ΑΙΓΙΝΑΙΑ ΕΜΠΟΛΗ (1)
Υπό ΣΤΥΛ. ΕΜ. ΛΥΚΟΥΔΗ, ακαδημαϊκού, υποναυάρχου ε.α.
“…Μου θυμίζουν το νεράκι που μούφερναν, τ’ απόγευμα μόλις ξυπνούσα με τον καφφέ και την κουταλιά της βανίλλιας της καλοδεμμένης από τον μακαρίτη τον Κωστή Σχινά, στο ξενοδοχείο του Καρυδάκη, όταν πρωτοπήγα στην Αίγινα, τον Ιούλιο 1903, για να θεμελιώσω το μελλοντικό σπητικό του.
Δεν ήταν βέβαια το νερό της Ούλεν, από τη λίμνη του Μαραθώνος, ήταν κουβαλητό με τα καρράκια των «νερουλάδων» του Ντηλαβέρη και των αλλονών, σε βαρελάκια κομψά, από το πηγάδι του Μερηστού, της οάσεως αυτής του νησιού μας. Της στολισμένης με πλατανάκια, λευκίτσες, λιγαριές, πικροδάφνες, αρμπαρόρριζες, μαντουράνες,δυόσμους, βασιλικούς και γεράνια καταπόρφυρα. Νερό, πώς να το πω, με ουσία και γεύσι, μ’ ελαφράδα που δεν βάραινε το στομάχι διόλου.
Και ρώτησα μια μέρα την κυρά Μαρδικούλα, την ηλικιωμένη που εξυπηρετούσε το ξενοδοχείο, πώς έπαιρνε το νερό τους αυτή την ευχάριστη δροσερότητα.
-Να ‘ναι καλά του Προφήτ’ Ηλία τα’ ασπροχώματα και του Άη Δημήτρη των Λυκούρηδων κοντά στου Μπαρού. Μα κι ο Γκαρής και η τέχνη του. Μαζή όλ’ αυτά, κάνουν ξακουστά και στην Αθήνα ακόμα τα Αιγινήτικά μας κανάτια.
Κι αγόρασα αμέσως ένα τέτοιο κουμάρι διπλό, γιατί μ’ άρεζε πάντα να έχω νερό δροσερό. Όταν δεν φύσαγε και σ’ έπνιγ’ η λαύρα, τόβαζα στον ίσκιοι της ταρατσούλας του ξενοδοχείου κι έκανα χάζι να βλέπω το νερό που σιγά σιγά ξίδρωναν οι πόροι του…”
ΚΗΡΥΞ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ, ΙΟΥΝΙΟΣ 1947, σελίδα 2