Λαμπαδηδρομία; Για την 25η Μαρτίου; χμμμμ…

Λαμπαδηδρομία των Ναζί, στο Βερολίνο, στις 30 Ιανουαρίου 1933

Λαμπαδηδρομία των χρυσαυγιτών, στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2013

Δημοσιεύθηκε από

sxedia

Η σχεδία στ' ανοιχτά της Αίγινας είναι ένα τοπικό ιστολόγιο το οποίο στο μέτρο του δυνατού παρεμβαίνει στα τοπικά δρώμενα είτε αναλύοντας το τοπικό ζήτημα από μια διεξοδική ελευθεριακή κοινοτιστική πλευρά, είτε προτείνει σε συγκεκριμένα ζητήματα, είτε συλλέγει αλήθειες του σήμερα και του χτες που διώκονται. Δεν υποκαθιστά καμιά πραγματική επαφή και ανθρώπινη σχέση, δεν υποκαθιστά κάποιον πολιτικό ή κοινωνικό ιστό. Είναι μια σχεδία ιδεών και καλών προθέσεων. Προς το παρόν συνεργάζεται με το Μαρδικούλο της διπλανής πόρτας και με όποιον ή όποιαν επιθυμεί να έχει μια ελεύθερη, δημόσια φωνή χωρίς υποβολέα. Σχεδία στ' ανοιχτά της Αίγινας Δημοσιεύματα παλιά μπορείτε να βρείτε στο αρχείο της Σχεδίας: http://sxediarchive.wordpress.com/

2 σκέψεις στο “Λαμπαδηδρομία; Για την 25η Μαρτίου; χμμμμ…”

  1. ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

    ΠΩΣ Ο ΜΟΥΛΑΣ ΝΑΣΡΕΝΤΙΝ ΕΣΩΣΕ ΤΟΝ ΔΟΥΚΑ ΤΟΥ ΨΩΡΟΚΩΣΤΑΪΝ

    Από οθωμανικό χειρόγραφο του 1434 έτους Εγίρας

    Κάποτε ο μουλάς Νασρεντίν αποφάσισε να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι για να πουλήσει κάτι τζοβαϊρικά, που απόχτησε από κληρονομιά, αλλά και για να δει πώς ζούσε ο κόσμος έξω από τις Φρουρούμενες Χώρες του Κυρίου μας, του Φιλεύσπλαχνου, του Μεγαλεπήβολου, του Κραταιού Παντισάχ, του άνθους του Οσμάν, του Προστάτη του Ισλάμ, που είθε ο Θεός να τον κρατά ασφαλή από όλα τα δεινά. Αφού, λοιπόν, τακτοποίησε τα χρέη του και πλήρωσε τους φόρους του, το ρεσμ-ι-τσίφτ και το μουκατέρ αβαρίζ (ευτυχώς δεν χρώσταγε το χαρατζ-ι-μουκασίμ και το χαρατζ-ι-μουαζάφ, αυτά ήταν μόνο για τους άτυχους τους Ρωμιούς, που χαΐρι δεν είδαν ακόμα), φόρτωσε το γάιδαρό του και ξεκίνησε. Έφτασε στο Μπογάζι και με ένα καΐκι, που βρήκε στο Ούσκιουνταρ, τον τόπο που βρίσκεται ο τουρμπές ( μνημείο, στμ) του αγίου μας Καρατζά Αχμέτ, τιμημένο το όνομά του, πέρασε στη Ρούμελη κι εκεί ακολούθησε ένα καραβάνι που τραβούσε κατά τη Βιέννα. Μετά από ταξίδι δυο ημερών αφ’ ότου πέρασε τα σύνορα της ευλογημένης επικράτειάς μας, ο κεραντζής που οδηγούσε το καραβάνι, του έδειξε μια πόλη, που από τα πολλά καμπαναριά της, καθώς κι από την πηχτή κατσιφάρα, που κατέβαινε από το βουνό, φαινόταν, ότι την κατοικούσαν άπιστοι και φώναξε:
    -Να! Αν θέλει ο Θεός, φτάνουμε σε λίγο. Aυτό που βλέπεις είναι το Δουκάτο του Ψωροκωστάιν.
