Η σχεδόν απόλυτη σιωπή έως ανυπαρξία, του κοινωνικού τμήματος αυτού που έχοντας ένα διασταλτικό ρόλο μετάδοσης κάτι, μεταξύ κλασικής παιδείας και όξυνσης της επαναστατικής σκέψης, σηματοδοτεί τον καιρό μας. Το άλλο του μισό, χωμένο στην τηλοψία και την αμάσητη τροφή των ιδιωτικών προσδοκιών χαμουρεύεται μέσα στην γενική καταφρόνια του εμπορεύματος και της προσφάτως κληρονομημένης πίστης σε ιστορικούς φόβους. Από τη μια η προδοσία των διανοουμένων κι από την άλλη η παράδοση της κοινωνίας. Οι εξαιρέσεις απλά κάνουν αυτό που έκαναν πάντοτε: τις ρωγμές στον κανόνα. Με πολλαπλό κόστος. Μόνοι, κατάμονοι, αμήχανες ψυχές, αφήνοντας συνέχεια τα περιστέρια από την Αργώ για να συνθλίβονται.
Ιριδισμοί ενός άγευστου, άχρωμου, άμορφου χυλού στο φόντο του τίποτα. Κι από την άλλη κουρνιαχτός, παραμιλητό.
Εκδηλώσεις με τον κύριο δήμαρχο να χαιρετίζει κόπρους του Αυγεία, επιχειρηματίες να γεμίζουν στρας τη μπόχα της παραλίας, γεροντοκόρες και γεροντοπαλίκαρα με συνείδηση να επαναλαμβάνουν ρίμες από απολυτίκια και ομόλογα, γυμνά μπουτάκια και μάτια ψάρια να λιτανεύουν στην Άγια Σαπίλα, τις βραχύβιες Μετοχές τους. Και μικρές αλήθειες να σέρνονται απλές μέσα στην αλήθεια τους για το χτες.
Αυτό μας έμεινε, αδέρφια κι αξαδέρφια. Το χτες. Και λίγες ανάσες πρόσφατες.
Σήμερα έχουμε το χτες. Να ξαναδούμε πάλι τις Συμπληγάδες…