Τα λερωμένα της ζωής
τα ξεβαμένα της θλίψης
τα μεταχειρισμένα της νιότης
ένας μικρός παράδεισος
πατρίδα χωρίς εθνόχρισμα.
Άνθρωποι στο κουβούκλιο
μνήμες στη στενή
γιορτάνια σιδερένια
κι άκαμπτα.
Τα λερωμένα της ζωής
τα ξεβαμένα της θλίψης
τα μεταχειρισμένα της νιότης
ένας μικρός παράδεισος
πατρίδα χωρίς εθνόχρισμα.
Άνθρωποι στο κουβούκλιο
μνήμες στη στενή
γιορτάνια σιδερένια
κι άκαμπτα.
Το πουκάμισο το θαλασσί
μια φορούσα εγώ και μια εσύ
Χρυσή κλωστή και βελονιά
ποιος θα δικάσει το φονιά
αυτόν που σ’ έκανε να κλαις
για αμαρτίες μου παλιές
Το πουκάμισο το θαλασσί
δεν το ξαναφόρεσες εσύ
Ούτε κι εγώ δεν το φορώ
χωρίς εσένα δεν μπορώ
θα του κεντήσω δυο πουλιά
για να σε βρουν στην ερημιά
Το πουκάμισο το θαλασσί
μια φορούσα εγώ και μια εσύ
Νέες περιφράξεις σ’ αδειανά χωράφια
Κλεισμένοι νοτιάδες.
Ανώνυμος θρίαμβος.
Τ’ άδειο πουκάμισο μαζί με το σκιάχτρο του
σπέρνει τα χρώματα της φύρας.
Για να ξαναβγούν την Άνοιξη σαν μαχαίρια αδελφοκτόνα.
http://www.youtube.com/watch?v=Na7FPvs7JRs&feature=endscreen&NR=1
Γύρνα τις ώρες που χάθηκαν απόψε
κοίτα που φεύγεις πώς κλαίει το δειλινό
Κάπου νυχτώνει κι ο ήλιος παγώνει
χάνεται ο δρόμος και πού να σταθώ
κάπου βραδιάζει μην κλαις δεν πειράζει
πες πως τελειώνει ο κόσμος εδώ
Αγέρας παίρνει απόψε τη ζωή μου
κλείνω τα μάτια που φεύγεις να μη δω
Κάπου νυχτώνει κι ο ήλιος παγώνει
χάνεται ο δρόμος και πού να σταθώ
κάπου βραδιάζει μην κλαις δεν πειράζει
πες πως τελειώνει ο κόσμος εδώ
Κι ο κόσμος δεν τελείωσε.
Μισός θάνατος το φευγιό.
Οι μέρες που ήρθαν
χωρίς οξυγόνο
με το ανηφόρι να ακούει
κάτι παλιούς δίσκους
τις Κυριακές.
Μελαγχολία και ελληνικές ταινίες
Το μπλε φως της τηλεόρασης
κάνει σιγόντο σε κάτι ασπιρίνες
και σε κάτι φορμάικες
μπροστά σε μια ταπετσαρία λαδί.
Ούτε εκεί τελείωσε ο κόσμος.
Τον έθαψε και συνέχισε τη ζωή της.