    Πραγματικά, ήταν η ένδοξη χώρα, που πρώτος έγραψε γι αυτήν ο μεγάλος Μποσταντζή-ογλού εφέντης, ο Ισταμπουλούς. Ο Μουλάς κατέλυσε σε μια λοκάντα, βρήκε το ρωμιό έμπορο, που τον περίμενε για να του δείξει τα κατατόπια, κατέβηκε στο τσαρσί και μετά από πολύ παζάρεμα μοσχοπούλησε τα τζοβαϊρικά. Έκανε τις αγορές που είχε κατά νου και, αφού θα έμενε μερικές μέρες ακόμα, άρχισε να σεργιανίζει ελεύθερος πια την πόλη, τις ρούγες και το καπάνι κι έπιανε λακριντί με τον κόσμο και τους μαγαζάτορες, που πολύ τον θαύμασαν για την εξυπνάδα του.
    Στο δουκάτο, όμως, του Ψωροκωστάιν εκείνη την εποχή τα πράγματα δεν πηγαίνανε καλά. Ο Δούκας και ο πατέρας του και πιο πριν ο πατέρας του πατέρα του, (γιατί στα δουκάτα μπορεί ογδόντα χρόνια ν΄ ακούγονται τα ίδια ονόματα κι οι ίδιες φαμίλιες), λοιπόν, όλοι οι πρόγονοί του, είχαν δανειστεί πολλά εκατομμύρια χρυσά γρόσια και φλορίνια και δισεκατομμύρια ριάλια και ασημένια τάλιρα του Μέτς και τώρα οι δανειστές τα ζητούσαν πίσω μαζί με το νιτερέσο τους, τον τόκο. Ο Δούκας, που το όνομά του δεν το ξέρουμε, όμως γνωρίζουμε ότι ήταν ένας βαθύπλουτος άνθρωπος, κάλεσε σε σύσκεψη τους τρείς Σύνδικους της πόλης, σα να λέμε τους κοτζαμπάσηδες, το Δήμαρχο και τους δύο συμβούλους. Ήταν έθιμο μεγάλο, αυτούς να τους εκλέγουν οι ρεαγιάδες, όπως συμβαίνει και σε μας, στα κλίματα (περιοχές, σ.τ.μ.) οπού ζουν Ρωμιοί, που ο Παντισάχ μας, δοξασμένο το όνομά του, τους έχει παραχωρήσει το ρεαγιά ιμπαρέτ (την αυτοδιοίκηση, σ.τ.μ)
    Στα χρόνια που μιλάμε, λοιπόν, Δήμαρχος του Ψωροκωστάιν ήταν ένας πολύ κουτός άνθρωπος. Το επάγγελμά του ήταν να φτιάνει σαμάρια και μάλλον αυτός ήταν ο λόγος, που ο Δούκας τον είχε σπρώξει σ΄ αυτό το πόστο. Ο άλλος Σύνδικος, άνθρωπος του Δούκα κι αυτός, αν και ήταν χοντρός, δίδασκε τις λεπτές διαφορές ανάμεσα στο δίκαιο και το άδικο, στον Μεντρεσέ των απίστων (το Πανεπιστήμιο, στμ). Στο λόγο ήταν πολύ ευφραδής, αλλά στην ακοή κάπως περήφανος, δεν άκουγε κανέναν και κυρίως τη βουή στο δρόμο και τις πλατείες. Ο τρίτος είχε έρθει από αλλού, ποιος ξέρει γιατί, και ήταν μελισσοκόμος, που έβλεπε το δουκάτο σαν ένα πελώριο κουβέλι, δηλαδή κυψέλη, και ναι μεν το μέλι δεν τόγλυφε, έγλυφε όμως τους κηφήνες. Κάτσανε λοιπόν και οι τέσσερεις και σκεφτήκανε ότι, μόνο ένας τρόπος υπάρχει να ξεπληρώσει το χρέος του ο Δούκας. Να μαζέψει το τζερεμέ, δεκάρα δεκάρα από τους μπερεαγιάδες και τους ρεαγιάδες, που μείς τους λέμε ποίμνιο και πρόβατα, αλλά σε εκείνες τις χώρες, ίσως για να μη νοιώθουν παρακατιανοί και παρακεντέδες, τους αποκαλούν έθνος και λαό και πολίτες, παρ’ όλο που κι εκεί, όπως και σε μας τους χαρατσώνουνε χωρίς να τους ρωτάνε.
    Ο λαός, όμως, και το έθνος, δηλαδή οι ραγιάδες, ζούσαν σε μεγάλη ένδεια, την οποία οι ίδιοι -δεν κατέχω το γιατί- την προφέρανε «δένδεια». Είχαν αγανακτήσει που πλήρωναν αυτοί τον τζερεμέ, παρόλο που την παρανομία την έκαναν άλλοι και όλο κατεβάζανε τα κεπέγκια στο παζάρι κι όλο μαζευόντουσαν κάτω από το σπίτι του Ταχρίρ Δεφτερντάρ, που εκεί τον λένε Υπουργό Οικονομικών, και φωνάζανε, πως τα δισεκατομμύρια, που χρωστάει ο Δούκας, έπρεπε να τα δώσει αυτός και οι παραλήδες, που μαζί του τα φάγανε, αλλιώς θα τους πάρει ο διάολος και θα τους σηκώσει.
    Ο Δούκας είχε απελπιστεί. Πλησίαζε και η ώρα που θα βγάζανε τους καινούριους Σύνδικους και φοβόταν ότι οι ρεαγιάδες του είχαν ξυπνήσει και δε θα μπορούσε πια να τους σαμαρώνει και να τρυγάει το μέλι από το κουβέλι τους, όπως παλιά.
    Τότε λοιπόν, έφτασε το χαμπέρι στα αυτιά του, ότι κάποιος σοφός χότζας από το ένδοξό μας Χαλιφάτο είχε έρθει στην πόλη του. Λέει, λοιπόν, στο σαμαρά: Πηγαίνετε να μου τον φέρετε αμέσως, θέλω τη γνώμη του. ‘Έφτασε ο Νασρεντίν πάνω στο γάιδαρό του στο Δημαρχείο και εκεί του μιλήσανε για τα χάλια του Δουκάτου. Ο μουλάς μονολόγησε: Βάι-βάι, σκέφτηκε για λίγο χαϊδεύοντας το γένι του και μετά είπε, ότι θα προτιμούσε να μιλήσει μόνος του με το Δούκα.
    Εκείνος τον πήγε στο μπούρτζι του, ένα ψηλό παλάτι επάνω σε βράχο, σαν τον τας-κισλά της Αθήνας, πέρασαν από την Πύλη, όπου ο Θυρωρός, ο καπουτζίδ-ι-μπασί που λέμε εμείς, τους τίμησε με μια πολύ βαθειά υπόκλιση και τους συνόδεψε μέχρι τον οντά. Κάθησαν σε κάτι άβολα έπιπλα με τέσσερα πόδια το καθένα, που στις μακρινές χώρες τα λένε τσαΐρες και πολτρόνες και με μεγάλη ταραχή ο Δούκας άρχισε πάλι τα παράπονα:
    -Χότζα μου, οι υπήκοοί μου δε μ΄ ακούνε πια. Κι αν τώρα αρχίσουν και ψηφίζουν όποιον τους κατεβαίνει στην κούτρα, διάφορους που μόνο ξέρουν να γεμίζουν τα μυαλά του κοσμάκη με φούμαρα, ότι τάχα έχουμε χρεοκοπήσει και άλλα μπαρουφάκια, το Δουκάτο του Ψωροκωστάιν θα κιντυνέψει να διαλυθεί.
    Ο μουλάς Νασρεντίν, φαινόταν καμιά φορά χαζός, αλλά στην πραγματικότητα ήταν πολύ σοφός και γι αυτό τον ρώτησε:
    -Πες μου, η εξοχότη σου. Για το δουκάτο νοιάζεσαι η για το Δούκα; Εκείνος δεν εμίλησε και ο μουλάς συνέχισε.
    -Βλέπω, ότι εδώ στο Ψωροκωστάιν, εσείς που έχετε τον παρά, ορίζετε το ντοβλέτι, το κράτος και την εξουσία. Το σαμαρά και τους άλλους, τους κάνετε ό,τι θέλετε, είναι οι τζουτζέδες σας και αν δεν τους πείτε εσείς οι παραλήδες, εκείνοι δεν προχωράνε σε τίποτα. Τους έχετε για μπερντέ και για ανάχωμα. Τώρα, το ανταλέτι, δηλαδή τη δικαιοσύνη στο φόρο, το χαλάσατε και γι αυτό, οι κάτοικοι της πόλης πεινάνε. Αν ξεσηκωθούν, θα γυρίσουν εναντίον εκείνου του σαμαρά, και του χοντρού λεπτολόγου και του άλλου με το κουβέλι. Την αφεντιά σου, όμως, και τη δούκισσα Βγενιώ, τον βαρονέττο Κυρ Μαρινάκη, τον Ιππότη Α Λα Φουζ, τον Κόντε Μηνά και όλους τους άλλους μεγαλουσιάνους δε θα σας πειράξουν, επειδή καθόσαστε πίσω από τον μπερντέ και δεν σας βλέπουν. Το ίδιο συμβαίνει και σε μας, που αν κοιτάξεις τη Μεγάλη Γιούρτη, τη σκηνή του Σάχη μας, δε τόνε βλέπεις, γιατί έχει κατεβασμένη την τσόχα της πύλης, όμως απέξω καμιά φορά μπορεί να πιάσει το μάτι σου το μικρό γιό του τζοχαντζή, το τζοχαντζόπουλο, που φυλάει καραούλι μπας κι αρπάξει κάνα κρόσι, κανά πολύτιμο Μπιρσίμ από την περιουσία του Παντισάχ. Η ταπεινότητά μου, όταν πέρναγα από κει, το έκανα χάζι, που έπαιζε με το φίλο του, ένα βουλγαράκι. Καμωνόντουσαν ότι είναι τάχα μου ηγέτες και εχθροί και δήθεν τσακωνόντουσαν, αλλά ο νους τους στο πλιάτσκο.
    Ο Δούκας, που κατάλαβε την εξυπνάδα του μουλά, του εξομολογήθηκε την αληθινή του ανησυχία:
    -Αυτό φοβάμαι, ότι το παραπέτασμα θα σκιστεί και θα φανούν από πίσω οι δικοί μας οι χοντρο-μπέηδες (πληθυντικός του μπέος, σ.τ.μ.) να τρώνε σα τα γουρούνια και οι υπήκοοί μου, που πεινάνε, θα αγανακτήσουν. Έχω τρελαθεί, πες μου μουλά Νασρεντίν, τι να κάνω;
    -Άκου η εξοχότη σου, λέει ο μουλάς, αυτοί που έχεις βάλει για Σύνδικους έχουν ασκημύνει πια στα μάτια των ραγιάδων σου. Πρέπει να τους κάνεις να φαίνονται πάλι ωραίοι και δίκαιοι και φιλάνθρωποι, όπως πρίν.
    -Μα γίνεται κάτι τέτοιο; Ακόμα κι οι θεατρίνες, η Κυρία Έλλη, η Κυρία Φωτεινή, που τις πληρώνω για να με λιβανίζουν μπροστά σε χιλιάδες ανθρώπους κάθε μέρα, κι εκείνες δεν τις ακούνε πια. Αφού να φανταστείς μέχρι και η Μαντάμ Ολγκά φοβάται να περάσει από τους κεντρικούς δρόμους της πόλης μας, τρέμει. Και όταν η Όλγα τρέμει, η Έλλη στάει και η Φωτεινή πιπιλεί το δάχτυλο από το φόβο της. Πώς λοιπόν θα φανούν σαν κάτι που δεν είναι;
    -Λοιπόν , άκου εφέντιμ, ο μόνος τρόπος να πετύχεις τους σκοπούς σου είναι αυτός: Είδα στην αγορά, εδώ πιο κάτω, κάτι περίεργους ανθρώπους, που τέτοιους δεν έχω συναντήσει πουθενά. Κουτοί σαν τα βλίτα και συγχρόνως πονηροί σαν τα κουνάβια και ψεύτες. Κάνουν τους καπανταήδες και τους μπεχλιβάνηδες, αλλά είναι δειλοί και δέρνουν μόνο κάτι κοκαλιάρηδες μπατίρηδες.
    Έχουν για αρχηγό έναν παλαβό, καραφλό, κασιδιάρη, που μικρός ξεκίνησε να γίνει κιοτσέκ που λέμε εμείς, χορευτής μπαλέτου, αλλά κατήντησε να χτυπάει γυναίκες και φτωχούς μαυριδερούς ανθρώπους, παρ΄ όλο που με το πρόσωπο που έχει, σ’ εμάς θα τον πέρναγαν για τσιγγάνο και άλλα πράγματα. Και είναι κι ένας άλλος, οπαδός του Σεϊτάν, μακριά από μας, παχουλός, με σκιστά μογγόλικα μάτια, που όταν σηκωθεί εγέρθητος, είναι φτυστός με δικό μας Τούρκο χαμαμτζή από τη Σαμαρκάνδη.
    Ετούτοι όλοι είναι άσκημοι σαν τον Καιάδα, που οι Ρωμιοί την εποχή του Δίκαιου βασιλιά Φίλοικου, πετούσαν τις αποβολές των γυναικών τους, αν συλλάμβαναν σε γουρσούζικη μέρα. Αν και μοιάζουν με τους Γωγ και τους Μαγώγ, ντύνονται στα μαύρα και αντί να κρύψουν την ασκήμια τους με τίποτα τζουλούφια, ξυρίζουν το κρανίο τους και γίνεται σαν τον κώλο της μαϊμούνας.
    Άνθρωποι δυστυχισμένοι, που δε βλέπουν μέσα τους τη δυστυχία και τη κακία, ούτε τη βρώμα και το βάρος που κουβαλάνε, σαν θνητοί άνθρωποι που είναι κι αυτοί. Πιστεύουν ότι εκείνοι είναι οι μόνοι καθαροί κι όλοι οι άλλοι άπλυτοι, επειδή την πηχτή τέφρα που έχουν στη δική τους ψυχή, την πετάνε επάνω στο συνάνθρωπο. Δεν κοιτάζονται ποτέ στον καθρέφτη, παρά για καθρέφτη τους έχουν τον κόσμο, που όταν τον κοιτάνε, βλέπουνε τον εαυτό τους. Γι αυτό ο κόσμος τούς φαίνεται βρώμικος. Kαι ελπίζουν μέσα στη λύσσα τους, ότι θα ξεβρωμίσει το μέσα τους, αν εξοντώσουν τους έξω τους. Αδύναμα ανθρωπάκια, που καμώνονται το θεό και αποφασίζουν ποιος θα ζήσει και ποιος όχι, ποιος θα φάει και ποιος θα πεθάνει απ’ την πείνα. Ανώμαλα άτομα και καταδικασμένα.
    -Ξέρω ποιους λες. Λοιπόν;
    -Λοιπόν, θα τους βγάλεις από τα βρωμερά υπόγεια που κρύβονται, θα τους ντύσεις στα χρυσά, θα τους δώσεις γρόσια πολλά και οι δικοί σου άνθρωποι στα παζάρια και τα θέατρα και τις γειτονιές, τελάληδες και σπιούνοι και παπάδες πληρωμένοι, θα διαδίδουν, ότι αυτό το μαύρο μπουλούκι θα σώσει την πόλη. Μοίρασέ τους να κρατάνε και μπαϊράκια του Δουκάτου του Ψωροκωστάιν και δώσ’ τους αξία, ότι τάχα είναι της ίδιας σειράς με τους Σύνδικους του σαμαρά.
