«…Δηλαδή εγώ, όπως κι οι άλλοι Έλληνες, έχω τη γνώμη ότι οι Αθηναίοι είναι λαός σοφός. Παρατηρώ λοιπόν ότι, όταν μαζευόμαστε στην εκκλησία του δήμου, κάθε φορά που είναι να καταπιαστεί η πολιτεία με κάποιο οικοδομικό έργο, φωνάζουν τους αρχιτέκτονες να δώσουν τη συμβουλή τους για τα οικοδομήματα· όταν πάλι είναι να ναυπηγήσουν πλοία, τους ναυπηγούς, το ίδιο και για όλα τ᾽ άλλα, όσα πιστεύουν ότι μπορεί κανείς να τα μάθει και να τα διδάξει. Όμως αν μπει στη μέση για να δώσει συμβουλή κάποιος άλλος, που εκείνοι δεν τον ξέρουν για άνθρωπο της δουλειάς (ας είναι όμορφος και πλούσιος και αριστοκράτης από τους πρώτους), δε δίνουν καμιά προσοχή στα λεγόμενά του, αλλά τον παίρνουν στο ψιλό και χαλούν τον κόσμο, ώσπου ή ο ίδιος που ανέλαβε να δώσει συμβουλές σαστίσει και παραμερίσει ή οι τοξότες τον τραβήξουν από το βήμα ή τον πετάξουν έξω με διαταγή των πρυτάνεων. Λοιπόν, όσα θέματα απαιτούν ειδίκευση, έτσι τα αντιμετωπίζουν· αντίθετα, κάθε φορά που το θέμα της συνεδρίασης έχει σχέση με τα γενικά συμφέροντα της πολιτείας, παίρνει το λόγο και δίνει τη συμβουλή του χωρίς καμιά διάκριση ο ξυλουργός, ο χαλκιάς κι ο τσαγκάρης, ο εισαγωγέας κι ο καραβοκύρης, ο πλούσιος και ο φτωχός, ο αριστοκράτης κι ο άνθρωπος του λαού· τώρα όμως κανείς δεν τους αποπαίρνει γι᾽ αυτό, όπως στην προηγούμενη περίπτωση — επειδή δηλαδή μπαίνουν στη μέση και δίνουν συμβουλές, ενώ πουθενά δε μαθήτευσαν ούτε είχαν κανένα δάσκαλο, ολοφάνερα επειδή πιστεύουν ότι αυτά τα πράγματα δεν μπορεί να διδαχτούν…».
Πλάτωνος Πρωταγόρας (319b-319e)
Πολύς λόγος έγινε γύρω από τις επιδόσεις σε διπλώματα και την πτυχιακή μόρφωση των εκλεγμένων της Δημοτικής παράταξης η οποία πλέον διοικεί στο Δήμο Αίγινας. Αυτά όχι επίσημα και επώνυμα, όπως συνηθίζεται για όλα τα καίρια ζητήματα που αφορούν στον πολιτισμό της καθημερινότητας, αλλά υπό τύπου σχολίων και ψίθυρων σε μικρές συνάξεις. Απέκτησε όμως διαστάσεις μεγάλες, κυριάρχησε στο πλαίσιο επικρίσεων και ενσωματώθηκε στην κριτική για επιλογές προηγούμενων διοικήσεων όπως και για τις πιθανές της νέας. Στοχοποιήθηκαν εκλεγμένοι της παράταξης ως «αμόρφωτοι και αστοιχείωτοι» άνθρωποι κι όχι βεβαίως για την πολιτική και κοινωνική τους λειτουργία. Αυτό δεν σημαίνει για αυτό το επίπεδο «κριτικής» ότι η μόρφωση αποτελεί αυταπόδεικτη αξία αλλά λειτουργεί ως προπέτασμα καπνού για την διαρκή διαίρεση του πληθυσμού σε κλίκες εξουσίας και τοπικής ηγεμονίας. Το ίδιο όμως το γεγονός παραμένει σε μια δική του σφαίρα ενισχύοντας κριτικές και επικρίσεις γύρω από ζητήματα επιλογών. Κατά κάποιο τρόπο δηλαδή, ο διάλογος για επιλογές δεν αφορά τόσο σε αυτές καθαυτές αλλά στο ποιοι τις έλαβαν. Η ουσία της κριτικής μεταπηδά από το ενδιαφέρον για την ίδια τη διαδικασία και την πολιτική της διάσταση, στις λοιδορίες για τα σαρδάμ του παρακολουθούντος «ανηλεώς» κι όχι «ανελλιπώς». Το ενδιαφέρον για το τι επιλογές έχει ο λαός της Αίγινας μετατίθεται από τις ίδιες τις επιλογές στο «χαμηλής στάθμης-delivery» επάγγελμα ενός από τους εκλεγμένους δημοτικούς συμβούλους. Έτσι, ως ενδεικτικά παραδείγματα.
Το ζήτημα βεβαίως είναι σύνθετο και δεν ταυτίζεται μόνο από το πάθος αυτής της μορφωμένης επί πτυχίω ελίτ που παριστάνει την ταγό της Αίγινας και είναι διεσπαρμένη σε κλίκες εξουσίας. Ούτε μόνο με την λαϊκή ρήση «άνθρωπος αγράμματος-ξύλο απελέκητο» διότι και αυτή αντιφάσκει με το «τι να τα κάνεις τα πτυχία αν δεν είσαι άνθρωπος». Δεκάδες παραδείγματα «μορφωμένων» έχουν να καταμαρτυρήσουν συμπεριφορές «αμόρφωτων» και δεκάδες παραδείγματα «αμόρφωτων» δείχνουν ένα πολιτισμό ανθρωπιστικό, λογικό και συμβατό με διαχρονικές αξίες καλοσύνης και ευπρέπειας. Το ζήτημα γίνεται ακόμα πιο σύνθετο με τη διάκριση «λαϊκού» και «λόγιου πολιτισμού», μεταξύ «πολιτισμικού» ως βιώματος και «πολιτιστικού» ως αναπαραγωγής του.
Το δίλημμα μεταξύ «μόρφωσης» και «μη μόρφωσης» είναι φενάκη. Τα «ράσα» δεν κάνουν τον «παπά», ούτε τα πτυχία κάνουν τον άνθρωπο μορφωμένο. Ο άνθρωπος αποκτά «μορφή» άρα μορφώνεται μέσα σε μια πολύπλοκη διαδικασία πολιτικής και κοινωνικής παιδείας πάνω σε αξίες που τέθηκαν από τις κληρονομημένες επαναστάσεις και κοινωνικές αμφισβητήσεις*. Αυτό που συνέβη στην Αίγινα στη διάρκεια των εκλογών και μετά, δεν ήταν παρά μια έκφραση της παρακμής, παρακμής που συμπληρώθηκε από τη θριαμβολογία κι όχι σκεπτικισμό των υπευθύνων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για τις σοβαρές «επιτυχίες» στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ανθρώπων που δαπάνησαν έναν οικογενειακό προϋπολογισμό για να σπουδάζουν στην ανεργία της παρασιτικής, μεταπρατικής-αποικίας Ελλάδας ή στη «οικειοθελή» μετανάστευση. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι δεν πρέπει να αγωνίζονται για το καλύτερο, να σπουδάζουν, να μορφώνονται ή να μην παίρνουν πτυχίο. Ούτε βεβαίως ότι τα πτυχία και η ακαδημαϊκή μόρφωση πρέπει να απαξιώνονται μπροστά στο ψευδοπροφίλ του «λαϊκού» ανθρώπου που νομίζει ότι οι εξυπνακίστικες ατάκες του συγχωριανού παραγοντίσκου είναι απαύγασμα της ανθρώπινης σοφίας. Το ζήτημα είναι αλλού. Βρίσκεται στο πώς.
Ανεξάρτητα όμως από όλες αυτές τις προεκτάσεις που ας μείνουν αναπάντητες ως ηγεμονικό ζήτημα κοινωνικών διεργασιών της βάσης της κοινωνίας, γύρω από το πώς επιθυμεί να μετασχηματίζεται και σε ποιους προσανατολισμούς, το πολιτικό ζήτημα παραμένει από την κλασική αρχαιότητα σχεδόν αναλλοίωτο, διότι «κάθε φορά που το θέμα της συνεδρίασης έχει σχέση με τα γενικά συμφέροντα της πολιτείας, παίρνει το λόγο και δίνει τη συμβουλή του χωρίς καμιά διάκριση ο ξυλουργός, ο χαλκιάς κι ο τσαγκάρης, ο εισαγωγέας κι ο καραβοκύρης, ο πλούσιος και ο φτωχός (κι ο ντιλίβερι θα λέγαμε σήμερα), ο αριστοκράτης κι ο άνθρωπος του λαού· τώρα όμως κανείς δεν τους αποπαίρνει». Κι όχι μόνο είναι αναλλοίωτο αλλά και ζητούμενο. Η δημοκρατία, η ενεργός συμμετοχή, δηλαδή.
*Στη γαλλική επανάσταση εκφράστηκαν οι αβράκωτοι φτωχοί, στην παρισινή κομούνα όλο το πάμφτωχο πλήθος του Παρισιού (υπηρέτριες, πλύστρες, άνεργοι, εργάτες, φαντάροι), στην ρωσική επανάσταση οι εργάτες και οι μουζίκοι, στην ισπανική επανάσταση οι «αμόρφωτοι» εργάτες και οι «αμόρφωτοι» αγρότες, στην ελληνική επανάσταση του 1821 εκφράστηκαν οι κατσαπλιάδες, οι κτηνοτρόφοι, οι κλέφτες κι ο κολίγας «Βασίλης» που δεν ήθελε να είναι «σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι των γερόντων», στην επανάσταση του 1941-49 εκφράστηκαν όλα αυτά τα αγροτικά-κτηνοτροφικά και εργατικά στρώματα που έμαθαν «μαρξισμό» σε μια μέρα. Όλες οι επαναστάσεις όμως έθεσαν το ζήτημα της παιδείας.