με το ερώτημα σαν απάντηση

“…Εναι καιρός νά ρθον τά μπόδια, στε ατή  λίγη περιουσία πού πέμεινε στήν κκλησία νά τς πιτραπε νά τήν ξιοποιήσει πρός φελος το λαο μας. Καί ποιος πιθυμε νά ργαστε στήν λληνική γ, συμβάλλοντας στή διατροφική πάρκεια τς χώρας καί στήν νάπτυξη σύγχρονων ξαγώγιμων προϊόντων καλλιέργειας καί βοσκς, ς γνωρίζει τι, ση λίγη γ νήκει κόμα στήν κκλησία, θά εναι στή διάθεσή του…”

Αυτά είπε μεταξύ άλλων σήμερα ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος εστιάζοντας στο εδαφικό τμήμα της εκκλησιαστικής περιουσίας που διαχειρίζεται ο κλήρος και μάλιστα αυτοί που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία του. Οι κατευθύνσεις, επιπλέον, για την ανάπτυξη “σύγχρονων εξαγώγιμων προϊόντων καλλιέργειας και βοσκής” (ιπποφαές; τυρί από γαϊδουρόγαλο;) μας βάζει σε κάποιες σκέψεις ότι ήδη είναι έτοιμο το σχέδιο… Ακόμα κι έτσι όμως, αποτελεί ένα βήμα κι αν το δούμε στην Αίγινα, ουσιαστικά, ένα μεγάλο μέρος του νησιού. Είναι προς συζήτηση αυτή η αξιοποίηση που είναι περιττό να πούμε ότι έπρεπε ήδη να είχε ξεκινήσει.

…όταν πρωτοπήγα στην Αίγινα, τον Ιούλιο 1903…

 

ΑΙΓΙΝΑΙΑ ΕΜΠΟΛΗ (1)

Υπό ΣΤΥΛ. ΕΜ. ΛΥΚΟΥΔΗ, ακαδημαϊκού, υποναυάρχου ε.α.

“…Μου θυμίζουν το νεράκι που μούφερναν, τ’ απόγευμα μόλις ξυπνούσα με τον καφφέ και την κουταλιά της βανίλλιας της καλοδεμμένης από τον μακαρίτη τον Κωστή Σχινά, στο ξενοδοχείο του Καρυδάκη, όταν πρωτοπήγα στην Αίγινα, τον Ιούλιο 1903, για να θεμελιώσω το μελλοντικό σπητικό του.

Δεν ήταν βέβαια το νερό της Ούλεν, από τη λίμνη του Μαραθώνος, ήταν κουβαλητό με τα καρράκια των «νερουλάδων» του Ντηλαβέρη και των αλλονών, σε βαρελάκια κομψά, από το πηγάδι του Μερηστού, της οάσεως αυτής του νησιού μας. Της στολισμένης με πλατανάκια, λευκίτσες, λιγαριές, πικροδάφνες, αρμπαρόρριζες, μαντουράνες,δυόσμους, βασιλικούς και γεράνια καταπόρφυρα. Νερό, πώς να το πω, με ουσία και γεύσι, μ’ ελαφράδα που δεν βάραινε το στομάχι διόλου.

Και ρώτησα μια μέρα την κυρά Μαρδικούλα, την ηλικιωμένη που εξυπηρετούσε το ξενοδοχείο, πώς έπαιρνε το νερό τους αυτή την ευχάριστη δροσερότητα.

-Να ‘ναι καλά του Προφήτ’ Ηλία τα’ ασπροχώματα και του Άη Δημήτρη των Λυκούρηδων κοντά στου Μπαρού. Μα κι ο Γκαρής και η τέχνη του. Μαζή όλ’ αυτά, κάνουν ξακουστά και στην Αθήνα ακόμα τα Αιγινήτικά μας κανάτια.

Κι αγόρασα αμέσως ένα τέτοιο κουμάρι διπλό, γιατί μ’ άρεζε πάντα να έχω νερό δροσερό. Όταν δεν φύσαγε και σ’ έπνιγ’ η λαύρα, τόβαζα στον ίσκιοι της ταρατσούλας του ξενοδοχείου κι έκανα χάζι να βλέπω το νερό που σιγά σιγά ξίδρωναν οι πόροι του…”

ΚΗΡΥΞ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ, ΙΟΥΝΙΟΣ 1947, σελίδα 2

Η φυσιογνωμία της Αίγινας

Αυτό που διαπερνά απ’ άκρη σ’ άκρη το ιδεολογικό, πολιτικό, οικονομικό σώμα της Αίγινας είναι ο Τουρισμός. Ήδη από το 1947, χρονολογία έκδοσης του πρώτου τοπικού εντύπου με την ονομασία «Κήρυξ της Αιγίνης», κείμενα μεταξύ άλλων σε μεταπολεμική περίοδο «εθνικής ανασυγκρότησης» από πλευράς αστικής τάξης και διανόησής της, αναφέρονται στον τουρισμό. Χαρακτηριστικά, ένα από αυτά αναφέρεται για «…τον ευκολώτερον και βεβαιώτερον τρόπον αυξήσεως του εισοδήματος. Δηλαδή την εκμετάλλευσιν του «φρέσκου» αέρα, η οποία σοβαροφανώς καλείται Τουρισμός. Δι’ αυτήν θα βοηθήση ασφαλώς δια γενικότερους λόγους αυξήσεως του διεθνούς εν Ελλάδι τουρισμού και το κράτος, λόγω των περίφημων Αιγινήτικων αρχαιοτήτων…». Αέρας κοπανιστός, δηλαδή. Δεν ήταν όμως αυτή η εποχή που θα επέτρεπε έναν συνολικό σχεδιασμό παρόλο που ένας υποτυπώδης από τη δεκαετία του ‘30 με τη δημιουργία γραφείων τουρισμού σε πόλεις τις Ελλάδας, υπήρξε. Η Ελλάδα έβγαινε από τον πιο καταστροφικό πόλεμο στην Ιστορία, με χιλιάδες αστέγους, ορφανά, ανάπηρους, με κατεστραμμένες υποδομές, με υποτυπώδη παραγωγή, και έμπαινε σε ένα εμφύλιο πόλεμο. Το ελληνικό κράτος είχε προδιαγράψει την πορεία του σχετικά με την κατεύθυνσή του στον οικονομικό και πολιτικό τομέα εγκαινιάζοντας τον ψυχρό πόλεμο με τις αμερικανικές βόμβες ναπάλμ στο Γράμμο & Βίτσι. Έτσι κι αλλιώς, αν εξαιρέσουμε την περίοδο της αστικής κυβέρνησης Παπαναστασίου κι αργότερα μεταπολεμικά αυτής του Γεωργίου Παπανδρέου, η ελληνική Ιστορία και μέχρι τον πόλεμο αλλά και αργότερα μέχρι τη χούντα είναι ένα πεδίο μικρών και μεγάλων εμφυλίων, εναλλαγής κυβερνήσεων και δικτατοριών, πολεμικής ατμόσφαιρας και ανακατάταξης συνόρων, μετανάστευσης στην Αμερική-μετά από μια μεγάλη οικονομική κρίση στην πρωτογενή παραγωγή, υποδοχής προσφύγων και ειδικά μετά το 1923 όταν πάνω από 1.000.000, νέοι υπήκοοι, έλληνες από την Τουρκία, βρέθηκαν ανέστιοι και πένητες σε μια χώρα που ήδη το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της ήταν στο όριο της επιβίωσης. Ο «Τουρισμός» ήταν υπόθεση ενός μίγματος διανοουμένων και μέρους της αστικής τάξης, το οποίο συνδύαζε την ανάδειξη του αρχαίου κλέους ως απόδειξη εθνικής καταγωγής, με την μόρφωση, η οποία αποτελούσε αξία επέκτασής της. Ένας περιηγητικός-αρχαιολογικός «τουρισμός» δηλαδή ως δυνατότητα της κυρίαρχης τάξης στην ιδεολογική της αναμέτρηση με την Ιστορία και με τα «καλά» της επαρχίας. Καλοπέραση-φρέσκος αήρ και δουλειά για το έθνος (πλην εξαιρέσεων, βέβαια).

Η γενεαλογία του τουρισμού χωρίς να το γνωρίζει

Η Ελλάδα, όπως το μαρτυρούν οι άπειρες γκραβούρες, οι άφθονες περιηγητικές αναφορές από τα «ταξίδια» διανοουμένων, αρχαιολατρών, τυχοδιωκτών, ιεραποστόλων και πάσης φύσεως αποστολών, ήδη από τον 15ο-16ο αιώνα της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης μέχρι και τον 19ο αιώνα, ήταν στο επίκεντρο της αναζήτησης ταυτότητας από πλευράς των εθνικών αστικών τάξεων στην Ευρώπη που ήταν υπό διαμόρφωση. Ο κλασικισμός, το κυρίαρχο ρεύμα που διαπερνούσε την Πολιτική, την Τέχνη, τη Φιλοσοφία και τις Επιστήμες, έβρισκε στις όποιες προσλαμβάνουσες, την αρχαία Ελλάδα σαν το λίκνο και την αφετηρία του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Το ταξίδι στην Ελλάδα και η γνωριμία με τις αρχαιότητές της ήταν η βασική προϋπόθεση τμήματος της αστικής τάξης δίπλα σ’ αυτού της οικονομικής τάσης για να μπορεί να τεκμηριώσει τις προβολές της και για να μπει στα πρώιμα θινκ τανκ των κρατικών σχηματισμών. Ο ρομαντισμός, κυρίαρχο ρεύμα,αργότερα, για τη συγκρότηση εθνικών κρατών (αν εξαιρέσουμε την μακρινή και πρώιμη Αγγλία η οποία στήριξε τον κρατικό της προορισμό κυρίως μέσω της αποικιοκρατίας) στηρίχτηκε στην αρχαία κλασική λογοτεχνία, φιλοσοφία και ιστορία, φορμαλιστικά και από άποψη έμπνευσης περιεχομένου. Έτσι, ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον αναπτύχθηκε έχοντας ως όχημα το ταξίδι και την επιτόπια έρευνα. Από κει και οι πρώτες αρχαιολογικές αποστολές οι οποίες λεηλάτησαν με τη βοήθεια των τοπικών αρχών τις ελληνικές αρχαιότητες μέχρι να καθιερωθούν ως οι αποκλειστικοί παράγοντες αργότερα για την ανάδειξή τους στην Ελλάδα. Σε όλα τα αρχαιολογικά ευρωπαϊκά μουσεία, η ύπαρξη ελληνικών αρχαιοτήτων υποδηλώνει όλη αυτήν την τάση και τη δίψα για ταυτοποίηση από τη μια αλλά και μια σοβαρή τάση κατάκτησης και νέας «διαχείρισης» της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς. Οι αρχαιότητες για την αστική τάξη μέχρι και το 1950-60, εποχή διεύρυνσης του δικαιώματος στη σχόλη (θερινές άδειες) της εργατοϋπαλληλικής τάξης της ανεπτυγμένης Ευρώπης, ήταν ο βασικός πυλώνας ενδιαφερόντων για το ταξίδι «αλλού». Από κει και το ρεύμα του φιλελληνισμού που ήταν και το εδάφιο για να δημιουργηθεί ένας δίαυλος που συνδύαζε το αυθεντικό ενδιαφέρον, την πολιτικής εξάρτηση και οικονομική διείσδυση μέσω δανείων, με πρώτο αυτό που αφορούσε το πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1930. Την «ανεξαρτησία» του ελληνικού κράτους.

Το νέο τουριστικό υποκείμενο και η αναζήτηση της χαμένης ελληνικότητας: μια συνάντηση που δεν έγινε

Έτσι, πριν το «Κορίτσια στον ήλιο» και την αέναη εισροή ξανθού και λευκού πληθυσμού από την Ευρώπη το θέρος, έχουμε τις αρχαιότητες ως προορισμό δίπλα στο αντιπροσωπευτικό μεσογειακό κλίμα και το ενδιαφέρον για την καθυστερημένη Ελλάδα και τους Έλληνες, τα περίεργα αυτά ζώα που συνεχίζουν να έχουν ένα τρόπο ζωής διαφορετικό, παρόλη την «μεγαλειώδη Ιστορία τους». Οι προαναφερόμενες δεκαετίες 1950-60 θα είναι καθοριστικές στην αλλαγή του περιεχομένου του ταξιδιωτικού προορισμού αλλά και στην αλλαγή του υποκειμένου του. Το υποκείμενο διευρύνεται σε ένα ιστορικό πλαίσιο αλλαγών που αργότερα καταφθάνει και στην Ελλάδα, ενώ για την Ελλάδα το’ 60 είναι η περίοδος που σημαντικό τμήμα της διανόησης (Σεφέρης, Ελύτης, Χατζιδάκης, Θεοδωράκης, Πικιώνης, Κωνσταντινίδης, Εγγονόπουλος, Τσαρούχης, Θεοτοκάς, Παπανούτσος, Μόραλης, Καπράλος, κλπ) αναζητά χωρίς δικαίωση, μια άλλη ελληνικότητα μακριά και πέρα από τις αφηγήσεις των ελλήνων «ρομαντικών». Γι’ αυτό και δεν μπορούν να συνδεθούν τα δυο ρεύματα. Το μεν πρώτο, εκ δυσμάς, επαρμένο και από οικολογικές ευαισθησίες, αλλοδαπό και πολιτισμικά κυρίαρχο, κυρίως νεολαιίστικο αναζητά την επαφή με τη φύση και τον έρωτα πλημμυρίζοντας τα ελληνικά νησιά με την παρουσία του, αργότερα το 1970 έως το 80, ενώ το δεύτερο της «χαμένης ελληνικότητας» έχει ήδη χάσει σε μια πάμφτωχη Ελλάδα, με χιλιάδες πολιτικούς κρατούμενους, με μια βιομηχανία που έχει απλωθεί με κίνητρα (π.χ. το φάγωμα των αποθεματικών των Ταμείων Ασφάλισης) καταστρέφοντας λίγο-λίγο το ελληνικό τοπίο, με μια νέα μετανάστευση προς όλες τις καπιταλιστικά ανεπτυγμένες χώρες της Υφηλίου και με τις αναφαινόμενες τάσεις αστυφιλίας που δημιουργούν την  Αθήνα-τερατούπολη. Χιλιάδες ταινίες που παρουσιάζουν τις ξεχωριστές τοπικότητες της Ελλάδας εκείνη την περίοδο παράγονται ενώ ξεκινούν και οι πρώτες συγκροτημένες καταγραφές εθίμων, δημοτικών τραγουδιών  κλπ., μια πρώιμη λαογραφία που αργότερα θα μπορούσε να στηθεί τόσο για την εξυπηρέτηση του εθνικού κορμού όσο και για την μετέπειτα μεταμοντέρνα πώληση «εδωδίμων και αποικιακών» προϊόντων. Ο τουρίστας με το σακίδιο που βουτάει τα γένια του στο καρπούζι, περιπατητής, με το αντίσκηνο για το βράδυ, που τη «βγάζει με ντομάτα και τυρί» είναι εκείνη την εποχή το στερεότυπο του διευρυμένου τουριστικού υποκειμένου που δημιουργεί πρότυπα. Αργότερα στην πιο καταναλωτική του εκδοχή που παρουσιάζουν οι ελληνικές τουριστικές ταινίες του 1960-70, συμπορεύεται με τον ακριβό τουρισμό του jet-set για άραβες μεγιστάνες, κροίσους και αστέρια του κινηματογραφικού θεάματος σε πολύ συγκεκριμένους και περιγεγραμμένους τόπους (πχ. Ύδρα, Μύκονος κλπ.). Τότε γεννιέται και ο τύπος του γκρικ λάβερ και της μάνας του που πουλάει στις ταβέρνες παστίτσιο και μουσακά. Αυτή είναι και η εποχή που πλέον πιο σοβαρά και ύστερα από την διεύρυνση μετοίκισης πολλών δυτικών και βορείων στην ελληνική περιφέρεια (σοβαρό δείγμα της αύξησης του ενδιαφέροντος), ξεκινάει ο τουρισμός ως μια κεντρική επιλογή του κράτους (χαρακτηριστικό της εποχής είναι η δημιουργία περισσότερων γραφείων, τουριστικής αστυνομίας και το χτίσιμο των ΞΕΝΙΑ) αλλά και αποκλειστική οικονομική επιλογή του μεγάλου παράλιου και νησιωτικού τμήματος της χώρας. Η ανάπτυξη του κοινωνικού τουρισμού στην Ευρώπη και πολύ αργότερα το 1990-2000 ως καρικατούρα στην Ελλάδα ανοίγει πλέον και τη δυνατότητα ίδρυσης γραφείων με τα πακέτα τουρισμού μέχρι και τα περίφημα διακοπο-δάνεια. Η θέσμιση και των θερινών αδειών για μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης μετά το ‘70, δίνει και τη δυνατότητα του ανοίγματος ενός νέου πεδίου οικονομικής ανάπτυξης που περιλαμβάνει την οικοδομική ανάπτυξη της τουριστικής υποδομής (ξενοδοχεία, ρουμς του λετ, διασκέδαση-επισιτισμός, εμπόριο κλπ) και του μόνιμου παραθερισμού, δηλαδή την επέκταση της δόμησης με μόνιμες εξοχικές κατοικίες. Αυτό όμως που πλέον αρχίζει και διαφαίνεται είναι η αλλαγή προτύπων με το καταναλωτικό να ξεπερνά το, ας πούμε «μορφωτικό» και «περιηγητικό». Δημιουργούνται όλο και πιο μόνιμες εστίες κατανάλωσης της φύσης με υποκατάστατα όλο και πιο βασισμένα στο αστικό τοπίο. Από τη χούντα η οποία στήριξε σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό την οικονομία της στην οικοδομική επέκταση και μέχρι σήμερα με την κρίση, παγιώνεται σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό ο τουρισμός ως η βιομηχανία των ατομικών τέρψεων. Από κει και μετά καθιερώνεται το «όλα για τον τουρίστα» μέχρι το «χαμογελάτε» της πάλαι ποτέ γιγαντοαφίσας-διαφήμισης του ΕΟΤ και της οριστικής ενσωμάτωσης των Υπουργείων Τουρισμού και Πολιτισμού λίγο πριν την περίοδο της έναρξης της οικονομικής κρίσης. Έτσι καθιερώνεται το πρότυπο του πρωτοκοσμικού αστού τουρίστα που επιθυμεί ένα επίπεδο αστικής κατανάλωσης σε ένα μη αστικό τοπίο που ολοένα και διαμορφώνεται πολύ γρήγορα αφού «η αγορά τρέχει», σαν τέτοιο για λογαριασμό του. Έτσι αποκτά από κείνη την περίοδο ραγδαία ένα πολύ σημαντικό τμήμα της Ελλάδας τουριστική συνείδηση, όταν η τοπική οικονομία της συνδέεται απόλυτα με τον τουρισμό και ο τουρισμός αποτελεί τον προνομιακό χώρο και χρόνο της καθημερινής προσδοκίας του μισθωτού και του επαγγελματία.

Συμπερασματικά:

Η εγκατάλειψη της πρωτογενούς παραγωγής που χαρακτήριζε μέχρι τότε τις κοινωνίες αυτές, τις μετέπειτα τουριστικές ζώνες, ήταν το μεγάλο βήμα για την οικονομική τους ανάπτυξη δίπλα στην υιοθέτηση προτύπων αστικής ζωής. Ο κοινωνικός μετασχηματισμός περνούσε μέσα από την καπιταλιστική ανάπτυξη, γεγονός που σήμαινε: υποβάθμιση του πρωτογενούς παραγωγικού τομέα και ανάπτυξη της τριτογενούς τουριστικής υπηρεσίας-οικοδομής (με την ανάπτυξη των συμπαρομαρτούντων ρίαλ εστέιτ-τουριστικών γραφείων-οικοδομικών επιχειρήσεων) , την ανάπτυξη μιας τουριστικής πολιτικής (που στο σύνολο των θεσμών της θα επέκτεινε αυτήν την τάση καταπατώντας κάθε κανονιστική διάταξη που ενέτασσε την πρωτογενή παραγωγή, τον περιορισμό της δόμησης και του σχεδίου πόλης, την ανάδειξη της ιδιαίτερης εθνικής φυσιογνωμίας μέσω της αρχιτεκτονικής, της Ιστορικής, περιβαλλοντικής φυσιογνωμίας και σ’ αυτό κινήθηκαν οι βασικοί παράγοντες της Πολεοδομίας και της Χωροταξίας) και τη διεύρυνση της επιβολής ενός καταναλωτικού μοντέλου μέσω της εμπορευματοποίησης των ελεύθερου χρόνου και της δημιουργίας ενός νέου οικονομικού κύκλου γύρω από αυτόν.

Η τουριστική ανάπτυξη στην Αίγινα

Το αίτημα

Στην Αίγινα, ήδη από τη δεκαετία του 60 ξεκινούν οι πρώτες αναφορές για την απομάκρυνση των Φυλακών και του τόπου εκτελέσεων των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος. Στα πλοία της γραμμής στην κυριολεξία συνωστίζονται χωροφύλακες, μεταγωγικά οχήματα, κρατούμενοι μαζί με τουρίστες που έρχονται να απολαύσουν το φως της Αίγινας. Αυτή η τάση είναι που συμμαχεί και με τον αβάσταχτο πόνο του καθημερινού φτωχού ανθρώπου του νησιού που βλέπει τα αποσπάσματα να περιφέρονται στα καφενεία όταν την επόμενη έχουν να πραγματοποιήσουν δολοφονίες πολιτικών κρατουμένων. Η παραλία γεμίζει από τους επισκέπτες-συγγενείς και φίλους των πολιτικών κρατουμένων που μεταφέρουν τη μαυρίλα τους δίπλα στους τουρίστες και ντόπιους που επιθυμούν να αναπαραστήσουν τη Βουγιουκλάκη και τον Μπάρκουλη από την ταινία «Διακοπές στην Αίγινα». Ήδη, η Αγία Μαρίνα από τότε ξεκινάει να έχει μια αίγλη. Χιλιάδες συνωστίζονται στις καθιερωμένες πλέον αργίες, στα εκδοτήρια εισιτηρίων στον Πειραιά, προκειμένου να εξασφαλίσουν μια θέση για το μαγικό προορισμό αφού ήδη «σε έναν πρόχειρο υπολογισμό με τον μακαρίτη Στρατηγό Π. Πετρίτη προπολεμικώς, επί 100 εισιτηρίων που εκόπτοντο εις την γραμμήν Σαρωνικού, τα 52 ήσαν μόνον δια την Αίγινα», όπως διατείνεται σε άρθρο του ο «Κήρυξ της Αιγίνης» το 1947. Η Αγία Μαρίνα, μακριά από τις φυλακές και με την πιο μεγάλη αμμουδιά, ομαλή, ήταν ο ιδανικός και ο πλέον κοντινός τόπος για να ξεκινήσει το τουριστικό όνειρο κι απολαβές του, μ’ αυτή τη μορφή και περιεχόμενο, στην Αίγινα. Για τουρίστες και ντόπιους. Η Σαλαμίνα ήταν ήδη ο «Γάγγης» των φτωχών συνοικιών της Αττικής, ήταν μια προέκταση της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης Περάματος και των εγκαταστάσεων του Πολεμικού Ναυτικού κι από παλιά ήταν ένας προορισμός που πολύ άμεσα έγινε μόνιμος και λόγω μιας αστραπιαίας μετακίνηση προς το νησί μέσω ενός σύντομου πορθμείου, κρατώντας για τον εαυτό της και τον όρο «Σαλαμινοποίηση» ως περιγραφή της δραστηριότητας που ενοποιεί οικιστικά τα μέρη της περιφέρειας.