    Ορμήνεψέ τους να φωνάζουν, ότι για τη φτώχια του Δουκάτου φταίνε οι φτωχοί και οι ξένοι και οι Οβριοί και να τους καίνε και να κυνηγάνε τα παιδιά που καθαρίζουν τα κάρα στις δημοσιές, να τα πιάνουν και να τους σπάνε πόδια και χέρια. Και να μπαίνουν στα νοσοκομεία και να πετάνε με κλωτσιές στο δρόμο τα βρέφη, και να κάνουν καλαμπαλίκι, ότι τάχα εκείνα φταίνε για το χάλι του Δουκάτου.
    Ο Δούκας τον διέκοψε:
    -Άμα όμως αρχίσουν να καίνε ξένους, που λες, μήπως έχουμε χασούρα και μείς; Δε θέλω να τα χαλάσω με το Μεγάλο Πρίγκηπα της Μοσχοβίας, που είναι παντοδύναμος, ούτε με τις πόλεις της Χάνσας (Γερμανική εμπορική ένωση, στμ) που τους χρωστάω τα μαλιοκέφαλά μου. Μη κινδυνέψουμε.
    -Αμ δε κατάλαβες, εφέντιμ. Δε θα χτυπάνε όλους τους ξένους. Σιγά μη τους αφήσεις να βλάψουνε τους Mοσχοβίτες οπλοπώλες και τους Γερμανούς τραπεζίτες και τους χρηματιστές από την Ιγγλετέρα. Δική σου θα ΄ναι η συμμορία, εσύ θα τους κανοναρχάς τι θα κάνουν. Έτσι κι αλλιώς, τους Αλβανίτες χαϊντούκους και τους Ίβηρες από τον Καύκασο, και να θέλανε να τους χυμήξουνε, δεν κοτάνε, γιατί εκείνοι θα τους τουλουμιάσουν. Ούτε και τους Σίνες από το Κάμπαλον (Βυζαντινή ονομασία του Πεκίνου, στμ), που δεν τους πιάνει το μάτι σου, αλλά βγαίνουν το βράδυ καραούλι τρεις-τρεις, τριάδες. Άλλωστε, σ΄ αυτούς κάνουν πλάτες κι δικοί σου οι τζανταρμάδες (χωροφύλακες, στμ). Ούτε τις Ψωροκωστέικες συμμορίες θα πειράζουν. Ποιος μένει λοιπόν; Μόνο κάτι φουκαράδες, τίποτα κουρελήδες Εβραίoι από το Γιαχουντή μαχαλά που πουλάνε παλιοσίδερα και κάτι πεινασμένοι Αραπάδες που η κακή τους τύχη και το μαύρο τους κισμέτ τους ξέβρασε στο Δουκάτο σου. Έτσι κι αλλιώς, όμως, μη σεκλετίζεσαι, όλο αυτό θα είναι, πώς να στο πώ, σαν τον Καραγκιόζ τον δικό μας…
    -Ένα θέατρο.
    -Άφεριμ. Δηλαδή άλλος ένας μπερντές. Και όποτε οι υπήκοοί σου μαζευτούν πάλι και σας κάνουν γιούχα, στείλε αυτούς τους μπαζιμπουζούκους αλλού, να γκρεμίζουν κάνα πάγκο στα παζάρια και να μαχαιρώνουν κανά τσιγγάνο, έτσι που ο κόσμος την άλλη μέρα να μιλάει γι’ αυτό και να κουκουλωθούν οι δικές σας μπομπές. Δεν πειράζει, που καμπόσοι από τους συμμορίτες μοιάζουν στο πρόσωπο σαν τον Τάφο του Ινδού. Όλο και κάποιοι φτωχοί άνθρωποι θα τους ακολουθήσουν από απελπισία, αλλά οι συνετοί από τους υπηκόους της Ευγενίας σου, όταν θα τους βλέπουν, άλλοι θα φοβούνται και άλλοι θα φρίττουν και άλλοι, αντί να ασχοληθούν με σένα, θα πάρουν τα όπλα εναντίον τους.
