο και του Τορίνο. Ακόμη, ορόσημο για τις κινητοποιήσεις του 1969 αποτέλεσε η «διασταύρωση» του εργατικού κινήματος με τις φοιτητικές πορείες: στις 3 Ιουλίου 1969 οι φοιτητές διαδήλωσαν στο Τορίνο μαζί με τους εργάτες και πραγματοποίησαν συνελεύσεις στις οποίες αποφάσισαν να συστήσουν κοινό αγνωστικό μέτωπο.

Από την άλλη, οι φοιτητές έχοντας βιώσει την εμπειρία του Γαλλικού Μάη οργανώθηκαν διεκδικώντας αξιοκρατικότερο σύστημα εισαγωγής στο πανεπιστήμιο, κατάργηση της δογματικής γνώσης, άνοιγμα των πανεπιστημίων στη κοινωνία και δηλώνοντας την συμπαράσταση τους στην εργατική τάξη. Μετά τους αγώνες αυτούς, η Αριστερά ισχυροποιήθηκε. Η ζημιά που επέφερε στην αστική τάξη η εργατική απειθαρχία ήταν σοβαρότατη. [1] Και ενώ η χώρα βρισκόταν σε διαρκή απεργιακό κλοιό και η κυβέρνηση αδυνατούσε να επιβληθεί στους ολοένα αυξανόμενους απεργούς, η λύση έπρεπε να δοθεί με διαφορετικό τρόπο: Το Δεκέμβριο του 1969 και ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή νέας συλλογικής σύμβασης (με ευνοϊκότερους όρους για τους εργαζόμενους) που θα αποτελούσε μεγάλη νίκη για την ιταλική εργατική τάξη, στις 12 Δεκεμβρίου πραγματοποιείται βομβιστική επίθεση στο κέντρο του Μιλάνο, στην Αγροτική τράπεζα της Ιταλίας.Τελικός απολογισμός 17 νεκροί και 88 τραυματίες. [2] Το χτύπημα αποδόθηκε εξαρχής σε αριστερές οργανώσεις και αναρχικούς κύκλους. Αρχικά κατηγορείται ο αναρχικός Πιέτρο Βαλπρέντα και αμέσως σχηματίζεται κατηγορητήριο και για τον αναρχικό Τζιουζεπε Πινέλλι. Τρεις μέρες μετά τη σύλληψη του ο Πινέλλι εκπαραθυρώνεται κατά τη διάρκεια της ανάκρισης και το γεγονός καταγράφεται επισήμως ως «θάνατος εξαιτίας ψυχολογικής νόσου». Τελικά το 2005, κατόπιν ερευνών εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση για μέλη της ακροδεξιάς οργάνωσης Οrdine Nuovo (Νέα Τάξη) για τη βομβιστική επίθεση στην Αγροτική Τράπεζα της Ιταλίας.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου οι βομβιστικές επιθέσεις των ακροδεξιών ήταν καθοδηγούμενες από τη CIA, τη μασονική στοά P2 και το Βατικανό. Τα στελέχη της P2 (Προπαγάνδα 2) προέρχονταν από την ελίτ της ιταλικής κοινωνίας (αξιωματικοί, υπουργοί, δικαστικοί κ.α.) και φρόντιζαν να παροτρύνουν και να χρηματοδοτούν ακροδεξιές οργανώσεις, ώστε να πραγματοποιούν τρομοκρατικά χτυπήματα. [3] Οι διασυνδέσεις της μασονικής στοάς άρχισαν να αποκαλύπτονται μετά το 1981, όταν ο ιταλικός τύπος άρχισε να βγάζει στην επιφάνεια ένα τραπεζικό σκάνδαλο στο όποιο ήταν αναμεμειγμένη η Τράπεζα του Βατικανού. Στη πορεία αποκαλύφθηκε πως το Βατικανό χρηματοδοτούσε γενναία τη P2 για να πραγματοποιεί τρομοκρατικά χτυπήματα. [4] Όπως αποκαλύφθηκε μέσω του σκανδάλου, αλλά και όπως ήταν γενικά γνωστό, η ανάμειξη της Καθολικής Εκκλησιάς στο πολιτικό γίγνεσθαι ήταν δεδομένη. Δεν ήταν άλλωστε κρυφές οι χρηματοδοτήσεις της Τράπεζας του Βατικανό προς το κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρακτικής που ακολουθούσε η P2 ήταν η «σφαγή της Μπολόνια».Επρόκειτο για βομβιστική ενέργεια στο σιδηροδρομικό σταθμό της ιταλικής πόλης στις 2 Αυγούστου 1980. Ο απολογισμός ήταν 85 νεκροί και 200 ​​τραυματίες και τα πρωτοσέλιδα έδειχναν αριστερό τρομοκρατικό χτύπημά.Περίπου μια δεκαετία αργότερα αποκαλύφθηκε πως η μασονική στοά είχε φροντίσει να χρηματοδοτήσει και να εξοπλίσει τη νεοφασιστική οργάνωση Ordine Nuovo (Νέα Τάξη) για τη πραγματοποίηση του χτυπήματος.

Η επιλογή των χτυπημάτων δεν ήταν τυχαία. Όπως και στη περίπτωση της Μπολόνια οι παρακρατικοί επέλεγαν πόλεις όπου η Αριστερά είχε μεγάλη εκλογική και οργανωτική δύναμη, ώστε με κατασκευασμένα στοιχεία να αποδίδεται το χτύπημα σε αριστερές οργανώσεις.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας

Η περίοδος από το τέλος της δεκαετίας του 1960 έως τα τέλη του 1970 αποτέλεσε για το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας «τα χρόνια της μετάβασης». Ο θάνατος του γενικού γραμματέα Παλμίρο Τολιάτι έφερε στην ηγεσία του κόμματος τον Λουίτζι Λόνγκο και το 1972 τον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Ο δεύτερος εκπροσωπούσε τη Τρίτη γενιά κομμουνιστών. Ανδρώθηκε πολιτικά μετά το τέλος του Β ‘Παγκόσμιου Πολέμου ενώ διατηρούσε σαφείς αποστάσεις από τη σοβιετική ηγεσία (αφορμή για τις «ψυχρές» σχέσεις Μπερλινγκουέρ – Μόσχας αποτέλεσε η καταδίκη της σοβιετικής επέμβασης στη Τσεχοσλοβακία, από τον Ιταλό ΓΓ, στο πλαίσιο διάσκεψης των κομμουνιστικών κομμάτων, τον Ιούνιο του 1969). Κατά την περίοδο της θητείας του το Κομμουνιστικό Κόμμα πραγματοποίησε μια πολιτική στροφή συναινώντας στην είσοδο της χώρας στο ΝΑΤΟ. Επίσης, για μεγάλο χρονικό διάστημα, μετά τις εκλογές του 1976, βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με τη κυβέρνηση των Χριστιανοδημοκρατών και τον πρωθυπουργό Άλντο Μόρο για τη πιθανότητα συγκυβέρνησης. [5] Αυτή η εξέλιξη του κόμματος απογοήτευσε πολλά μέλη τα οποία θεώρησαν πως έχει χάσει τη ταυτότητα του.

Ερυθρές Ταξιαρχίες

Μέσα σε αυτό το κλίμα ακροδεξιών τρομοκρατικών χτυπημάτων, της απογοήτευσης από το Κομμουνιστικό Κόμμα και των θεωριών για ένοπλη πάλη και ανταρτικό πόλεων, γεννηθήκαν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες (Brigatte Rosse). Η περίοδος στρατολόγησης στην οργάνωση ξεκίνησε στις αρχές του 1970. Τα βασικά στελέχη ήταν ο Ρενάτο Κούρτσιο, η Μάρα Καγκόλ και ο Μάριο Μορέττι. Οι πρώτες ενέργειες των Ερυθρών Ταξιαρχιών είχαν συμβολικό χαρακτήρα (π.χ. εμπρησμοί οχημάτων στελεχών του βιομηχανικού χώρου) και γενικά βασίζονταν σε μια τακτική αποφυγής της κατά μέτωπο επίθεσης.Ακολούθησαν 4 απαγωγές και το πρώτο σοβαρό χτύπημα της οργάνωσης πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1974, όταν μέλη της απήγαγαν τον εισαγγελέα της Γένοβα, ζητώντας ως αντάλλαγμα την αποφυλάκιση δύο μελών της οργάνωσης. Στόχος των Ερυθρών Ταξιαρχιών ήταν να δημιουργήσουν μια ισχυρή ιδεολογική συσπείρωση μέσα στην εργατική τάξη, πράγμα που εν μέρει φαίνεται να πέτυχαν, καθώς πολλά μέλη της οργάνωσης προερχόντουσαν από αυτήν και ήταν υπέρμαχοι του ένοπλου αγώνα, όπως ο Αλμπέρτο ​​Φραντζεσκίνι. Παράλληλα, όπως αποκαλύφθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες είχαν αναπτύξει ένα μεγάλο δίκτυο υποστήριξης που δρούσε επικουρικά και είχε στρατολογηθεί μέσα από την πολική ζύμωση στα πανεπιστήμια της χώρας, κατά τις δεκαετίες 1960 και 1970. Σήμα κατατεθέν της ήταν το γεγονός ότι τα χτυπήματα στόχευαν στο κέντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Χαρακτηριστική η περίπτωση της απαγωγής και δολοφονίας του ιταλού πρωθυπουργού Άλντο Μόρο. Συνέβη τη περίοδο προσέγγισης Αριστεράς-Δεξιάς, όταν ο Ιταλός πρωθυπουργός έκανε λόγο για συνύπαρξη και εθνική ενότητα. Ο Τζούλιο Αντρεότι ο οποίος ηγούνταν της κυβερνητικής συμμαχίας είχε αποφασίσει να τηρήσει σκληρή στάση απέναντι στους τρομοκράτες και να μη συνδιαλαγεί μαζί τους. Σημαντική ήταν πιθανότατα και η εμπλοκή των ΗΠΑ που δεν ήθελαν την Αριστερά στην κυβέρνηση σε μια χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ. Ο Αντρεότι ερμήνευσε τις εκκλήσεις του Μόρο για αποδοχή της ανταλλαγής αιχμαλώτων (σ.σ. οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ζητούσαν την απελευθέρωση 13 μελών της) ως αβάσιμες και θεωρούσε ότι ο Ιταλός πρωθυπουργός βρίσκεται υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών. Παρά τη σχεδόν δίμηνη κράτηση του Μόρο η ιταλική κυβέρνηση δεν ενέδωσε στα αιτήματα των Ερυθρών Ταξιαρχιών και ο Ιταλός πρωθυπουργός δολοφονήθηκε στις 9 Μάιου 1978. Αυτό το χτύπημα καθώς και η δολοφονία του συνδικαλιστή Γκουίντο Ροσσα ένα χρόνο μετά, το 1979, αποτέλεσαν τα «μοιραία λάθη» για τη δημοτικότητα της οργάνωσης. Είχαν ήδη προκύψει εσωτερικές διαφωνίες και προβληματισμός για τη μονόπλευρη ένοπλη δράση, χωρίς την ταυτόχρονη έκφραση πολιτικού λόγου. Η συνοχή της οργάνωσης εξασθένησε, λόγω των ιδεολογικών διαφοροποιήσεων. Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες διασπάστηκαν επισήμως το 1984 σε Μαχόμενο Κομμουνιστικό Κόμμα (BR-PCC) και Ένωση Μαχόμενων Κομμουνιστών (BR-PUCC). Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η οργάνωση είχε χάσει το λαϊκό της έρεισμα και είχε απομονωθεί από την εργατική τάξη. Το 1984 οι Κούρτσιο, Μορετι και Γιανέλι από τη φυλακή έγραψαν ανοιχτή επιστολή με τίτλο «Οι διεθνείς συνθήκες δεν επιτρέπουν τη συνέχιση του ένοπλου αγώνα». Οι μαζικές συλλήψεις από τις ιταλικές αρχές το 1989 οδήγησαν στην απενεργοποίηση της οργάνωσης, καθώς οδηγήθηκαν στη φυλακή τα περισσότερα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Περίπου 200 παραμένουν μέχρι και σήμερα έγκλειστα. [6]

