Στ’ απόνερα του ογδόντα
που τη θυμούνται οι μεσσίες όταν ξεπλένουν τις τύψεις με γρόσια
σ’ άκουσα να λες για το πονεμένο σου χέρι
κοντά σ’ ένα κιόσκι που πουλούσε οξυγόνο.
-Τι κρίμα, είπαμε, να θάβονται έτσι οι ζωντανοί.
Αυτά από τη δεκαετία του ογδόντα που μας μπέρδεψε
όταν η Φαραντούρη έλεγε να σηκωθούμε «λίγο ψηλότερα».
Ο Μπάμπης έφυγε για πάντα. Λιτός, καλός, ξηγημένος, ψυχούλα. Δυο δάκρυα για το Μπάμπη. Δυο δάκρυα για τη φτώχεια που φεύγει στο ύψος της με μέτρο την αδικία και επίλογο την ατυχία.