Η διαμόρφωση του νέου και ενιαίου τουριστικού υποκειμένου: ο παραθεριστής και ο καταναλωτής ψευδαισθήσεων

Μαζί με τους ντόπιους, λίγοι εξ Αττικής αγοράζουν ήδη από τη μεταπολεμική περίοδο μεγάλες εκτάσεις στην Αίγινα είτε ξεπλένοντας το χρήμα τους είτε επενδύοντας με προοπτική. Κόβουν την αγροτική γη σε μικρότερα οικόπεδα και τις κατάλληλες στιγμές άνθισης της οικοδομικής δραστηριότητας, τη μοσχοπουλούν. Είτε ντόπιοι που αγοράζουν, είτε κυρίως ξενοκαρφίτες, συνιστούν το πρώιμο ρίαλ εστέιτ της Αίγινας, από το ‘70 δίπλα στην άνθιση της τουριστικής βιομηχανίας και στην ανάπτυξη των νταμαριών. Είναι μια περίοδος που η Αίγινα συγκρούεται για τους ίδιους λόγους: για την τροπή που θα έχει ο τουρισμός. Από τη μια τα νταμάρια του Τόγια κλπ. που αποκεντρωμένα και δίπλα στους επίσημους προορισμούς ήδη από τη δεκαετία του 70 (Άγιος Νεκτάριος, βυζαντινά εκκλησάκια της Παλια-Χώρας, Αφαία) κι από την άλλη φορείς που επιδιώκουν για λόγους τουριστικούς αλλά και ιδεολογικούς να τα προστατέψουν. Δημοσιεύματα της εποχής το καταμαρτυρούν: «…Σε δυο μεγάλους οικονομικούς συντελεστές στηρίζεται κυρίως η οικονομία της Αίγινας α)στο μοναστήρι Αγίου Νεκταρίου και β)στο Δωρικού ρυθμού Ναό της Αφαίας…» γράφει σε δημοσίευμα του 1977, συντάκτης της εφημερίδας «Βήμα της Αίγινας» για να τονίσει το αδιέξοδο της παράνομης λειτουργίας των νταμαριών που ήδη έχουν απαγορευτεί με προεδρικό διάταγμα από το ‘75. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Μάλλον όχι. Τα στίφη επισκεπτών του Αγίου Νεκταρίου που επισκέπτονται τον Άγιο για το θαύμα του, όπως και οι αρκετοί επισκέπτες της Αφαίας, ξένοι κυρίως για να θαυμάσουν το ναό, έχουν μια ευκαιριακή σχέση με τον τόπο. Είναι θρησκευτικός και αρχαιολατρικός τουρισμός του «ψεκάστε-σκουπίστε-τελειώσατε». Αφού τακτοποιούν μαζικά, μέσα τους, την ατομική υπόθεση θαύματος ή του θαυμασμού, αποχωρούν για ψαράκι, χταποδάκι, φιστικάκι, ή για το, απ’ το σπίτι, «μαντιλάκι με τις ελιές και το ψωμάκι». Δεν θα παραμείνουν σ’ αυτές τις περιοχές να ζήσουν, έστω για κάποιες μέρες. Από την άλλη, παραθεριστικά και τουριστικά λόγω αλλαγής της φυσιογνωμίας του υποκειμένου του τουρίστα-παραθεριστή, αναπτύσσονται οι άλλες περιοχές της Αίγινας που όχι μόνο δεν υποφέρουν για το ό,τι έγκλημα συμβαίνει στα ιστορικά μνημεία της Αίγινας από τα νταμάρια, αφού απολαμβάνουν μπανάκι, φαγάκι, κρασάκι, ποτάκι, καμάκι και ντάνσιγκ αλλά επωφελούνται από αυτό, αφού τα οικοδομικά υλικά είναι και πιο φτηνά. Οι λίγοι πνευματικοί άνθρωποι-φίλοι του νησιού είναι απλά φίλοι του νησιού και δεν μπαίνουν σε καμιά διαδικασία σύγκρουσης με συμφέροντα της τουριστικής-οικοδομικής δραστηριότητας προτρέποντας πάντα διακριτικά «για την προστασία της αιγινήτικης αρχαίας κληρονομιάς και της φύσης» κι απολαμβάνοντας ως τμήμα της αστικής διανόησης τις αειφόρες διακοπές τους λύνοντας τα προβλήματα σε στενούς κύκλους και σε εκδόσεις ενδιαφέροντος που, λίγο έχουν να κάνουν με την πραγματικότητα και τον κοινωνικό μετασχηματισμό της εποχής. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο γίνονται «εχθροί του λαού» στην περίσταση της κατάργησης των 12 οικισμών της Αίγινας, το 1977, απόφαση που πάρθηκε πίσω, στα γρήγορα, από τη Νομαρχία Πειραιά. Ο Δημοτικός Σύμβουλος Αλεξίου και παλιός σημαντικός παράγοντας της Αριστεράς, διατυπώνει γραπτά στην πρότασή του για διαμαρτυρία του λαού της Αίγινας, όπως καταγράφεται από το «Βήμα της Αίγινας» το 1977: «…και ο λαός της Αιγίνης να συγκεντρωθή διαμαρτυρόμενος εναντίον της αποφάσεως και αυτών οι οποίοι παρεκίνησαν τους αρμοδίους αποκτώντας εις την Αίγινα κυριαρχικά δικαιώματα αγοράζοντας ένα κομμάτι γη και θέλουν να μας επιβάλλουν τας καλλιτεχνικάς των αντιλήψεις. Όχι κύριοι είστε φιλοξενούμενοι στο τόπο μας και δεν θα επιτρέψουμε να τον κάνετε ησυχαστήριό σας». Το ίδιο που συμβαίνει και σήμερα με τους πλουσίους μετοίκους καλλιτέχνες της Αίγινας. Δεν πολυμπερδεύονται στα πολιτικά. Απολαμβάνουν τα λεφτά τους και την ησυχία τους, στους μικρούς κλειστούς κύκλους τους, αναπαράγοντας τους εαυτούς τους σε καλλιτεχνικά γεγονότα ή σε συνάξεις τους στις βίλες ή αλλιώς «οικίες». Άντε το πολύ-πολύ να θίξουν ό,τι θίγει τις «οικίες» τους.

Η πρωτογενής παραγωγή και το φιστίκι ως διακριτό χαρακτηριστικό και σύμβολο

Έτσι η ραγδαία μετατροπή της αγροτικής γης σε τουριστική-οικιστική-εμπορική που ήδη εντοπίζεται από τη χωροταξική μελέτη του 1975 υπό το Υπουργείο Συντονισμού που παρέχει πλήθος στοιχείων συνολικά για τις κοινωνικές, οικονομικές, αισθητικές, τάσεις στην Αίγινα, ξεκινάει να εστιάζει σε ένα δείγμα αγροτικής παραγωγής που είναι και μοναδικό. Το φιστίκι. Ένα είδος πολυτελείας κι όχι καθημερινής ανάγκης, με μια καλλιέργεια που υπόσχεται καλό εισόδημα και εξασφαλίζει τη μοναδικότητα της Αίγινας στην τουριστική της προβολή. Παρόλο που επίσημα αναγνωρίζεται ως ΠΟΠ από την Ευρωπαϊκή Ένωση πολύ αργότερα το 1996, είναι το ξεχωριστό προϊόν που από τότε μεταφέρεται εύκολα μαζί με την θερινή ανάμνηση και την προσδοκία για τα «επόμενα» καλοκαίρια. Είναι η κινητή διαφήμιση παντού αφού στα γήπεδα, στα μπαρ, στο σαλονάκι με το ουίσκι, κανείς δεν αναφέρεται σε «κελυφωτά φιστίκια» αλλά σε «φιστίκια Αιγίνης» ως διάκριση από τα «αράπικα» και μετά τα «πίνατς» ακόμα κι αν τα κελυφωτά, αργότερα εισάγονται πολύ φτηνά από τη Μέση Ανατολή, τόπο άλλωστε προέλευσης της αιγινήτικης φιστικιάς. Είναι το διακριτικό της Αίγινας, το διακριτό της σύμβολο αφού οι σημασίες του αρχαιολογικού τουρισμού έχουν ήδη υποχωρήσει ενώ ο θρησκευτικός αρκείται με τα θαύματα του «Αγίου». Αυτό που εν τέλει και στις μέρες μας παγιώθηκε με τις διοργανώσεις των ΦΙΣΤ-ΦΕΣΤ από τον εκλεπτυσμένο αισθητικά, εστέτ, πρώην δήμαρχο Παναγιώτη Κουκούλη που προσδιόρισε την Αίγινα με μαυραγορίτικη αντίληψη, ως το έδαφος για το οποίο «η κρίση είναι ευκαιρία». Έτσι χάθηκαν τα περίφημα βερίκοκα, τα περίφημα αμύγδαλα, τα περίφημα σύκα και το λάδι της Αίγινας, έτσι χάθηκε ο περίφημος μούστος κι ένας κύκλος εργασιών συγκράτησης του νερού. Έτσι χάθηκε κάθε δυνατότητα παραγωγικής δραστηριότητας στην Αίγινα και πιθανές βιοτεχνικές εφαρμογές που θα εξασφάλιζαν την αξιοπρέπεια και επιβίωση του πληθυσμού. Και από μια καλλιέργεια που λόγω της βιολογικής ζωής της φιστικιάς που παράγει ρητίνη, δεν μπορεί να υπάρχει συγκαλλιέργεια, ενώ χρειάζεται πολύ νερό και ιδιαίτερη φροντίδα από λιπάσματα και χημικά φάρμακα.

Η νέα τοπική ιδεολογία

Από την άλλη η καθημερινή ζωή με τον τουρισμό δεν εκσυγχρονίστηκε ομαλά, αλλά υιοθετήθηκαν βαθμιαία, λόγω τουριστικής επιβολής και των οικονομικών ανταλλαγμάτων της, πρότυπα καταναλωτικής διασκέδασης «απελευθερωτικά» που δεν συμμερίζονται το πλούσιο αρχαιο-χριστιανικό της παρελθόν, ενώ ταυτόχρονα επιβιώνει το συντηρητικό πρότυπο ενός νησιού με δεκάδες αγίους και οσίους σε ένα τοπίο, που, όπου και να ατενίσεις θα δεις και μια εκκλησία. Καρκατσουλιό και ορθοδοξία μαζί. Το καλοκαίρι ντίσκο και το χειμώνα εκκλησία. Είναι ο απαραίτητος συνδυασμός που αργότερα στην εποχή μας μετά το 1990 και το «τέλος των ιδεολογιών» και αναζήτησης νέων ταυτοτήτων θα καταλάβει την κυρίαρχη ιδεολογία του νησιού. Ως ιβέντ και εμπόρευμα. Ως ιδεολογία και χρήμα. Αρκεί να τραγουδούν οι ταμειακές μηχανές. Άγιος Νεκτάριος και Αμπράμοβιτς. Ιερά Πανήγυρις της Αγίας-Μαρίνας και κλάμπινγκ. Ανατολικές πουτάνες και λιτανείες. Σφηνάκι και θεία μετάληψη. Η Μύκονος του Σαρωνικού.

Η Αίγινα, ένα νησί που έγινε για 2 περίπου χρόνια, η πρώτη έδρα του ελληνικού κράτους μετά την άφιξη του Καποδίστρια και σε μια εποχή που η «ανεξαρτησία» της Ελλάδας παζαρευόταν στα πολιτικά σαλόνια της Ευρώπης, είχε από την αρχή της επανάστασης να αντιμετωπίσει αφενός την ένδεια κι ένα επίπεδο ζωής που έφτανε στα όρια της επιβίωσης (λίγα χρόνια πριν την επανάσταση είχαν αρχίσει να επαναποικίζουν τη Χώρα-Λιμάνι) κι αφετέρου την μεγάλη μετανάστευση από τα Ψαρά και τη Χίο, περιοχές που υπέστησαν ολοκληρωτική καταστροφή μετά το 1823-24. Η Αίγινα δεν είχε την τύχη μιας πρώιμης αστικής ανάπτυξης, όπως άλλες ευνοημένες περιοχές της Ελλάδας (είχε ήδη υποστεί μια φοβερή καταστροφή την εποχή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή), ούτε μορφωμένους και πλούσιους παροίκους στο εξωτερικό που να μεριμνούν, μ’ εκείνη την προκαπιταλιστική λογική (μόρφωση, υποτροφίες υποδομές, σχολεία, ιδρύματα κλπ.) για τον τόπο τους. Έτσι αν εξαιρέσει κανείς επί Καποδίστρια, τις πρώτες υποδομές του ελληνικού κράτους (νομισματοκοπείο, τυπογραφείο, ορφανοτροφείο-σχολείο, καλλιέργεια πατάτας, λιμάνι, δρόμους αμαξιτούς κλπ.) που έγιναν στην Αίγινα και έδωσαν εργασία και μια στοιχειώδη μόρφωση, η αλιεία, η σχετική κτηνοτροφία και μια αγροτική παραγωγή, θα μπορούσε κανείς να πει ότι ήταν αυτά με τα οποία επιβίωνε φτωχά η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Από την άλλη η ναυτιλία με την οποία συμμετείχε προεπαναστατικά η Αίγινα με το μικρό της στόλο έχει ήδη υποστεί καταστροφή από τον πόλεμο αλλά και από την κρίση που έπληξε την ελληνική ναυτιλία (Ύδρα-Σπέτσες-Ψαρά) ή αλλιώς ελληνική πειρατεία, στις αρχές του 19ου αιώνα, η οποία δεν ήταν πλέον χρήσιμη, αφού άρθηκαν οι ναυτικοί αποκλεισμοί των μεγάλων δυνάμεων και ξεκίνησε να αναπτύσσεται νόμιμα, εκ νέου στις χώρες της Ευρώπης. Οι τελευταίοι πειρατές εντοπίζονται μάλλον από την Αίγινα, είναι Ψαριανοί πρόσφυγες, μαθημένοι σ’ αυτή τη δουλειά και καταστέλλονται από τον Καποδίστρια.

Η μετανάστευση και το επάγγελμα του ναυτικού ήταν αργότερα στο δεύτερο μισό του 19ου τα επαγγέλματα που έφερναν χρήμα στο νησί. Αργότερα η ανάπτυξη της σπογγαλιείας και η προσωρινή ξενιτιά της, έφεραν αρκετό χρήμα στο νησί. Δεν θα μπορούσε να μετατραπεί όμως σε μια διαφορετική ιδεολογία αφού δεν μπορούσαν να φέρουν ιδέες. Οι σπογγαλιείς δεν έφερναν βιβλία και νέες ιδέες. Χρήμα έφερναν, μαζί με τη θύμηση των νεκρών ή ανάπηρων που έφερναν χτυπημένων από τη νόσο του δύτη. Όταν έρχονταν με χρήμα είχαν μια συνήθεια: να πυροβολούν γεμάτα βαρέλια με ρετσίνα στα καπηλειά που διασκέδαζαν. Από την άλλη δυο οικογένειες μοιράζονταν το όφελος από το σφουγγάρι που επεξεργαζόταν και έφευγε για την Ευρώπη και μια δυνατότητα επεξεργασίας των σφουγγαριών για την Ευρώπη. Και κυρίως για την Αγγλία. Η εταιρία «Μπράουν» ήταν η μια που εκμεταλλευόταν στο έπακρο την εργασία και τον κόπο εκατοντάδων ανθρώπων στην Αίγινα μαζί με τις άλλες δουλειές της να μοσχοπουλά αρχαιότητες στο διεθνές κύκλωμα αρχαιοκαπηλίας.

Οι ελάχιστες προσπάθειες πνευματικών ανθρώπων της Αίγινας, μετρημένων στα δάχτυλα, δεν θα μπορούσαν να αλλάξουν δραστικά το ιδεολογικό τοπίο το οποίο όριζε η τοπική εκκλησία η οποία σαν μεγάλος τσιφλικάς είχε τους εργάτες γης, δουλοπάροικους και κολλήγες, ενώ δεν έλαβε μέρος καμιά ανάπτυξη δευτερογενούς τομέα ώστε να εισαχθούν συνδικαλιστικές ή εργατικές, σοσιαλιστικές αντιλήψεις σε αντίθεση με άλλα αστικά κέντρα (Σύρος, Πάτρα, Βόλος, Αθήνα, Θεσσαλονίκη κλπ.). Επίσης δεν υπήρχαν ζητήματα ιδιοκτησίας γης-τσιφλικάδες προκειμένου να αναπτυχθεί, όπως αργότερα αναπτύχθηκε το αίτημα του αναδασμού της γης, όπως συνέβη στη Λάρισα στις αρχές του 20ου αιώνα. Η στοιχειώδης εκπαίδευση που παρείχε η τοπική αυτοδιοίκηση μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν πραγματικά στοιχειώδης και αντιστοιχούσε στην καθυστερημένη επαρχία. Έτσι και τα διάφορα πολιτικά γεγονότα λίγο μπορούσαν να επηρεάσουν τη ζωή της Αίγινας. Η κατοχή για παράδειγμα ήταν μια περίοδος, με αρκετούς νεκρούς από το λιμό, που έχει περιγραφτεί με τον πιο θαυμαστό τρόπο στα διηγήματα της Ιουλίας Περσάκη, στην οποία συνέβησαν απλώς μερικά ευτράπελα, όπως αυτό το χαρακτηριστικό με τον Βράσε-Ρύζη ή το γεγονός στο Λεόντι. Κάτι συνθήματα γράφτηκαν ένα βράδυ σ’ ένα επιταγμένο κτίριο από τους Γερμανούς από την αδελφή του Κώστα Χάνου, συνελήφθη, φυλακίστηκε στου Αβέρωφ και αφέθηκε ελεύθερη μετά από κάποιο σχετικό χρονικό διάστημα κι αυτό ήταν όλο. Δεν υπήρξαν πράξεις κοινωνικής και πολιτικής αντίστασης στην Αίγινα.

Κάθε τι που εισαγόταν στην Αίγινα όπως και σε κάθε περιοχή της Ελλάδας με αντίστοιχη ιδεολογική-οικονομική κατάσταση δεν ήταν παρά μια νέα υπόσχεση για την οικονομική αναβάθμιση του νησιού. Έτσι «έπιασε» και η καλλιέργεια της φιστικιάς. Οι απελευθερωτικές ιδέες της Αριστεράς δεν μπόρεσαν ποτέ να «πιάσουν» στην Αίγινα. Οι λίγοι αριστεροί, μεταπολεμικά διώκονταν σαν «κομμουνιστές» έχοντας το στίγμα του κακού, ενώ οι φυλακές της Αίγινας που «φιλοξένησαν»-βασάνισαν χιλιάδες αγωνιστές της αριστεράς από το μεσοπόλεμο και οι τόποι εκτελέσεων-δολοφονίας ήταν πάντα ένα σίγουρο φόβητρο. Όταν μάλιστα το έχεις και τόσο δίπλα σου. (Υπάρχει μια καταπληκτική συνοδοιπορία το ‘60 την εποχή για τις Φυλακές. Δημοσιεύματα και μαρτυρίες μιλούν από τη μια για τους ανθρώπους δεν άντεχαν να βλέπουν βασανιστήρια και εκτελέσεις δίπλα τους κι από την άλλη οι παράγοντες εν Αθήναις που ζητούσαν να απομακρυνθούν οι Φυλακές και ο τόπος εκτελέσεων-όχι να σταματήσουν, για να αναπτυχθεί η Αίγινα τουριστικά. Και για αυτό λόγο προέκυψε η Αγία Μαρίνα. Μακριά απ’ τις Φυλακές, χωρίς μεταγωγικά και αποσπάσματα εκτελεστών, μια μεγάλη παραλία περίμενε τους τουρίστες.)

Οπότε και με τη διαρκή μετάβαση προς τα αστικά δημοκρατικά πρότυπα, η Αίγινα ήταν ένα τσιφλίκι πολιτικών που έδιναν ένα «τσουβάλι μπαμπακόπιτα» εξασφαλίζοντας με μια υπόσχεση την ψήφο. Απ’ τον Κάντζια, δημοφιλή φιγούρα του κόμματος των Φιλελευθέρων της μεταπολεμικής Αίγινας μέχρι και τον Καρύδη του ΠΑΣΟΚ που ανέλαβε σχεδόν εργολαβία την Αίγινα μέχρι και τις τελευταίες εκλογές, ήταν οι ήρωες της Αίγινας, στους οποίους πρόστρεχαν σε κάθε περίσταση και συνεχίζουν μέχρι σήμερα: για το θέλημα. Είτε για δημόσιο αγαθό όπως π.χ. το δημοτικό σχολείο Βαθέως που «έχτισε» ο πρώην υπουργός Καλός (με ταχεράκιατου), μέχρι το ιδιωτεύον (διορισμοί, μεταθέσεις, τοποθετήσεις, πολεοδομικά, παρανομίες, συλλήψεις κλπ.).

Σε αυτό το πλαίσιο υπέρβασης της ένδειας, η υπόσχεση του τουρισμού και της πώλησης γης μπόρεσε να καρποφορήσει ως βασικός προσανατολισμός, ως μονοκαλλιέργεια με τα νέα πρότυπα του καταναλωτή παντός εμπορεύματος.

Τα 200 μέτρα της παραλίας της πόλης της Αίγινας και ο Δήμος της

Αυτό που ζούμε στην Αίγινα ως 200 μέτρα της παραλίας ξεκίνησε σχεδόν μετά την κατάργηση των Φυλακών της Αίγινας και την απόδοση του κτιρίου στο Υπουργείο Πολιτισμού προκειμένου να ιδρυθεί μέσα από μια καταστροφική μανία ενάντια στην Ιστορία, ένα διαχρονικό Μουσείο. Στη συνέχεια για πολλούς λόγους προέκυψε από το 1990 και μετά ο μαρασμός της Αγίας Μαρίνας. Αποφασιστική σημασία είχε η εφαρμογή του Νόμου Καποδίστριας και ο νεοσυγκεντρωτισμός με την επίφαση της «αποκέντρωσης». Αυτό που συνέβη στην Αίγινα, συνέβη περίπου σε όλη την Ελλάδα. Ευνοήθηκαν οι έδρες των νέων συνενώσεων και παραμελήθηκε η περιφέρεια. Με απλά λόγια: Τα χρήματα έπεφταν στην κυριολεξία σε μια περιοχή. Εν των μεταξύ υπήρχαν και αλλαγές στην αγορά που αφορούσαν το νέο αεροδρόμιο και τη μεγαλύτερη ευκολία για πιο εύκολες πτήσεις προς τα νησιά του Αιγαίου, τις αλλαγές προορισμών από τα διεθνή τουριστικά γραφεία (π.χ. προβολή των φτηνών μικρασιατικών παραλιών), τη βαθμιαία υποβάθμιση του κοινωνικού τουρισμού που μέχρι τότε εξασφάλιζε ένα σίγουρο εισόδημα σε ξενοδόχους, την αλλαγή του νομίσματος σε ευρώ κλπ. Όλες αυτές οι αλλαγές δεν μπορούν να αιτιολογήσουν το γιατί συγκεντρώθηκε στην πόλη της Αίγινας βαθμιαία ο τουρισμός. Εκείνο που μπορεί να δώσει μια εξήγηση είναι ότι μέσα στο πλαίσιο αλλαγών του υποκειμένου «τουρίστας», το καταναλωτικό, γρήγορο και εύκολο δίπλα στην ανάπτυξη της ακτοπλοΐας προς το λιμάνι της Αίγινας και σε έναν συνδυασμό μιας όλο και πιο συγκεντρωτικής οικονομίας, έφτιαξαν έναν νέο τουρισμό της παραλίας της πόλης. Αυτό που συμβαίνει σε όλα τα νησιά και σε όλες τις παράλιες περιοχές της Ελλάδας. Η ανάπτυξη των τουριστικών κέντρων με το ιστορικό τους παρελθόν που μοιάζει περισσότερο με το μοντέλο ζωής που μπορεί να παρέχει τα πάντα. Ήρθε κι έδεσε η αστική αναζήτηση με το αντίστοιχο πρότυπο για τον τουρισμό. Είναι μια διαδικασία αργή η οποία εκφράζει αυτόν τον μετασχηματισμό σε επίπεδο αλλαγών στην οικονομία και στους θεσμούς.

Για την Αίγινα γύρω στη δεκαετία του ‘80 ξεκινάει η προπαγάνδα για την ανακαίνιση των ιστορικών κτιρίων της, το σώσιμο της νεοκλασικής της αρχιτεκτονικής που συνδυάζεται με το αιγαιοπελαγίτικης έμπνευσης χρώμα και δημιουργείται ένα ενδιαφέρον για την πόλη. Γύρω στη δεκαετία του ‘90 η καμπάνια για την «πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδος», με μια λειτουργική χρήση της Ιστορίας που «πουλάει», σταθεροποίησε αυτήν την τάση ώστε η Αίγινα τα ταυτίζεται με την πόλη της. Μια διαρκής τάση εγκατάστασης των κατοίκων της περιφέρειας στο κέντρο αδρανοποίησε τις όποιες τοπικές δυνάμεις με πρώτο και καλύτερο θύμα το μικρό μονοθέσιο ή ολιγοθέσιο σχολείο που έπαψε να υπάρχει από τις δεκάδες παράνομες μετεγγραφές μαθητών της περιφέρειας στα «καλά» σχολεία της πόλης της Αίγινας. Από την άλλη παρέμεινε «με δόντια και νύχια» το λιμάνι στην πόλη παρόλα τα σχέδια για μεταφορά του στο Λεόντι με αποτέλεσμα η ανάπτυξη της ακτοπλοϊκής γραμμής που έχει ήδη σαν πρώτο της προορισμό την Αίγινα να σταθεροποιήσει αυτήν την τάση. Έτσι μια περεταίρω αστικοποίηση του νησιού στην οικονομία και στις συνήθειες έδωσε αυτή τη μορφή που έχει το κυρίαρχο τουριστικό ρεύμα. Ένα ρεύμα χωρίς προορισμό, χωρίς συγκεκριμένο στόχο πέρα από την «απόδραση» που το ταξίδι είναι «για ένα καφέ» ή «για ένα ποτό» ή «για ένα μπάνιο» και «πεταγόμαστε και μέχρι τον Άγιο». Τουρισμός του «ψεκάστε-σκουπίστε-τελειώσατε» αν προσθέσουμε και τις προσπάθειες που έγιναν στην ίδια κατεύθυνση, με σκοπό τον τουρισμό ενδιαφέροντος. Με κυρίαρχο το ΦΙΣΤ-ΦΕΣΤ, ο τουρισμός ενδιαφέροντος χωρίς καμιά χωροταξική διάθεση, διανθίστηκε από: μπιτς βόλει, τζετ σκι, γαστρονομία, φεστιβάλ Ντόρας Μπακοπούλου, αγώνες μοντελισμού, ποδηλατοδρομίες, επίδειξη κλασικού οχήματος, εντούρο διαδρομές στο δάσος, πεζοπορία στο δάσος, συνέδριο για την Ιστορία κλπ. Τέλος το πιο ενδιαφέρον αφορά την προώθηση των ντραγκς για πλούσιους, όπως και την προώθηση των γυναικών. Χαρακτηριστικό επεισόδιο αναφέρει δημοσιογράφος για ταβέρνα της παραλίας όπου στο τραπέζι μιας παρέας «ιδιαίτερης», «σερβίρεται» στον «αρχηγό» από τους μπράβους του, ξανθή ανατολικοευρωπαία καλλονή. Αν συνδυάσουμε και την αγάπη του Αμπράμοβιτς για τον Άγιο Νεκτάριο, ο χαρακτηρισμός «Μύκονος του Σαρωνικού» μάλλον σε λίγα χρόνια θα είναι πολύ ήπιος. Αυτά είναι λοιπόν τα 200 μέτρα της παραλίας από την «Αύρα» μέχρι τη «Ρέμβη» και τις μικρές τους προεκτάσεις σε ελάχιστα σημεία του νησιού. Όλα εδώ. Έτσι συνδέεται και το «δώρο»-δήθεν πεζοδρόμιο με ένα άλλο κατάστημα και το απαραίτητο θερμοκήπιο, στους ιδιοκτήτες της παραλίας από τον προηγούμενο δήμαρχο. Όλα εδώ. Στην παραλία. Από δω «βγαίνει» και ο δήμαρχος και «κλείνονται» όλες οι δουλειές για το νησί.

Επίλογος ως αναγκαίο υστερόγραφο

Αν θα μπορούσε να αποκτήσει μια χρησιμότητα αυτή η ανάλυση πρέπει συμπερασματικά να σταθεί ο αναγνώστης στα εξής σημεία που αφορούν το δημόσιο χώρο και τις προσπάθειες ανάδειξής του ως χώρου αγώνα:

-Έλλειψη πολιτικής κουλτούρας και αναφορών αντίστασης-τουριστική ιδεολογία-άγνοια αστικών δικαιωμάτων

-Σταθερή προσκόλληση στα πρόσωπα των κομμάτων της αστικής πολιτικής και των τοπικών προεκτάσεών τους καθώς και στον εκκλησιαστικό παράγοντα

-Άκριτη υιοθέτηση κάθε «νέου» οικονομικού προτύπου που «υπόσχεται»

-Άκαιρες, ασυνεπείς, ασυνεχείς και ασύμβατες προσπάθειες ανάδειξης του δημοσίου χώρου

Για το, ας το πούμε, «πολιτικό καφενείο» Αίγινας

το κείμενο για την εκδήλωση της Πρωτοβουλίας Πολιτών Αίγινας, την Κυριακή 16 του Σεπτέμβρη, στο καφενεδάκι του γηπέδου Αίγινας

Εκδήλωση για το «παγκόσμιο εργοστάσιο νερού»

Νερό υπό πίεση

 

———————————————————

———————————————————

Η κατασκευή της σπανιότητας του νερού

Η προβληματοποίηση του νερού

Η ιδιωτικοποίηση της ύδρευσης

Η τουριστική υδρονομή και η Αίγινα

Η έκδοση της μπροσούρας από το Αντισχολείο των Μητροπολιτικών Συμβουλίων, το 2004 και αργότερα συμπληρωμένη το 2010, ήταν ένα γεγονός με δυο τουλάχιστον ιδιαίτερες σημασίες. Από τη μια διότι ήταν αποτέλεσμα αυθεντικών κινηματικών διαδικασιών και αναζήτησης συλλογικοτήτων οι οποίες κινούνται στο χώρο της προλεταριακής αυτονομίας, οι οποίες τιμούν εδώ και περίπου μια 15ετία αυτό που ως νεολογισμός καλείται «αυτομόρφωση» κι από την άλλη διότι συμπλήρωσε μια σχεδόν ανύπαρκτη βιβλιογραφία σ’ ότι αφορά το κεντρικό ζήτημα του νερού. Αν εξαιρέσουμε τις εργασίες φοιτητών, τη σχετική βιβλιογραφία σχολών κι ανακοινώσεις στα συνέδρια που περιορίζονται στα αλαμπουρνέζικα της τεχνοκρατίας και σε ένα περιορισμένο κοινό, η έκδοση αυτή καθιέρωσε ένα νέο ενδιαφέρον για πτυχές της ζωής μας που είναι κομβικές. Από μια άλλη σκοπιά, αυτήν που αποσκοπεί στη «δημοκρατία του νερού», η Ινδή Βαντάνα Σίβα, στο βιβλίο της «Πόλεμοι για το νερό», εκδόσεις Εξάρχεια, γράφει για την καταστροφή που υπέστη η χώρα της από την «πράσινη επανάσταση» του 1950 την οποία κήρυξαν τα Ηνωμένα Έθνη. Δηλαδή από τα τεραστίων διαστάσεων αντι-οικολογικά φράγματα, τις εντατικές καλλιέργειες, που είχαν αποτέλεσμα τη φτώχεια, τη μετανάστευση, τους αμέτρητους θανάτους, την καταστροφή των μικρής κλίμακας κοινωνιών και οικονομιών, τη μόλυνση ή απώλεια τεράστιων αποθεμάτων νερού, την καταστροφή της «δημοκρατίας του νερού». Όλα αυτά με όγκους αριθμών που τεκμηριώνουν τον τίτλο: «Πόλεμοι για το νερό»

 

Το να μιλάμε για το νερό είναι σα να μιλάμε για τη ζωή. Για τη ζωή με όλες της τις σημασίες, τις πτυχές και τις διαστάσεις, το νερό ζει, ρέει ως αναντικατάστατη κι ανυπέρβλητη ανάγκη. Είναι το απόλυτο αγαθό. Δεν παρασκευάζεται, δεν μπορεί να παρασκευαστεί ενώ ταυτόχρονα ως ποσότητα παραμένει σταθερή. Αυτή είναι και η αιτία που για τον καπιταλισμό και όσους πιστεύουν ότι η ανάπτυξη είναι απ’ τα λαμπρότερα κατορθώματα στον πλανήτη, αποτελεί στις μέρες μας το απόλυτο εμπόρευμα. Έτσι, πέρα από την τοπικότητα του προβλήματος, «νερό στην Αίγινα», που εμπερικλείει αφενός μεν την παγίδα της έλλειψης μιας γενικότερης επίγνωσης άρα και ευεπίφορης εντός συνθηκών στην αγκίστρωση από την τοπική πολιτική και παραπολιτική σκηνή, αφετέρου δε την αδυναμία δικτύωσης κι αγώνα με άλλες κοινότητες που αντιμετωπίζουν ή θα αντιμετωπίσουν ζήτημα  έλλειψης, το νερό είναι στο στόχαστρο της κατάκτησης των «νέων ηπείρων», πέρα από τη γεωγραφία και τα εθνικά σύνορα. Μαζί με τον ήλιο, τον αέρα, τα ζωικά κύτταρα, το νερό βρίσκεται εδώ και 30 περίπου χρόνια σε έντονη φάση εμπορευματοποίησης. Η τουριστική υδρονομή είναι μόνο μια όψη του προβλήματος και γι’ αυτό οφείλουμε να εξετάσουμε όσο το δυνατόν όλες τις παραμέτρους σ’ αυτήν την κατασκευή σπανιότητας και τεχνητής δημιουργίας ελλείψεων, όσο και την ιστορικότητά τους. Μέχρι και το λυκαυγές αυτής της νέας κατάστασης που ζούμε, το νερό δεν υπήρχε στο κέντρο του ενδιαφέροντος από πλευράς ανάπτυξης. Η βιομηχανική παραγωγή, η εντατικοποιημένη αγροτική καλλιέργεια μετά την «πράσινη επανάσταση» του 1950, έκαναν χρήση τεραστίων ποσοτήτων νερού, επιστρέφοντάς το μολυσμένο. Στη Φύση. Κι αυτό δεν ήταν ατύχημα. Η μόλυνση είναι κεντρική λειτουργία στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Οι αριθμοί είναι ιδιαιτέρως σοκαριστικοί: Ένα αυτοκίνητο χρειάζεται 148,5 τόνους νερό, ένα απλό τσιπάκι, 39 λίτρα, ενώ για την καλλιέργεια τεσσάρων μόνο φυτών (βαμβάκι, καλαμπόκι, σιτάρι και ρύζι),  μονοκαλλιέργειες που εκτόπισαν τις μικρής κλίμακας τοπικές παραγωγές και τον κοινοτικό έλεγχο του νερού, χρησιμοποιούνται τα 2/3 των υδάτινων πόρων που επιστρέφουν στη μια και στην άλλη περίπτωση το νερό μολυσμένο. Στον τουρισμό που πρόκειται για τον περιστασιακό νομαδισμό μεγάλου μέρους του ανεπτυγμένου κόσμου σε πρώην περιοχές με αγροτικό πληθυσμό και με μηδενικές υποδομές, οι αστικές απαιτήσεις σε μη αστικά περιβάλλοντα, κάνουν το νερό είτε για εγκαταστάσεις γκολφ, πισίνες και ντουζιέρες που υποχρεωτικά ρέει άφθονο, να έχει μια κομβική λειτουργία. Κι εκεί τα πράγματα ακολουθούν τον αντίστοιχο δρόμο. Μόνο οι απαιτήσεις μιας εγκατάστασης γκολφ συγκρίνονται με τις ανάγκες για νερό μιας πόλης 12.000 κατοίκων. Από την άλλη οι καθημερινές συνήθειες που έχουν επικρατήσει στο πλαίσιο μιας ολοένα και πιο εύκολης και καθαρότερης ζωής έχουν πολλαπλασιάσει την κατανάλωση και τη σπατάλη του νερού. Από τις αρχές του 70 τα πρότυπα απολύμανσης και η απόλυτη υγιεινή έκαναν την κατανάλωση νερού να πολλαπλασιάζει το αδιέξοδο. Πλυντήρια, πλύσιμο αυτοκινήτου, καθημερινά ντους, πλύσιμο βεράντας, καζανάκια, μπιντές, πότισμα αυλής, γλαστρών, πισίνες κλπ. Το νερό είναι ο καθημερινός διακομιστής μιας νέας τάξης πραγμάτων στην αστική καθημερινότητα. Τέλος, το ζήτημα της κατανάλωσης εμφιαλωμένων νερών, ως δείγμα μιας νέας άποψης περί υγιεινής και τρόπου ζωής, συνήθεια που διευρύνεται ακόμα και στις περιοχές που το νερό παραμένει σε ανεκτά από άποψη υγιεινής επίπεδα και πόσιμο, αποκαλύπτει μια άλλη διάσταση αυτού που αποκαλείται «προβληματοποίηση».

Πράγματι. Πρόκειται για την συντονισμένη τεχνητή δημιουργία έλλειψης του νερού που οδηγεί στην καθολική αίσθηση της σπανιότητας. Έτσι, αυτόκλητα η αντίληψη, η ανάπτυξη δηλαδή, που δημιούργησε το πρόβλημα, «καλείται» να το επιλύσει. Πώς όμως, αν όχι μέσα από μια νέα αντίληψη που ξεπερνάει τους όρους κοινωνικής συνύπαρξης που μέχρι τώρα γνωρίζαμε; Το νερό πια, δεν είναι αγαθό, ιερό, προσδοκώμενο σε λιτανείες και προσευχές. Ούτε φυλασσόμενο σε στέρνες και πηγάδια. Μόνο όταν το πληρώνεις το εκτιμάς!

Η τρομοκρατία των αριθμών είναι πάντα σε πρώτη παράταξη για αυτόν τον σκοπό. Από τη δεκαετία του 80 και αργότερα του 90 στον ελλαδικό χώρο κι ύστερα από μια φάση λειψυδρίας, είμαστε σε καθημερινό βομβαρδισμό δίπλα στις οργανωμένες διαφημίσεις που μας υπενθύμιζαν ότι δεν έχουμε αρκετό νερό δίπλα στα δελτία αποθεμάτων της λίμνης του Μαραθώνα. Το μήνυμα περίπου λέει: Ζούμε σε ένα πλανήτη που σκεπάζεται κατά 70% από νερό… Από αυτό μόνο το 2% είναι καθαρό… Και απ’ αυτό μόνο το 0,5% είναι προσβάσιμο για ανθρώπινη χρήση. «Μήπως διαλέξαμε λάθος πλανήτη»; αναρωτιούνται οι συγγραφείς της μπροσούρας; Ποιος μπορεί να καταλάβει το ποια είναι η αντιστοιχία των αριθμών κι όταν μάλιστα παγκοσμίως μας βομβαρδίζουν για το διπλασιασμό της κατανάλωσης κάθε 20 χρόνια που μας αποκαλύπτουν οι έξυπνοι υπολογιστές με τα προγνωστικά τους μοντέλα; Ποιος μπορεί να εκτιμήσει την άλλη –για μας γενναιόδωρη αν και από πλευράς επιστημόνων- προσφορά αριθμών ότι η γη δέχεται 40-50 κυβικά χιλιόμετρα κάθε χρόνο από τα σύννεφα; Παρόλα αυτά ο τρίτος κόσμος είναι αυτός που θα αποτελέσει την μακρινή υπενθύμιση του εφιάλτη. Παιδάκια που εκλιπαρούν με τα χεράκια τους στις διαφημίσεις της Γιούνισεφ, μαύρες γυναίκες που ξεκινούν το ταξίδι του νερού με τα κανάτια στον κεφάλι και τα εξαϋλωμένα πρόσωπα, χαμογελαστούς λευκούς των φιλάνθρωπων ΜΚΟ, να χαρίζουν σε άνυδρες ερήμους (που φαίνονται) μπουκάλια δίπλα σε περιφραγμένες περιοχές λευκών πλουσίων που απολαμβάνουν τη ζωή στην πισίνα (που δεν φαίνονται). Εκατοντάδες αριθμοί που οφείλονται δήθεν στην «κακή διαχείριση» των «απολίτιστων» μαύρων και στην κατάρα της ανομβρίας, πετά στους ανθρώπους του τρίτου κόσμου, το ανάθεμα. Μήπως εν τέλει αυτοί διάλεξαν λάθος περιοχή; Ξεχνάμε έτσι τόσο τα νέα σύνορα που θέτουν οι μεγάλες δυνάμεις ύστερα από πολεμικές εντάσεις και εθνοκαθάρσεις, αλλά και τις επενδύσεις στον πετροχημικό εξορυκτικό και βιομηχανικό κύκλο που μολύνουν ολόκληρες περιοχές κατασπαταλώντας τα υδάτινά τους αποθέματα. Ποιος θυμάται τις εξορύξεις της Σελ στη Νιγηρία, τις κρεμάλες σε αγωνιστές του λαού των Ογκόνι και τα νερά της γης τους που μολύνθηκαν από το πετρέλαιο; Ποιος θυμάται τους Χούτου και Τούτσι; Από την άλλη οι τεράστιες εκβιομηχανισμένες μονοκαλλιέργειες με τη συντεταγμένη χρήση νερού από την κατασκευή τεραστίων φραγμάτων κατάφεραν να καταστρέψουν τις ελέγξιμες οικονομίες από μικρής κλίμακας κοινωνίες και να δημιουργήσει εκατομμύρια υποσιτιζόμενους κλιματικούς και «φραγματικούς» πρόσφυγες των οποίων καταστράφηκαν τα χωριά και οι ζωές τους. Και στις περιπτώσεις αυτές έχουμε την επιστροφή του νερού σε νέου τύπου ανεξέλεγκτους μουσώνες. Με χιλιάδες θύματα και καταστροφές. Με χιλιάδες κλιματικούς πρόσφυγες, ανέστιους και πεινασμένους. 140.000.000 υπολογίζονται στο βιβλίο της Βαντάνα Σίβα οι κλιματικοί πρόσφυγες. Ο τρίτος κόσμος λοιπόν ας πούμε της γνωστής μας κυρίας Μητσοτάκη και της Άξιον Έιντ, ήταν το κατάλληλο τοπίο για να μπορέσει να στηθεί η κατασκευή της σπανιότητας του νερού. Από την άλλη η απορρύθμιση των αστικών δικτύων στις μεγάλες πόλεις και η συντεταγμένη αδιαφορία των αρχών έφερε και τη διαδικασία δημιουργίας των ιδιωτικών εταιριών που κάλυπταν το στοχευμένο κενό του κράτους και αναλάμβαναν ήδη από το 19ο αιώνα να διεκπεραιώνουν τη σημαντική αυτή λειτουργία. Η μόλυνση-παρακμή των δικτύων από τη μια και η εμπορευματοποίηση που αναλαμβάνει να λύσει το πρόβλημα είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ενός νομίσματος που θέτει και τα θεμέλια της ίδρυσης του παγκόσμιου εργοστασίου νερού. Ενός απίστευτου κύκλου εργασιών που περιλαμβάνει τους διεθνείς οργανισμούς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα η οποία υποχρεώνει σε ιδιωτικοποίηση των εθνικών υδάτων ολόκληρων χωρών προκειμένου να δώσει δανειακό χρήμα, όπως ο ΟΗΕ και οι οργανισμοί του που σχεδιάζουν την ορθολογική χρήση κάτω από αριθμητικά μοντέλα πρόβλεψης, μέχρι και τις χιλιάδες ΜΚΟ, γραφεία, υπηρεσίες που γραφειοκρατικά κινούνται στην κατεύθυνση της εμπορευματοποίησης. Οι εταιρίες έρχονται απλά για να «περισώσουν». Κι όχι μόνο αυτό, μας λένε τα μεγάλα πνεύματα της διεθνούς οικονομίας. Θα πρέπει να πληρώνουμε σε κάθε προϊόν το αποτύπωμα νερού του. Δηλαδή το εικονικό νερό. Της ποσότητας νερού που χρειάστηκε για να κατασκευαστεί.

Οι ενδείξεις μας λένε ότι το νερό θα είναι κάτι παραπάνω από το πετρέλαιο των προηγούμενων αιώνων. Οι συγγραφείς της μπροσούρας λένε ότι «μπροστά στο εμπόριο του νερού το εμπόριο πετρελαίου μέλλει να αποδειχθεί μια υπόθεση συνοικιακού σούπερ-μάρκετ».

Η προβληματοποίηση του νερού, δηλαδή η κατασκευή σπανιότητάς του έχει τους δικούς της όρους σ’ ότι αφορά την ευεργεσία που κάνει να μας υπενθυμίζει ότι το νερό δεν είναι για «αλόγιστη», δήθεν, χρήση.

 

ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ-ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ

Κι εδώ ένα μικρό ιστορικό είναι ότι πιο αναγκαίο για να θυμίζει αυτά που χάσαμε. Το νερό είχε μια κεντρική θέση ως αγαθό σε όλες οι δοξασίες και στερεότυπα του παρελθόντος οι οποίες το είχαν ταυτίσει με την ύπαρξη της ανθρώπινης κοινωνίας. Έτσι, πριν ξεκινήσουμε να ταυτίζουμε ολοένα την ύπαρξή μας με τα πρωτόκολλα μιας ιδέας πως, δεν υπάρχει τίποτε που να μην αγοράζεται και να πωλείται, σε κάθε κοινωνία υπήρχαν απαραβίαστες συνθήκες για τη συγκράτηση, φύλαξη και διανομή του νερού. Οι καιρικές συνθήκες ή ο θεός ήταν οι μοναδικές παράμετροι που μπορούσαν να θέσουν σε κίνηση μια διαδικασία αναζήτησης. Κι αυτή δεν ήταν άλλη από τις προσευχές ή τις λιτανείες. Μέχρι και μετά την εποχή που αυτάρεσκα ονομάζεται «βιομηχανική επανάσταση» και ύστερα από μια μεγάλη πανούκλα που αφαίρεσε εκατομμύρια ζωές στην κεντροδυτική Ευρώπη ύστερα από έλλειψη στοιχειωδών συνθηκών υγιεινής σε μια πρώιμη αστικοποίηση του Μεσαίωνα, το νερό ήταν αγαθό. Ακόμα και μετά το υποχρεωτικό στοίβαγμα εκατομμυρίων πρώην αγροτών στις βιομηχανουπόλεις, το νερό και η υγιεινή δεν έπαψαν να είναι μέσα στις προτεραιότητες της εξουσίας για την αναπαραγωγή του προλεταριάτου. Των εργατών που θα λειτουργούσαν τα εργοστάσια. Στο Παρίσι για παράδειγμα, μέχρι και τη δημιουργία κεντρικών δικτύων αποχέτευσης και ύδρευσης, η αστική κοκεταρία ανακάλυψε το τακούνι προκειμένου να μην πατά τα σκατά που ήταν παντού στην πόλη. Η ανάληψη από πλευράς κράτους και κεφαλαίου για επενδύσεις στο αστικό δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης ήταν πλέον προτεραιότητα. Όχι όμως χωρίς αμφισβήτηση. Ακόμα και στο «Άθλιοι», του Βίκτωρα Ουγκό,  όταν ο Γιάννης Αγιάννης μεταφέρει το Μάριο στους υπονόμους των Παρισίων, αναρωτιέται το πώς πετάγονται στο Σηκουάνα τόνοι λυμάτων που θα μπορούσαν να είναι αξιοποιήσιμα στη γη, ως λίπασμα. Εν πάση περιπτώσει τότε περίπου ξεκινάει το ζήτημα. Με διάταγμα του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, στα 1853 ιδρύεται η Τζενεράλ Ντε Εζ (ως η πρώιμη Βιβέντι κι αργότερα Βεόλια) αναλαμβάνει να υδροδοτήσει τη Λυών. Από τη δεκαετία του 1880 θα βγει έξω από τα εθνικά σύνορα και θα αναλάβει τη Βενετία το 1880, την Ισταμπούλ το 1882 και το Πόρτο στα 1883. Στα 1858 ιδρύεται η Κομπέιν Γιουνίβερσαλ Ντε Σουέζ, στα 1880 η Σοσάιτι Λιονές Ντε Εζ που συγχωνεύονται με το όνομα Σουεζ διανοίγοντας την ομώνυμη διώρυγα μεταξύ Αφρικής και Ασίας. Στο μεγαλύτερο όμως κομμάτι του ανεπτυγμένου κόσμου, το κράτος είναι αυτό που έχει την γενική εποπτεία και μονοπώλιο γύρω από το ζήτημα του νερού καθώς και άλλων αγαθών, όπως της μεταφοράς, των τηλεπικοινωνιών και της ενέργειας. Όλα ξεκινούν όμως από την παρακμή των δικτύων κι από την λεγόμενη κατασπατάληση των υδάτινων πόρων ή αλλιώς, από την αποτυχία του κράτους να διαχειριστεί το ζήτημα. τα τελευταία 30 χρόνια και κατόπιν της ανάδειξης των συμπτωμάτων της παγκόσμιας οικολογικής κρίσης. Τότε ακούσαμε τα πρώτα τύμπανα του πολέμου για το νερό μεταξύ Συρίας-Ιράκ-Τουρκίας, μεταξύ Παλαιστίνης-Ισραήλ, μεταξύ Αιγύπτου-Σουδάν. Τότε ακούσαμε για πρώτη φορά για την κατασπατάληση του νερού στον αγροτικό τομέα. Τότε λοιπόν ειπώθηκε ότι «το νερό είναι το τελευταίο σύνορο των ιδιωτικοποιήσεων». Έτσι τη δεκαετία του 90, 93 κράτη προστέθηκαν  στον κατάλογο όσων ιδιωτικοποίησαν συνολικά ή εν μέρει τα δίκτυα νερού. Ολόκληρη η Βόρεια Αμερική,  23 κράτη της Λατινικής,  20 στην Ευρώπη, 30 στην Αφρική και μέση Ανατολή και 17 στην Ασία. Σε ακόμα περισσότερα κράτη εκείνη την περίοδο οι διαπραγματεύσεις γίνονται απευθείας ανάμεσα στις εταιρίες και τις δημοτικές αρχές. Εκτός από τις δυο γαλλικές άλλες τρεις εταιρίες νέμονται τα παγκόσμια αποθέματα νερού: η γαλλική Σορ, η αγγλογερμανική Τέιμς και η αμερικανική Μπέχτελ. Ποια είναι η ευεργετική συνεισφορά της Αγοράς;

τεράστια φράγματα σε όλον τον τρίτο κόσμο: επενδύσεις εκατομμυρίων που πληρώνουν οι ιθαγενείς υπό τη μορφή δανείων προκειμένου να απομακρυνθούν βιαίως από τους πατρογονικούς τόπους τους προς τα κάτω, να καταστραφούν χιλιάδες χωριά. Τι είναι όμως το φράγμα που έχει και μια θετική προσλαμβάνουσα συγκράτησης εκατομμυρίων τόνων νερού; Γραφειοκρατικός έλεγχος του νερού, έλεγχος της παραγωγής και καταστροφή κάθε αυτοδιαχείρισης, εκατομμύρια τόνοι γόνιμης λάσπης που κατακάθονται στη λεκάνη του, ζημιές που ισούνται με ανθρωπιστικές καταστροφές και εκατομμύρια πεινασμένους, διψασμένους, εξαρτημένους από ανθρωπιστικές βοήθειες που συνοδεύονται από νέες συνθηκολογήσεις δανείων από την Παγκόσμια Τράπεζα που φυσικά συνεχίζει να πλουτίζει από αυτούς. Η Παγκόσμια Επιτροπή για τα Φράγματα εκτιμά ότι παγκοσμίως έχουν μετακινηθεί 40-80 εκατομμύρια άνθρωποι από έργα φραγμάτων.

1)νέες εργασιακές σχέσεις: απολύσεις, χιλιάδες απολύσεις που ξεπέρασαν το 30% των εργαζομένων στην ύδρευση. Πολλές με τη συναίνεση των συνδικάτων χάρη σε μικρό αριθμό μετοχών που προσφέρθηκαν

κατακόρυφη αύξηση της τιμής του νερού: μετά από αυξήσεις 100-200%, στη Βολιβία πλήρωναν περισσότερο από το 1/3 των εισοδημάτων για την παροχή του νερού. Στη Βρετανία, οι αυξήσεις ξεπέρασαν το 100% ενώ τα κέρδη της εταιρίας ξεπέρασαν το 600%. Στις Φιλιππίνες άγγιξαν το 400%. Στην Ατλάντα των ΗΠΑ, η Σουέζ έπαιρνε χρήματα από το δήμο δήθεν για υποδομές και στη συνέχεια τα μοίραζε στους μετόχους ως κέρδη.

2)πάγωμα των επενδύσεων: επί της ουσίας ακύρωση των συμβολαίων αφού δεν υπήρξε παρά μόνο ένα 5% για αυτές.

σύνδεση των τιμών με σκληρό νόμισμα: η ρύθμιση των τιμών προέβλεπε υπολογισμό με βάση όχι το τοπικό νόμισμα αλλά με τις διακυμάνσεις του δολαρίου. Στην Αργεντινή ας πούμε οι τιμές ιλιγγιωδώς ανέβαιναν με βάση το δολάριο και το πέσος κατέρρεε.

3)σύνδεση της αναδιάρθρωσης των αστικών δικτύων με τη διαπραγμάτευση του εξωτερικού χρέους: οι εταιρίες σύναψαν συμβόλαια χάρη στην σχέση εξάρτησης που βασιζόταν στο χρέος. Ανάμεσα στις πρωτοκοσμικές χώρες και τις πρώην αποικίες τους. Ήταν μέσα στους δανειακούς όρους.

4)επιδείνωση των συνθηκών δημόσιας υγιεινής: η απολύμανση κοστίζει, η επιδιόρθωση βλαβών κοστίζει, το τσάμπα νερό απαγορεύεται αλλά τα βακτηρίδια είναι σε αφθονία. Έτσι, η δυσεντερία εμφανίστηκε στη Βρετανία ενώ το κόψιμο των παροχών στην Αφρική οδήγησε στη μεγαλύτερη επιδημία χολέρας. Στην Ατλάντα, μόνο το 2002 εκδόθηκαν 5 επείγουσες προειδοποιήσεις για βρασμό νερού ενώ στον Καναδά η κυβέρνηση μετά την αποκάλυψη ότι το 1/3 του νερού είναι μολυσμένο από κολοβακτηρίδια, αφαίρεσε τον συγκεκριμένο έλεγχο και την επόμενη χρονιά κατάργησε το πρόγραμμα ελέγχου.

5)διάλυση των προηγούμενων δικτύων: παντού σχεδόν όπου ιδιωτικοποιήθηκε η ύδρευση αφαιρέθηκε ή καταστράφηκε ο προηγούμενος τρόπος διανομής νερού και συνήθως για λόγους υγιεινής.

Παντού όπου αναπτύχθηκε η ιδιωτικοποίηση το μόνο που μπόρεσε να αλλάξει δίπλα στις καταστροφές που προκάλεσε, ήταν ο υδρομετρητής: λογαριασμοί, μετρητές κατανάλωσης και έκδοση μετοχών για ημετέρους.

 

 

 

Η ΖΩΗ ΣΕ ΜΠΟΥΚΑΛΙ

Μέσα από όλη αυτήν την υπέροχη προπαγάνδα για το καλό του κόσμου, οι άνθρωποι-καταναλωτές έχασαν και την εμπιστοσύνη τους στο ίδιο το νερό που παρέχει το δίκτυο. Στις αστικές περιοχές διότι πολλές φορές η απορρύθμισή τους και η εγκατάλειψή τους είχε γνωστά επακόλουθα στη δημόσια υγιεινή. Στην επαρχία συνήθως από τη μόλυνση των υπογείων υδάτων από τα νιτρικά και διάφορά χημικά ή τις εταιρίες που ήδη είχαν αρχίσει να αποκεντρώνονται ή από τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις. Η απάντηση ήταν πάλι από τις ίδιες τις εταιρίες με στόχο τη διαφύλαξη αποθεμάτων εν μέσω μιας κατασκευασμένης κρίσης σπανιότητας του νερού: εμφιάλωση. Ο επόμενος γύρος ποιος θα ήταν; Ο διαχωρισμός της οικιακής χρήσης του νερού από την κατανάλωση πόσιμου νερού λόγω «κακής» ποιότητας του δικτύου. Αν και το παρελθόν του εμφιαλωμένου νερού (σε κάποιες περιπτώσεις άξιες λόγου μόνο για μια σπαρταριστή αφήγηση αφού εκατοντάδες αστοί πέθαναν από ραδιούχο νερό που θεωρούνταν κάτι περίπου σαν θαυματουργό) ήταν συνδεμένο με τη διαφορά ανάμεσα στο λαουτζίκο και την αστική τάξη, έγινε ο πρόγονος της καθημερινής μας παράλογης συνήθειας. Δίπλα στην ανάπτυξη του λαίφ-στάιλ για την φροντίδα του εαυτού, το εμφιαλωμένο νερό άρχισε να αποτελεί καθημερινή ανάγκη παρόλο που όλες οι ενδείξεις έλεγαν ότι το νερό αυτό δεν διέφερε καθόλου ή ήταν μάλιστα και χειρότερο από αυτό των δικτύων ύδρευσης. Πόσο μάλλον όταν η μεταφορά του και μάλιστα μέσα στο πλαστικό αποδεικνυόταν ότι ήταν και πιο επικίνδυνο; Όμως το κίνημα της φροντίδας εαυτού αποδείχτηκε πιο ισχυρό από την πραγματικότητα. Το «εγώ» ως κυρίαρχη αξία, που άρχισε να αναδεικνύεται –ω! της αντίφασης, μαζικά!- ήταν η αποτελεσματική αιτία ανάπτυξης της κατανάλωσης εμφιαλωμένων. Κι επειδή είναι και πιο ακριβό σημαίνει και πιο ασφαλές. (Στην Ελλάδα μόνο το 2004 και με τις διακυμάνσεις των τιμών, το εμφιαλωμένο πουλιόταν από 373 μέχρι και 3950 φορές ακριβότερα από το νερό του δικτύου). Ποια είναι τα μυστικά του εμφιαλωμένου νερού; 1ον η συσκευασία που διαφυλάσσει δήθεν από κάθε κακή επίδραση την υγεία και 2ον η παρουσία της χημικής του ανάλυσης. Αυτής που σε πληροφορεί για τα στοιχεία που έχει, χωρίς να καταλαβαίνεις το πόσο ευεργετική είναι. Από την άλλη το πλαστικό μπουκάλι αναθέρμανε τη βιομηχανία του πετροχημικού κύκλου. Με το μπουκάλι να είναι πιο ακριβό από το ίδιο το περιεχόμενο.

Ένας απίστευτος ανταγωνισμός εταιριών πώλησης νερού βρίσκεται πίσω από εταιρίες με μακραίωνη παράδοση στην αποικιοκρατία. Από τη νεστλε και την κόκα κόλα μέχρι τις γνωστές προαναφερόμενες πολυεθνικές εταιρίες καθαρισμού των αστικών υδάτων που τα προσφέρουν σε συσκευασίες, ένας απίστευτος κύκλος διαφήμισης και δήθεν ελέγχου για την ποιότητα του νερού έχει ήδη ξεκινήσει και βρίσκεται στα έγκατα της προσωπικής μας επιθυμίας να πεθάνουμε όσο γίνεται πιο αργά. Μέχρι και την πιπίλα κατάφεραν να συνδέσουν με το μπουκάλι, για λογαριασμό των ανυποψίαστων καταναλωτών που μπορούν πια με το ένα χέρι να ρουφούν το νερό στο δρόμο, αξιοποιώντας την αρχέτυπη εμπειρία του θηλασμού. Πάντα νέος!

 

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Σταθμός στη «δική μας» ανάπτυξη της ιδιωτικοποίησης του νερού ήταν η περίοδος που στιγματίστηκε από τους μεγάλους καύσωνες του τέλους της δεκαετίας του 80 με τους 3-4.000 νεκρούς το καλοκαίρι του 87 και της έναρξης της κρίσης αποθεμάτων για το νερό των αρχών της δεκαετίας του 90. Τότε και οι μεγάλες διαφημίσεις με το μότο: «Νερό: δεν έχουμε αρκετό». Εκείνη την περίοδο και οι μεγάλες φιλανθρωπικές διαφημιστικές καμπάνιες για τις χώρες της Αφρικής μέχρι και σήμερα με τα ποσοστά επί των πωλήσεων του νερού Ζαγόρι για την Αφρική και την Άξιον Έιντ. Εκείνη την περίοδο συνέβη και η χρησιμοποίηση του, τότε, πολλά υποσχόμενου οικολογικού κινήματος και των παρεμβάσεών του για τη μόλυνση των νερών από τα νιτρικά και τα χημικά φάρμακα, τις βιομηχανίες, με αποκορύφωμα τη μόλυνση του Ασωπού, το 2007. Άρχισε να μας τελειώνει, από τότε, το ρηθέν: «νερό που τρέχει αμαρτία δεν έχει» με την οριστική υπαγωγή όλων των νερών της χώρας σε μια ενιαία διοικητική αρχή από το 2000 και την υποχρεωτική μετακίνηση της λίμνης του Μαραθώνα και της Υλίκης λίγο πιο δυτικά, στα Βαρδούσια όρη. Είχαμε μόλις τελειώσει με διάφορα «ενοχλητικά ζητήματα» διευθέτησης υδάτων και αποβλήτων. Μάχες δηλαδή των αρχών με τις τοπικές κοινωνίες. Και μάχες μεταξύ τοπικών κοινωνιών. Με το βιολογικό καθαρισμό στα νερά του Καλαμά και της Παμβώτιδος, με τα νερά της Αραβυσσού που ενέτασσε ο Οργανισμός Ύδρευσης Θεσσαλονίκης, με τη διεκδίκηση λίμνης Βεγορίτιδας στη Δυτική Μακεδονία από δυο χωριά, οριακά και συμβολικά γεγονότα για τη νέα τάξη πραγμάτων που θα ερχόταν στα 2012, να καταγράψει τα πηγάδια εν όψει ορθολογικοποίησης της οικονομίας.

Από την αρχή η μετοχοποίηση των οργανισμών κοινής ωφέλειας, γενικότερα ήταν η μέριμνα του οποιουδήποτε εκσυγχρονιστικού επιτελείου, προκειμένου ακολουθώντας το μοντέλο της ευέλικτης οικονομίας να μπορεί να ξεπουλά, μπιτ παρά, τις επιχειρήσεις του δημοσίου φροντίζοντας να καλύπτει και τις υποδομές των νέων ιδιωτικοποιημένων ή ιδιωτικών επιχειρήσεων. Έτσι και με το νερό. Απώτατο σημείο ήταν τα μνημόνια στα οποία θεωρούνταν όρος βασικός η πώληση των δημοσίων επενδύσεων για την παροχή νερού και σαφώς ο συμβολικός και όχι μόνο, διορισμός του κυρίου Μπαρδή, ως διευθύνοντος συμβούλου στην ΕΥΔΑΠ. Ενός ανθρώπου στελέχους της γαλλικής Βεόλια. Της εταιρίας που ιδιωτικοποίησε τα νερά ενός μεγάλου μέρους του πλανήτη.

 

Η ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΥΔΡΟΝΟΜΗ

Ο τουρισμός από άποψη κατανάλωσης νερού, είναι μια παράμετρος που δεν μπορεί να συγκριθεί με την σπατάλη στη βιομηχανία ή στην εκβιομηχανισμένη αγροτική παράγωγή ή στην πετροχημική διαδικασία. Ο τουρισμός συγκρίνεται μόνο με την αστική και πλέον κατανάλωση σε μια μη αστική περιοχή που είναι υποχρεωμένη να στερεί ακόμα κι από τους κατοίκους της το νερό προκειμένου να ικανοποιούνται οι ανάγκες. Οι τουρίστες έχουν πάντα δίκιο. Κι αυτό γιατί για να μπορέσει να κινηθεί η τουριστική βιομηχανία από το ρουμ μέχρι τον τελευταίο φραπέ κι από την οικοδομή μέχρι το «εδώδιμο» προϊόν που είναι απαραίτητο μέσα στην εμπορευματική αναζήτηση του «άλλου» προϊόντος, χρειάζεται νερό. Δεν είναι τυχαίο ότι νησιά-παράλιες ζώνες υπάρχουν για να ικανοποιούν στο έπακρο τον τουρίστα, ενώ λίγο πιο κάτω το νερό μπορεί να αποτελεί ζητούμενο από τον αγρότη και τον ντόπιο. Δεν είναι τυχαίο ότι εκατομμύρια το χρόνο δαπανώνται για τη μεταφορά νερού από το κέντρο προς τα νησιά ή από την περιφέρεια του νησιού που έχει νερό προς την αξιοποιήσιμη παραλία. Ο τουρισμός λειτουργεί ως σχολή κατανάλωσης και εμπέδωσης της αυτονόητης λειτουργίας της Αγοράς. «Έχω όταν πληρώνω-πληρώνω και έχω». Ο τουρίστας βλέπει και μαθαίνει ότι τα πάντα λειτουργούν για την Αγορά. Όταν το όνειρο των διακοπών, το τελειώσει «ως άλλος άνθρωπος» ένα πρωί επιστροφής στο κέντρο με τους λογαριασμούς να περιμένουν «τον παλιό του εαυτό» και τη δουλειά που ξέχασε όταν ήταν στο νησί, ο πρώην τουρίστας θα γνωρίζει πως για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες που έμαθε πως πρέπει να ικανοποιούνται, θα πρέπει κι αυτός με τη σειρά του να βάλει ένα χεράκι. Κρίνει όλες τις αλλαγές περισσότερο αυτονόητες. Ή τουλάχιστον δεν τις εμποδίζει. Γιατί τότε κόβονται και τα όνειρα για τις διακοπές και τα Σαββατοκύριακα. Τις μικρές, αλλά, διακοπές. Ο τουρισμός είναι ένα σχολείο που λέει ότι δεν υπάρχουν όρια στην κατανάλωση. Ό,τι είναι να βρεις στην πόλη οφείλουν κάποιοι να σου το παρέχουν και στο χωριό. Μαζί και την ποσότητα νερού που χρειάζεσαι. Έτσι εξαντλούνται τα νερά της τουριστικής περιφέρειας και των νησιών. Κατά κάποιο τρόπο, ο τουρισμός έχει περίπου τις ίδιες επιπτώσεις με την μονοκαλλιέργεια και τη βιομηχανία. Φτιάχνει παντού τοπικά εργοστάσια νερού:

1)καταστροφή παλαιών μορφών συγκράτησης και διάθεσης του νερού (πηγάδια, στέρνες, υπέργειοι ταμιευτήρες): όλοι οι τρόποι συγκράτησης αποδεικνύονται μάταιοι, αφού ολοένα και περισσότερο νερό χρειάζεται ο τουρίστας και οι πισίνες που –ω της αντίφασης πολλές βρίσκονται σχεδόν δίπλα στη θάλασσα.

2)ανοίγει ο κύκλος της μόλυνσης και του διαχωρισμού χρήσεων του νερού: Είτε διότι η υπεράντληση προκαλεί την όσμωση με τα βοθρολύματα είτε διότι πολλά πηγάδια μετατρέπονται σε πρώτης τάξεως βόθροι. Τα πρώην πόσιμα και αρδεύσιμα ύδατα χαρακτηρίζονται σαν ακατάλληλα μαζί με τις πηγές και τις δημόσιες βρύσες και ακολουθά ο διαχωρισμός του νερού. Άλλο, το νερό για λάτρα κι άλλο, το νερό που ακριβοπληρώνουμε από 400 ως 4.000 φορές περισσότερο, για πόσιμο. Από την άλλη αφού η μεταφορά του νερού δεν πλησιάζει τις περισσότερες φορές, τις κατάλληλες συνθήκες υγιεινής, η απώλεια εμπιστοσύνης κάνει τα πράγματα πιο σύνθετα: κανείς δεν πίνει το νερό του δικτύου που προέρχεται από τη μεταφορά. Όταν μάλιστα αναμιγνύεται για «οικονομία» και με ντόπιες γεωτρήσεις που πουλάνε συνήθως θάλασσα.

3)δημιουργείται ένας κύκλος οικονομίας που επιβαρύνει την κοινότητα: αφού εγκαταλείπονται όλοι αυτοί οι τρόποι μαζί με την παλιότερη οικονομία (πρωτογενή παραγωγή) που ήταν άρρηκτα συνδεμένοι με αυτούς, ανοίγει ένας επιχειρηματικός κύκλος που θα φέρει νερό. Περισσότερες γεωτρήσεις που έχουν ως συνέπεια την αλάτωση των υδάτων αφού από ένα σημείο και μετά, τραβούν θάλασσα. Κι αφού είναι αποτυχημένο κι αυτό το μέτρο, τότε η κοινότητα (η τοπική αρχή δηλαδή) θα στραφεί στη μεταφορά του νερού. Που είναι πανάκριβη υπόθεση. Να πού πηγαίνουν οι απώλειες του τοπικού εισοδήματος. Στις φαρδιές τσέπες της Αγοράς.

4)υπερτιμολόγηση του νερού: είναι ένα νερό που πληρώνεται πολύ ακριβότερα από το νερό του αστικού δικτύου από το οποίο προέρχεται. Είναι «λογικό». Οι αυτοδιοικήσεις των τουριστικών περιοχών αυτοπεριοριζόμενες στην διαχείριση του ζητήματος υποδοχής των τουριστών χρεώνουν τους ντόπιους για αυτό το ιδιαίτερο οικονομικό βάρος. Για το σύνολο δηλαδή της σκηνοθετημένης επιστροφής του τουρίστα στις ρίζες του.

Δίπλα λοιπόν στην βιομηχανία και την εκβιομηχανισμένη παραγωγή, έχουμε τον τουρισμό που περισσότερο από κάθε άλλο κύκλο εργασιών αναπαράγει και ενισχύει τον σύγχρονο, εγωιστή-άνθρωπο. Τον Χόμο Τουρίστικους. Στις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής του. Όταν είναι μακριά από την εργασία.

 

Η ΑΙΓΙΝΑ

Αντίστοιχα και στην Αίγινα, τα τελευταία 20-30 χρόνια ξεκίνησε η κρίση σπανιότητας του νερού. Όπως και σ’ όλη την Ελλάδα. Εκείνη την περίοδο ανευρίσκονται και τα πρώτα δημοσιεύματα με διαμαρτυρίες στον τοπικό τύπο. Με ένα αδιάφορο καταναλωτικό κοινό που πολλαπλασίαζε απλά τον πληθυσμό ανάμεσα στον Ιούνιο και τον Σεπτέμβριο, με τον Αύγουστο να γίνεται το «σώσε». Έπρεπε να παίρνει τα ντουζάκια του δίπλα στη θάλασσα, να τα ξαναπαίρνει για τη νυχτερινή του διασκέδαση, να ποτίζει την αυλή του με τα καλλωπιστικά φυτά, να γεμίζει την αριστερή ή δεξιά του πισίνα στην αριστερή ή δεξιά του βιλίτσα, να το χρησιμοποιεί για να χτίζει, να έχει τις απαιτήσεις που έχει στο σπίτι του και με το παραπάνω, λόγω θερινής ραστώνης. Έτσι απέκτησε δικαιώματα ντόπιου. Με το «πλερώνω». Έτσι αναπτύχθηκε αυτή η μικτή τοπική ταυτότητα. Μαζί και οι επιχειρηματίες του τουρισμού και της οικοδομής, που μοναδική τους έγνοια ήταν το «δίκιο του τουρίστα». Κι από κοντά ένας κόσμος που έβγαζε το ψωμάκι του. Τα καλοκαίρια. Για να παίρνει μια βαθειά οικονομική ανάσα για το χειμώνα. Κι ο νεανικός ντόπιος πληθυσμός άρχισε να πλέει στα λιβάδια της τουριστικής ευφορίας να αποκτά τις συνήθειες μιας τάξης «ανώτερης», της τουριστικής. «Καπουτσίνο ιν ον δε μπιτς, μεγάλε»!

Έτσι αναπτύχθηκε η τουριστική συνείδηση.

Από το 1975 η χωροταξική Ρυθμιστική μελέτη νήσων Αιγίνης Αγκιστρίου και των πέριξ νησίδων μετά πολεοδομικών –ρυμοτομικών σχεδίων οικισμών και ζωνών αναπτύξεως, προειδοποιούσε για το τι θα γινόταν για το νερό, για την τουριστική ανάπτυξη, για τη ρυμοτομία, για την ανάπτυξη των οικισμών, για την υπερσυγκέντρωση πληθυσμού στη Χώρα, για το κυκλοφοριακό, για την πρωτογενή παραγωγή. Όλα αυτά που υπήρχαν στη μελέτη ως κακή πρόβλεψη έγιναν και με το παραπάνω. Εγκαταλείφθηκε η πρωτογενής παραγωγή, καταστράφηκαν ή εγκαταλείφθηκαν οι τρόποι συγκράτησης του νερού, χτίστηκε η Αίγινα στα πρότυπα της Σαλαμίνας, το νερό στα πηγάδια και γεωτρήσεις γέμισε θάλασσα, πηγάδια που έγιναν βόθροι ή οσμώθηκαν με τα διπλανά βοθρολύματα, τόποι της περιφέρειας και δασάκια γέμισαν με μπάζα, εγκρίθηκε από τη δεκαετία του 90 η πανάκριβη μεταφορά νερού από μονοπώλια-πειρατές και μια κλοπή-απώλεια νερού που υπολογίζεται στο 40-45% του δικτύου. Μετρητές που δουλεύουν «ιδιόμορφα», παράλληλες συνδέσεις στο δίκτυο, απλήρωτοι λογαριασμοί από «μεγάλους» καταναλωτές που δεν πληρώνουν με το «έτσι θέλω», συνθέτουν ένα τοπίο που μοιάζει, αλλά δεν είναι, αξεπέραστο.

Οι δημοτικές αρχές; Ακόμα και πριν το «καλό κράτος» του Καλλικράτη ήταν βαποράκια του χρήματος από το Κράτος, αργότερα από τη Νομαρχία και σήμερα από την Περιφέρεια, προς τους ιδιώτες. Ποτέ δεν φρόντισαν για τις υποδομές της Αίγινας. Του νησιού τους δηλαδή. Οι άνθρωποι της διπλανής μας πόρτας. Κοινοτικές γεωτρήσεις που δεν λειτουργούν για το κοινό καλό, πηγές όπως στο δάσος μεταξύ Παλιά Χώρας και Σουβάλας-Αγίων που έκλεισαν χωρίς να στερέψουν, πλοία-υδροφόρες που δεν αγοράστηκαν για μια φτηνή μεταφορά, στέρνες που δεν κατασκευάστηκαν ως όφειλαν σε κάθε οικοδομή, φραγματάκια ανάσχεσης των όμβριων σε κατεβασιές των βουνών μας δεν έγιναν (πέρα από κάποια ξεχαρβαλωμένα φραγματάκια) για να μην χάνεται στη θάλασσα ούτε μια σταγόνα απ’ τη βροχή, η ντόπια παραγωγή δεν στηρίχθηκε από άποψη συνέχειας και υποδομών, η περιφέρεια του νησιού απομονώθηκε από ένα τουρισμό που θα μπορούσε να αποτελέσει πεδίο ισχυροποίησης δεσμών και γνωριμίας με τις απίστευτες ομορφιές και ιστορικούς θησαυρούς της.

Τι έκαναν; Αισχρή διαχείριση. Υποθήκευσαν το νησί στα τραπεζικά δάνεια, στους ιδιώτες, στο κράτος και στους τσιφλικάδες πολιτικούς, δημιούργησαν ένα τουρισμό των 200 μέτρων της παραλίας της πόλης της Αίγινας, χρεώθηκαν και συνεχίζουν να χρεώνονται σε ιδιώτες όπως στους υδρομεταφορείς βοηθώντας τους να επεκτείνουν τα μονοπώλιά τους, αυξάνουν την τιμή του νερού κρατώντας ένα γενναίο ποσό για πολιτιστικό τέλος και σήμερα στέκονται αμήχανοι μπροστά στον Καλλικράτη που είναι ένα μόνιμο αποκεντρωμένο μνημόνιο για τη Χώρα μας. Και με ανοιχτό το στόμα μπροστά στους προαγωγούς της ιδιωτικοποίησης των νερών. Ζητιανεύοντας κάθε τόσο χρήμα από την περιφέρεια και εύνοια από τους πολιτικούς για τις μικρές κρίσεις-θέατρο που προκαλούν οι νερουλάδες. Και μπροστά μας το φάσμα της σύνδεσης με την προ των θυρών ιδιωτικοποίησης της ΕΥΔΑΠ και ΕΥΔΑΠ Νήσων.  Με μια συνολικής επένδυση των μέχρι τώρα 30 εκατομμυρίων ευρώ. Αυτό λέει η μελετο-κατασκευή όπως αυτές που συναντούν κατά τη διαδικασία της κατασκευής διάφορα ανυπέρβλητα εμπόδια για να αυξάνουν το κόστος. Ε, δεν θα βρουν μπροστά τους κάποιο βράχο; Κάποιο εμπόδιο; Τέλος, η ΕΥΔΑΠ Νήσων είναι το κατάλληλο εφεύρημα για την υπαγωγή όλων των νερών της περιφέρειας μας υπό μια ρυθμιστή αρχή. Ποια; Την εταιρία φυσικά που θα νοικιάσει ή θα αγοράσει με το αζημίωτο τα νερά μας και τις υποδομές μας. Ακόμα και την αποικιακή σύνδεσή μας με την ΕΥΔΑΠ και όλα τα χερσαία έργα που θα γίνουν για να φάνε οι ιδιώτες.

Η αστικοποίηση του νησιού μας έχει κι άλλες πτυχές που δεν θα αναπτυχθούν στο παρόν. Μόνο μια ως υστερόγραφο που συνδέεται άμεσα με τις απόλυτες ανάγκες μας όπως αυτή για το νερό. Ποια είναι; Τα πάσης φύσεως απόβλητά μας. Αυτά που εξάγουμε επί πληρωμή για να μην πεθάνουμε από πανούκλα και λεπτοσπείρωση, δίπλα σ’ αυτό που εισάγουμε επί πληρωμή πάλι για να μην πεθάνουμε. Όχι για να ζούμε, αλλά για να μην πεθάνουμε. Τι εξάγουμε; Συνήθως αυτό που βρωμάει στους κάδους και είναι χρήσιμο υλικό. Που στην περίπτωση μιας στοιχειώδους αυτοργάνωσης θα μπορούσε να είναι αρίστης ποιότητας ζωοτροφή και πλούσιο φυτικό λίπασμα για τα χωράφια. Με τα μπάζα θα μπορούσαμε να έχουμε αποκαταστήσει τα νταμάρια που έκαναν την Αίγινα εργοτάξιο στο παρελθόν. Σε μια περίοδο που αποτυπώνεται η υπαγωγή ενός νησιού σε προάστιο της Αθήνας και οι άνθρωποί του σε αθύρματα της διεθνούς αγοράς.

Έτσι λοιπόν ανοίγουμε ένα διάλογο, που θα μπορέσει ίσως μέσω μιας γενικότερης επίγνωσης να αναδείξει συμπεράσματα κι ίσως κάποιες θέσεις αγώνα, όχι απλά για το νερό, ως Η2Ο, αλλά για την ίδια τη ζωή μας.

 

Σχεδία στ’ ανοιχτά της Αίγινας

Σεπτέμβρης 2012

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΑΡΙΘΜΩΝ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΩΝ

1)Η Intel που έχει εργοστάσια στη Σάντα Κλάρα, χρησιμοποιεί 1.400.000 τόνους νερό. Τα εργοστάσιά της στην Αλόχα άλλους 1.000.000 το χρόνο. Η Βάλκερ Σιλτρόνικ, εργοστάσιο πυριτίου χρειάζεται 3.000.000 τόνους το χρόνο.

2)Ένα αυτοκίνητο χρειάζεται 150 τόνους νερό.

3)Ένα τσιπάκι χρειάζεται 38 λίτρα κι ένα μεσαίου μεγέθους εργοστάσιο χρησιμοποιεί 190.000 τόνους. Όσο μια πόλη 20.000 κατοίκων.

4)Το γραφείο προστασία του Περιβάλλοντος εκτιμά ότι οι αμερικανικές πόλεις θα πρέπει να ξοδέψουν περίπου 150 δισεκατομμύρια δολάρια τις επόμενες δεκαετίες για τις βελτιώσεις των υποδομών ύδρευσης. Και για τα συστήματα αποχέτευσης άλλα 460 δισεκατομμύρια δολάρια. (2002)

5)Το 1994 η Τζακάρτα της Ινδονησίας χτυπήθηκε από ανομβρία και λειψυδρία. ΟΙ εγκαταστάσεις όμως γκολφ για τους τουρίστες συνέχισαν να υδροδοτούν με 1000 κυβικά νερό την ημέρα.

6)Στην κορύφωση μιας τρίχρονης ξηρασίας, το 1998, στην Κύπρο, η κυβέρνηση έκοψε την παροχή νερού κατά 50% στους αγρότες εξασφαλίζοντας τις ανάγκες σε ύδρευση, 2 εκατομμυρίων τουριστών.

7)Κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 με το «ευχαριστούμε Αθήνα», ο Δ. Κουτσογιάννης, καθηγητής του τομέα των υδάτινων πόρων του ΕΜΠ και συνυπεύθυνος της ολυμπιακής επάρκειας νερού έλεγε για τον πιθανό περιορισμό στην κατανάλωση 4 εκατομμυρίων κατοίκων σε περίπτωση που οι συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές.

8)Λίτρα νερού που αντιστοιχούν ανά ημέρα: Αφρική: 17, Ασία: 31, Αγγλία: 122, Γαλλία: 164, ΗΠΑ: 211, Ισπανία: 265

9)5.000 παιδιά πεθαίνουν ημερησίως από έλλειψη νερού

10)Στη δεκαετία του 1990, 143 περιπτώσεις ξηρασίας επιδείνωσαν τη ζωή 185 εκατομμυρίων ανθρώπων… Η λίμνη Τσαντ περιορίστηκε από τα 6.900 τετραγωνικά μίλια σε 1.500 στα τελευταία 20νχρόνια (2001). Πού στο διάολο πήγαν τα υπόλοιπα 5.400; Μήπως η Νιγηρία που κατέχει το ¼ της λίμνης χρησιμοποιεί τα νερά για την κατεργασία διαμαντιών;

11)Η παροχή νερού σε ανθρώπους και επιχειρήσεις είναι ήδη (2000) μια βιομηχανία με τζίρο 4000 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο. Αυτό το νούμερο αποτελεί σήμερα το 40% του μεγέθους του πετρελαϊκού τομέα και είναι κατά 1/3 μεγαλύτερο από το παγκόσμιο μέγεθος της φαρμακοβιομηχανία. Τρελά λεφτά!

12) 13)Τη δεκαετία του 90, 93 κράτη προστέθηκαν  στον κατάλογο όσων ιδιωτικοποίησαν συνολικά ή εν μέρει τα δίκτυα νερού. Ολόκληρη η Βόρεια Αμερική,  23 κράτη της Λατινικής,  20 στην Ευρώπη, 30 στην Αφρική και μέση Ανατολή και 17 στην Ασία. Σε ακόμα περισσότερα κράτη εκείνη την περίοδο οι διαπραγματεύσεις γίνονται απευθείας ανάμεσα στις εταιρίες και τις δημοτικές αρχές. Εκτός από τις δυο γαλλικές άλλες τρεις εταιρίες νέμονται τα παγκόσμια αποθέματα νερού: η γαλλική Σορ, η αγγλογερμανική Τέιμς και η αμερικανική Μπέχτελ.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΜΑΣ

1)«Αν οι πόλεμοι αυτού του αιώνα γίνονται για το πετρέλαιο, στον επόμενο αιώνα θα γίνονται για το νερό» Ισμαήλ Σερατζελντίν, αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας.

2)«Στο Τέξας υγρό χρυσάφι είναι πλέον το νερό και όχι το πετρέλαιο» New York Times 16-4-2001

3) «Οτιδήποτε λοιπόν, το αποσπά από την κατάσταση στην οποία η Φύση έχει εξασφαλίσει και αφήσει, το έχει αναμίξει με την εργασία του και το έχει συνδέσει με κάτι το οποίο του ανήκει και ως εκ τούτου γίνεται ιδιοκτησία του» Τζόν Λόκ

4)«Η μοίρα του ανθρώπου είναι να κατακτήσει όλη τη γη και η μοίρα   της γης είναι να υποταχθεί στον άνθρωπο. Δεν μπορεί να υπάρχει καθολική κατάκτηση της γης ούτε πραγματική ικανοποίηση για την ανθρωπότητα, αν μεγάλα τμήματα της γης παραμένουν έξω από τον πλήρη έλεγχο του ανθρώπου. Μόνο όταν όλα τα μέρη της γης αναπτυχθούν με την καλύτερη υπάρχουσα γνώση και περιέλθουν σε ανθρώπινο έλεγχο, θα μπορεί πλέον ο άνθρωπος να πει ότι η γη του ανήκει…» John Widtsoe από το τμήμα διαχείρισης υδάτινων πόρων των πρώιμων ΗΠΑ

5)Από ομιλία του Λίντον Τζόνσον στα 1966 όταν παρουσίαζε το πρόγραμμα «Νερό για την Ειρήνη» στην Ινδία: «Βρισκόμαστε σε αγώνα προς την καταστροφή. Πρέπει να καλυφθούν οι παγκόσμιες υδατικές ανάγκες, αλλιώς το αναπόφευκτο αποτέλεσμα θα είναι μαζικός λιμός…Αν αποτύχουμε  σας διαβεβαιώ σήμερα ότι ούτε η πρωτοφανής δύναμη του Αμερικανικού Στρατού δεν θα μπορεί να διατηρήσει την ειρήνη για πολύ».

6)Πρωθυπουργός της Ινδίας Ρατζίβ Γκάντι, 1980: «Η σημερινή κατάσταση είναι ότι από το 1951 έχουν ξεκινήσει 246 μεγάλα επιφανειακά αρδευτικά έργα. Μόνο 66 από αυτά έχουν ολοκληρωθεί ενώ 181 είναι ακόμα υπό κατασκευή. Ίσως, μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι ο λαός δεν έχει δει σχεδόν κανένα όφελος από αυτά τα έργα. Για 16 χρόνια δίνουμε χρήματα. Οι άνθρωποι δεν έχουν λάβει τίποτα απ’ όσα δικαιούνται, ούτε άρδευση, ούτε νερό, ούτε αύξηση παραγωγής, ούτε βοήθεια στην καθημερινή τους ζωή».

 

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΜΑΣ

1)«Η γη έχει αρκετά για να καλύψει τις ανάγκες όλων μας, αλλά όχι αρκετά για να ικανοποιήσει την απληστία λίγων» Μαχατμά Γκάντι

2)Το νερό στην αραβική, στην ουρντού και στην ινδουιστική λέγεται ab. Η φράση Abad raho είναι χαιρετισμός που εύχεται ευημερία και αφθονία. Στα ουρντού η λέξη abadi περιγράφει τον ανθρώπινο οικισμό

3)Από τις εισηγήσεις του Ιουστινιανού: «Σύμφωνα με το νόμο της φύσης αυτά τα πράγματα είναι κοινά για την ανθρωπότητα –ο αέρας, το τρεχούμενο νερό, η θάλασσα κατά συνέπεια οι ακτές της»

4)«Το νερό είναι κάτι που κινείται, που περιπλανιέται και είναι αναγκαίο να είναι κοινόχρηστο σύμφωνα με το νόμο της φύσης, έτσι ώστε εγώ να μπορώ να έχω μια προσωρινή, εφήμερη επικαρπία του νερού» Ουίλιαμ Μπλάκστοουν

4)Από το Κοράνι: «Το νερό είναι η πηγή όλης της ζωής»

5)ΟΣηκουάνας ήταν θεός. Η Τάμεσις στην Αγγλία ήταν θεότητα.

 

 

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΓΙΝΑ-ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΤΟΥ 1975

Από τη χωροταξική Ρυθμιστική μελέτη νήσων Αιγίνης Αγκιστρίου και των πέριξ νησίδων μετά πολεοδομικών –ρυμοτομικών σχεδίων οικισμών και ζωνών αναπτύξεως «Αίγινα 3»

Από τα γραφεία Μελετών: 1)Σ. ΜΑΥΤΑ-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Η. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ 2) Γ.ΜΙΧΑΛΙΤΣΙΑΝΟΥ

Ελληνική Δημοκρατία-Υπουργείον Συντονισμού

«Οι βασικότεροι λόγοι που έκαναν την ανάθεση της μελέτης της Αιγίνης αναγκαία, είναι ότι η θέση του νησιού μέσα στον ευρύτερο χώρο των Αθηνών συνδυαζόμενη με το καλό κλίμα και τα στοιχεία τουριστικής έλξεως (μνημεία, νησιώτικη παράδοσις, γραφικότητης τοπίων, ακτές) έχουν καταστήσει την Αίγινα ήδη από εικοσαετίας τόπο μεγάλης εκδρομικής και παραθεριστικής κινήσεως με πολλές δυσμενείς επιπτώσεις πάνω στην ελκυστικότητα του νησιού και μακροχρονίως πάνω στην τοπική οικονομία… Η θέσις, το κλίμα η θάλασσα και η έλξις των τοπίων και μνημείων αποτελούν μια σημαντική δυνατότητα τουριστικής αναπτύξεως για το νησί, που όμως έχει ήδη εξελιχθή σε ψηλά επίπεδα αλλά με τρόπο που χωρίς να ανεβάζη το εισόδημα των κατοίκων, έχει προκαλέσει επιζήμιες επιπτώσεις στους ίδιους τους τουριστικούς πόρους και στη λοιπή οικονομία…»

«…O συνολικός πληθυσμός της περιοχής μελέτης ήταν το 1971 10.186 άτομα. Στο διάστημα 1961-1971 ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά 6,38%. Η αύξησις αυτή ήταν μικροτέρα από άλλες περιοχές του νομού Αττικής-Πειραιώς. 62% του πληθυσμού της περιοχής μελέτης κατοικεί στην Χώρα της Αίγινας. Οι συνθήκες στεγάσεως στην περιοχή μελέτης κρίνεται ότι δεν είναι ικανοποιητικές, δεδομένου ότι το 95% των νοικοκυριών δεν διαθέτουν λουτρό ή ντους και 26% δεν διαθέτουν κουζίνα ή αποχωρητήριο, τέλος δε 30% των νοικοκυριών στεγάζονται με πυκνότητα μεγαλύτερη των 9 ατόμων στο δωμάτιο. Το επίπεδο της οικονομίας της περιοχής μελέτης είναι από τα χαμηλότερα του νομού Αττικής-Πειραιώς λόγω ελλείψεως πόρων. Στον πρωτογενή τομέα η Αίγινα παρουσιάζει την χαρακτηριστική εξειδίκευση στη φιστικιά. Γενικά ο πρωτογενής τομέας πάσχει από έλλειψη νερού. Η θέσις, το κλίμα η θάλασσα και η έλξις των τοπίων και μνημείων αποτελούν μια σημαντική δυνατότητα τουριστικής αναπτύξεως για το νησί, που όμως έχει ήδη εξελιχθή σε ψηλά επίπεδα αλλά με τρόπο που χωρίς να ανεβάζη το εισόδημα των κατοίκων, έχει προκαλέσει επιζήμιες επιπτώσεις στους ίδιους τους τουριστικούς πόρους και στη λοιπή οικονομία…»

«…Στο δευτερογενή τομέα δεν υπάρχει αξιόλογη ανάπτυξις ούτε δυνατότητες

Η σύνθεσις της απασχολήσεως είναι:

-πρωτογενής      48%

-δευτερογενής   27%

-τριτογενής        25%

Στην περίοδο δε της τουριστικής αιχμής είναι:

-πρωτογενής       32%

-δευτερογενής    15%

-τριτογενής         52%

Το εισόδημα και η διάρθρωσις αυτού το 1972 ήτανε συνολικό εισόδημα 131 εκατ. Δρχ. (χωρίς εισόδημα οικοπέδων) κατά κεφαλήν 32.000 δρχ. (χωρίς εισόδημα οικοπέδων)

πρωτογενής       43%

δευτερογενής     23%

τριτογενής         34%

τουρισμός          27%

Υπάρχουν δυνατότητες βελτιώσεως της οικονομίας της περιοχής, με επίλυση του προβλήματος του νερού για τον πρωτογενή τομέα, με ορθολογικότερη αξιοποίηση των τουριστικών πόρων, κατασκευή της απαραίτητης υποδομής και περιορισμό της μη τοπικής οικονομικής δραστηριότητας λόγω της οποίας το παραγόμενο εισόδημα εξάγεται από τον τόπο…»

«…Ο τουρισμός στην Αίγινα είναι παραθεριστικός και εκδρομικός. Το τουριστικό ρεύμα στην Αίγινα αποτελεί σε αριθμό διανυκτερεύσεων το 0,66% του τουριστικού ρεύματος της Χώρας, ενώ ο πληθυσμός της αποτελεί το 0,12% του πληθυσμού της Χώρας. Στην τριετία 1969-1972 η αύξησις των διανυκτερεύσεων ήταν 23% των ημεδαπών και 275% των αλλοδαπών, ενώ στο σύνολο Χώρας η αύξησις ήταν 8,8% και 123% αντιστοίχως. Οι ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες αποβίβασαν το 1972 654,5 χιλιάδες επιβάτες και 32,6 χιλιάδες οχήματα, το 30% των οποίων κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο. Το σύνολο σχεδόν της κινήσεως εξυπηρετείται από το λιμάνι της Αίγινας, το οποίο παρουσιάζει συμφόρηση. Κατά μια μέρα αιχμής στη νήσο Αίγινα βρίσκονται 31.000 άτομα με τη σύνθεση:

10.000 κάτοικοι

13.000 παραθεριστές

3.000 πελάτες ξενοδοχείων

5.000 εκδρομείς

Απ’ αυτό φαίνεται ότι ο πληθυσμός της ημέρας αιχμής είναι τριπλάσιος του γηγενούς και ότι το μεγαλύτερο μέρος είναι παραθερισταί. Επίσης φαίνεται ότι η τουριστική κίνησις εκτός ξενοδοχείων είναι σημαντική και οι συνήθεις μετρήσεις βάσει διανυκτερεύσεων δίνουν υποεκτιμήσεις του ημεδαπού κυρίως τουριστικού κύματος.

Οι σχέσεις κλινών ξενοδοχείων προς τις κλίνες τουριστικών δωματίων στην Αίγινα είναι 1:1,2 (υπάρχουν 1.210 κλίνες ξενοδοχείων και 1.483 κλίνες τουριστικών δωματίων) ενώ στην Ελλάδα στο σύνολό της η σχέσις είναι 1:0,9. Δεν υπάρχουν ξενοδοχεία Α΄ κατηγορίας στη νήσο Αίγινα. Στο Αγκίστρι δεν υπάρχει κανένα ξενοδοχείο.

Στην περιοχή μελέτης υπάρχουν 2.677 παραθεριστικές κατοικίες (έναντι 4.156 μονίμων) ωρισμένες δε περιοχές είναι καθαρά τόπος παραθερισμού με ελάχιστες μόνιμες κατοικίες.

Το σύνολο των απασχολούμενων στον τουρισμό στο πεντάμηνο Απριλίου-Σεπτεμβρίου είναι 1.090 άτομα. Κατά την λοιπή περίοδο οι απασχολούμενοι είναι μόνο 200.

Στην πόλη της Αίγινας υπάρχει το 60% των καταστημάτων εξυπηρετήσεως των τουριστών. Το 25% όμως των κλινών ξενοδοχείων.Από πλευράς ξενοδοχειακού δυναμικού η σημαντικώτερη περιοχή είναι η Αγία Μαρίνα που έχει το 50% των ξενοδοχειακών κλινών.

Τα πολιτιστικά στοιχεία έλξεως επισκεπτών στην περιοχή μελέτης είναι:

-ο ναός της Αφαίας δωρικός ναός

-ο αρχαιολογικός χώρος Κολώνας (περιέχει λείψανα προϊστορικού οικισμού, τειχών δωρικού ναού, κτηρίων κλασσικής εποχής και ελληνιστικής εποχής)

-τάφοι διαφόρων εποχών

-ο αρχαιολογικός χώρος Ελλανίου όρους (ερείπια ναού ελληνιστικής εποχής και ναός βυζαντινός)

-η Παληαχώρα (λείψανα μεσαιωνικής πρωτεύουσας της Αίγινας με 38 ναούς οι οποίοι σώζονται μέχρι και σήμερα)

-οι βυζαντινές εκκλησίες σε διάφορα μέρη της νήσου

-νεώτερα μνημεία (Κυβερνείο, Εϋνάρδειο ορφανοτροφείο, που έχει μετατραπεί σε φυλακές, αρχοντικά της εποχής του Καποδίστρια και μεταγενέστερα

-η παραδοσιακή αρχιτεκτονική (αιγαιοπελαγίτικη, στεριανή και νεοκλασική).

Τα στοιχεία αυτά, πάνω στα οποία βασίστηκε η αρχική έλξις επισκεπτών, η οποία εξελίχθηκε σε σημαντική τουριστική ανάπτυξη της περιοχής, παρουσιάζουν μεγάλα προβλήματα στη σημερινή τους κατάσταση. Έχουν αλλοιωθή, τα ίδια ή ο χώρος μέσα στον οποίο βρίσκονται και είναι, κατά το πλείστον, ξεκομμένα από τη σύγχρονη ζωή.

Πέρα από τα πολιτιστικά στοιχεία υπάρχουν και αξιόλογα τοπία, η νησιώτικη ατμόσφαιρα, το κλίμα και οι ακτές που έλκουν τους επισκέπτες.

Το έτος 2000 υπολογίζεται ότι κατά μίαν ημέρα αιχμής θα υπάρχουν πάνω στην περιοχή μελέτης 85.000 άτομα (έναντι (31.000 σήμερα) με την σύνθεση:

20.000 κάτοικοι

28.000 παραθεριστές

17.000 πελάτες ξενοδοχείων

20.000 επισκέπτες (εκδρομείς)

Οι απασχολούμενοι στον τουρισμό, το έτος 2000, προβλέπεται να είναι 1.200 μονίμως και 3.000 στην περίοδο αιχμής. Το προβλεπόμενο τουριστικό εισόδημα για το 1987 προβλέπεται ότι θα αποτελή 40% του γενικού εισοδήματος (έναντι 29% σήμερα)…»

«Από πλευράς υδροδοτήσεως υπάρχει οξύ πρόβλημα. Ο υπόγειος ορίζοντας έχει κατέβει και υπάρχει κίνδυνος αλατώσεως και μολύνσεως… Ο πληθυσμός της Χώρας ήταν, το 1971, 6.000 κάτοικοι, 60% του πληθυσμού περιοχής μελέτης. Για το έτος 2000 σύμφωνα με την επιλεγείσα χωροταξική λύση θα είναι 9.500, 44% του πληθυσμού περιοχής μελέτης. Στην περιοχή της Χώρας έχουμε το 30% της γεωργικής γης της περιοχής μελέτης, παράγεται δε το 57% των κηπευτικών, 75% των καρπών δενδρωδών καλλιεργειών, 77% των φιστικιών. Το 70% του γεωργικού εισοδήματος της περιοχής προέρχεται από τη Χώρα. Επίσης το 70% των κεφαλιών βοοειδών και το 67% των κεφαλιών ορνίθων υπάρχει στην περιοχή αυτή. Η υπεροχή της περιοχής στον γεωργικό τομέα οφείλεται στην ύπαρξη εκεί του μεγαλυτέρου μέρους των γόνιμων εδαφών, του αγοραστικού κοινού και της υποδομής των μεταφορών. Το έτος 2000,σύμφωνα με τη μελέτη, η περιοχή θα έχει διατηρήσει την γεωργική δραστηριότητα διότι καταβάλλεται προσπάθεια να αποφευχθή η οικιστική επέκτασις σε γόνιμα εδάφη. Με την επίλυση δε του υδρευτικού προβλήματος και με την τεχνολογική πρόοδο θα βελτιωθή η παραγωγικότης του γεωργικού τομέως».

«…Βασικά επιδιώκεται να ξεπεραστούν τα εμπόδια που παρακωλύουν την φυσιολογική εξέλιξη της πόλεως, όπως είναι η πόλωσις των λειτουργιών στο συμφορημένο  κέντρο, η ύπαρξις φραγμών στην επέκταση (π.χ. η ύπαρξις φυλακών και γηπέδου εμποδίζει την ανάπτυξη προς τον νότον) ή η, για κερδοσκοπικούς λόγους, παράλογη επέκταση του δικαιώματος δομήσεως σε όλη τη γόνιμη γη (χαρακτηρισμός μιας εκτάσεως 13.000 στρεμμάτων σαν οικισμού προ του ’23)…»

«…Εξετάζονται τέλος τρεις εναλλακτικές εικόνες ρυθμίσεων του χώρου:

-η εικόνα των τάσεων, δηλαδή η διατήρησις της δυνατότητος οικοδομήσεως πάνω στο σύνολο των 13.000 στρεμμάτων που έχουν χαρακτηρισθεί σαν οικισμοί προς του ’23 και μπορούν να οικοπεδοποιηθούν με αρτιότητα 150 τ.μ. σε ακτίνα 4 χλμ. Από το κέντρο της Χώρας.  Τούτο σημαίνει κατάτμηση της γόνιμης γεωργικής γης και ψευτοαστικοποίηση διότι θα χτιστή μόνο το 2% της χωρητικότητος με διασπορά, μεγάλο κόστος υποδομής, αλλοίωση του περίγυρου του παραδοσιακού οικισμού. Πλήρης καταστροφή του παραδοσιακού κεντρικού πυρήνος λόγω πιέσεων.

-η εικόνα της μεγίστης συγκεντρώσεως, της νέας επεκτάσεως σε μια μόνον περιοχή. Τούτο σημαίνει πλήρη αντιστροφή των τάσεων και επομένως μεγάλο κόστος οικονομικό,  διοικητικό και κοινωνικό εφαρμογής, ενώ αντίθετα το κόστος κατασκευής της υποδομής, η εξυπηρέτηση των κατοίκων και η δυνατότης διατηρήσεως του παραδοσιακού οικισμού και περίγυρου είναι στοιχεία ευνοϊκά της εικόνας.

-η ενδιάμεση εικόνα, δηλαδή η εκλογή περισσοτέρων της μιας περιοχών για νέα ανάπτυξη, με είδος αναπτύξεως προσαρμοσμένο στα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής. Αυτό σημαίνει ένα συνδυασμό των πλεονεκτημάτων των προηγούμενων εικόνων, έτσι ώστε να έχη δυνατότητες εφαρμογής χωρίς μεγάλη αναστάτωση όπως στην πρώτη εικόνα, αλλά και πλεονεκτήματα λειτουργίας όπως η δεύτερη…»

«…Παρά το γεγονός ότι η Αίγινα έχει κυρηχθή ως προστατευόμενος οικισμός, δεν  δίδει την εντύπωση ότι έχει καταβληθή προσπάθεια συντηρήσεως. Πολλά νέα, άσχημα και ‘’ξένα’’ στο τοπικό περιβάλλον στοιχεία έχουν χρησιμοποιηθεί και έχουν διαβρώσει σημαντικά τον χαρακτήρα της Αίγινας.

Η Χώρα της Αίγινας είναι διάστικτη από αξιόλογα κτίρια, παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, επί πλέον διαθέτει τον αρχαιολογικό χώρο της Κολώνας. Το σύνολο όμως των μνημείων αυτών δεν έχει ικανοποιητικά διατηρηθή και ενταχθή στη σύγχρονη ζωή, η οποία δημιουργεί πιέσεις αλλοιώσεως.

Οι χρήσεις γης χαρακτηρίζονται από μεγάλη συγκέντρωση υπηρεσιών στο κέντρο και από έλλειψη κοινόχρηστων ελεύθερων χώρων.

Υπάρχει ένα εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως νομοθετημένο με διάταγμα του 1898. Χαρακτηριστικό του σχεδίου αυτού αποτελεί η έλλειψη σεβασμού στον παραδοσιακό χαρακτήρα της χαράξεως, του πλάτους και της μορφής γενικά των οδών, στην τοπογραφία και στις υπάρχουσες ιδιοκτησίες. Η εφαρμογή του απαιτεί πλήθος προσαρτήσεων και αποζημιώσεων.

Ανάλογα με το τι συμφέρει κάθε φορά τον ιδιοκτήτη οι καινούργιες οικοδομές πότε τοποθετούνται στην υφισταμένη οικοδομική γραμμή,  πότε τοποθετούνται σύμφωνα με το εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως, με αποτέλεσμα να οξύνεται το πρόβλημα κυκλοφορίας στην πόλη.

Οι επιτρεπόμενες ελάχιστες επιφάνειες οικοπέδων είναι 40-60 μ2, ισχύον σύστημα είναι το συνεχές και το επιτρεπόμενο μέγιστο ύψος οικοδομών είναι τα 8 μ., ή δυο ορόφοι ανεξαρτήτου πλάτους δρόμου μέχρι 8 μ. Για πλάτος δρόμου πάνω από 8μ. επιτρέπεται ύψος 11μ. (Εν τούτοις δεν υπάρχουν παρά 39 οικοδομές τριώροφες από τις 1280 της Χώρας και από αυτές μόνο οι 12 είναι παλιές. Τούτο δείχνει ότι δεν υπάρχει πίεσις για ψηλότερα κτήρια.

Παρά τους ισχύοντες όρους δομήσεως και τις προδιαγραφές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας που απαγορεύουν περισσότερους από τρεις ορόφους έχουμε σήμερα 5 τετραώροφες και μία πενταόροφη. Το ισχύον οικοδομικό σύστημα το συνεχές ευθύνεται τόσον για την μεγαλύτερη αλλοίωση του παραδοσιακού χαρακτήρα της πόλεως όσον και για την απαράδεκτη αύξηση της πυκνότητος της πόλεως (διότι δίνει την δυνατότητα να χτιστή η παραδοσιακή αυλή ενώ συγχρόνως η παλιά οικία στο βάθος καταλαμβάνει τμήμα ή ολόκληρον τον υποχρεωτικώς ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου».

 


Πραγματική οικονομία, αποκέντρωση, κοινωνική παραγωγή (η ελληνική ιδιαιτερότητα)-ένα κείμενο εις μνήμην Σταύρου Κούβαρη

ΠΕΝΘΕΥΣ

Ο ύπνος τον γέμιζε όνειρα καρπών και φύλλων

ο ξύπνος δεν τον άφηνε να κόψει ούτε ένα μούρο.

Κι οι δυο μαζί μοιράσανε τα μέλη του στις Βάκχες.

ΑΠΟ ΤΟ «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Γ΄» 

Το παρακάτω κείμενο αφιερώνεται στη μνήμη του αδελφού, φίλου και συντρόφου, Σταύρου Κούβαρη. Δεν προλάβαινε να το διαβάσει τον τελευταίο καιρό για να αποστείλει τις παρατηρήσεις που συνήθως έκανε άμεσα και έμμεσα σ’ αυτά που λάβαινε. Είχε μια βαθειά αισιοδοξία μέσα στη ζωηρή κι ανιδιοτελή του θέληση να αλλάζει τον κόσμο γύρω του κι αντλούσε αισιοδοξία από τη σκέψη που ξεπερνούσε τη συνήθη διαδρομή της διαχείρισης. Το 2006 κατέβηκε για δήμαρχος στις δημοτικές εκλογές, στο Δήμο Τροιζήνας. Μ’ όλους τους ομηρικούς καυγάδες για το «ανέφικτο» κι «αφελές» που εντοπιζόταν από τη μια πλευρά για την άλλη, ένα ήταν το σίγουρο. Ότι στο μυαλό του Κούβαρη ήταν:

-η έγνοια για τον αγρότη που δεν μπορούσε να διαθέσει την παραγωγή του κι έβλεπε τα παιδιά του να γνέφουν «γεια» στις εθνικές παρελάσεις με το νου στην Αθήνα και στον Πειραιά να κάνουν οτιδήποτε εκτός από «αγροτικά» ή να κάθονται αμήχανα με το ‘να πόδι στην καρέκλα της καφετέριας

-η έγνοια για τον επαγγελματία που δεν μπορούσε να σηκώσει το αβάσταχτο φορτίο των εξόδων του και πρόβαινε σε άτσαλες, αυτοκαταστροφικές και σπασμωδικές κινήσεις 

-η έγνοια για τη φτώχεια που ολοένα και πλησίαζε την περιοχή της Τροιζηνίας και των Μεθάνων

-η έγνοια για το φυσικό περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής, για το νερό που γέμιζε νιτρικά από μια καταστροφική καλλιέργεια

-η έγνοια για την ποιοτική προβολή των ιδιαίτερων φυσικών και ιστορικών προορισμών στην ευρύτερη περιοχή

-η έγνοια για την εκπαίδευση των παιδιών της περιοχής και ιδιαίτερα των αγροτόπαιδων

-η έγνοια για την πρωτοβάθμια φροντίδα και υγεία στο φόντο περίπου μηδενικών υποδομών

-η έγνοια για τη συνεργασία και την συμμετοχή των πολιτών της Τροιζηνίας

Κι άλλες πολλές έγνοιες…

Λίγα και ενδεικτικά:

«Χρειαζόμαστε άντρες γερούς να έρθουν να αποικήσουν τον κάμπο» έλεγε, γελώντας με την καρδιά του για τα καμώματα πολιτευτών που έταζαν ένα νέο σύγχρονο αεροδρόμιο στη θέση του. «Θα απαιτήσω να γίνει Γεωργική Σχολή» σ’ ένα τοπίο που το καλοκαίρι τα χειμωνιάτικα πορτοκάλια έκρεμαν ξερά, τα βαλέντσια του καλοκαιριού ούτε καν είχαν βγει από την παραμέληση και το λάδι έμενε αδιάθετο στα βαρέλια και τους ντενεκέδες. «Θα πιάσω όλους του παραγωγούς να βγουν έξω και να διαθέσουν τα προϊόντα τους. Εγώ θα το νομιμοποιήσω. Θα μπω μπροστά. Να φτιάξουμε τη δική μας αγορά. Να μπορέσει να ζήσει ο κόσμος». «Θα βραβεύεται όποιο παιδί στο σχολείο έχει να πει κάτι για γεωργικές ή τεχνολογικές εφαρμογές κι όχι όποιο παιδί περνάει στην πρωτεύουσα και μας αποχαιρετά οριστικά», γελώντας με τις απονομές και την δήθεν ατμόσφαιρα της κωλοπετεινίτσας. «Θέλω να έρχεται στο δημαρχείο ο καθένας χωρίς πρωτόκολλα και να μου λέει τη γνώμη του». «Θα οργώσουμε όλες τις περιοχές και τα χωριά που δεν έχουν λόγο προκειμένου να ακούγονται και να λαμβάνονται υπ’ όψιν». «Να δοξαστεί η αφέλεια» σου Κούβαρη! «Η πιο καλύτερη ατάκα του ελληνικού κινηματογράφου», έλεγε για το παραπάνω ρηθέν, παρμένο από την ταινία του Λ. Παπαστάθη, «τον καιρό των Ελλήνων».

Οι τελευταίες του δράσεις ακόμα μιλούν. Κατάφερε με πείσμα και απέτρεψε με τους συνεργάτες και τους κατοίκους, την εγκατάσταση Σταθμού Μεταφόρτωσης Απορριμμάτων στην ιστορική περιοχή Δαμαλά (Τροιζήνας) όπως και το εργοτάξιο παραγωγής μπετόν στον Άγιο Νικόλα. Ξεκίνησε μαζί με φίλους την υπόθεση της εναντίωσης στην εγκατάσταση ανεμογεννητριών στις Αδέρες. Δεν τα κατάφεραν όμως διότι τα συμφέροντα στα οποία συνέργησε η τότε και νυν δημοτική αρχή ήταν πολύ μεγαλύτερα απ’ την προσπάθεια. Ακόμα και μετά το 2010 που δεν κατέβηκε στις εκλογές αφού «αδειάστηκε» επιδεικτικά, άνθρωποι από όλη την Τροιζηνία τον έπαιρναν στο τηλέφωνο για να μιλήσουν μαζί του για τα προβλήματα της περιοχής τους.

Όσο για άλλα:

Περπάτησε όσο κανείς άλλος τις αδόμητες θέσεις και τα βουνά της περιοχής, κάνοντας την αρχή για τη σηματοδότησή μονοπατιών μαζί με φίλους. Γνώριζε όσο λίγοι την ιστορία της περιοχής χωρίς ο ίδιος να το χρησιμοποιήσει παρά μόνο να συμβάλει σε κάθε περίπτωση. Ο ίδιος υπέδειξε στην αρχαιολόγο τη μυκηναϊκή θέση «Μαγούλα» στο Γαλατά και το θολωτό τάφο. Ποτέ δεν διεκδίκησε ένσημα και εύφημο μνεία για αυτή του την ανακάλυψη. Λίγοι φίλοι το γνωρίζαμε. Απ’ το 90 ήταν σε κάθε πολιτιστική προσπάθεια εθελοντής να τρέξει σαν εργάτης κι ας είχε όλη την ημέρα τρέξιμο σε οικοδομές και στο τζαμάδικο. Για τις κινηματογραφικές προβολές, για τη βιβλιοθήκη του Γυμνασίου, για τις φιλολογικές εκδηλώσεις στην περιοχή, για δουλέψει εθελοντής και ως χειρονάκτης σε κάθε περίσταση που απαιτούνταν. Για να βοηθήσει τον καθηγητή και το δάσκαλο που πάσχιζε. Για να μεταφέρει με το φορτηγάκι του οτιδήποτε χρειαζόταν κι οποιαδήποτε στιγμή. Μαζί με γείτονες τη δεκαετία του 80 έφτιαξαν παιδική χαρά κόντρα στον τότε Νομάρχη Πειραιά, μαζί τη νομιμοποίησαν. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τους ανθρώπους που έκανε διακομιδή στο νοσοκομείο του Άργους και στην Αθήνα αποτρέποντας τον μοιραίο θάνατο, σε μια περιοχή που δεν είχε υποδομές; Τις προσπάθειες να «μαζευτούν ό,τι μπορούν» για να «βγει» σύνταξη σε «κάποια φτωχή γριούλα στο Γαλατά»;

Ο Σταύρος απ’ το 80 που εγκαταστάθηκε με τη Σοφία του στο Γαλατά έδειξε σ’ ένα άνυδρο περιβάλλον τη δυναμική του. Μ’ ένα τρίκυκλο (υδραυλικός στην αρχή) έφτανε ως γραμματέας του τοπικού ΚΚΕ μέχρι τους δυστυχισμένους ενοικιαστές των βακούφικων της Ερμιονίδας για να τους βοηθήσει στα όποια τους προβλήματα. Αργότερα, τζαμάς έφτανε μέχρι και το τελευταίο χωριό της περιοχής για να τοποθετήσει ένα τζαμάκι σε μια τουαλέτα αφήνοντας δουλειές που «άφηναν χρήμα» να περιμένουν. Γιατί η γριούλα που τον καλούσε είχε προτεραιότητα. Γιατί ο ανθρωπάκος ο καθημερινός είχε προτεραιότητα. Γιατί το σχολείο που έσπασε το τζάμι του, έχει προτεραιότητα. Κι όλα αυτά, έτσι, χωρίς «μία».

Στη συνέχεια, απομακρύνθηκε απ’ το ΚΚΕ αν και πάντα κομμουνιστής για το οποίο σε δεδομένες στιγμές τον κατηγορούσαν. Για τους δεξιούς ήταν «κομμουνιστής»-για τους αριστερούς ήταν «δεξιός». Πουθενά ο Κούβαρης. Σε κανένα χώρο. Συνεργαζόταν μ’ όποιον έβλεπε ότι επιζητά να προχωρήσει κάτι καλό για την περιοχή. Σιχαινόταν την υποκρισία, τη διαφθορά, το γοηλίκι της μικροεξουσίας, τη ματαιότητα της υψηλότερης θέσης. Ο Σταύρος ήταν ένας καθημερινός διανοούμενος. Μπορούσε μ’ ένα θαυμαστό τρόπο να συνδυάζει την Τέχνη, την Ποίηση, την Ιστορία, την Πολιτική, το Περπάτημα στα Βουνά. Όλα σ’ ένα εμβληματικό βίωμα που ποτέ δεν έγραψε γιατί δεν ήθελε. Γιατί πάντα διάβαζε και δεν έβρισκε το χρόνο.

Ήθελε να πεθάνει όρθιος στον αγαπημένο του Πάρνωνα, που τον ήξερε σπιθαμή προς σπιθαμή. Γιατί έτσι ξεκουραζόταν μετά την σκληρή δουλειά του. Με τον Πάρνωνα και το Σεφέρη που αφηγούνταν για τη γκρίζα Ελλάδα. Και πέθανε, όρθιος, μέσα σε πολύ λίγες ημέρες. Σιδερένιος άντρας. Λεβέντης, ακόμα κι όταν η καρδιά του τον πρόδωσε. Γελούσε μέχρι να μας φύγει. Γελαστός έφυγε.

Γελάει και κοροϊδεύει από κει που βρίσκεται. Χλευάζει για όλα αυτά που ακούγονται, για όσα γράφονται. Όπως αυτοσαρκαζόταν μόλις τον έπιανες στο στόμα σου. Βαρύ ή ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει Κούβαρη, δεν θα σε ξαναδώ. Πονάει πολύ, γαμώτη μου. ΓΚ

—————————————————-

Πραγματική οικονομία, αποκέντρωση, κοινωνική παραγωγή-η ελληνική ιδιαιτερότητα
«Ακέφαλοι μας συμβουλεύουν
Κουλοί μας δείχνουν
Κουτσοί μας οδηγούν
Εμείς δεμένοι
Πρόθυμα ακολουθούμε»
«24 καρφιά για μαλακά κρεβάτια», Αργύρης Χιόνης
Στις μέρες μας ζούμε έναν ανυπέρβλητο διχασμό ο οποίος δεν έχει εκφράσει ακόμα με διακριτή σαφήνεια τα περιεχόμενα των δυο πόλων από τα οποία εξαρτάται η πορεία της εξέλιξης του. Από τη μια, είμαστε μάρτυρες ενός υπαρκτού ρεύματος αστυφιλίας τόσο στον αποκαλούμενο από τους μπακάληδες-ιερουργούς της Πολιτικής Οικονομίας «Ανεπτυγμένο» και «Αναπτυσσόμενο» κόσμο όσο και από τον, με τη ρατσιστική γλώσσα της οικονομίας, «Υπανάπτυκτο, Τρίτο Κόσμο» που ζει την διαρκή μετανάστευση προς μια ατέρμονη Αμερική των υποσχέσεων. Από την άλλη, συμμετέχουμε στην εποχή της πολυδιάστατης κρίσης που έχει ήδη ξεκινήσει από τη μεταπολεμική περίοδο στην «ανεπτυγμένη» Δύση, με πλήθος αναφορών που ανθολογούνται από το αρχαίο κλασικό παρελθόν που δίνει τροφή στις σύγχρονες κριτικές αναλύσεις των κλασικών επαναστάσεων, μέχρι αποσπασματικά χωρία από τις μετανεωτερικές αντιλήψεις με προϊστορικές αναφορές και προγονικές μυθολογίες, με αναζητήσεις νέων επαναστατικών υποκειμένων και θεωριών δικαιωμάτων του ατόμου, από αυτά που ενέπνευσαν όλο το αφομοιώσιμο κίνημα του 60 και συνεχίζουν να διακτινίζονται ως επίσημες εκδοχές αιρέσεων αποδόμησης, στις μητροπόλεις του καπιταλισμού.
Εν μέσω αυτού του ακατέργαστου διαχωρισμού που έχει υπαρκτές αντανακλάσεις στις καθημερινές συνθήκες του «παγκόσμιου χωριού» ή των «κρατών-εθνών» –ιδού μια άλλη πόλωση που συντίθεται στο απεγνωσμένο τοπίο της κοινωνικής σύγχυσης, έχουμε τις συνθήκες επιβίωσης ή αλλιώς τρόπους διαφορετικής πολιτικής και οικονομικής συγκρότησης που εξελίσσονται και αναπαράγονται. Κι αυτοί με τη σειρά τους ανάγονται σε υπαρκτούς τρόπους εκπαίδευσης και καλλιέργειας κοινωνικών προτύπων –της παιδείας ως διαχρονικής έννοιας σφαιρικής προσέγγισης του πολιτισμού- που συγκρούονται συνήθως ως «παλιό» και «νέο». Πάνω σ’ αυτήν την συνθήκη, κάθε μέρος, με τις διαχωρίζουσες αποκλίσεις στο εσωτερικό του, ως δείγματα διαρκών αναζητήσεων κι εκφράσεων, το κομμάτι της Οικονομίας, είτε διότι αποτελεί την πλέον νικηφόρο ιδεολογία είτε διότι αποτελεί το εδάφιο μιας άνευ προηγουμένου αμφισβήτησης, έχει κεντρικό ρόλο τόσο στις ακαδημαϊκές προσεγγίσεις όσο και στην αναζήτηση έμπρακτης νοηματοδότησής του.
———-
Το παρελθόν και οι δολοφόνοι του
 
«Μην κλαις
Δεν είναι τίποτα
Δεν είναι τίποτα
Η ζωή είναι
Θα περάσει»
«Καλειδοσκόπιο», Αργύρης Χιόνης
Η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από ένα πλήθος εφαρμογών της Πολιτικής Οικονομίας ως πανάκειας για την αυτορρύθμιση των Αγορών μέσω της αέναης εκμετάλλευσης κάθε μορφής ζωής και της δια παντός κατάρριψης κάθε «αναχρονιστικού» εμποδίου. Έτσι, ακόμα και το ανθρώπινο σώμα, το νερό, ο αέρας-«οι νέες Ήπειροι» προς κατάκτηση, όπως σωστά διατείνονται οι έλληνες συγγραφείς της μπροσούρας «Νερό υπό πίεση» από τις εκδόσεις «Αντισχολείο», συνεπάγονται των γεωγραφικών (οικονομικών και πολιτικών κατακτήσεων) της μεγάλης αποικιοκρατικής σχολής που ξεκίνησε μόλις το 1459 με την ανακάλυψη της Αμερικής ή το 1204 (κατ’ άλλους) με την Άλωση του Βυζαντίου. Η ισορροπία μεταξύ άστεως και υπαίθρου τόσο στην Δύση όσο και στην ύστερη Ανατολικότερη της εκδοχή, έδινε διαρκώς τη θέση της στον αστικό πολιτισμό με μια υπομονετική προσπάθεια ομογενοποίησης και εκσυγχρονισμού διαφόρων τύπων των υπαρχουσών αγορών ενώ η βιομηχανική «επανάσταση» στην τεχνολογία επέδειξε, για μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι τη δεκαετία του 60, όλη της την αντοχή στη νέα προσδοκία της ευφορίας, της ειρήνης και της ανάπτυξης. Ο (κάτι σαν) ιδρυτής της κυρίαρχης θρησκείας Άνταμ Σμιθ, έδωσε όλα τα ηθικά εφόδια μιας νέας αποκάλυψης όταν στις οιεσδήποτε εκδοχές τους, οι αρχαϊκές θεότητες  Ύβρις και η Νέμεσις, μπορούσαν να επιβιώνουν αργότερα σε «καθυστερημένες μάζες», σε γραφικούς προγονόπληκτους ή αντιδημοφιλείς διανοουμένους. Αυτά μέχρι την απρόσμενη κρίση που έπληξε την κοινωνία της Ευρώπης και της Αμερικής, όταν όλα έβαιναν καλώς.
Έτσι, το οικολογικό-νεολαιίστικο-γυναικείο κίνημα της Ευρώπης και της Αμερικής μπόρεσε να εκφράσει νέες αλλά και εξόριστες αιώνιες αντιλήψεις: για το μέγεθος (το μικρό είναι όμορφο), για το χώρο (σκέψου οικουμενικά δράσε τοπικά), για το χρόνο (χρόνος-δημιουργία), για την κοινότητα (αποκέντρωση-μικρής κλίμακας οικονομία και κοινωνία), για την ύπαρξη (συνολική προσέγγιση), για τη Φύση (επιστροφή στο παρελθόν), προσδιορίζοντας μες στη μερικότητά του και την τότε αποσπασματικότητά του, το διέξοδο από την κρίση που έπληττε τη Δύση. Μέσα σ’ αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η οικονομία πήρε, θεωρητικά και χωρίς να θίξει αξιοπρόσεχτα τον καπιταλισμό ή να δημιουργήσει συγκρούσεις σε κλασικά δίπολα ταξικών αναλύσεων, μια μορφή που θύμιζε το παρελθόν. Η οικολογία ήρθε ετεροχρονισμένα προκειμένου να εκσυγχρονίσει το παρελθόν πριν γίνει η χλωρή λίπανση της Αγοράς. Τα κινηματικά πειράματα στη Δυτική Ευρώπη, πολλά από τα οποία κατέληξαν σε αξιοπρεπείς επικερδείς επιχειρήσεις με βιολογικά είδη διατροφής κλπ. δεν άντεξαν, ενώ στην πολιτική σφαίρα εξελίχθηκαν ταχύτατα, σε μορφώματα, κόμματα και οργανώσεις, ενταγμένα στην ανύπαρκτη (κοινοβουλευτική) δημοκρατία, λαμβάνοντας σε κρίσιμες διεθνείς περιστάσεις (π.χ. διεθνείς επεμβάσεις) το μέρος των τυχοδιωκτών ηγεμόνων της αυτοκρατορίας του κεφαλαίου.
Γυμνοί κι ανασφαλείς μπροστά στο παρόν και στο μέλλον, και σε μια εποχή που διεθνείς τζιτζιφιόγκοι διέβλεπαν το «τέλος της ιστορίας», το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση με την έναρξη του κοινωνικού πολέμου στην Τσιάπας του Μεξικό την πρωτοχρονιά του 94, έδωσε, μέχρι και τη Γένοβα του 2001, αυτήν την απαραίτητη μεταφυσική ψευδαίσθηση της άλλης, αθέατης, πλευράς της γης. Ενός «άλλου κόσμου εφικτού», όπως διατείνονταν εν μέσω χορηγιών και χρηματοδοτήσεων, διεθνείς ΜΚΟ οργανώσεις, μαζί με τα απομεινάρια της διεθνούς κρίσης της Αριστεράς. Αυτής που πάντα έψαχνε τη (Λατινική) Αμερική της ύστερα από τις πρώην αποτυχημένες πρωτεύουσες της εν γένει Ανατολής. Με ψελλίσματα-απομεινάρια οικολογικών εφαρμογών που δεν πραγματοποιήθηκαν, με κραυγές αλά Αντρέ Γκορζ της δεκαετίας του 80 σε συνδυασμό με αναρχίζουσες λαίφ στάιλ πρακτικές, ένα συνονθύλευμα κινήματος σήμερα ξεπροβάλλει, περί «εναλλακτικών» οικονομιών, σαν μέρος ενός άλυτου προβλήματος. Δεν είναι τυχαία η ανάπτυξή του στα αστικά μητροπολιτικά κέντρα ως τμήμα μιας αποδεκτής αστικής κουλτούρας, του «παίζειν ακινδύνως». Με την παραγωγή, τη διακίνηση και τη διάθεση της τροφής να είναι απόλυτα εξαρτημένη από τις πολυεθνικές εταιρίες, τις τράπεζες και τους εμπορικούς οίκους, με τη μεταφορά της δευτερογενούς παραγωγής στον Τρίτο κόσμο για φτηνά εργατικά χέρια και εκροή μολύνσεων, με την υπάρχουσα αδόμητη γη να κανοναρχείται (ιδιαίτερα στον Τρίτο Κόσμο, πάλι!) από τις επιταγές της «πράσινης επανάστασης», με το νερό να εμπορευματοποιείται (στον Τρίτο Κόσμο είναι ήδη μονοπώλιο-μονοεμπόρευμα), με την τηλεόραση να υπαγορεύει τους κανόνες και τέλος, με την αναγκαιότητα για την ανάπτυξη των υπηρεσιών και του τριτογενούς τομέα ως απαλλαγή από τον μόχθο, μάλλον έχουμε να ζήσουμε μαύρες μέρες για αρκετό καιρό ακόμα.
———-
Δημιουργία απέναντι στην Ανάπτυξη (πόλεμος λέξεων;)
 
«Διανύουμε την εποχή της ερήμου
Ο μεγαλύτερος ποιητής της
Αυτός που θα την τραγουδήσει
Θα ‘ναι μουγκός»
 «24 καρφιά για μαλακά κρεβάτια», Αργύρης Χιόνης,
Ίσως είναι εντελώς περιττό να επαναληφθούν κριτικές αναφορές στην ιδεολογία της ανάπτυξης ως ταυτόσημης με την οικονομική μεγέθυνση, όσο και για τις μαγικές, θετικές της προσλαμβάνουσες. Όμως είναι αναγκαίο και επιτακτικό να επισημανθεί ο μανδύας που διαχωρίζει την «καλή» από την «κακή» ανάπτυξη ως τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Στην πραγματικότητα σύμφωνα με τους προφήτες της αποκαλύψεώς της, η ανάπτυξη οφείλει να μην έχει όρια. Κάθε ηθικός, θρησκευτικός, εθνικός, εθιμικός περιορισμός της οικονομικής δραστηριότητας αποτελεί εμπόδιο στην απελευθέρωση του ανθρώπου από καταναγκασμούς της δυνατότητάς του να αναπτυχθεί οικονομικά. Κι αυτό είναι απαραίτητος όρος «του ίδιου ιστορικού κινήματος που εξάλλου αποδιοργανώνει τις οικογένειες, αποσυνθέτει την υλική και την κοινωνική ύπαρξη των χωριών και των συνοικιών και γενικά συμπαρασύρει βαθμιαία όλες τις μορφές πολιτοφροσύνης (civilite) που πριν δεκαετίες εσφράγιζαν σημαντικό μέρος των ανθρωπίνων σχέσεων»σημειώνει ο σύντροφος της σκέψης Ζαν Κλοντ Μισεά. Αυτή λοιπόν η δυστοπία ως το αέναο κίνημα «ανθρωπίνων» δικαιωμάτων που δεν θίγουν την οικονομία σαν ιδανικό προορισμό, έχει ξεσκίσει τον πλανήτη. Διαταράσσοντας την οικολογική ισορροπία, μεγεθύνοντας τη φτώχεια, αίροντας κάθε δυνατότητα διαχείρισης στα κοινά αγαθά, εκφυλίζοντας την πολιτική σε επιλογές του λιγότερο κακού, κι εξυψώνοντας το άτομο ως θεό του πλανήτη, έχει αποδειχθεί το απόλυτο κακό. Μέχρι να γνωρίσει κανείς την ευλογία του.
Έτσι από τα συντρίμμια, ας συλλέξουμε από τις λέξεις αυτές που θα αποδώσουν Έργο, Λόγο και Νόημα σε ένα μετασχηματιζόμενο όλον που διαρκώς μικραίνει το χάσμα των μεγάλων διαιρέσεων: κοινωνία-φύση, άνθρωπος-κοινωνία, οικονομία-κοινωνία, σώμα-πνεύμα. Ξαναγυρνώντας στον περιορισμό του χάους μέσα από την αλληλουχία, συνέργεια και αλληλεξάρτηση που εξέφρασαν για πρώτη φορά στην ιστορία οι φιλόσοφοι της αρχαιότητας αναδύεται η Δημιουργία που περικλείει όλες τις αντιφάσεις της ζωής σε μια εξισωτική διαπάλη. «Ισάζει αεί τανάντια» όπως μας μεταφέρει ο Αριστοτέλης για τον Αναξίμανδρο κι ο ελληνιστής Ζαν Πιερ Βερνάντ με τη σειρά του, ερμηνεύοντας αυτούς, αναφέρει πως «τα στοιχεία καθορίζονται πράγματι από την αμοιβαία τους αντίθεση, πρέπει να διατελούν πάντοτε τα μεν προς τα δε σε μια σχέση ισότητας… Συνίσταται η διατήρηση μιας ισορροπίας μεταξύ δυνάμεων στο εξής ίσων και από τις οποίες καμιά δεν πρέπει ν’ αποκτήσει πάνω στις άλλες μιαν οριστική μορφή κυριαρχίας». Ο όροςΔημιουργία φαίνεται ως ένας όρος που αν και πολύ εύκολο να κηλιδωθεί όπως και κάθε επικεφαλίδα στις μέρες μας, μπορεί ίσως να σηματοδοτήσει, εκφράζοντας για κάποια σχετική περίοδο, ένα θετικό προταγματικό περιεχόμενο.
———-
Νόστος;
 
Όσο περνούν τα χρόνια ανακαλύπτεις
Ότι τα σκοινιά που σ’ έδεναν
Δεν ήτανε παρά κλωστές
Κλωστές που δε μπορείς να σπάσεις πια
«Μικρή φυσική ιστορία», Αργύρης Χιόνης
Να επιστρέψουμε δηλαδή εκεί όπου τ’ αφήσαμε πριν κάτι δεκαετίες; Να αφήσουμε τις πόλεις και να τρέξουμε «στις καλαμιές και λιβάδια», όπως τραγουδούσε κάποτε ο βάρδος των Εξαρχείων, Νικόλας Άσημος; Να γίνει ένας μεγαλειώδης αποικισμός της καταρρέουσας περιφέρειας και ξαφνικά να βρεθούμε με μια φρέζα στο χέρι ή με μια γκλίτσα ή με ένα δίχτυ;
Ερωτήματα που ίσως εκφράζουν το αδιέξοδο μιας αποκέντρωσης σε μια περιφέρεια χτισμένη σχεδόν παντού, κοινωνικά διαλυμένη, παραγωγικά αποδιαρθρωμένη, χωρίς δίκτυα διανομής και διάθεσης της παραγωγής και με «εξισωτικά» αιτήματα ανάπτυξης. Σε άλλες περιπτώσεις εγκαταλελειμμένες περιοχές χωρίς παιδιά και σχολειό, με γερόντια που εξυπηρετούνται από ένα καφενείο και το χειμώνα εγκαταλείπονται στην ελεημοσύνη του στρατιωτικού ελικόπτερου ή στα περίφημα εκχιονιστικά μηχανήματα των πάλαι ποτέ Νομαρχιών. Για ποια αποκέντρωση μιλάμε; Για ποια πρωτογενή παραγωγή;
Αν δεν επιθυμούμε απλά να κάνουμε την «ωραία φάση μας» που εξευγενίζει τα χόμπι μας με «συλλογικές κουζίνες», με χαριστικά «παζάρια», με «αστική» γεωργία, με ανταλλακτικές «οικονομίες» και «εναλλακτικά» νομίσματα, θα πρέπει κυρίως να μιλήσουμε για την παραγωγή. Αυτήν που τρέφει την κοινωνία με βασικά είδη ανάγκης, αυτήν που επαναφέρει την αξιοπρέπεια στον άνθρωπο και τον καθιστά άξιο της Φύσης του και της συνέχειας της Ζωής. Πώς όμως θα προσεγγίσουμε  με ασφάλεια αυτά τα απλά και καίρια ερωτηματικά και θα συμβάλουμε σε μια σοβαρή συζήτηση αποφεύγοντας τις ιδεολογικές μαγγανείες, τις ιστορικές αγκυλώσεις, τις μιμήσεις εκ της Εσπερίας και τις άσκοπες εμβριθείς ακαδημαϊκές απεραντολογίες;
———
Ο ελλαδικός χώρος και η ιδιαιτερότητες στον κοινωνικό μετασχηματισμό
«Όλα είναι μέσα στη γυάλα
Ο ήλιος κι η θάλασσα
Τα ψάρια κι οι άνθρωποι
Τα σπίτια τα βουνά και τα ποτάμια
Οι αγάπες και τα μίση
Μερικά βογγητά έρωτα
Πολλά πόνου
Όλα εδώ μέσα στη γυάλα
Που όταν μένει ακίνητη
Δεν είναι
Παρά μια γυάλα μ’ έναν  κόσμο μέσα της
Αλλ’ όταν κάποιο χέρι την κουνήσει
-και την κουνάει  συχνά-
Ένα πικρό πυκνό χιόνι
Σηκώνεται και σκεπάζει τα πάντα»
«ΑΤΙΤΛΟ», Αργύρης Χιόνης
Κατ’ αρχήν οφείλουμε να εξετάσουμε τον ιδιαίτερο γεωγραφικό και ιστορικό χώρο στον οποίο ζούμε, προκειμένου εκ των συμπερασμάτων να εφοδιάσουμε τις όποιες δυνατότητες έχουν απομείνει, αίροντας τις «περιφράξεις» που έχουν τοποθετήσει βαθμιαία -και στην εποχή μας ραγδαία, η κρατική γραφειοκρατία με τις αυτοδιοικητικές της προεκτάσεις, η οικονομία της αγοράς και η περιρρέουσα ιδεολογία της απαλλαγής από το μόχθο. Τα χαρακτηριστικά είτε πρόκειται για δυνατότητες είτε πρόκειται για προβλήματα, αυτής της ιδιαίτερης περιοχής που πάντοτε ήταν στο όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης, για τη δική μας αναζήτηση είναι επιγραμματικά:
Α)Η μέχρι προσφάτως παραδοσιακή σχέση με τη μικρή ιδιοκτησία γης, όπως και ιδιαίτερα τα κατά τόπους εθιμικά δίκαια που ακόμα ίσως τηρούνται. Ιστορικά, όπου η μικρή ανεξάρτητη ιδιοκτησία γης άκμασε, μπόρεσε να δημιουργήσει συνεργατικές δυναμικές.
Β)Η μέχρι και σήμερα ισχύς της οικογενειακής αλληλεγγύης που αποδεικνύεται καθημερινά. Ίσως ο «αναχρονιστικός» αυτός θεσμός είναι το «κλειδί» που ανοίγει τις πραγματικές σχέσεις αλληλεγγύης και στήριξης με όλες τις αντιφάσεις που συνεργούν στην ύπαρξη και δομή του. Τον, εν πολλοίς ή εν ολίγοις, περιορισμό των συμπτωμάτων της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε τον χρωστάμε στην ελληνική οικογένεια. Η πραγματική οικονομία, στην κυριολεξία, έχει τις συγγενικές σχέσεις ως κυρίαρχη συνιστώσα.
Γ)Η διαρκής αν και απρόσφορη νοσταλγία «για το χωριό» με μνήμες που ανήκουν σε γενιές που ακόμα ζουν. Δεν είναι τυχαίο ότι ζήσαμε στην Ελλάδα μια απότομη, βίαιη αστικοποίηση που οφείλεται σε ιστορικά γεγονότα (π.χ. εμφύλιος) αλλά και πολιτικές επιλογές («ανήκομεν εις την Δύσιν»).
Δ)Η ακόμα σχετικά καλή ζωή σε πολλά χωριά της Ελλαδικής περιφέρειας με όλη την αμηχανία που κατατρέχει τον κόσμο της, εν μέσω αστυφιλίας που συνεχίζεται και κυμάτων οικονομικής μετανάστευσης.
Ε)Οι ακόμα δυνατότητες που ενυπάρχουν στην περιφέρεια από μια βραχύβια συνεχιζόμενη ανάπτυξη, η οποία όμως -συγκριτικά με άλλες χώρες- μπορεί να είναι αντιστρέψιμη, στο βαθμό που μελετηθεί προσεχτικά. Ακόμα ζουν άνθρωποι της γενιάς που κατέχει βασικές γνώσεις στα ζητήματα της καλλιέργειας, της κτηνοτροφίας και της αλιείας.
Από την άλλη στις «περιφράξεις» συγκαταλέγονται ως εξής:
Α)Πυκνή δόμηση της υπαίθρου (σαλαμινοποίηση)  και ιδιαίτερα στις τουριστικές παράλιες και νησιωτικές περιοχές. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις περιοχές αυτές έχουν επιβληθεί χωροταξικά σχέδια απαγόρευσης ακόμα και των ορνιθώνων.
Β)Ο τουρισμός ο οποίος έχει καταστεί μονόδρομος ειδικά στις προαναφερόμενες περιοχές έχει δημιουργήσει σωρεία προβλημάτων: 1)Έλλειψη πόσιμου νερού 2)Καταστροφή πηγαδιών-μετατροπή τους σε βόθρους 3)Εγκατάλειψη παραδοσιακών τρόπων συγκράτησης του νερού 4)Παγίωση της τουριστικής συνείδησης που έχει αδρανοποιήσει το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού και ιδιαίτερα τους νέους 5)Σοβαρό πρόβλημα με τα σκουπίδια και τη διαχείρισή τους.
Γ)Τα χρέη μεγάλου μέρους του αγροτικού πληθυσμού προς την Αγροτική Τράπεζα είναι ανασχετικά προς τις δυνατότητες ενός νέου αποικισμού ή αποκέντρωσης. Αυτήν την περίοδο καραδοκούν ξένοι αγοραστές γης. Η επικείμενη άρση επίσης των επιδοτήσεων που μετέτρεψαν τους παραγωγούς σε άγνωστης ταυτότητας επαγγελματίες, κάνει το τοπίο ακόμα πιο θολό. Η εγκατάλειψη σε μεγάλο βαθμό της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της αλιείας ως επαγγέλματα που «δεν βγάζουν λεφτά» είναι μια συνάγουσα πραγματικότητα. Το τοπίο που έχει διαμορφωθεί είναι απίστευτα αποκαρδιωτικό. Από την άλλη οι «νέες καλλιέργειες» ή νέοι «προσανατολισμοί» (π.χ. καλλιέργεια ιπποφαούς κι άλλες μπούρδες όπως η εμπορία γαϊδουρινού γάλατος) εντείνουν τη σύγχυση.
Δ)Υπάρχει σοβαρή επιβάρυνση της γης, των επίγειων και υπόγειων υδάτων και της θάλασσας από την, εδώ και λίγες δεκαετίες, συστηματική χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων της εκβιομηχανισμένης Γεωργία ή τις εδώ και μια εικοσαετία ιχθυοκαλλιέργειες οι οποίες προσφάτως, με την Κοινή Υπουργική Απόφαση απειλούν μια ακόμα δυνατότητα. Επιπροσθέτως τα σκουπίδια και κάθε χρήσιμο απόβλητο έχουν μετατρέψει πλαγιές και θάλασσες σε χωματερές και χαβούζες, αντίστοιχα.
Ε)Η εγκατάλειψη των δασών και η ραγδαία καταστροφή τους με ορόσημο τις φωτιές του 2007 σηματοδοτούν ένα κακό ορίζοντα. Τα δάση, τα οποία μεταπολεμικά κάλυπταν περίπου το 45% της συνολικής έκτασης της Ελλάδας, ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας που συνεργούσε στην πραγματική οικονομία. Η συγκράτηση των νερών και σε αρκετές περιπτώσεις οι μικρές παρεμβάσεις για την άρδευση και ύδρευση, η βοσκή, η κάλυψη σε καυσόξυλα και εμπορία ξυλείας, η συλλογή ρητίνης, η καθημερινή λειτουργία τους, συμπληρωματικά για την επιβίωση (κυνήγι, συλλογή καρπών, δασοχώματος κλπ.) ήταν βασικές λειτουργίες στα δάση και οι οποίες ήταν οι απαραίτητες για τη συντήρησή τους πριν ανακαλύψουμε, όψιμα, την ορειβασία, τις βαθιές αναπνοές, τα μέτρα διάσωσης-προστασίας και τις άπειρες γνώσεις μας επί των ορεινών οικοσυστημάτων.  
ΣΤ)Η εγκατάλειψη από το κράτος και τον αυτοδιοικητικό του παράγοντα, τομέων όπως της Υγείας, της Εκπαίδευσης, των Μεταφορών καθώς και άλλων υποδομών, κάνει το τοπίο ακόμα πιο απροσπέλαστο. Η «επανίδρυση», η «ανασυγκρότηση» ή η «νέα αρχιτεκτονική» του κράτους έτσι όπως επικαλέστηκαν και επικαλούνται οι κλόουν της ημεδαπής μας πολιτικής σκηνής, που ξεκίνησε με τις μεταρρυθμίσεις των αρχών του 90, συνεχίστηκε με τον «Καποδίστρια» και ολοκληρώνεται με το «καλό κράτος» του «Καλλικράτη» έχει αυτά τα χαρακτηριστικά της αποδόμησης κάθε κοινής ωφέλειας που εξισορροπούσε σε ένα βαθμό τις ανισότητες.
Ζ)Τα «κληρονομικά» (αδελφομοιράδια κλπ.) αποτελούν ένα ακόμα βραχνά δίπλα στην αλλαγή αξίας χρήσης της γης. Τόσο οι συχνές κόντρες που έχουν κάνει χρυσούς τους δικηγόρους και τους συμβολαιογράφους μέσα στις οικογένειες, όπως και τα διακηρυγμένα αιτήματα για τα δικαιώματα κατάτμησης της αγροτικής γης με στόχο την πώληση και την οικοδόμηση, είναι δυο από τις βασικές πληγές σε περιοχές της ελληνικής επαρχίας.
———-
Η ελληνική εκδοχή μιας πολυδιάστατης κρίσης και οι προϋποθέσεις για την κοινωνική της υπέρβαση
 
«Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα. Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές.                           Μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές. Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.                          Ήχος στεκάμενος, κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας, ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε τα σπίτια, τα καλύβια και τις στάνες μας. Και οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα, γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας.                                                                                                  Πώς γεννήθηκαν, πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;
Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές. Μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές. Που ηχούν και που τις προσκυνούμε. Ο τόπος μας είναι κλειστός.                     Τον κλείνουν οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια την Κυριακή σαν κατεβούμε ν’ ανασάνουμε, βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα, από ταξίδια που δεν τέλειωσαν σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν».
«Ο τόπος μας είναι κλειστός», Γιώργος Σεφέρης
Αν εξαιρέσουμε περιπτώσεις που μπορούν να μπουν στο εργαστήρι της κοινωνικής επανάστασης και να αποτελέσουν αντικείμενα ανάλυσης και κατ’ επέκτασιν παραδείγματα προς μίμηση ή προς αποφυγή, μπορούμε από σήμερα ευρέως να συζητούμε, με στόχο μια όσο το δυνατόν συντονισμένη αποκέντρωση και ανάληψη ευθύνης για την κοινωνική παραγωγή.
Α)Η οικογένεια και οι συγγενικές σχέσεις είναι ο κυρίαρχος πυλώνας σ’ αυτήν την αναζήτηση. Η επιστροφή στα πάτρια εδάφη αναπτύσσει ένα προσεγγίσιμο πλαίσιο αναφοράς διότι πιθανότατα ενυπάρχει εκ των προτέρων μια αυτονόητη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στον εναπομείναντα κοινωνικό ιστό των χωριών και των ανθρώπων που από εκεί «κρατεί η σκούφια τους». Οι διαπλεκόμενες μνήμες που περιστασιακά ανακινούνται στα πανηγύρια, στις κηδείες και «στις χαρές», εμπεριέχουν τους ανθρώπους που θα αποφασίσουν να αποτελέσουν κομμάτι μιας νέας Αφήγησης.
Β)Η δημιουργία κοινωνικών σχολών για την επανάκτηση της γνώσης για την Γεωργία, την Κτηνοτροφία και την Αλιεία, γνώσης που προέβλεπε την ισορροπία στη Φύση εν μέσω των καθημερινών ανθρώπινων παρεμβάσεων, είναι ένας απαραίτητος όρος για να ξαναδημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια όσο το δυνατόν ομαλή μετάβαση στην πρωτογενή οικονομία. Από την άλλη, γνώσεις για τη συγκράτηση του νερού, για τη διαχείριση των απορριμμάτων, μπορούν να εκσυγχρονίζονται με νέες δυνατότητες και πατέντες που μπορούν να προστεθούν.
Γ)Στις τουριστικές περιοχές, το αγκάθι του τουρισμού οφείλει να μετατρέπεται σε ανθό γνωριμίας και δημιουργίας, ισχυρών δεσμών ντόπιων και επισκεπτών. Η αποκέντρωσή του  και η στροφή του σε μια γνώση για τον τόπο, σε μια ουσιαστικότερη σχέση με τις αθέατες ομορφιές του και τα προβλήματά του, δίνει μια προοπτική επιβίωσης και ανανέωσης του πολιτισμού και της οικονομίας του. Η φιλοξενία, το χάρισμα, το δώρο κι οι ανταλλαγές του, η χρήση και λειτουργία υποδομών μακριά από τα περίφημα κέντρα μιας πολύβουης παραλίας με μπαρ και ξαπλώστρες, είναι στοιχεία μιας πραγματικής οικονομίας αλλά και μιας έμπρακτης σύγκρουσης με τον όγκο της τουριστικής αγελάδας.
Δ)Το νερό και τα απόβλητα-απορρίμματα είναι ένα ενιαίο σοβαρό πρόβλημα που οφείλει να μας απασχολεί μέχρι να τεθούν ξανά σε εφαρμογή, με πιθανούς εκσυγχρονισμούς, όλες οι παραδοσιακές μέθοδοι διαχείρισής τους. Με τις στέρνες, τη δεντροφύτευση και φυτική εδαφοκάλυψη σε περιοχές που πρέπει να αποκατασταθούν άμεσα, τους επίγειους ταμιευτήρες, τα μικρά φράγματα τύπου Απειράθου, την βελτίωση κάθε υποδομής σχετικής με το νερό και τη διανομή του για άρδευση και ύδρευση, με κοινωνικούς περιορισμούς σε περιστάσεις, το νερό πολύ πιθανόν να ξαναπάρει τη θεϊκή του υπόσταση. Από την άλλη τα απόβλητα-απορρίμματα, μπορούν να μετατρέπονται σε χρήσιμα υλικά ανατροφοδότησης της γης σε οργανικές ουσίες, σε ζωοτροφές ή σε ενέργεια μέσω της κοινοτικής κλίμακας διαχείριση.
Ε)Η σχέση με την πολιτική, ενός τέτοιου αναστοχασμού και πολυδιάστατης πρακτικής, είναι βασικά η προσπάθεια για κοινωνική απαίτηση –με όσο το δυνατόν διαχείριση βάσης- των όποιων κονδυλίων από τους μηχανισμούς χρηματοδότησης, ώστε να δημιουργηθούν ή να ενισχυθούν οι υποδομές των τοπικών κοινωνιών. Είναι βασικό κι αν δεν επιθυμούμε απλώς να παίξουμε ή να πειραματιστούμε με ρεφενέ, πρωτίστως, να δώσουμε την ώθηση για ένα κοινοτικό συνδικαλισμό ή «αυτοαξιοποίηση της εργατικής μας δύναμης» κατ’ άλλους, με στόχο τις κοινοτικές υποδομές ώστε να καταστούν οι ανανεωμένες κοινότητες, οικονομικά αυτοδύναμες. Τα χρηματικά πακέτα που θα επενδύσουν στην «ανάπτυξη» και στην «ανταγωνιστικότητα», τα χρηματικά αποθέματα των Αυτοδιοικήσεων, που προορίζονται για τους εργολάβους με ιμάντα μεταφοράς χρήματος τους Δήμους και τις Περιφέρειες οφείλουμε να τα απαιτούμε για την αναδιοργάνωση των τοπικών κοινωνιών με στόχο την οικονομική αυτοδυναμία. Ενδεικτικά, οι τρόποι συγκράτησης του νερού, η αναβίωση της ξερολιθιάς, οι δυνατότητες σχετικής μεταποίησης αγαθών, οι ικανές προσπάθειες για τη κοινωνικά ελεγχόμενη διακίνηση και διάθεση των αγαθών, η αξιοποίηση κοινοτικών υποδομών στην κατεύθυνση ενός άλλου τουρισμού, κρίνονται τουλάχιστον απαραίτητες τόσο για τις καθημερινές συνθήκες όσο και για μια ικανή αποκέντρωση. Από την άλλη, οι όποιες ιδιοκτησίες σε γη αφορούν κατόχους που έχουν ένα ιδιαίτερο βάρος (μεγαλογαιοκτήμονες, εκκλησιαστική περιουσία, δημοτική περιουσία, κρατική περιουσία, περιουσίες ιδρυμάτων κλπ.) πρέπει να τεθούν σε μια βάση πραγματικής χρήσης, με τους τρόπους που θα επιλέξει το νέο αίμα της κοινότητας συμμεριζόμενο τις ιστορικές ιδιαιτερότητες σε κάθε περίσταση. Συνεπώς, κάθε προσπάθεια στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενός δημοκρατικού, δημόσιου χώρου είναι από επιθυμητή έως απαραίτητη.
ΣΤ)Η προσπάθεια για ένα νέο πολιτισμό της περιφέρειας προϋποθέτει μια διάθεση κατανόησης που μπορεί να οδηγήσει σ’ έναν συγκρητισμό. Η ανοχή της «πολυπολιτισμικής» συναναστροφής όχι μόνο δεν δημιούργησε πεδία κατανόησης πέρα από τις έθνικ κουζίνες και μουσικές, αλλά εξύφανε και δρόμους που ποτέ δεν μπόρεσαν να διασταυρωθούν αν όχι να αποτελέσουν ένα κόμβο συγκρούσεων βεβαιοτήτων, ένθεν κι ένθεν. Αυτό δε σημαίνει ότι θα πρέπει κανείς να φορέσει το κουστούμι του για την παρέλαση της 28ης ή να απαγγείλει τον Απόστολο από το βήμα του ιεροψάλτη τις Κυριακές.  Όμως οφείλει να συνδράμει και να ανανεώσει τρόπους αλληλεγγύης, αλληλοβοήθειας και συνεκτικότητας των κοινοτήτων σ’ ένα ρίσκο επανακατοίκησης στην ελληνική επαρχία που δεν είναι ούτε ντόγκβιλ, ούτε παράδεισος.
———-
Επίλογος
«Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
ύστερα απ’ το φριχτό ναυάγιο και το χαμό
το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
που πήγαν οι άλλες βάρκες ποιοι γλίτωσαν
εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
ένα νησί ερημικό
εκεί θα στήσουμε τα σπίτια μας
γύρω-γύρω στη μεγάλη πλατεία
και στη μέση μια παλιά εκκλησιά
θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία
του καπετάνιου μας που χάθηκε ψηλά-ψηλά
λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου πιο χαμηλά του τρίτου
θ’ αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά
κι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι καινούργιο
ολοκαίνουργιο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα
θα ‘χουμε γεράσει μα θα μας γνωρίζουνε
μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε με μας».
«Το ναυάγιο», Μανόλης Αναγνωστάκης
Είναι αυτονόητο ότι το παρόν δεν αποτελεί μια απόπειρα εγχειριδίου προς ναυτιλλόμενους αλλά επισημαίνει κάποιες από τις αλήθειες που αφορούν την ελληνική πραγματικότητα με τις όποιες αποκλίσεις μπορεί να υπάρχουν στο διάβα μιας έντιμης και δυνητικά οργανωμένης επιστροφής. Από τη μια αναδεικνύονται οι δυνατότητες αλλά και τα προβλήματα που πιθανόν να τροχοπεδούν κάθε προσπάθεια που μπορεί να πραγματοποιηθεί. Από κει και πέρα ανήκει στα ίδια τα πρόσωπα και στις πραγματικές τους ανάγκες, συνειδητά, να ανοίξουν την αυλαία σε ένα πραγματικό δρώμενο ζωής που να μπορέσει να τους κρατήσει στα πόδια τους και να δημιουργήσει της προϋποθέσεις ώστε ένα αντιαστικό ρεύμα να πλησιάζει τις συνθήκες της οικονομικής αυτοδυναμίας, της ισότητας και της ισορροπίας με τη Φύση.
Γιώργος Κυριακού