(με ελάχιστες αλλαγές, 21-4)
Χωρίς κάποια εμβριθή ανάλυση στο ζήτημα της απόκρυψης της ταυτότητας του ενεργήσαντα πράξεων που επισείουν-επισύρουν μέχρι και την ποινή της αφαίρεσης της ζωής, της δολοφονίας ή της εκτέλεσης ενίοτε, η απόκρυψη του προσώπου ήταν πάντοτε ένας από τους τρόπους να εκμηδενιστεί κάθε δυνατότητα αποκάλυψης της ταυτότητας. Η χρήση κουκούλας, εν ολίγοις, ως καλύπτρα του προσώπου ήταν και παραμένει τρόπος απόκρυψης της ταυτότητας για πράξεις που είναι ειδεχθή εγκλήματα, όπως αυτά που διέπραξαν «εθνικόφρονες» δεξιοί την περίοδο της κατοχής και οι οποίοι τιμήθηκαν μετά τον εμφύλιο για το επάγγελμά τους να υποδεικνύουν κομμουνιστές ή πατριώτες για την αντιστασιακή τους δράση, για πράξεις που αφορούν τη σύγκρουση-αντίσταση με τους μηχανισμούς καταστολής κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων ή για πράξεις περιορισμένης σημασίας όπως μια ληστεία τράπεζας. Δηλαδή το ζήτημα δεν είναι η κουκούλα, αλλά το ποιος τη φοράει και γιατί.
Δεν πάνε πολλά χρόνια από τότε που ο Άσημος τραγουδούσε, στο γνωστό τραγούδι-μύθο της γενιάς του 70-80, των συγκρούσεων στη μητρόπολη των Αθηνών: «..και φόρεσε κουκούλα ωσάν σε πρίζουνε, σε κάθε αναμπουμπούλα μη σε γνωρίζουνε…». Από τότε κι από την Ευρώπη των συγκρούσεων του 60-70-80, το περιορισμένης σημασίας αντάρτικο στην πόλη της Αθήνας είχε τη ρετσινιά της κουκουλοφορίας των «γνωστών-αγνώστων». Η αμηχανία και η ανεπάρκεια της αριστεράς να μπορέσει να ερμηνεύσει το μειοψηφικό αλλά αστείρευτο φαινόμενο των νεολαιίστικων συγκρούσεων στους δρόμους της μητρόπολης όταν συνάντησε την ασφαλιτολαγνεία των παλαιότερων εποχών με την οποία αντιμετώπιζε κάθε φαινόμενο εσωτερικής κομματικής απόκλισης, δημιούργησε αυτήν την όχι και τόσο εύηχη ταμπέλα. Ο νέος που φοράει κουκούλα –σύμφωνα με την επίσημη αριστερά- για να μην τον αναγνωρίσουν οι μπάτσοι, για να μην τον καταγράψουν οι κάμερες, για να μην τον συλλάβουν, δεν είναι αυτός που αντιστέκεται -με τον, έστω, αδιέξοδο τρόπο του- στην καταστολή αλλά είναι «ασφαλίτης» «σε υπηρεσία» που «προσπαθεί να χτυπήσει το λαϊκό κίνημα». Και κουκουλοφόρος για το «λαϊκό κίνημα» δεν είναι άλλος από αυτόν που υπηρετεί την «αντίδραση». Από κει και μετά, η οικουμενική υιοθέτηση της μυθολογίας για τον κουκουλοφόρο σπάστη ήταν υπόθεση χρόνου μέχρι και τον περίφημο κουκουλονόμο. Εκεί λοιπόν ήταν και το σημείο όπου εν μέσω της κουκούλας διεξήχθη η κυρίαρχη ιδεολογική συζήτηση που είτε εξίσωνε τους εγκληματίες κουκουλοφόρους της κατοχής με «τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα» που «φέρνουνε μηνύματα για μιαν αγάπη που ‘χα» ή απλά δημιουργούσε ένα νέο εχθρό υπερ-αριστερό με κουκούλα. Ο παλιός «εθνικόφρονας», δεξιός, προδότης στα μπλόκα των γερμανών της κατοχής, απλά, ξεχάστηκε. Κι αν στη χειρότερη περίπτωση κάνεις κριτική για ενέργειες που είναι άνευ νοήματος, που αποτελούν πολιτική παθολογία, που είναι αντιφάσεις του συστήματος, που είναι αδιέξοδες πολιτικά ή σιχτιρίζεις και καταγγέλλεις και θες να στήσεις στον τοίχο γιατί μπορεί να φτάσουν στο εξ αμελείας έγκλημα της Μαρφίν (μετά απόλυτης ευθύνης Βγενόπουλου), από την άλλη, στην καλύτερη, τους εκτελείς με συνοπτικές διαδικασίες για προδοσία. Αν νικήσεις. Διότι αν χάσεις, τότε, οι κουκουλοφόροι δεξιοί, αντικομουνιστές, γερμανόφιλοι, αγγλόφιλοι, αμερικανοτσολιάδες, ταγματασφαλίτες, τσιράκια του Τζήμερου και της κυβέρνησης γίνονται υπηρεσιακοί παράγοντες από το 1949 μέχρι και σήμερα.
ΥΓ: Τα παραπάνω είναι εξ αφορμής μιας φιστικομαχίας δυο τοπικών παραγόντων: Ενός επιχειρηματία που εργάζεται με τους όρους της αγοράς της νέας εποχής και ό,τι πιο κακό έχει να επιδείξει το μέλλον μας και ενός που με σύμβουλο ό,τι πιο κακό έχει να επιδείξει το τοπικό παρελθόν μας, δυσφημώντας την χλωρίδα (φιστίκι) και την πανίδα (οχιά). Όταν όμως του κλείνουν το ματάκι φιλικά και πίνουν τσιπουράκι μαζί, όταν τον προσφωνούν «καλλιτέχνη», όταν του χτυπούν την πλάτη ως σε «συνάδελφο» στα τοπικά «ρεπορτάζ», όταν συμμαχούν για τα «τοπικά» και χαμογελάνε με «νόημα» μαζί, τη στιγμή που ελάχιστοι τον αποκαλούν βόθρο, τότε ο βόθρος έρχεται κατά πάνω τους. Κι αν ο εργαζόμενος με τη λινάτσα από τα φιστίκια που τίναζε βρέθηκε εύκολα κατηγορούμενος ενός «σκηνοθέτη», «δημοσιογράφου», και «καλλιτέχνη» γνωστού σπιούνου της περιοχής, ως «κουκουλοφόρος» των Εξαρχείων προς χάριν μιας δυσφήμισης του ΦΦ, αλλά «δεν πρέπει να δίνουμε σημασία» στον γκεμπελίσκο, κι αν άνθρωποι (καλοί και κακοί) βρέθηκαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου με τον πιο χυδαίο τρόπο από το λάκκο με τα σ..χόλια και των τύπου Τριανταφυλλόπουλου αναρτήσεων-εκβιασμών (αλλά «γιατί να καταγγέλλουμε όσα δεν μας ακουμπάνε;»), τότε ας τον λουστούν. Στην πλατεία Εξαχρείων στην Αίγινα.
Ο Μαρδικούλος που τα φώναζε αλλά δεν τον άκουγε κανείς τους
ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΙΑΣ:
Η γνωστή ως Παναγιά των κουκουλοφόρων: Βλέμμα στραμμένο στο φακό, φιλτράκι έτοιμο για το στριφτό-άνεση, μαλλί επιμελώς ατημέλητο, κουκούλα αλλά που δεν καλύπτει την ομορφιά. Όταν η καλή κουκούλα των διαδηλώσεων δίνει ιδέες στο μόντελινγκ.
Όταν είσαι Κούγιας και φοράς κουκούλα σε συλλαμβάνει μόνο ο φακός. Οι μπάτσοι σου κάνουν τεμενάδες.
Στο επαναστατημένο Μεξικό και στις εξεγερμένες Σκουριές φορούν κουκούλες για να δίνεις σημασία σε αυτά που λένε.
Ο κουκουλοφόρος στο κέντρο της φωτογραφίας είναι ήρωας της δεξιάς, ήρωας του χρυσαυγίτη, υπηρεσιακός παράγοντας από το 1949 και μετά.
Υποχρεωτική κουκουλοφορία
Ύποπτοι κουκουλοφόροι για αντικαταναλωτισμό: δεν αγοράζουν ΣΙ-ΝΤΙ, γαλακτοκομικά από τη βιομηχανία γάλακτος και υπάρχουν πληροφορίες ότι δεν παίρνουν χάπια για τη χοληστερίνη.
συνάδελφοι τα λένε όπως παλιά (1943-2013)