    Ότι και να γίνει, κάποια στιγμή, απόσυρέ τους από την πόλη. Αμέσως, οι ραγιάδες σας θα δουν τον σαμαρά και τους υπόλοιπους με άλλο μάτι. Μπροστά στους λυσσασμένους ηλίθιους εκείνους, οι πληρωμένοι οι σύνδικοι οι δικοί σου θα τους φαίνονται νεράιδες και ουρί του Παραδείσου. Και θα τους ξαναψηφίσουν και θα μπορείτε να κοιμόσαστε πάλι ήσυχοι.
    Ο Δούκας σκέφτηκε λίγο και είπε:

    -Ξέρεις, όμως, μουλά Νασρεντίν, όταν πριν χρόνια μάς είχε κατακτήσει ο Αυτοκράτορας, οι πατεράδες αυτών που λες, είχαν περάσει με το μέρος των Γερμανών, είχαν ντυθεί τη γερμανική στολή και είχαν κάνει πολλές σφαγές και βασανισμούς δικών μας. Ο λαός τόσο είχε υποφέρει στα ματωμένα χέρια τους, που όταν τέλειωσε η κατοχή, τους πολιόρκησε σε ένα χωριό και όσους σκοτώθηκαν στη μάχη, τους πέταξε σε ένα φαράγγι εδώ πιο κάτω, που το λένε Χόνιγκμιλχ. Πώς τώρα θα τους βάλω να κρατάνε τον τιμημένο θυρεό του Ψωροκωστάιν, αφού μέχρι χτες κρατούσανε το θυρεό της Γερμανίας;
    -Μην ανησυχείς, του απαντάει ο μουλάς. Είδα, ότι εδώ σε σας κανένας δε θυμάται τίποτα και κανένας δεν ξέρει τίποτα. Από την άλλη, τώρα ο σαμαράς θα έχει το ελεύθερο να κάνει χειρότερα απ’ αυτά που έκανε πριν. Κι ότι δεν μπορούν να κάνουν φανερά οι ζαπτιέδες του (οι αστυνόμοι, σ.τ.μ.), θα το κάμουν στη ζούλα οι μαύροι συμμορίτες.
    Και άκου το καλύτερο. Όταν ξεσηκωθεί το δουκάτο, θα αμολάτε στην πόλη το συνάφι των κασιδιαρέων να κάμουν νταβαντούρι κι αυτοί. Στα ψέμματα. Για να πάρουν τους οργισμένους ραγιάδες με το μέρος τους, δηλαδή με το δικό σου. Και να τους βάλουν να κυνηγάνε τους ξένους που λέγαμε, ότι να, αυτοί φταίνε για το χάλι σας. Και αν χρειαστεί ας βρίζουν τους πολιτικούς και να τους λένε κλέφτες. Αλλά μόνο αυτούς. Γιατί ανάγκη μεγάλη είναι τώρα, να πέσει η οργή του κόσμου στον οποιοδήποτε εξόν από σας, τους πλούσιους, τη δούκισσα Βγενιώ, τον βαρονέττο Κυρ Μαρινάκη, τον Ιππότη Α-λα-Φουζ, τον Κόντε Μηνά και όλους τους άλλους, που μαζί τα φάγατε. Μετά θα ρίξετε τις κατηγόριες στους ξεσηκωμένους ραγιάδες, ότι τάχα είναι ίδιοι με τους καρακασίδηδες, πα να πει παράνομοι καπανταήδες και χαΐνηδες. Κι ο κοσμάκης θα κάνει ράι (θα υποταχθεί, στμ) και θα λουφάξει.
    Ο Δούκας το ξανασκέφτηκε και θυμήθηκε που κι ο σαμαράς , όταν ήταν νεότερος, πολύ πριν γίνει Δήμαρχος, άφηνε στεφάνια κι αυτός στους προδότες στο Χόνιγκμιλχ, άσχετα αν τώρα δεν ήθελε να του το θυμίζουν. Mάλιστα, εκειπέρα μια φορά είχε κολλήσει αρρώστια και έβγαλε ο κώλος του στην άκρη δεξιά, πλευρικά, το κακό αδωνόσπυρο, που το πασάλειψε και με τριβρωμίδιο του βοριδείου και κακοφόρμισε.
    -Θα ακολουθήσω την συμβουλή σου κι ο Θεός βοηθός.
    Ευχαρίστησε το χότζα, τον γέμισε δώρα, τον ξεπροβόδισε ο ίδιος με τη συνοδεία του και φτάσανε αλάι-μαλάι μέχρι τα σύνορα της επικράτειας. Ο μουλάς, κι αυτός του ευχήθηκε όλα να του έρθουν δεξιά και να τον έχει καλά ο Θεός ο Φιλεύσπλαχνος, ο Μεγαλοδύναμος, δοξασμένο το όνομά του, και ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι, για να επιστρέψει στο Άγιό μας βασίλειο, το ευλογημένο από το Θεό και προστατευμένο από τον Χάνο και Σουλτάνο μας, τον αρχηγό των πιστών του Ισλάμ, τον χουνκιάρ, άνακτα και καίσαρα της ανατολής και της δύσης.
    Το τι έγινε μετά στο Δουκάτο δεν γνωρίζουμε επακριβώς. Κατά καιρούς όμως έφταναν ως εδώ, ακόμα και στα αυτιά του ταπεινού συγγραφέα αυτών των αράδων, διάφορες περίεργες φήμες για μεγάλες φασαρίες και μεγάλη πείνα και πυρκαγιές, καθώς και σκόρπια μαντάτα, ότι το Ψωροκωστάιν, λέει, πήγε κατά διαβόλου κι ότι οι μαύροι συμμορίτες πήραν πολύ τα πάνω τους και άρχισαν να μαχαιρώνουν και τους ίδιους τους ντόπιους στους δρόμους και τα κουρεία. Και κάποιοι έλεγαν ότι αυτή ήταν μια ίντριγκα πούτην σκαρφίστηκε ο ίδιος ο Τσάρος. Άλλοι είπανε πως απλά τρελαθήκανε και θέλησαν να καταλάβουν το Θιβέτ. Προελαύνοντας φαίνεται ότι κιντυνέψανε να πολεμήσουν και με το δικό μας το χανάτο και θα τους παίρναμε πάλι κάνα κομμάτι γης, όπως τότε, στο σαντζάκι του Κιμπρίς (Κύπρος, στμ.) Όμως στο τέλος από την πολύ τυράγνια οι ραγιάδες εξαγριώθηκαν, κατεβήκανε λεφούσι και πήρανε σβάρνα και τους κασιδιάρηδες και τους σαμαράδες και τους Δούκες και δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο.
    Ο Μουλάς Νασρεντίν δε τα έμαθε αυτά. Κάποιοι, όμως, που τον είχαν συναντήσει καθώς έφευγε με το γάιδαρό του από το Δουκάτο, είπαν πως είχε ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλια και καμιά φορά γέλαγε και μόνος του. Φαίνεται ότι, τελικά, δεν τον ένοιαζε και πολύ το τι θα απογίνει το Ψωροκωστάιν και ο Δούκας του. Αλλά και γιατί να τον νοιάζει; Σάμπως δικός τους υπήκοος ήταν;

    Χιζίρ Καλεμί Κχατζάρ, ο Μώραλης
    Ραμπί-αλ-αχίρ 1434, έτος Εγίρας.

    __________________________________________________________ Εικονογράφηση για το παραπάνω:
    http://www.ilpost.it/files/2012/07/arancia-meccanica.jpeg

    Μικρογραφία από το Τοπ Καπί «Η Συμμορία του Κουρδιστού Πορτοκαλιού»
    Οθωμανική τέχνη, υπό Μουράτ Μπαλτά, 1430 έτος Εγίρας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *