… Τι είναι λοιπόν ο πολίτης, από αυτά γίνεται φανερό· σε όποιον δηλαδή υπάρχει η δυνατότητα να μετέχει στην πολιτική και δικαστική εξουσία λέμε ότι είναι πια πολίτης της συγκεκριμένης πόλης και πόλη από την άλλη είναι, για να το πούμε γενικά, το σύνολο από τέτοια άτομα, που είναι αρκετό για την εξασφάλιση της αυτάρκειας στη ζωή τους…
Από τα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη
Από την ελληνική αρχαιότητα η διάκριση μεταξύ άστεως και πόλης ήταν τέτοια που να αιτιολογεί τη θέση του πρώτου ως τμήμα της δεύτερης, εξ ορισμού ταυτισμένης με τους πολίτες. Η σύγχρονη σύγχυση μεταξύ των υποδομών του άστεως και της ύπαρξης πόλης, δηλαδή της πολιτικής-κοινωνικής έκφρασης των ανθρώπων της, των πολιτών, υπογραμμίζει ένα κενό αναντικατάστατο. Του δημόσιου χώρου ως έναν πολυδιάστατο σύμπλεγμα έκφρασης της πολιτικής και αισθητικής της, η οποία περικλείει, ούτως ή άλλως, και τη χωροταξία, την πολεοδομία και την κοινή χρήση-διαχείριση του αστικού χώρου. Με άλλα λόγια, ιδού, η σύγχυση μεταξύ του τόπου και του τοπίου, με το τελευταίο να καταντά, στις μέρες μας, προϋπόθεση του πρώτου.
Η σύγχυση αυτή που δεν θα μπορούσε παρά να είναι τμήμα αυτής της ευρύτερης, μεταξύ ταύτισης πολιτιστικού και πολιτισμικού, με το τελευταίο να κατακερματίζεται σε λειτουργίες και εν τέλει να ταυτίζεται με την αναπαράστασή του. Πάνω σ’ αυτήν την ακόμα αξεδιάλυτη σύγχυση, κάθε προσπάθεια αναζωπύρωσης για μια κοινή αισθητική στο αστικό τοπίο, κάθε νέο πεδίο διαλόγου μπορεί να αποτύχει αφού δεν μπορεί να ενταχθεί σε μια άλλη πολιτική πρόταση. Κατά συνέπεια γίνεται διάκοσμος. Για αυτό και η περίπτωση αυτής της μονόπλευρης προσέγγισης σχεδόν πάντοτε καταλήγει (όταν καταλήγει) σε μια κοινή αισθητική συμφωνία που δεν μπορεί να ούτε στο ελάχιστο να θίξει το μορφωτικό κενό, τις οικονομικές ταξικές ανισότητες και την έλλειψη δημοκρατίας. Κι αν μια διαβούλευση φαίνεται ως ευκαιρία για κάτι που θα δώσει «άλλη πνοή», δεν είναι παρά ένα μακιγιάζ που κάθε ευρωπαϊκή πόλη το έχει δεχτεί, για να κρατήσει -όχι την ταυτότητά της, αλλά για να μπορεί να την πουλά κομμάτι-κομμάτι.
Η λυσσαλέα αντίδραση έως και πλήρης άγνοια στην εν δυνάμει συνολική πρόταση της χωροταξικής μελέτης του ‘75 των Σ. Μαύτα-Παπαδοπούλου, Μιχαλιτσιάνου (η πλέον γενναία, ειλικρινής και εντός των θεσμών ενιαία πρόταση) για την Αίγινα και το Αγκίστρι, σε μια εποχή που το τοπίο είχε ακόμα περισσότερες πιθανότητες να μην «κυλήσει» προς την καταστροφή, δίνουν και το αποτέλεσμα αυτής της ελλιπούς προσέγγισης. Ακόμα και αργότερα, αντίστοιχες προτάσεις για την αστική Αίγινα που βελτίωναν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων βρήκαν σοβαρές αντιδράσεις που σχετίζονται με όλη αυτήν την επιδερμική και α-ιστορική προσέγγιση. Το να φανταστεί κανείς το πώς θα είναι τα σπίτια, οι πλατείες, η παραλία της Αίγινας, οι δρόμοι, οι υποδομές του άστεως, με τις σχέσεις των ανθρώπων απόρθητες από το αίτημα της ισότητας, της δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης, της ανθρωπιάς, φαίνεται τόσο αβαθές και βασισμένο στην υπάρχουσα κυρίαρχη καταναλωτική και αγοραία ιδεολογία. Δεν υπάρχουν κενά στη ζωή, για αυτό και το εμπόρευμα-αγορά, καταλαμβάνει τις ζωές των ανθρώπων, μιας και αποτελεί ακόμα την πιο οργανωμένη, από ένα σύνολο διαπλεκόμενων θεσμών, πρόταση ζωής. Κάθε άλλη πρόταση οφείλει να συγκρουστεί με το εμπόρευμα, διαφορετικά, το πεδίο της σύγκρουσης δεν είναι άλλο από μια αντιγραφή της αισθητικής μιας άλλης εποχής, ενταγμένης και προσαρμοσμένης σ’ αυτό. Διότι τι άλλο μπορεί να είναι ο ελεύθερος περίπατος στο ιστορικό κέντρο της Αίγινας, η κοινή αισθητική των σημερινών θερμοκηπίων (με το παλιό αιγινήτικο στέγαστρο; Και;), η γνωριμία με το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν (με την αποκατάσταση των ιστορικών κτιρίων;) στο πρότυπο μιας ευρωπαϊκής πόλης αν αυτά δεν είναι για να πουλήσουν σε ένα άλλο κοινό ή να διαμορφώσουν ένα άλλο κοινό πελατών στο σύγχρονο τουριστικό μας Ελντοράντο; Αν το διακύβευμα, δεν είναι τα 200 μέτρα της παραλίας της πόλης της Αίγινας και η επέκταση του εμπορεύματος σε άλλα σημεία του αιγινήτικου άστεως, με μια άλλη αισθητική αντίληψη διαγουμισμένη από το παρελθόν, τότε τι είναι;
Θα δείξει. Διότι και οι ειλικρινείς ευαισθησίες για «την πόλη» θα βρουν το δρόμο τους, αν καταφέρουν να τον δουν.