Αντί Επιλόγου

Από το 1969 μέχρι το 1975 πραγματοποιήθηκαν 4.334 επίσημα καταγραμμένες πράξεις τρομοκρατικής βίας. Απ ‘αυτές, το 83% αποδόθηκε αρχικά στην άκρα Αριστερά για να αποδειχτεί αργότερα ότι ήταν έργο της άκρας Δεξιάς και των συνεργατών της στον κρατικό μηχανισμό . Η Ιταλία για μια εικοσαετία περίπου ήταν αντιμέτωπη με ένα χαοτικό κλίμα, του οποίου τα χαρακτηριστικά ήταν: βομβιστικές επιθέσεις, διάβρωση αριστερών οργανώσεων, ενοχοποίηση της Αριστεράς μέσω τρομοκρατικών χτυπημάτων και συνέχων προκλήσεων.

Όλες αυτές οι ακροδεξιές τρομοκρατικές δραστηριότητες δεν κατάφεραν να προκαλέσουν και να επιβάλουν ένα δεξιό στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ιταλία (κατά το πρότυπο της Ελλάδας το 1967, της Χιλής το 1973 και της Τουρκίας το 1971 και το 1980, όπου εφαρμόστηκε η ίδια πρακτική). Πέτυχαν όμως, να προκαλέσουν το θάνατο εκατοντάδων αθώων ανθρώπων στην Ιταλία, τον τραυματισμό και την αναπηρία πολύ περισσότερων, να δημιούργησαν ένα γενικό κλίμα ανασφάλειας και αβεβαιότητας, και να βοηθήσουν τον πολιτικό συντηρητισμό να θεσπίσει ανεμπόδιστα μια ολόκληρη σειρά σκληρών «αντιτρομοκρατικών» νόμων που είχαν και έχουν αρνητικές επιπτώσεις στις πολιτικές ελευθερίες και τα δικαιώματα όλων των Ιταλών.

Καθ ‘όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 (κυρίως μετά την αποκάλυψη της ύπαρξης της μασονικής στοάς P2) αποκαλύπτονταν σχέδια, προβοκατόρικες ενέργειες, βομβιστικές επιθέσεις και διπλοί πράκτορες, όλα άψογα σχεδιασμένα από τρομοκρατικές οργανώσεις, που στόχο είχαν την ενοχοποίηση της Αριστεράς και την ενίσχυση του συντηρητισμού και της αποστροφής των ιταλών απέναντι σε οτιδήποτε έχει σχέση με την Αριστερά.

Επίσης, Τον Μάρτιο του 2001, ο στρατηγός Μαλέτι, διοικητής της ιταλικής κρατικής υπηρεσίας πληροφοριών, δήλωσε στη δίκη μελών της Ordine Nuova (Νέα Τάξη), για τη τοποθέτηση βόμβας στην Αγροτική Τράπεζα στο Μιλάνο ότι «η CIA, ακολουθώντας τις οδηγίες της κυβέρνησής της , επιδίωκε να δημιουργήσει έναν ιταλικό εθνικισμό ικανό να μπλοκάρει αυτό που θεωρούσε ως “παρέκκλιση προς τα Αριστερά», και για τον σκοπό αυτό πιθανό να έκανε χρήση της ακροδεξιάς τρομοκρατίας. Θεωρώ πως αυτό συνέβη και σε άλλες χώρες ».

 

[1]  Η ωρίμανση του χρόνου, Ιταλία Έγγραφα του Αγώνα, σ.11

[2]  Il seccondo Bienno Rosso Italiano.L ‘Autunno Caldo Nelle interprentazioni di Bruno Trentin, Universita degli Studi di Πίσσα, Nicola Del Vecchio, σελ. 98

[3]  1969 Στρατηγική της Έντασης στη Ιταλία, πρακτορείο

[4]  Calvi e L’Italia dei poteri occulti, Philip Willan, σελ.2-4

[5]  G.Mamarella Il Partito communista Italiano, Vallecchi, Firenze σ.300 και σ.303

[6]  Mario Moretti, Brigatte Rosse, Una Storia Italiana, σελ.108

Φωτογραφίες:

1: Επετειακη πορεία για τα 43 χρόνια απο τη βομβιστικη επιθεση στην Αγροτική τραπεζα του Μιλανο (12 δεκεμβρίου 1969)

2: απεργιακη κινητοποιήση κατα τη διάρκεια των εργατικών αγώνων 1968-1969

3: πρωτοσέλιδο για τη βομβιστική επιθεση στο σιδηροδρονικό σταθμο της Μπολόνια (2 Αυγούστου 1980)

4: πρωτοσελιδο για τη δολοφονία Α.Μορο

ο Μελιγαλάς και η εκκαθάριση ενός φιλοκατοχικού θύλακα

αναδημοσίευση από το Άρδην

Η δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας στο Μελιγαλά και γενικότερα στην Πελοπόννησο

by 

Το τελευταίο διάστημα πολύ ντόρος γίνεται με τις καθιερωμένες “τελετές μνήμης” που διοργανώνουν η Χρυσή Αυγή και άλλες ακροδεξιές οργανώσεις στο Μελιγαλά. Η Χρυσή Αυγή δείχνει να ταυτίζεται πλήρως με τα Τάγματα Ασφαλείας και να επιθυμεί τα δικά της Τάγματα Εφόδου να πατήσουν στην παράδοση των Ταγμάτων. Η Χρυσή Αυγή διαστρεβλώνει την ιστορία λέγοντας ότι σκοπός των Ταγμάτων ήταν να σώσουν την χώρα από τον κομμουνισμό, ο αληθινός σκοπός του ήταν η συνεργασία με τους Γερμανούς και η καταδυνάστευση των Ελλήνων. Το παρακάτω κείμενο από το βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου, Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων παρουσιάζει την προδοτική στάση των Ταγμάτων στην Πελοπόννησο.

