Η κρίση βαθαίνοντας, τροχοπεδεί την αποτίμηση εννοιών και σημασιών που στο χρόνο αλλάζουν. Είναι και κρίση ιστορικής συνείδησης.
Η γενιά του Πολυτεχνείου που δεν υπήρξε ποτέ συμπαγής παρά ως ένα σύμφυρμα τάσεων στον κοινωνικό μετασχηματισμό, ξεχώρισε μειοψηφικά και δυναμικά ως είτε ως τάση συνέχισης των αγώνων μέχρι και την επανάσταση είτε ως τάση ενσωμάτωσης στο αστικό κράτος. Αυτό που στην Ευρώπη, μεταπολεμικά πήρε τη θέση των επαναστατικών ιδανικών ως βελτίωση της θέσης του εργάτη στον καπιταλισμό, στην Ελλάδα ξεκίνησε μεταπολιτευτικά. Το αστικό κράτος κρατώντας για λογαριασμό του τις βασικές δομές εξουσίας, δηλαδή το στρατό, την αστυνομία και την απόδοση δικαίου, άφησε το υπόλοιπο λειτουργικό του κομμάτι στην Αριστερά. Στην Αριστερά των πανεπιστημίων, της διανόησης, της τεχνοκρατίας, του κρατικού συνδικαλισμού, του εκσυγχρονισμού, του εξευρωπαϊσμού. Του δήθεν εκπολιτισμού, με λίγα λόγια, της ελληνικής κοινωνίας προς αντικατάσταση του λαϊκού πολιτισμού που επέζησε και μέχρι το 60. Έτσι, η Τοπική Αυτοδιοίκηση, οι Υπηρεσίες των Υπουργείων, τα Πανεπιστήμια, οι πολιτιστικοί οργανισμοί, κρατικοποίησαν την αισθητική της Αριστεράς και του λαϊκού πολιτισμού, απογυμνώνοντας ως αίτημα τα ιδανικά και το όραμα. Η Δαμανάκη δεν είναι παρά η ακραία έκφανση της ενσωμάτωσης όταν ήδη μετά το 81, δεκάδες αριστεριστές συνωστίζονταν στα πρώιμα Υπουργεία του ΠΑΣΟΚ της Αλλαγής και στα γραφεία για αιτήσεις συντάξεων εθνικής αντίστασης. Ό,τι δεν αφομοιώθηκε δεν ήταν παρά το μεταμοντέρνο νεολαιίστικο αντιεξουσιαστικό κίνημα της μητρόπολης των Αθηνών που αποκεντρώνει την ιδέα του και οι ένοπλες ομάδες με τις πολλαπλές τους αντιφάσεις-αδιέξοδα, στα ειδικά δικαστήρια. Το κοινωνικό κίνημα παρέμεινε και παραμένει στους δρόμους, αμήχανο, με απαρχαιωμένα αναλυτικά εργαλεία, χωρίς ιστορία, χωρίς φιλοσοφία, χωρίς προοπτική, κάνοντας αυτό που έχει μάθει να κάνει.
Το Πολυτεχνείο του 73, που δεν θα μπορούσε να καταφέρει να ρίξει τη χούντα αν αυτή δεν κατέρρεε υπό το βάρος των γεγονότων που διαδραματίστηκαν στην Κύπρο κι έχοντας χάσει τη σημασία που είχε για την Αμερική, ήταν ένα χρονικό σημείο μιας εξέγερσης που συσπείρωνε τη νεολαία, το νέο αποδεκτό υποκείμενο ήδη από τη δεκαετία του 60 στην Ευρώπη που διαδεχόταν την εργατική τάξη που ήδη ήταν ηττημένη. Έτσι, οι αριστερές αφηγήσεις και υπερβάσεις απλώς διάνθισαν το τοπίο ως μια αισθητική που θα μπορούσε να περιτυλίξει την πραγματικότητα της αφομοίωσης που έγινε πράξη, βαθμιαία. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη από το 75, ξεκίνησαν οι εκτελέσεις συνεργατών της Χούντας κάτω από την κατακραυγή της επίσημης αριστεράς, Χούντα η οποία υπήρξε και συνεχίζει να υπάρχει ιστορικά στους βασικούς μηχανισμούς καταστολής και περιστολής των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Η τελευταία πράξη αξιοπρέπειας του λαού μας σφαγιάστηκε στο Γράμμο και στο Βίτσι από τις αμερικανικές βόμβες Ναπάλμ σε ένα εμφύλιο που ξεκίνησε ήδη από τη σφαγή του Δεκέμβρη το 44.
Έτσι η κρατικοποίηση και η επισημοποίηση της γιορτής δεν ήταν παρά ένα σημαντικό βήμα των κρατούντων να απαντήσουν στο αίτημα της ενσωμάτωσης. Η Χρυσή Αυγή, κρατώντας αυτό ως αφετηρία ξεκινώντας τη νέα εργολαβία κάθαρσης της Ιστορίας, πανούργα, κρατά τη σημαία της ψευδούς ανιδιοτέλειας. Μαζί με τη «γενιά» που ξεπουλήθηκε εκκαθαρίζει και τους νεκρούς, δολοφονημένους από τη χούντα, την οποία συνεχίζει να υποστηρίζει. Αυτό που καταστρέφεται ως μνήμη, ως αναζήτηση της Ιστορίας αποκτά σχήμα και μορφή από την “έτοιμη” Χρυσή Αυγή που θα πει μικρές αλήθειες μεγεθυμένες, δίπλα στα πατενταρισμένα ψέματα. Ό,τι έκαναν –πάντα- οι φασίστες στην Ελλάδα.
Ακόμα το Πολυτεχνείο επειδή είναι νωπές οι μνήμες δεν έγινε παρέλαση κι ακόμα προκαλεί η μνήμη του. Δεν τα κατάφερε, εντελώς, να γίνει γιορτή. Ακόμα οι συγκρούσεις μιλούν για την «Πανσπουδαστική» τεύχος 8 που μιλούσε για τους 300 προβοκάτορες κι ακόμα μιλούν για τα εγκλήματα της Χούντας που συνεχίζονται στο όνομα της ανύπαρκτης Δημοκρατίας.
ΥΓ: Τι γελοίο! Ο Ράπανος, τεχνοκράτης του κερατά και παραλίγο μέλος της ελληνικής κυβέρνησης Κουίσλινκς, μιλά περιδιαβαίνοντας τα κελιά των Φυλακών της Αίγινας για την Αντίσταση στη δικτατορία και για τη φυλάκισή του στον καραδεξιό δημοσιογράφο Μ. Κοττάκη…