Το τοπικό μας ζήτημα όπως αυτό (δεν) εξελίσσεται, είτε από τη θετική του οπτική ως μια οραματική πρακτική-αναζήτηση για την τοπική αναδημιουργία, είτε από την αρνητική του οπτική ως ξεπουλήματος της Αίγινας (οικισμός ομίλου Λάτση, υδατοκαλλιέργειες, εκτάσεις του Πολεμικού Ναυτικού, ρυθμιστικό σχέδιο, υποψίες διείσδυσης του γερμανικού παράγοντα για επενδύσεις κλπ), άπτεται της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Από πλευράς θετικών στάσεων και τάσεων στην τοπική κοινωνία, άνθρωποι προσκείμενοι, βρίσκονται σε μια αμηχανία και προσμονή για θετικές εξελίξεις στην κεντρική πολιτική σκηνή, ελάφρυνσης των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης μέσω της εκλογής ενός κυβερνητικού σχηματισμού, με την ηγετική συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη, όσοι προσδοκούν σε ένα ξεπούλημα του νησιού μέσω των νέων επενδύσεων για την «ανάπτυξή του» βρίσκονται στην κυριολεξία μπλοκαρισμένοι αναμένοντας από την κεντρική πολιτική σκηνή μια μεταβατική κυβέρνηση που θα επιτύχει την πολυπόθητη συνοχή για τη λειτουργία της οικονομίας, έτσι όπως οι ίδιοι την επιθυμούν: εξαρτημένη, αντιπαραγωγική και παρασιτική. Εξ άλλου, η νέα δημοτική αρχή συμμετέχει αβανταδόρικα σε μια συμμαχία αυτοδιοικητικών παραγόντων για την απαίτηση των ανάλογων πόρων από την κεντρική εξουσία. Συνεπώς η συζήτηση για το τοπικό, αναγκαστικά, μετατοπίζεται στη συνολική του διάσταση και μάλιστα μονομερώς. Ό,τι μπορεί να συμβαίνει αυτήν την περίοδο σε τοπικό επίπεδο μπορεί κανείς να πει πως αφορά σε μια συντήρηση ζητημάτων τα οποία θα αναδειχθούν ίσως σε μιαν επόμενη φάση, όταν θα έχει ξεκαθαρίσει το πολιτικό τοπίο σε κεντρικό επίπεδο. Δηλαδή μπορεί να λαμβάνονται αποφάσεις από την τοπική μας κυβέρνηση, να πραγματοποιούνται κάποιες δράσεις και εκδηλώσεις αλλά αυτές δεν μπορούν να παίξουν κάποιο ρόλο στην παρούσα φάση.
Οι πολιτικές εξελίξεις αντιστοιχούν σε μια χώρα της περιφέρειας, εξαρτημένης, και σε μια συγκυρία μιας νέας δανειακής σύμβασης, με τη Γερμανία σε ηγεμονικό ρόλο. Η ρευστότητα των πολιτικών συμμαχιών, τόσο στη δεξιά, στο κέντρο όσο και στην αριστερά, δεν δείχνουν ότι η χώρα μπορεί να αποκτήσει μια κυβέρνηση εκτός από αυτήν που θα μπορέσει με πρόσωπα μιας σχετικής αποδοχής να διευθετήσει τις νέες υποταγές. «Λύσεις» που αναφαίνονται στις κατευθύνσεις μιας μεταβατικής κυβέρνησης είναι κυρίως από: α)τις προσπάθειες των κεντρώων κύκλων ή εφεδρείες που πιθανώς να ενεργοποιηθούν («ΠΟΤΑΜΙ», ΔΗΜΑΡ, ΠΑΣΟΚ και κεντροδεξιούς της ΝΔ ή κεντροαριστερούς του ΣΥΡΙΖΑ) β)του ΣΥΡΙΖΑ να πιθανολογεί για κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας, χωρίς τα πρόσωπα των Σαμαρά-Βενιζέλου» ή την επισφαλή δημιουργία μιας αριστερής (;) κυβέρνησης που θα διαπραγματευτεί το χρέος, προκρίνοντας ως ελάχιστο το «επαχθές» κι έχοντας κάνει γαργάρα τα «περί οριστικής διαγραφής» γ)της δεξιάς και άκρας δεξιάς, είτε ως η ΝΔ να υποδεχθεί μια καθαρισμένη άκρα δεξιά, είτε της δημιουργίας ενός δεξιού κόμματος με στοιχεία από όλο το φάσμα των επιγόνων του Πιουριφόι και της χούντας και φυσικά με τη Χρυσή Αβγή ή Εθνική Αβγή ή ως κάποιο άλλο μόρφωμα-ενεργούμενο σύμμαχο, να αποκαθάρεται μετά τις δρομολογούμενες ευνοϊκά εξελίξεις τις δίκης. Από όλη αυτήν την αποικιακού τύπου πολιτική παθολογία, διαφαίνεται η μια εξέλιξη, με δυο εκδοχές: Η διαρκής πολιτική-κοινωνική-οικονομική κρίση, είτε στην κατεύθυνση μιας δήθεν πολιτικής εξομάλυνσης για τη χρηματοδότηση, εκ της νέας Δανειακής συμβάσεως η οποία θα δρομολογήσει σοβαρότερες κρίσεις στη συνέχεια, είτε στην κατεύθυνση της διακυβέρνησης εκ μέρους ενός από τα «άκρα».
Σοβαρό ρόλο θα διαδραματίσει η υπόθεση του κυπριακού ζητήματος, σε μια περίοδο που συζητείται ένα νέο σχέδιο διχοτόμησης, η κρίσιμη εξέλιξη στην Τουρκία και ο ασταθής γεωπολιτικός της ρόλος, οι εξελίξεις μια νέας έμπνευσης ΝΑΤΟ αναφορικά με την υπόθεση της Ουκρανίας-Ρωσίας και σαφώς οι εξελίξεις γύρω από τις νέες δυνάμεις που θα διαφανούν στην ΕΕ, σε μια περίοδο που ο «ευρωσκεπτικισμός» περισσεύει δίπλα σε μια κοσμοπολίτικη ευρω-αριστερά να συμμαζεύεται στο διαχειριστικό της ρόλο στο πλαίσιο του νικηφόρου νεοφιλελευθερισμού και της νεοαποικιοκρατίας.
Ο μοναδικός αστάθμητος παράγοντας, βέβαια, που ακυρώνει κάθε ένδειξη μέλλοντος δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον κόσμο που ακόμα δεν έχει πει την τελευταία του λέξη. Για αυτό και το τοπικό ζήτημα, όσο κι αν δέχεται την επίθεση του κεντρικού, σε μια χώρα της ιστορικά εξαρτημένης περιφέρειας, παραμένει ζωντανό ως ερώτημα για μια νέα σύνθεση.