 

Τζάκια

 Ο μεγάλος λειμώνας των Ταγμάτων είναι η Πελοπόννησος. Εδώ η κατάσταση είναι ιδιάζουσα ο ΕΛΑΣ αγωνίζεται να υπάρξει στις πλέον αντίξοες συνθήκες. Η Πελοπόννησος δεν προσφέρεται για αντάρτικο καθώς δεν έχει τους συνεχόμενους ορεινούς όγκους της ηπειρωτικής Ελλάδας και διαθέτει πολύ πυκνότερο συγκοινωνιακό δίκτυο.

Επίσης η προσοχή των Γερμανών στην περιοχή είναι ιδιαιτέρως αυξημένη καθώς εδώ αναμένεται -ανά πάσα στιγμή- απόβαση των Συμμάχων για αυτό η πυκνότητα των ξένων στρατευμάτων είναι η μεγαλύτερη την Ελλάδα, με εξαίρεση την Κρήτη, το πλωτό φρούριο.

Όμως η πιο σοβαρή ανάσχεση για ένοπλο αγώνα είναι ότι παρά την τοπική αγωνιστική παράδοση του 1821 υπάρχει ένας βαθύτατος συντηρητισμός των κατοίκων, που τους κάνει επιφυλακτικούς σε κάθε επαναστατική πρωτοβουλία. «Εδώ είναι ο Μοριάς του Κώτσου».

Η περιοχή με το μεγαλύτερο ποσοστό βασιλοφρόνων σε όλη την Ελλάδα. Εδώ δημιουργήθηκαν τα πρώτα «τζάκια» μετά την Επανάσταση του 1821 -η μετάλλαξη του κοτζαμπασισμού-, από εδώ βγαίνουν οι περισσότερες κρατικές κεφαλές, πρωθυπουργοί, υπουργοί, στελέχη της Δημόσιας Διοίκησης, αξιωματικοί του στρατού και των Σωμάτων Ασφαλείας. Ενδεικτικό είναι ότι στην Πελοπόννησο αδρανούν 1.000 περίπου μόνιμοι αξιωματικοί του στρατού.

 

Οι κεφαλές δεν ξεκινάνε

 

Οι ντόπιοι πολιτικοί και στρατιωτικοί παρακολουθούν τις εξελίξεις στα μέτωπα του Πολέμου, συστήνουν διαρκώς αυτοσυγκράτηση και αποδοκιμάζουν κάθε κίνηση αντίστασης. Οι προσπάθειες του ΕΔΕΣ να δημιουργήσει ανταρτοομάδες στην Πελοπόννησο, με τον συνταγματάρχη Κ. Γεωργίου και τις αγγλικές ευλογίες, απέτυχαν- την ίδια τύχη είχαν και οι προσπάθειες της ΕΚΚΑ. […]

 

Ταξικά

Όπου αντάρτικο και αντίδραση

Στην Πελοπόννησο αναβιώνει η διαμάχη του 1821 μεταξύ κοτζαμπάσηδων και Κλεφτών, καθώς θα αναπτυχθούν οι πολυπληθέστερες αντιεαμικές οργανώσεις, βασιλικές, ακροδεξιές: ΕΟΒ (Εθνική Οργάνωσις Βασιλοφρόνων), Εθνική ΚίνησηΕθνική ΦάλαγξΒΑΜ (Βασιλικό Απελευθερωτικό Μέτωπο), ΕΑΜΕ (Εθνικόν Αντικομουνιστικόν Μέτωπον Ελλάδος), ΠΑΟΚ (Πατριωτική Απελευθερωτική Οργάνωσις Κορινθίας) και πλήθος άλλες, οι οποίες θα συγκλίνουν τελικώς στα Τάγματα Ασφαλείας.

Ούτε μία σφαίρα δεν θα ρίξουν έως το τέλος της Κατοχής εναντίον των κατακτητών. Ούτε μία. Τα κίνητρα όλων αυτών των οργανώσεων είναι καθαρώς ταξικά όπως ακριβώς διατυπώνονται στις διακηρύξεις τους: «Μην ακολουθείτε τους ανυπόδητους αλήτας! Σκοπός των είναι ν’ αρπάξωσι τας περιουσίας». (Μπρούσαλης). Εχθρός είναι μόνο ο ΕΛΑΣ. Ο αντικομουνιστής συγγραφέας Κ. Καλαντζής στιγματίζει με παρρησία το φαινόμενο: «Έχω πει κι αλλού την γνώμην μου για την ολιγωρία που έδειξε η Δεξιά κατά τους χρόνους της Κατοχής. Θα την πω κι εδώ, με το ίδιο θάρρος. Θα πω λοιπόν ξανά πως η Δεξιά ξύπνησε αργά. Και ξύπνησε όχι για να σώσει το έθνος, αλλά τα συμφέροντα της ολιγαρχίας». (Φ. Γρηγοριάδης, Αντίστασίς)

Όλα τα άλλα περιττεύουν. Η πιο ελπιδοφόρα εξωεαμική οργάνωση της Πελοποννήσου είναι ο Ελληνικός Στρατός(ΕΣ). Προήλθε από μια κίνηση κατώτερων αξιωματικών στη νότια περιοχή, με πρωτεργάτη τον λοχαγό Σταύρο Νικολόπουλο. Οι αξιωματικοί του ΕΣ διατηρούν επαφή με το ΕΑΜ, και με πυκνές βρετανικές ρίψεις δημιουργούν τον Μάιο του 1943 ένα δικό τους ένοπλο τμήμα περίπου 300 ανδρών. Από το Βουνό προσφέρουν την αρχηγία σε έναν ανώτερο αξιωματικό, τον συνταγματάρχη Αθ. Γιαννακόπουλο, που κατοικεί στην Καλαμάτα. Εκείνος ανταποκρίνεται κολακευμένος μαζί του προσχωρεί στον ΕΣ και ο καθοδηγούμενος από τους Βρετανούς ίλαρχος Τηλέμαχος Βρεττάκος με την ομάδα του. Ατυχώς τον Ιούλιο στέλνονται από την Αθήνα 48 επιλεγμένοι βασιλόφρονες αξιωματικοί για να ενταχθούν στον ΕΣ και να τον ποδηγετήσουν.

Ο στόχος του ΕΣ αλλάζει

Στις 17 Ιουλίου 1943 ο Γιαννακόπουλος υπό την καθοδήγηση του Παπαδόγκωνα κηρύσσει με προκήρυξή του τον πόλεμο όχι εναντίον των κατακτητών, για τους οποίους δεν κάνει την παραμικρή νύξη, μα εναντίον του ΕΛΑΣ. Απαιτεί όλες οι ένοπλες δυνάμεις της περιοχής (μόνο ο ΕΛΑΣ υπάρχει) να τεθούν υπό τις διαταγές του, άλλως «θα κτυπηθούν και θα διαλυθούν διά της βίας». Οι συγκρούσεις αρχίζουν, αλλά στις 20 Ιουλίου, μόλις τρεις ημέρες μετά την προκήρυξη, ένα άλλο γεγονός θα τινάξει εκ θεμελίων την αντιστασιακή υπόσταση του ΕΣ. «Ο μοιραίος άνθρωπος για τον ΕΣ ήταν κορυφαίο στέλεχος του, ο συνταγματάρχης Δ. Παπαδόγκωνας, που, μετά τις πρώτες εντάσεις με το ΕΑΜ, προσέγγισε τους κατακτητές με στόχο την αντικομουνιστική συνεργασία. Όταν ξέσπασε σάλος γι’ αυτό, η οργάνωσή του πρώτα διέψευσε την εγκυρότητα των σχετικών πληροφοριών και έπειτα αποκήρυξε τον Παπαδόγκωνα».[1]

Το περιβόητο σύμφωνο του συνταγματάρχη Παπαδόγκωνα με τον Ιταλό συνταγματάρχη Ντόρια Ντομένικο υπογράφηκε στην Καλαμάτα στις 20 Ιουλίου 1943. Βάσει αυτού οι Ιταλοί δεσμεύονται για «την παροχή οιασδήποτε βοήθειας εις τον συνταγματάρχην Παπαδόγκωνα Διονύσιον, ήτις κατά την αντίληψίν του θα ήτο αναγκαία υπ’ αυτού».

Ο Παπαδόγκωνας αναλαμβάνει να «οργανώσει αποσπάσματα εθνικιστικά, υπό την διοίκησιν του συνταγματάρχου Γιαννακόπουλου Αθανασίου, με τον αποκλειστικόν σκοπόν να διαλύσει τας κομουνιστικάς οργανώσεις ΕΑΜ, ΕΛΑΣ κ.λπ. συνεργαζόμενος μετά πλήρους συναδελφοσύνης μετά των στρατευμάτων κατοχής».

Το αντίγραφο της προδοτικής συμφωνίας το υπεξαίρεσε από το ιταλικό γραφείο αντικατασκοπείας στη Μεσσηνία ο δικηγόρος Γάιος Μαράκας, γιος του διευθυντή της εφημερίδας Σημαία της Καλαμάτας.

Η αποκάλυψη της προδοσίας συγκλονίζει τον Γιαννακόπουλο δεν μπορεί να πιστέψει ότι τέθηκε εν αγνοία του στην υπηρεσία των κατακτητών. Αποκηρύσσει τον Παπαδόγκωνα και μετά από κάποιες παλινδρομήσεις εγκαταλείπει άδοξα το αντάρτικο και επιστρέφει στο σπίτι του. Ο Παπαδόγκωνας καταφεύγει στην Αθήνα, μα θα εμφανιστεί ξανά τον Απρίλιο του επόμενου χρόνου στο πλευρό των Γερμανών για να βάλει φωτιά στην Πελοπόννησο.

Τραγική είναι η τύχη του μπλεγμένου στις αγγλικές δολοπλοκίες ίλαρχου Βρεττάκου· όταν τραυματίζεται θανάσιμα σε συμπλοκή με τον ΕΛΑΣ, δεν καταριέται τους ελασίτες· αυτό που επαναλαμβάνει στο επιθανάτιο αγκομαχητό του είναι:

– Άτιμη Αγγλία… Άτιμοι Άγγλοι, όποιος σας δώσει πίστη χάνεται.

Φονικό

Όταν το 1944 τα Τάγματα Ασφαλείας πληθύνουν στην Πελοπόννησο, με διαταγή του στρατηγού των SS Σιμάνα δημιουργούνται δύο αρχηγεία: στη Βόρεια Πελοπόννησο, με αρχηγό τον συνταγματάρχη Κουρκουλάκο και μονάδες σε Πάτρα, Πύργο και Κόρινθο, και στη Νότια Πελοπόννησο, με αρχηγό τον συνταγματάρχηΠαπαδόγκωνα και μονάδες σε Τρίπολη, Καλαμάτα, Γύθειο, Γαργαλιάνους, Μελιγαλά και Σπάρτη.

Η Πελοπόννησος παίρνει φωτιά.

«Η δράση όλων αυτών των προδοτικών συγκροτημάτων ήταν εγκληματική στην κυριολεξία: δολοφονίες, βασανισμοί, βιασμοί, λεηλασίες, πυρπολήσεις χωριών και κάθε λογής βαρβαρότητες και ατιμίες. Τρομοκρατούσαν τις πόλεις και τα χωριά που κατείχαν, έκαναν συλλήψεις εαμιτών, τους οποίους παρέδιδαν στους Γερμανούς ή τους εκτελούσαν με δική τους πρωτοβουλία, άρπαζαν ό,τι ήθελαν και περίμεναν με ανυπομονησία να γίνουν από τους Γερμανούς εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, για να συμμετάσχουν και να οργιάσουν σε βάρος των χωριών της υπαίθρου». (Μαχαίρας)

Ο Κανελλόπουλος αποτιμά το ποιόν των ταγματασφαλιτών και της ηγεσίας τους: «ο Παπαδόγκωνας εσκότωσεν, εκρέμασεν, εδήωσεν. […] ο Κουρκουλάκος και ο Παπαδόγκωνας είχον επιστρατεύσει μερικούς αλήτας. […] Η στάσις του Παπαδόγκωνα υπήρξεν σκληρά, βίαιος, εντόνως φιλογερμανική».

Ο πόλεμος προσλαμβάνει διαστάσεις που δεν μοιάζουν με καμιάς άλλης περιοχής· τέτοιας αγριότητας εμφύλια σύγκρουση δεν παρατηρήθηκε πουθενά αλλού.

Ο τόπος είναι σκληρός

Υπάρχουν ταξικές και προσωπικές διαφορές, πατριές εχθρικές, συμφέροντα που χωρίζουν. Η αντιπαλότητα μεταξύ δύο προσώπων ποτέ δεν μένει «προσωπική»· αφορά οικογένειες, σόγια και ορισμένες φορές περιοχές ολόκληρες. Τα μίση διατηρούνται άσβεστα και η αντεκδίκηση, η «βεντέτα», ιδίως στις νότιες περιοχές, είναι νόμος. Η αυτοδικία, πράξη εθιμικά επιβεβλημένη. Με το αντάρτικο δίνεται η ευκαιρία επίλυσης διαφορών που χρονίζουν· αρκεί να καταταγεί κάποιος στον ΕΛΑΣ για να πάει ο εχθρός του στα Τάγματα ή αντιστρόφους.

Τα μίση κοχλάζουν

Αυτό που γίνεται δεν έχει όμοιο του σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Σκύβει ανύποπτος κάποιος ελασίτης να πιει νερό και η καλοσυνάτη νοικοκυρά τού παίρνει με το δρεπάνι το κεφάλι. Εαμίτες σύνδεσμοι τεμαχίζονται με τσεκούρια από χωρικούς· οι αντάρτες δέχονται πυροβολισμούς από τα παράθυρα των σπιτιών· τα καμπαναριά των εκκλησιών γίνονται φωλιές πολυβόλων. Όλοι σκοτώνουν και σκοτώνονται χωρίς διακρίσεις· ένα φονικό χωρίς όρια.

Ένα μανιάτικο μοιρολόι της αδερφής του ελασίτη Κυριακούλη Μπαξιβάνη (Μπούφου) πάνω από το νεκρό σώμα του δίνει τις διαστάσεις του ανθρωποκυνηγητού:

Άλλες τους κλαίτε φανερά

κι άλλες τους χλαίμε στα κρυφά,

σκιάζομαι να το μαρτυρού,

όμως εγώ θε να το που,

το ’χου για δόξα και τιμή

τα’ είχ’ αδερφό κομουνιστή…

Οι εκθέσεις της αγγλικής υπηρεσίας πληροφοριών αναφέρουν φρικιαστική δράση των Ταγμάτων· αρκεί μία από αυτές, στις 18.7.1944, για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της σφαγής:

«Στις 26 Φεβρουάριου του ’44 διεξήχθη από τους Γερμανούς στην Αχαΐα επιδρομή μεγάλης κλίμακας με την υποστήριξη των στρατευμάτων του Ράλλη. […] Την επιδρομή αυτή ακολούθησε τον Μάρτιο μια απόπειρα επαναφοράς της τάξης στη Λακωνία και στη Μεσσηνία, κατά την οποία τα Τάγματα συμπεριφέρθηκαν χωρίς οίκτο προς τον ντόπιο πληθυσμό. […]

»Στις 15 Μαρτίου του ’44 οι Γερμανοί ανακοίνωσαν στον πατρινό Τύπο ότι το Τάγμα Εθελοντών “Λεωνίδας” επρόκειτο να εκτελέσει 200 κομουνιστές υπό γερμανική επιτήρηση. Στις 25 Απριλίου του 1944 αναφέρθηκε ότι 110 Έλληνες είχαν τουφεκιστεί από τον ανώτατο διοικητή των Ταγμάτων Ασφαλείας και την Ελληνική Αστυνομία σε αντίποινα για το φόνο δύο Γερμανών αξιωματικών. Από τις 12 έως τις 20 Απριλίου μια νέα και πολύ καλά οργανωμένη επίθεση των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας κατά του ΕΛΑΣ άρχισε στην Αχαΐα και επεκτάθηκε στην Ηλεία. Και σε αυτή την περίπτωση τα Τάγματα, υπό τον συνταγματάρχη Κουρκουλάκο, φέρθηκαν με μεγάλη βαρβαρότητα.

[…] Την 1η Μαΐου και υπό γερμανική επιτήρηση, το Τάγμα της Καλαμάτας εκτέλεσε 40 Έλληνες, γυναικών συμπεριλαμβανομένων». (ΔΙΣ/ΓΕΣ)

Αυτά επισήμως.

Γιατί οι Άγγλοι είναι Άγγλοι· έχουν διασυνδέσεις με όλους και ιδίως με τα Τάγματα. «Όταν ένας νέος Βρετανός αξιωματικός σύνδεσμος προσγειώθηκε στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1944, το πρώτο πράγμα που του είπε ο άνθρωπος με τον οποίο συναντήθηκε ήταν ότι “τα καλύτερα φιλαράκια μας είναι στα Τάγματα”». (Mazower) […]

παρέλαση Ταγμάτων Ασφαλείας

Γερμανικοί

Από τις αρχές Σεπτεμβρίου του 1944 οι προετοιμασίες της γερμανικής αποχώρησης γίνονται αντιληπτές σε όλους. Στην Πελοπόννησο αποβιβάζονται διαρκώς γερμανικά τμήματα από τα νησιά και προωθούνται προς τα πάνω. Φεύγουν οι περισσότερες δυνάμεις από την Κρήτη και τη Ρόδο, αδειάζουν Λέσβος, Σάμος, Χίος και Λήμνος. Στα γραφεία των διοικήσεων σε όλη τη χώρα οι Γερμανοί καίνε και καταστρέφουν επιμελώς όλα τα ενοχοποιητικά έγγραφα. Στην Αθήνα τη νύχτα της 11ης Σεπτεμβρίου στο άντρο της γερμανικής Ασφάλειας, στην οδό Μέρλιν, εκτελούν όλους τους Έλληνες διερμηνείς τους. (Rampe) Αυτή η προνοητικότητα των Γερμανών αξιωματικοί που υπηρέτησαν στην Ελλάδα θα τους εξασφαλίσει την ατιμωρησία στις Δίκες της Νυρεμβέργης ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων και μαρτύρων. Επίσης θα διαφυλαχτεί η ανωνυμία κάποιων υψηλά ιστάμενων Ελλήνων για τις σχέσεις τους με τις γερμανικές αρχές.

Το πρόβλημα της ασφαλούς απαγκίστρωσης των γερμανικών στρατευμάτων από τον ελληνικό χώρο θα κληθούν να το λύσουν οι εθελόδουλοι των Ταγμάτων Ασφαλείας.

Η δικαιολογία που πρόβαλαν όσοι είχαν εξοπλιστεί από τους Γερμανούς ήταν πως κατά την αποχώρησή τους θα έστρεφαν τα όπλα εναντίον τους* θα τους χτυπούσαν, θα τους συνέτριβαν. Πουθενά δεν καταγράφεται ούτε μιατουφέκια. Πουθενά δεν αντιδρούν όταν οι αποχωρούντες κατακτητές ανατινάζουν λιμάνια, γέφυρες, σιδηροδρομικές αρτηρίες, κτίρια και δημόσια έργα ζωτικής σημασίας. Αντιθέτως, τα Τάγματα παίζουν με επιτυχία τον ρόλο των αφοσιωμένων οπισθοφυλακών, καθώς εμπλέκονται σε μάχες με τον ΕΛΑΣ για να διευκολυνθεί η αναίμακτη αποχώρηση των κυρίων τους. «Οι συγκρούσεις απέβησαν εις βάρος των Ελλήνων και διευκόλυναν, κοιτά την κρίσιμη ώρα, την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα». (Μαρκεζίνης)

Ο ΕΛΑΣ και αρχικά η ΣΣΑ προσπαθούν έστω και την ύστατη στιγμή να μεταπείσουν τους ταγματασφαλίτες να μη βοηθήσουν τους κατακτητές. Ο ταγματάρχης Τζον Μάλγκαν, ως επίσημος εκπρόσωπος της Συμμαχικής Αποστολής στην Ελλάδα, στις 26 Αυγούστου στέλνει γραπτό μήνυμα προς τους συνεργάτες του καταχτητή: «Σας δηλώνω εξ ονόματος της ΣΣΑ, η οποία συνεργάζεται με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, ότι καμιά προστασία δεν θα δοθεί σε εκείνους που εξακολουθούν να βοηθούν τους Γερμανούς. Η μόνη σωτηρία σας είναι να εγκαταλείψετε τους Γερμανούς τώρα και να καταθέσετε τα όπλα με τους εξής όρους: δυνάμεθα να σας υποσχεθούμε ότι θα ζήσετε, αλλά εκείνοι που θα εξακολουθήσουν να μαχονται κατά της Ελλάδος και τοον συμμάχοον της δεν έχουν καμιά ελπίδα σωτηρίας≫. (ΑΣΚΙ)

Για να αποτραπεί το εμφύλιο φονικό, την έκκληση επαναλαμβάνει και ο Σαράφης στις 3 Σεπτεμβρίου δεσμεύεται δημοσίως έναντι των Ταγμάτων ότι, εφόσον παραδοθούν χωρίς αντίσταση, «ο ΕΛΑΣ εγγυάται εις όλους ανεξαιρέτως ασφάλειαν ζωής, ελευθερίαν επανόδου εστίας». (ΑΣΚΙ) Πράγματι, όπου οι ένοπλοι των Ταγμάτων υπάκουσαν και παραδόθηκαν στον ΕΛΑΣ, είναι πασίγνωστο ότι δεν εθίγησαν στο παραμικρό όπως στο Αγρίνιο (1.000 ένοπλοι), στη Ναύπακτο (650 ένοπλοι) κ.α. Ο ΕΛΑΣ τήρησε απολύτως τις συμφωνίες- δεν σημειώθηκαν αυτοδικίες και τα μέλη των Ταγμάτων πέρασαν στη δικαιοδοσία της Εθνικής Κυβέρνησης.

«Μύτη δεν άνοιξε! Και ο υποδιοικητής των τσολιάδων του Αγρίνιου, ο ταγματάρχης Αριστείδης Αρσένης, είχε να το λέει χρόνια:

»- Αα, δεν μπορώ να πω! Οι ελασίτες κρατούσαν το λόγο τους. Αν δεν τον κρατούσαν, ούτε θα με βλέπατε ούτε θα με ακούγατε από τότε». (Φ. Γρηγοριάδης, Αντίστασις)

 

Διαφορετικές είναι οι εξελίξεις στην Πελοπόννησο

Ο Κανελλόπουλος εξηγεί τι ακριβώς έγινε: «Τα Τάγματα Ασφαλείας Καλαμών και Πύργου έκαμαν την αφροσύνη να προβάλουν αντίσταση στους αντάρτες του ΕΛΑΣ. […] Ο στρατός του ΕΛΑΣ είχε χαρακτηρισθεί τμήμα του συμμαχικού στρατού και ο Άρης Βελουχιώτης ως διοικητής της Μεραρχίας του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησον δεχόταν εντολές από τον αρχιστράτηγον Ουίλσον. Τα Τάγματα Ασφαλείας είχαν κηρυχθεί από τους Συμμάχους σχηματισμοί εχθρικοί». (Παπαστεριόπουλος)

Στην Πελοπόννησο οι Γερμανικοί είναι πολυπληθείς και συγκριτικά με τους ελασίτες άριστα εξοπλισμένοι οι αρχηγοί τους περιφρονούν τις ειρηνευτικές προτάσεις του ΕΛΑΣ και συνεχίζουν το προδοτικό έργο τους. Ένα τηλεγράφημα του φον Γκρέβενιτς στις 9 Σεπτεμβρίου περιγράφει επακριβώς τη στάση τους: «Για την ασφάλεια των γερμανικών κινήσεων απαγκίστρωσης από τις κομουνιστικές συμμορίες χρησιμοποιούνται ελληνικοί σύνδεσμοι, δηλαδή Τάγματα Ευζώνων στον Πύργο και το Ναύπλιο, στο οποίο παραμένει ακόμα Γερμανός αξιωματικός σύνδεσμος με το 68ο Σώμα Στρατού, με τμήματα στις παράκτιες πόλεις Γύθειο, Καλαμάτα και Κυπαρισσία και στις πόλεις στην ενδοχώρα Σπάρτη και Μελιγαλά. Ο αστυνομικός αρχηγός [εννοεί τον στρατηγό των SS Σιμάνα] είναι θετικά εντυπωσιασμένος από την πίστη τους και την αγωνιστική τους θέληση. […] Εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους για την προστασία της γερμανικής Βέρμαχτ». (Sekendorf)

Αυτή η ελεεινή συμπεριφορά: των προδοτικών σχηματισμών στην Πελοπόννησο θα οδηγήσει σε ένα χωρίς προηγούμενο αιματοκύλισμα εκατοντάδες ταγματασφαλίτες, αντάρτες του ΕΛΑΣ, καθώς και χωρικοί που βρέθηκαν στο πεδίο των συγκρούσεων θα χάσουν τη ζωή τους σε άγριες, φονικές μάχες και αλόγιστες πράξεις αντεκδίκησης.

 

Η εξέλιξη ήταν αναμενόμενη

 

Αφού τα Τάγματα με τις πλάτες των Γερμανών είχαν αναγορευτεί σε δικαστές και δημίους, ήταν βέβαιο πως θα ερχόταν η σειρά τους μόλις η κατάσταση άλλαζε εις βάρος τους. Οι ταγματασφαλίτες δεν ήσαν οι ανώνυμοι Γερμανοί στρατιώτες που γύρισαν στην πατρίδα τους* ήσαν συγκεκριμένα πρόσωπα, συντοπίτες των χωρικών, που είχαν κάψει το σπίτι τους, είχαν σκοτώσει το παιδί τους, είχαν βιάσει την κόρη ή την αδερφή τους.

Σύμφωνα με το γερμανικό σχέδιο, οι ένοπλοι δωσίλογοι εξωθούνταν σε μια πορεία μη αναστρέψιμη. Όλο και περισσότερο αναλάμβαναν την εκτέλεση «αντιποίνων», ενώ, σύμφωνα ακόμη και με ουδέτερες πηγές, ξεπερνούσαν σε σκληρότητα συχνά και αυτούς τους κατακτητές. Οι γερμανικές αρχές διαπίστωναν με ευχαρίστηση, ότι το μίσος του πληθυσμού κατευθυνόταν κυρίως κατά των εκτελεστικών οργάνων[2].

Για λόγους δικαιοσύνης πρέπει να σημειωθεί ότι οι αντάρτες του ΕΛΑΣ μικρή μόνο σχέση έχουν με τις ανεξέλεγκτες εκτελέσεις τον περισσότερο καιρό βρίσκονταν στα βουνά και λίγοι είχαν ζήσει από πρώτο χέρι τις ωμότητες των ταγματασφαλιτών. Μάλιστα κάποιοι αξιωματικοί και καπετάνιοι ήρθαν σε σύγκρουση με το πλήθος, το οποίο απαιτούσε να εκτελεστούν επιτόπου οι δωσίλογοι που συλλαμβάνονταν. Τις αυτοδικίες τις διέπραξαν, συχνά με την υποκίνηση πολιτικών από τις τοπικές οργανώσεις, οι εφεδρικοί και οι παθόντες χωρικοί.

Αυτοί είχαν παραμείνει όλο αυτό το διάστημα στα σπίτια τους, είχαν υποστεί τις φρικαλεότητες, κράτησαν τον λογαριασμό ανοιχτό και τον ξεπλήρωσαν με τον τρόπο τους. Κυρίως οι κάτοικοι της Λακωνίας και της Μεσσηνίαςόπου έγιναν οι περισσότερες πράξεις αυτοδικίας, μισούσαν θανάσιμα τους δημίους τους. Και οι δημόσιες καταγγελίες της Εθνικής Κυβέρνησης εναντίον των Ταγμάτων τούς εξαγρίωναν ακόμη περισσότερο, αφού τους παρείχαν τη διαβεβαίωση ότι και ο νόμος είναι με το μέρος τους.

Αυτοί που επί χρόνια τελούν μνημόσυνα των σφαγιασθέντων από τον ΕΛΑΣ, για να συντηρήσουν το εμφύλιο μίσος,εξαπατούν συστηματικά τους οικείους των νεκρώνΟι ταγματασφαλίτες δεν έπεσαν θύματα του ΕΛΑΣ, που είχε και αυτός τεράστιες απώλειες στις συγκρούσεις. Την ευθύνη για το μακελειό στην Πελοπόννησο την έχουν οι Βρετανοί και ο πρωθυπουργός της αναίμακτης απελευθέρωσης Παπανδρέου.

Αρκούσε μια λέξη, μια εντολή για να αποτραπεί το κακό και στην Πελοπόννησο, μα δεν την είπαν.

Διονύσης Χαριτόπουλος, Άρης, ο αρχηγός των άτακτων, εκδόσεις Τόπος, αποσπάσματα από τις σελ. 546 – 582


[1] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους

[2] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους