Πραγματική οικονομία, αποκέντρωση, κοινωνική παραγωγή (η ελληνική ιδιαιτερότητα)-ένα κείμενο εις μνήμην Σταύρου Κούβαρη

ΠΕΝΘΕΥΣ

Ο ύπνος τον γέμιζε όνειρα καρπών και φύλλων

ο ξύπνος δεν τον άφηνε να κόψει ούτε ένα μούρο.

Κι οι δυο μαζί μοιράσανε τα μέλη του στις Βάκχες.

ΑΠΟ ΤΟ «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Γ΄» 

Το παρακάτω κείμενο αφιερώνεται στη μνήμη του αδελφού, φίλου και συντρόφου, Σταύρου Κούβαρη. Δεν προλάβαινε να το διαβάσει τον τελευταίο καιρό για να αποστείλει τις παρατηρήσεις που συνήθως έκανε άμεσα και έμμεσα σ’ αυτά που λάβαινε. Είχε μια βαθειά αισιοδοξία μέσα στη ζωηρή κι ανιδιοτελή του θέληση να αλλάζει τον κόσμο γύρω του κι αντλούσε αισιοδοξία από τη σκέψη που ξεπερνούσε τη συνήθη διαδρομή της διαχείρισης. Το 2006 κατέβηκε για δήμαρχος στις δημοτικές εκλογές, στο Δήμο Τροιζήνας. Μ’ όλους τους ομηρικούς καυγάδες για το «ανέφικτο» κι «αφελές» που εντοπιζόταν από τη μια πλευρά για την άλλη, ένα ήταν το σίγουρο. Ότι στο μυαλό του Κούβαρη ήταν:

-η έγνοια για τον αγρότη που δεν μπορούσε να διαθέσει την παραγωγή του κι έβλεπε τα παιδιά του να γνέφουν «γεια» στις εθνικές παρελάσεις με το νου στην Αθήνα και στον Πειραιά να κάνουν οτιδήποτε εκτός από «αγροτικά» ή να κάθονται αμήχανα με το ‘να πόδι στην καρέκλα της καφετέριας

-η έγνοια για τον επαγγελματία που δεν μπορούσε να σηκώσει το αβάσταχτο φορτίο των εξόδων του και πρόβαινε σε άτσαλες, αυτοκαταστροφικές και σπασμωδικές κινήσεις 

-η έγνοια για τη φτώχεια που ολοένα και πλησίαζε την περιοχή της Τροιζηνίας και των Μεθάνων

-η έγνοια για το φυσικό περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής, για το νερό που γέμιζε νιτρικά από μια καταστροφική καλλιέργεια

-η έγνοια για την ποιοτική προβολή των ιδιαίτερων φυσικών και ιστορικών προορισμών στην ευρύτερη περιοχή

-η έγνοια για την εκπαίδευση των παιδιών της περιοχής και ιδιαίτερα των αγροτόπαιδων

-η έγνοια για την πρωτοβάθμια φροντίδα και υγεία στο φόντο περίπου μηδενικών υποδομών

-η έγνοια για τη συνεργασία και την συμμετοχή των πολιτών της Τροιζηνίας

Κι άλλες πολλές έγνοιες…

Λίγα και ενδεικτικά:

«Χρειαζόμαστε άντρες γερούς να έρθουν να αποικήσουν τον κάμπο» έλεγε, γελώντας με την καρδιά του για τα καμώματα πολιτευτών που έταζαν ένα νέο σύγχρονο αεροδρόμιο στη θέση του. «Θα απαιτήσω να γίνει Γεωργική Σχολή» σ’ ένα τοπίο που το καλοκαίρι τα χειμωνιάτικα πορτοκάλια έκρεμαν ξερά, τα βαλέντσια του καλοκαιριού ούτε καν είχαν βγει από την παραμέληση και το λάδι έμενε αδιάθετο στα βαρέλια και τους ντενεκέδες. «Θα πιάσω όλους του παραγωγούς να βγουν έξω και να διαθέσουν τα προϊόντα τους. Εγώ θα το νομιμοποιήσω. Θα μπω μπροστά. Να φτιάξουμε τη δική μας αγορά. Να μπορέσει να ζήσει ο κόσμος». «Θα βραβεύεται όποιο παιδί στο σχολείο έχει να πει κάτι για γεωργικές ή τεχνολογικές εφαρμογές κι όχι όποιο παιδί περνάει στην πρωτεύουσα και μας αποχαιρετά οριστικά», γελώντας με τις απονομές και την δήθεν ατμόσφαιρα της κωλοπετεινίτσας. «Θέλω να έρχεται στο δημαρχείο ο καθένας χωρίς πρωτόκολλα και να μου λέει τη γνώμη του». «Θα οργώσουμε όλες τις περιοχές και τα χωριά που δεν έχουν λόγο προκειμένου να ακούγονται και να λαμβάνονται υπ’ όψιν». «Να δοξαστεί η αφέλεια» σου Κούβαρη! «Η πιο καλύτερη ατάκα του ελληνικού κινηματογράφου», έλεγε για το παραπάνω ρηθέν, παρμένο από την ταινία του Λ. Παπαστάθη, «τον καιρό των Ελλήνων».

Οι τελευταίες του δράσεις ακόμα μιλούν. Κατάφερε με πείσμα και απέτρεψε με τους συνεργάτες και τους κατοίκους, την εγκατάσταση Σταθμού Μεταφόρτωσης Απορριμμάτων στην ιστορική περιοχή Δαμαλά (Τροιζήνας) όπως και το εργοτάξιο παραγωγής μπετόν στον Άγιο Νικόλα. Ξεκίνησε μαζί με φίλους την υπόθεση της εναντίωσης στην εγκατάσταση ανεμογεννητριών στις Αδέρες. Δεν τα κατάφεραν όμως διότι τα συμφέροντα στα οποία συνέργησε η τότε και νυν δημοτική αρχή ήταν πολύ μεγαλύτερα απ’ την προσπάθεια. Ακόμα και μετά το 2010 που δεν κατέβηκε στις εκλογές αφού «αδειάστηκε» επιδεικτικά, άνθρωποι από όλη την Τροιζηνία τον έπαιρναν στο τηλέφωνο για να μιλήσουν μαζί του για τα προβλήματα της περιοχής τους.

Όσο για άλλα:

Περπάτησε όσο κανείς άλλος τις αδόμητες θέσεις και τα βουνά της περιοχής, κάνοντας την αρχή για τη σηματοδότησή μονοπατιών μαζί με φίλους. Γνώριζε όσο λίγοι την ιστορία της περιοχής χωρίς ο ίδιος να το χρησιμοποιήσει παρά μόνο να συμβάλει σε κάθε περίπτωση. Ο ίδιος υπέδειξε στην αρχαιολόγο τη μυκηναϊκή θέση «Μαγούλα» στο Γαλατά και το θολωτό τάφο. Ποτέ δεν διεκδίκησε ένσημα και εύφημο μνεία για αυτή του την ανακάλυψη. Λίγοι φίλοι το γνωρίζαμε. Απ’ το 90 ήταν σε κάθε πολιτιστική προσπάθεια εθελοντής να τρέξει σαν εργάτης κι ας είχε όλη την ημέρα τρέξιμο σε οικοδομές και στο τζαμάδικο. Για τις κινηματογραφικές προβολές, για τη βιβλιοθήκη του Γυμνασίου, για τις φιλολογικές εκδηλώσεις στην περιοχή, για δουλέψει εθελοντής και ως χειρονάκτης σε κάθε περίσταση που απαιτούνταν. Για να βοηθήσει τον καθηγητή και το δάσκαλο που πάσχιζε. Για να μεταφέρει με το φορτηγάκι του οτιδήποτε χρειαζόταν κι οποιαδήποτε στιγμή. Μαζί με γείτονες τη δεκαετία του 80 έφτιαξαν παιδική χαρά κόντρα στον τότε Νομάρχη Πειραιά, μαζί τη νομιμοποίησαν. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τους ανθρώπους που έκανε διακομιδή στο νοσοκομείο του Άργους και στην Αθήνα αποτρέποντας τον μοιραίο θάνατο, σε μια περιοχή που δεν είχε υποδομές; Τις προσπάθειες να «μαζευτούν ό,τι μπορούν» για να «βγει» σύνταξη σε «κάποια φτωχή γριούλα στο Γαλατά»;

Ο Σταύρος απ’ το 80 που εγκαταστάθηκε με τη Σοφία του στο Γαλατά έδειξε σ’ ένα άνυδρο περιβάλλον τη δυναμική του. Μ’ ένα τρίκυκλο (υδραυλικός στην αρχή) έφτανε ως γραμματέας του τοπικού ΚΚΕ μέχρι τους δυστυχισμένους ενοικιαστές των βακούφικων της Ερμιονίδας για να τους βοηθήσει στα όποια τους προβλήματα. Αργότερα, τζαμάς έφτανε μέχρι και το τελευταίο χωριό της περιοχής για να τοποθετήσει ένα τζαμάκι σε μια τουαλέτα αφήνοντας δουλειές που «άφηναν χρήμα» να περιμένουν. Γιατί η γριούλα που τον καλούσε είχε προτεραιότητα. Γιατί ο ανθρωπάκος ο καθημερινός είχε προτεραιότητα. Γιατί το σχολείο που έσπασε το τζάμι του, έχει προτεραιότητα. Κι όλα αυτά, έτσι, χωρίς «μία».

Στη συνέχεια, απομακρύνθηκε απ’ το ΚΚΕ αν και πάντα κομμουνιστής για το οποίο σε δεδομένες στιγμές τον κατηγορούσαν. Για τους δεξιούς ήταν «κομμουνιστής»-για τους αριστερούς ήταν «δεξιός». Πουθενά ο Κούβαρης. Σε κανένα χώρο. Συνεργαζόταν μ’ όποιον έβλεπε ότι επιζητά να προχωρήσει κάτι καλό για την περιοχή. Σιχαινόταν την υποκρισία, τη διαφθορά, το γοηλίκι της μικροεξουσίας, τη ματαιότητα της υψηλότερης θέσης. Ο Σταύρος ήταν ένας καθημερινός διανοούμενος. Μπορούσε μ’ ένα θαυμαστό τρόπο να συνδυάζει την Τέχνη, την Ποίηση, την Ιστορία, την Πολιτική, το Περπάτημα στα Βουνά. Όλα σ’ ένα εμβληματικό βίωμα που ποτέ δεν έγραψε γιατί δεν ήθελε. Γιατί πάντα διάβαζε και δεν έβρισκε το χρόνο.

Ήθελε να πεθάνει όρθιος στον αγαπημένο του Πάρνωνα, που τον ήξερε σπιθαμή προς σπιθαμή. Γιατί έτσι ξεκουραζόταν μετά την σκληρή δουλειά του. Με τον Πάρνωνα και το Σεφέρη που αφηγούνταν για τη γκρίζα Ελλάδα. Και πέθανε, όρθιος, μέσα σε πολύ λίγες ημέρες. Σιδερένιος άντρας. Λεβέντης, ακόμα κι όταν η καρδιά του τον πρόδωσε. Γελούσε μέχρι να μας φύγει. Γελαστός έφυγε.

Γελάει και κοροϊδεύει από κει που βρίσκεται. Χλευάζει για όλα αυτά που ακούγονται, για όσα γράφονται. Όπως αυτοσαρκαζόταν μόλις τον έπιανες στο στόμα σου. Βαρύ ή ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει Κούβαρη, δεν θα σε ξαναδώ. Πονάει πολύ, γαμώτη μου. ΓΚ

—————————————————-

Πραγματική οικονομία, αποκέντρωση, κοινωνική παραγωγή-η ελληνική ιδιαιτερότητα
«Ακέφαλοι μας συμβουλεύουν
Κουλοί μας δείχνουν
Κουτσοί μας οδηγούν
Εμείς δεμένοι
Πρόθυμα ακολουθούμε»
«24 καρφιά για μαλακά κρεβάτια», Αργύρης Χιόνης
Στις μέρες μας ζούμε έναν ανυπέρβλητο διχασμό ο οποίος δεν έχει εκφράσει ακόμα με διακριτή σαφήνεια τα περιεχόμενα των δυο πόλων από τα οποία εξαρτάται η πορεία της εξέλιξης του. Από τη μια, είμαστε μάρτυρες ενός υπαρκτού ρεύματος αστυφιλίας τόσο στον αποκαλούμενο από τους μπακάληδες-ιερουργούς της Πολιτικής Οικονομίας «Ανεπτυγμένο» και «Αναπτυσσόμενο» κόσμο όσο και από τον, με τη ρατσιστική γλώσσα της οικονομίας, «Υπανάπτυκτο, Τρίτο Κόσμο» που ζει την διαρκή μετανάστευση προς μια ατέρμονη Αμερική των υποσχέσεων. Από την άλλη, συμμετέχουμε στην εποχή της πολυδιάστατης κρίσης που έχει ήδη ξεκινήσει από τη μεταπολεμική περίοδο στην «ανεπτυγμένη» Δύση, με πλήθος αναφορών που ανθολογούνται από το αρχαίο κλασικό παρελθόν που δίνει τροφή στις σύγχρονες κριτικές αναλύσεις των κλασικών επαναστάσεων, μέχρι αποσπασματικά χωρία από τις μετανεωτερικές αντιλήψεις με προϊστορικές αναφορές και προγονικές μυθολογίες, με αναζητήσεις νέων επαναστατικών υποκειμένων και θεωριών δικαιωμάτων του ατόμου, από αυτά που ενέπνευσαν όλο το αφομοιώσιμο κίνημα του 60 και συνεχίζουν να διακτινίζονται ως επίσημες εκδοχές αιρέσεων αποδόμησης, στις μητροπόλεις του καπιταλισμού.
Εν μέσω αυτού του ακατέργαστου διαχωρισμού που έχει υπαρκτές αντανακλάσεις στις καθημερινές συνθήκες του «παγκόσμιου χωριού» ή των «κρατών-εθνών» –ιδού μια άλλη πόλωση που συντίθεται στο απεγνωσμένο τοπίο της κοινωνικής σύγχυσης, έχουμε τις συνθήκες επιβίωσης ή αλλιώς τρόπους διαφορετικής πολιτικής και οικονομικής συγκρότησης που εξελίσσονται και αναπαράγονται. Κι αυτοί με τη σειρά τους ανάγονται σε υπαρκτούς τρόπους εκπαίδευσης και καλλιέργειας κοινωνικών προτύπων –της παιδείας ως διαχρονικής έννοιας σφαιρικής προσέγγισης του πολιτισμού- που συγκρούονται συνήθως ως «παλιό» και «νέο». Πάνω σ’ αυτήν την συνθήκη, κάθε μέρος, με τις διαχωρίζουσες αποκλίσεις στο εσωτερικό του, ως δείγματα διαρκών αναζητήσεων κι εκφράσεων, το κομμάτι της Οικονομίας, είτε διότι αποτελεί την πλέον νικηφόρο ιδεολογία είτε διότι αποτελεί το εδάφιο μιας άνευ προηγουμένου αμφισβήτησης, έχει κεντρικό ρόλο τόσο στις ακαδημαϊκές προσεγγίσεις όσο και στην αναζήτηση έμπρακτης νοηματοδότησής του.
———-
Το παρελθόν και οι δολοφόνοι του
 
«Μην κλαις
Δεν είναι τίποτα
Δεν είναι τίποτα
Η ζωή είναι
Θα περάσει»
«Καλειδοσκόπιο», Αργύρης Χιόνης
Η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από ένα πλήθος εφαρμογών της Πολιτικής Οικονομίας ως πανάκειας για την αυτορρύθμιση των Αγορών μέσω της αέναης εκμετάλλευσης κάθε μορφής ζωής και της δια παντός κατάρριψης κάθε «αναχρονιστικού» εμποδίου. Έτσι, ακόμα και το ανθρώπινο σώμα, το νερό, ο αέρας-«οι νέες Ήπειροι» προς κατάκτηση, όπως σωστά διατείνονται οι έλληνες συγγραφείς της μπροσούρας «Νερό υπό πίεση» από τις εκδόσεις «Αντισχολείο», συνεπάγονται των γεωγραφικών (οικονομικών και πολιτικών κατακτήσεων) της μεγάλης αποικιοκρατικής σχολής που ξεκίνησε μόλις το 1459 με την ανακάλυψη της Αμερικής ή το 1204 (κατ’ άλλους) με την Άλωση του Βυζαντίου. Η ισορροπία μεταξύ άστεως και υπαίθρου τόσο στην Δύση όσο και στην ύστερη Ανατολικότερη της εκδοχή, έδινε διαρκώς τη θέση της στον αστικό πολιτισμό με μια υπομονετική προσπάθεια ομογενοποίησης και εκσυγχρονισμού διαφόρων τύπων των υπαρχουσών αγορών ενώ η βιομηχανική «επανάσταση» στην τεχνολογία επέδειξε, για μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι τη δεκαετία του 60, όλη της την αντοχή στη νέα προσδοκία της ευφορίας, της ειρήνης και της ανάπτυξης. Ο (κάτι σαν) ιδρυτής της κυρίαρχης θρησκείας Άνταμ Σμιθ, έδωσε όλα τα ηθικά εφόδια μιας νέας αποκάλυψης όταν στις οιεσδήποτε εκδοχές τους, οι αρχαϊκές θεότητες  Ύβρις και η Νέμεσις, μπορούσαν να επιβιώνουν αργότερα σε «καθυστερημένες μάζες», σε γραφικούς προγονόπληκτους ή αντιδημοφιλείς διανοουμένους. Αυτά μέχρι την απρόσμενη κρίση που έπληξε την κοινωνία της Ευρώπης και της Αμερικής, όταν όλα έβαιναν καλώς.
Έτσι, το οικολογικό-νεολαιίστικο-γυναικείο κίνημα της Ευρώπης και της Αμερικής μπόρεσε να εκφράσει νέες αλλά και εξόριστες αιώνιες αντιλήψεις: για το μέγεθος (το μικρό είναι όμορφο), για το χώρο (σκέψου οικουμενικά δράσε τοπικά), για το χρόνο (χρόνος-δημιουργία), για την κοινότητα (αποκέντρωση-μικρής κλίμακας οικονομία και κοινωνία), για την ύπαρξη (συνολική προσέγγιση), για τη Φύση (επιστροφή στο παρελθόν), προσδιορίζοντας μες στη μερικότητά του και την τότε αποσπασματικότητά του, το διέξοδο από την κρίση που έπληττε τη Δύση. Μέσα σ’ αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η οικονομία πήρε, θεωρητικά και χωρίς να θίξει αξιοπρόσεχτα τον καπιταλισμό ή να δημιουργήσει συγκρούσεις σε κλασικά δίπολα ταξικών αναλύσεων, μια μορφή που θύμιζε το παρελθόν. Η οικολογία ήρθε ετεροχρονισμένα προκειμένου να εκσυγχρονίσει το παρελθόν πριν γίνει η χλωρή λίπανση της Αγοράς. Τα κινηματικά πειράματα στη Δυτική Ευρώπη, πολλά από τα οποία κατέληξαν σε αξιοπρεπείς επικερδείς επιχειρήσεις με βιολογικά είδη διατροφής κλπ. δεν άντεξαν, ενώ στην πολιτική σφαίρα εξελίχθηκαν ταχύτατα, σε μορφώματα, κόμματα και οργανώσεις, ενταγμένα στην ανύπαρκτη (κοινοβουλευτική) δημοκρατία, λαμβάνοντας σε κρίσιμες διεθνείς περιστάσεις (π.χ. διεθνείς επεμβάσεις) το μέρος των τυχοδιωκτών ηγεμόνων της αυτοκρατορίας του κεφαλαίου.
Γυμνοί κι ανασφαλείς μπροστά στο παρόν και στο μέλλον, και σε μια εποχή που διεθνείς τζιτζιφιόγκοι διέβλεπαν το «τέλος της ιστορίας», το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση με την έναρξη του κοινωνικού πολέμου στην Τσιάπας του Μεξικό την πρωτοχρονιά του 94, έδωσε, μέχρι και τη Γένοβα του 2001, αυτήν την απαραίτητη μεταφυσική ψευδαίσθηση της άλλης, αθέατης, πλευράς της γης. Ενός «άλλου κόσμου εφικτού», όπως διατείνονταν εν μέσω χορηγιών και χρηματοδοτήσεων, διεθνείς ΜΚΟ οργανώσεις, μαζί με τα απομεινάρια της διεθνούς κρίσης της Αριστεράς. Αυτής που πάντα έψαχνε τη (Λατινική) Αμερική της ύστερα από τις πρώην αποτυχημένες πρωτεύουσες της εν γένει Ανατολής. Με ψελλίσματα-απομεινάρια οικολογικών εφαρμογών που δεν πραγματοποιήθηκαν, με κραυγές αλά Αντρέ Γκορζ της δεκαετίας του 80 σε συνδυασμό με αναρχίζουσες λαίφ στάιλ πρακτικές, ένα συνονθύλευμα κινήματος σήμερα ξεπροβάλλει, περί «εναλλακτικών» οικονομιών, σαν μέρος ενός άλυτου προβλήματος. Δεν είναι τυχαία η ανάπτυξή του στα αστικά μητροπολιτικά κέντρα ως τμήμα μιας αποδεκτής αστικής κουλτούρας, του «παίζειν ακινδύνως». Με την παραγωγή, τη διακίνηση και τη διάθεση της τροφής να είναι απόλυτα εξαρτημένη από τις πολυεθνικές εταιρίες, τις τράπεζες και τους εμπορικούς οίκους, με τη μεταφορά της δευτερογενούς παραγωγής στον Τρίτο κόσμο για φτηνά εργατικά χέρια και εκροή μολύνσεων, με την υπάρχουσα αδόμητη γη να κανοναρχείται (ιδιαίτερα στον Τρίτο Κόσμο, πάλι!) από τις επιταγές της «πράσινης επανάστασης», με το νερό να εμπορευματοποιείται (στον Τρίτο Κόσμο είναι ήδη μονοπώλιο-μονοεμπόρευμα), με την τηλεόραση να υπαγορεύει τους κανόνες και τέλος, με την αναγκαιότητα για την ανάπτυξη των υπηρεσιών και του τριτογενούς τομέα ως απαλλαγή από τον μόχθο, μάλλον έχουμε να ζήσουμε μαύρες μέρες για αρκετό καιρό ακόμα.
———-
Δημιουργία απέναντι στην Ανάπτυξη (πόλεμος λέξεων;)
 
«Διανύουμε την εποχή της ερήμου
Ο μεγαλύτερος ποιητής της
Αυτός που θα την τραγουδήσει
Θα ‘ναι μουγκός»
 «24 καρφιά για μαλακά κρεβάτια», Αργύρης Χιόνης,
Ίσως είναι εντελώς περιττό να επαναληφθούν κριτικές αναφορές στην ιδεολογία της ανάπτυξης ως ταυτόσημης με την οικονομική μεγέθυνση, όσο και για τις μαγικές, θετικές της προσλαμβάνουσες. Όμως είναι αναγκαίο και επιτακτικό να επισημανθεί ο μανδύας που διαχωρίζει την «καλή» από την «κακή» ανάπτυξη ως τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Στην πραγματικότητα σύμφωνα με τους προφήτες της αποκαλύψεώς της, η ανάπτυξη οφείλει να μην έχει όρια. Κάθε ηθικός, θρησκευτικός, εθνικός, εθιμικός περιορισμός της οικονομικής δραστηριότητας αποτελεί εμπόδιο στην απελευθέρωση του ανθρώπου από καταναγκασμούς της δυνατότητάς του να αναπτυχθεί οικονομικά. Κι αυτό είναι απαραίτητος όρος «του ίδιου ιστορικού κινήματος που εξάλλου αποδιοργανώνει τις οικογένειες, αποσυνθέτει την υλική και την κοινωνική ύπαρξη των χωριών και των συνοικιών και γενικά συμπαρασύρει βαθμιαία όλες τις μορφές πολιτοφροσύνης (civilite) που πριν δεκαετίες εσφράγιζαν σημαντικό μέρος των ανθρωπίνων σχέσεων»σημειώνει ο σύντροφος της σκέψης Ζαν Κλοντ Μισεά. Αυτή λοιπόν η δυστοπία ως το αέναο κίνημα «ανθρωπίνων» δικαιωμάτων που δεν θίγουν την οικονομία σαν ιδανικό προορισμό, έχει ξεσκίσει τον πλανήτη. Διαταράσσοντας την οικολογική ισορροπία, μεγεθύνοντας τη φτώχεια, αίροντας κάθε δυνατότητα διαχείρισης στα κοινά αγαθά, εκφυλίζοντας την πολιτική σε επιλογές του λιγότερο κακού, κι εξυψώνοντας το άτομο ως θεό του πλανήτη, έχει αποδειχθεί το απόλυτο κακό. Μέχρι να γνωρίσει κανείς την ευλογία του.
Έτσι από τα συντρίμμια, ας συλλέξουμε από τις λέξεις αυτές που θα αποδώσουν Έργο, Λόγο και Νόημα σε ένα μετασχηματιζόμενο όλον που διαρκώς μικραίνει το χάσμα των μεγάλων διαιρέσεων: κοινωνία-φύση, άνθρωπος-κοινωνία, οικονομία-κοινωνία, σώμα-πνεύμα. Ξαναγυρνώντας στον περιορισμό του χάους μέσα από την αλληλουχία, συνέργεια και αλληλεξάρτηση που εξέφρασαν για πρώτη φορά στην ιστορία οι φιλόσοφοι της αρχαιότητας αναδύεται η Δημιουργία που περικλείει όλες τις αντιφάσεις της ζωής σε μια εξισωτική διαπάλη. «Ισάζει αεί τανάντια» όπως μας μεταφέρει ο Αριστοτέλης για τον Αναξίμανδρο κι ο ελληνιστής Ζαν Πιερ Βερνάντ με τη σειρά του, ερμηνεύοντας αυτούς, αναφέρει πως «τα στοιχεία καθορίζονται πράγματι από την αμοιβαία τους αντίθεση, πρέπει να διατελούν πάντοτε τα μεν προς τα δε σε μια σχέση ισότητας… Συνίσταται η διατήρηση μιας ισορροπίας μεταξύ δυνάμεων στο εξής ίσων και από τις οποίες καμιά δεν πρέπει ν’ αποκτήσει πάνω στις άλλες μιαν οριστική μορφή κυριαρχίας». Ο όροςΔημιουργία φαίνεται ως ένας όρος που αν και πολύ εύκολο να κηλιδωθεί όπως και κάθε επικεφαλίδα στις μέρες μας, μπορεί ίσως να σηματοδοτήσει, εκφράζοντας για κάποια σχετική περίοδο, ένα θετικό προταγματικό περιεχόμενο.
———-
Νόστος;
 
Όσο περνούν τα χρόνια ανακαλύπτεις
Ότι τα σκοινιά που σ’ έδεναν
Δεν ήτανε παρά κλωστές
Κλωστές που δε μπορείς να σπάσεις πια
«Μικρή φυσική ιστορία», Αργύρης Χιόνης
Να επιστρέψουμε δηλαδή εκεί όπου τ’ αφήσαμε πριν κάτι δεκαετίες; Να αφήσουμε τις πόλεις και να τρέξουμε «στις καλαμιές και λιβάδια», όπως τραγουδούσε κάποτε ο βάρδος των Εξαρχείων, Νικόλας Άσημος; Να γίνει ένας μεγαλειώδης αποικισμός της καταρρέουσας περιφέρειας και ξαφνικά να βρεθούμε με μια φρέζα στο χέρι ή με μια γκλίτσα ή με ένα δίχτυ;
Ερωτήματα που ίσως εκφράζουν το αδιέξοδο μιας αποκέντρωσης σε μια περιφέρεια χτισμένη σχεδόν παντού, κοινωνικά διαλυμένη, παραγωγικά αποδιαρθρωμένη, χωρίς δίκτυα διανομής και διάθεσης της παραγωγής και με «εξισωτικά» αιτήματα ανάπτυξης. Σε άλλες περιπτώσεις εγκαταλελειμμένες περιοχές χωρίς παιδιά και σχολειό, με γερόντια που εξυπηρετούνται από ένα καφενείο και το χειμώνα εγκαταλείπονται στην ελεημοσύνη του στρατιωτικού ελικόπτερου ή στα περίφημα εκχιονιστικά μηχανήματα των πάλαι ποτέ Νομαρχιών. Για ποια αποκέντρωση μιλάμε; Για ποια πρωτογενή παραγωγή;
Αν δεν επιθυμούμε απλά να κάνουμε την «ωραία φάση μας» που εξευγενίζει τα χόμπι μας με «συλλογικές κουζίνες», με χαριστικά «παζάρια», με «αστική» γεωργία, με ανταλλακτικές «οικονομίες» και «εναλλακτικά» νομίσματα, θα πρέπει κυρίως να μιλήσουμε για την παραγωγή. Αυτήν που τρέφει την κοινωνία με βασικά είδη ανάγκης, αυτήν που επαναφέρει την αξιοπρέπεια στον άνθρωπο και τον καθιστά άξιο της Φύσης του και της συνέχειας της Ζωής. Πώς όμως θα προσεγγίσουμε  με ασφάλεια αυτά τα απλά και καίρια ερωτηματικά και θα συμβάλουμε σε μια σοβαρή συζήτηση αποφεύγοντας τις ιδεολογικές μαγγανείες, τις ιστορικές αγκυλώσεις, τις μιμήσεις εκ της Εσπερίας και τις άσκοπες εμβριθείς ακαδημαϊκές απεραντολογίες;
———
Ο ελλαδικός χώρος και η ιδιαιτερότητες στον κοινωνικό μετασχηματισμό
«Όλα είναι μέσα στη γυάλα
Ο ήλιος κι η θάλασσα
Τα ψάρια κι οι άνθρωποι
Τα σπίτια τα βουνά και τα ποτάμια
Οι αγάπες και τα μίση
Μερικά βογγητά έρωτα
Πολλά πόνου
Όλα εδώ μέσα στη γυάλα
Που όταν μένει ακίνητη
Δεν είναι
Παρά μια γυάλα μ’ έναν  κόσμο μέσα της
Αλλ’ όταν κάποιο χέρι την κουνήσει
-και την κουνάει  συχνά-
Ένα πικρό πυκνό χιόνι
Σηκώνεται και σκεπάζει τα πάντα»
«ΑΤΙΤΛΟ», Αργύρης Χιόνης
Κατ’ αρχήν οφείλουμε να εξετάσουμε τον ιδιαίτερο γεωγραφικό και ιστορικό χώρο στον οποίο ζούμε, προκειμένου εκ των συμπερασμάτων να εφοδιάσουμε τις όποιες δυνατότητες έχουν απομείνει, αίροντας τις «περιφράξεις» που έχουν τοποθετήσει βαθμιαία -και στην εποχή μας ραγδαία, η κρατική γραφειοκρατία με τις αυτοδιοικητικές της προεκτάσεις, η οικονομία της αγοράς και η περιρρέουσα ιδεολογία της απαλλαγής από το μόχθο. Τα χαρακτηριστικά είτε πρόκειται για δυνατότητες είτε πρόκειται για προβλήματα, αυτής της ιδιαίτερης περιοχής που πάντοτε ήταν στο όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης, για τη δική μας αναζήτηση είναι επιγραμματικά:
Α)Η μέχρι προσφάτως παραδοσιακή σχέση με τη μικρή ιδιοκτησία γης, όπως και ιδιαίτερα τα κατά τόπους εθιμικά δίκαια που ακόμα ίσως τηρούνται. Ιστορικά, όπου η μικρή ανεξάρτητη ιδιοκτησία γης άκμασε, μπόρεσε να δημιουργήσει συνεργατικές δυναμικές.
Β)Η μέχρι και σήμερα ισχύς της οικογενειακής αλληλεγγύης που αποδεικνύεται καθημερινά. Ίσως ο «αναχρονιστικός» αυτός θεσμός είναι το «κλειδί» που ανοίγει τις πραγματικές σχέσεις αλληλεγγύης και στήριξης με όλες τις αντιφάσεις που συνεργούν στην ύπαρξη και δομή του. Τον, εν πολλοίς ή εν ολίγοις, περιορισμό των συμπτωμάτων της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε τον χρωστάμε στην ελληνική οικογένεια. Η πραγματική οικονομία, στην κυριολεξία, έχει τις συγγενικές σχέσεις ως κυρίαρχη συνιστώσα.
Γ)Η διαρκής αν και απρόσφορη νοσταλγία «για το χωριό» με μνήμες που ανήκουν σε γενιές που ακόμα ζουν. Δεν είναι τυχαίο ότι ζήσαμε στην Ελλάδα μια απότομη, βίαιη αστικοποίηση που οφείλεται σε ιστορικά γεγονότα (π.χ. εμφύλιος) αλλά και πολιτικές επιλογές («ανήκομεν εις την Δύσιν»).
Δ)Η ακόμα σχετικά καλή ζωή σε πολλά χωριά της Ελλαδικής περιφέρειας με όλη την αμηχανία που κατατρέχει τον κόσμο της, εν μέσω αστυφιλίας που συνεχίζεται και κυμάτων οικονομικής μετανάστευσης.
Ε)Οι ακόμα δυνατότητες που ενυπάρχουν στην περιφέρεια από μια βραχύβια συνεχιζόμενη ανάπτυξη, η οποία όμως -συγκριτικά με άλλες χώρες- μπορεί να είναι αντιστρέψιμη, στο βαθμό που μελετηθεί προσεχτικά. Ακόμα ζουν άνθρωποι της γενιάς που κατέχει βασικές γνώσεις στα ζητήματα της καλλιέργειας, της κτηνοτροφίας και της αλιείας.
Από την άλλη στις «περιφράξεις» συγκαταλέγονται ως εξής:
Α)Πυκνή δόμηση της υπαίθρου (σαλαμινοποίηση)  και ιδιαίτερα στις τουριστικές παράλιες και νησιωτικές περιοχές. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις περιοχές αυτές έχουν επιβληθεί χωροταξικά σχέδια απαγόρευσης ακόμα και των ορνιθώνων.
Β)Ο τουρισμός ο οποίος έχει καταστεί μονόδρομος ειδικά στις προαναφερόμενες περιοχές έχει δημιουργήσει σωρεία προβλημάτων: 1)Έλλειψη πόσιμου νερού 2)Καταστροφή πηγαδιών-μετατροπή τους σε βόθρους 3)Εγκατάλειψη παραδοσιακών τρόπων συγκράτησης του νερού 4)Παγίωση της τουριστικής συνείδησης που έχει αδρανοποιήσει το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού και ιδιαίτερα τους νέους 5)Σοβαρό πρόβλημα με τα σκουπίδια και τη διαχείρισή τους.
Γ)Τα χρέη μεγάλου μέρους του αγροτικού πληθυσμού προς την Αγροτική Τράπεζα είναι ανασχετικά προς τις δυνατότητες ενός νέου αποικισμού ή αποκέντρωσης. Αυτήν την περίοδο καραδοκούν ξένοι αγοραστές γης. Η επικείμενη άρση επίσης των επιδοτήσεων που μετέτρεψαν τους παραγωγούς σε άγνωστης ταυτότητας επαγγελματίες, κάνει το τοπίο ακόμα πιο θολό. Η εγκατάλειψη σε μεγάλο βαθμό της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της αλιείας ως επαγγέλματα που «δεν βγάζουν λεφτά» είναι μια συνάγουσα πραγματικότητα. Το τοπίο που έχει διαμορφωθεί είναι απίστευτα αποκαρδιωτικό. Από την άλλη οι «νέες καλλιέργειες» ή νέοι «προσανατολισμοί» (π.χ. καλλιέργεια ιπποφαούς κι άλλες μπούρδες όπως η εμπορία γαϊδουρινού γάλατος) εντείνουν τη σύγχυση.
Δ)Υπάρχει σοβαρή επιβάρυνση της γης, των επίγειων και υπόγειων υδάτων και της θάλασσας από την, εδώ και λίγες δεκαετίες, συστηματική χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων της εκβιομηχανισμένης Γεωργία ή τις εδώ και μια εικοσαετία ιχθυοκαλλιέργειες οι οποίες προσφάτως, με την Κοινή Υπουργική Απόφαση απειλούν μια ακόμα δυνατότητα. Επιπροσθέτως τα σκουπίδια και κάθε χρήσιμο απόβλητο έχουν μετατρέψει πλαγιές και θάλασσες σε χωματερές και χαβούζες, αντίστοιχα.
Ε)Η εγκατάλειψη των δασών και η ραγδαία καταστροφή τους με ορόσημο τις φωτιές του 2007 σηματοδοτούν ένα κακό ορίζοντα. Τα δάση, τα οποία μεταπολεμικά κάλυπταν περίπου το 45% της συνολικής έκτασης της Ελλάδας, ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας που συνεργούσε στην πραγματική οικονομία. Η συγκράτηση των νερών και σε αρκετές περιπτώσεις οι μικρές παρεμβάσεις για την άρδευση και ύδρευση, η βοσκή, η κάλυψη σε καυσόξυλα και εμπορία ξυλείας, η συλλογή ρητίνης, η καθημερινή λειτουργία τους, συμπληρωματικά για την επιβίωση (κυνήγι, συλλογή καρπών, δασοχώματος κλπ.) ήταν βασικές λειτουργίες στα δάση και οι οποίες ήταν οι απαραίτητες για τη συντήρησή τους πριν ανακαλύψουμε, όψιμα, την ορειβασία, τις βαθιές αναπνοές, τα μέτρα διάσωσης-προστασίας και τις άπειρες γνώσεις μας επί των ορεινών οικοσυστημάτων.  
ΣΤ)Η εγκατάλειψη από το κράτος και τον αυτοδιοικητικό του παράγοντα, τομέων όπως της Υγείας, της Εκπαίδευσης, των Μεταφορών καθώς και άλλων υποδομών, κάνει το τοπίο ακόμα πιο απροσπέλαστο. Η «επανίδρυση», η «ανασυγκρότηση» ή η «νέα αρχιτεκτονική» του κράτους έτσι όπως επικαλέστηκαν και επικαλούνται οι κλόουν της ημεδαπής μας πολιτικής σκηνής, που ξεκίνησε με τις μεταρρυθμίσεις των αρχών του 90, συνεχίστηκε με τον «Καποδίστρια» και ολοκληρώνεται με το «καλό κράτος» του «Καλλικράτη» έχει αυτά τα χαρακτηριστικά της αποδόμησης κάθε κοινής ωφέλειας που εξισορροπούσε σε ένα βαθμό τις ανισότητες.
Ζ)Τα «κληρονομικά» (αδελφομοιράδια κλπ.) αποτελούν ένα ακόμα βραχνά δίπλα στην αλλαγή αξίας χρήσης της γης. Τόσο οι συχνές κόντρες που έχουν κάνει χρυσούς τους δικηγόρους και τους συμβολαιογράφους μέσα στις οικογένειες, όπως και τα διακηρυγμένα αιτήματα για τα δικαιώματα κατάτμησης της αγροτικής γης με στόχο την πώληση και την οικοδόμηση, είναι δυο από τις βασικές πληγές σε περιοχές της ελληνικής επαρχίας.
———-
Η ελληνική εκδοχή μιας πολυδιάστατης κρίσης και οι προϋποθέσεις για την κοινωνική της υπέρβαση
 
«Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα. Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές.                           Μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές. Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.                          Ήχος στεκάμενος, κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας, ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε τα σπίτια, τα καλύβια και τις στάνες μας. Και οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα, γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας.                                                                                                  Πώς γεννήθηκαν, πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;
Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές. Μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές. Που ηχούν και που τις προσκυνούμε. Ο τόπος μας είναι κλειστός.                     Τον κλείνουν οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια την Κυριακή σαν κατεβούμε ν’ ανασάνουμε, βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα, από ταξίδια που δεν τέλειωσαν σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν».
«Ο τόπος μας είναι κλειστός», Γιώργος Σεφέρης
Αν εξαιρέσουμε περιπτώσεις που μπορούν να μπουν στο εργαστήρι της κοινωνικής επανάστασης και να αποτελέσουν αντικείμενα ανάλυσης και κατ’ επέκτασιν παραδείγματα προς μίμηση ή προς αποφυγή, μπορούμε από σήμερα ευρέως να συζητούμε, με στόχο μια όσο το δυνατόν συντονισμένη αποκέντρωση και ανάληψη ευθύνης για την κοινωνική παραγωγή.
Α)Η οικογένεια και οι συγγενικές σχέσεις είναι ο κυρίαρχος πυλώνας σ’ αυτήν την αναζήτηση. Η επιστροφή στα πάτρια εδάφη αναπτύσσει ένα προσεγγίσιμο πλαίσιο αναφοράς διότι πιθανότατα ενυπάρχει εκ των προτέρων μια αυτονόητη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στον εναπομείναντα κοινωνικό ιστό των χωριών και των ανθρώπων που από εκεί «κρατεί η σκούφια τους». Οι διαπλεκόμενες μνήμες που περιστασιακά ανακινούνται στα πανηγύρια, στις κηδείες και «στις χαρές», εμπεριέχουν τους ανθρώπους που θα αποφασίσουν να αποτελέσουν κομμάτι μιας νέας Αφήγησης.
Β)Η δημιουργία κοινωνικών σχολών για την επανάκτηση της γνώσης για την Γεωργία, την Κτηνοτροφία και την Αλιεία, γνώσης που προέβλεπε την ισορροπία στη Φύση εν μέσω των καθημερινών ανθρώπινων παρεμβάσεων, είναι ένας απαραίτητος όρος για να ξαναδημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια όσο το δυνατόν ομαλή μετάβαση στην πρωτογενή οικονομία. Από την άλλη, γνώσεις για τη συγκράτηση του νερού, για τη διαχείριση των απορριμμάτων, μπορούν να εκσυγχρονίζονται με νέες δυνατότητες και πατέντες που μπορούν να προστεθούν.
Γ)Στις τουριστικές περιοχές, το αγκάθι του τουρισμού οφείλει να μετατρέπεται σε ανθό γνωριμίας και δημιουργίας, ισχυρών δεσμών ντόπιων και επισκεπτών. Η αποκέντρωσή του  και η στροφή του σε μια γνώση για τον τόπο, σε μια ουσιαστικότερη σχέση με τις αθέατες ομορφιές του και τα προβλήματά του, δίνει μια προοπτική επιβίωσης και ανανέωσης του πολιτισμού και της οικονομίας του. Η φιλοξενία, το χάρισμα, το δώρο κι οι ανταλλαγές του, η χρήση και λειτουργία υποδομών μακριά από τα περίφημα κέντρα μιας πολύβουης παραλίας με μπαρ και ξαπλώστρες, είναι στοιχεία μιας πραγματικής οικονομίας αλλά και μιας έμπρακτης σύγκρουσης με τον όγκο της τουριστικής αγελάδας.
Δ)Το νερό και τα απόβλητα-απορρίμματα είναι ένα ενιαίο σοβαρό πρόβλημα που οφείλει να μας απασχολεί μέχρι να τεθούν ξανά σε εφαρμογή, με πιθανούς εκσυγχρονισμούς, όλες οι παραδοσιακές μέθοδοι διαχείρισής τους. Με τις στέρνες, τη δεντροφύτευση και φυτική εδαφοκάλυψη σε περιοχές που πρέπει να αποκατασταθούν άμεσα, τους επίγειους ταμιευτήρες, τα μικρά φράγματα τύπου Απειράθου, την βελτίωση κάθε υποδομής σχετικής με το νερό και τη διανομή του για άρδευση και ύδρευση, με κοινωνικούς περιορισμούς σε περιστάσεις, το νερό πολύ πιθανόν να ξαναπάρει τη θεϊκή του υπόσταση. Από την άλλη τα απόβλητα-απορρίμματα, μπορούν να μετατρέπονται σε χρήσιμα υλικά ανατροφοδότησης της γης σε οργανικές ουσίες, σε ζωοτροφές ή σε ενέργεια μέσω της κοινοτικής κλίμακας διαχείριση.
Ε)Η σχέση με την πολιτική, ενός τέτοιου αναστοχασμού και πολυδιάστατης πρακτικής, είναι βασικά η προσπάθεια για κοινωνική απαίτηση –με όσο το δυνατόν διαχείριση βάσης- των όποιων κονδυλίων από τους μηχανισμούς χρηματοδότησης, ώστε να δημιουργηθούν ή να ενισχυθούν οι υποδομές των τοπικών κοινωνιών. Είναι βασικό κι αν δεν επιθυμούμε απλώς να παίξουμε ή να πειραματιστούμε με ρεφενέ, πρωτίστως, να δώσουμε την ώθηση για ένα κοινοτικό συνδικαλισμό ή «αυτοαξιοποίηση της εργατικής μας δύναμης» κατ’ άλλους, με στόχο τις κοινοτικές υποδομές ώστε να καταστούν οι ανανεωμένες κοινότητες, οικονομικά αυτοδύναμες. Τα χρηματικά πακέτα που θα επενδύσουν στην «ανάπτυξη» και στην «ανταγωνιστικότητα», τα χρηματικά αποθέματα των Αυτοδιοικήσεων, που προορίζονται για τους εργολάβους με ιμάντα μεταφοράς χρήματος τους Δήμους και τις Περιφέρειες οφείλουμε να τα απαιτούμε για την αναδιοργάνωση των τοπικών κοινωνιών με στόχο την οικονομική αυτοδυναμία. Ενδεικτικά, οι τρόποι συγκράτησης του νερού, η αναβίωση της ξερολιθιάς, οι δυνατότητες σχετικής μεταποίησης αγαθών, οι ικανές προσπάθειες για τη κοινωνικά ελεγχόμενη διακίνηση και διάθεση των αγαθών, η αξιοποίηση κοινοτικών υποδομών στην κατεύθυνση ενός άλλου τουρισμού, κρίνονται τουλάχιστον απαραίτητες τόσο για τις καθημερινές συνθήκες όσο και για μια ικανή αποκέντρωση. Από την άλλη, οι όποιες ιδιοκτησίες σε γη αφορούν κατόχους που έχουν ένα ιδιαίτερο βάρος (μεγαλογαιοκτήμονες, εκκλησιαστική περιουσία, δημοτική περιουσία, κρατική περιουσία, περιουσίες ιδρυμάτων κλπ.) πρέπει να τεθούν σε μια βάση πραγματικής χρήσης, με τους τρόπους που θα επιλέξει το νέο αίμα της κοινότητας συμμεριζόμενο τις ιστορικές ιδιαιτερότητες σε κάθε περίσταση. Συνεπώς, κάθε προσπάθεια στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενός δημοκρατικού, δημόσιου χώρου είναι από επιθυμητή έως απαραίτητη.
ΣΤ)Η προσπάθεια για ένα νέο πολιτισμό της περιφέρειας προϋποθέτει μια διάθεση κατανόησης που μπορεί να οδηγήσει σ’ έναν συγκρητισμό. Η ανοχή της «πολυπολιτισμικής» συναναστροφής όχι μόνο δεν δημιούργησε πεδία κατανόησης πέρα από τις έθνικ κουζίνες και μουσικές, αλλά εξύφανε και δρόμους που ποτέ δεν μπόρεσαν να διασταυρωθούν αν όχι να αποτελέσουν ένα κόμβο συγκρούσεων βεβαιοτήτων, ένθεν κι ένθεν. Αυτό δε σημαίνει ότι θα πρέπει κανείς να φορέσει το κουστούμι του για την παρέλαση της 28ης ή να απαγγείλει τον Απόστολο από το βήμα του ιεροψάλτη τις Κυριακές.  Όμως οφείλει να συνδράμει και να ανανεώσει τρόπους αλληλεγγύης, αλληλοβοήθειας και συνεκτικότητας των κοινοτήτων σ’ ένα ρίσκο επανακατοίκησης στην ελληνική επαρχία που δεν είναι ούτε ντόγκβιλ, ούτε παράδεισος.
———-
Επίλογος
«Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
ύστερα απ’ το φριχτό ναυάγιο και το χαμό
το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
που πήγαν οι άλλες βάρκες ποιοι γλίτωσαν
εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
ένα νησί ερημικό
εκεί θα στήσουμε τα σπίτια μας
γύρω-γύρω στη μεγάλη πλατεία
και στη μέση μια παλιά εκκλησιά
θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία
του καπετάνιου μας που χάθηκε ψηλά-ψηλά
λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου πιο χαμηλά του τρίτου
θ’ αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά
κι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι καινούργιο
ολοκαίνουργιο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα
θα ‘χουμε γεράσει μα θα μας γνωρίζουνε
μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε με μας».
«Το ναυάγιο», Μανόλης Αναγνωστάκης
Είναι αυτονόητο ότι το παρόν δεν αποτελεί μια απόπειρα εγχειριδίου προς ναυτιλλόμενους αλλά επισημαίνει κάποιες από τις αλήθειες που αφορούν την ελληνική πραγματικότητα με τις όποιες αποκλίσεις μπορεί να υπάρχουν στο διάβα μιας έντιμης και δυνητικά οργανωμένης επιστροφής. Από τη μια αναδεικνύονται οι δυνατότητες αλλά και τα προβλήματα που πιθανόν να τροχοπεδούν κάθε προσπάθεια που μπορεί να πραγματοποιηθεί. Από κει και πέρα ανήκει στα ίδια τα πρόσωπα και στις πραγματικές τους ανάγκες, συνειδητά, να ανοίξουν την αυλαία σε ένα πραγματικό δρώμενο ζωής που να μπορέσει να τους κρατήσει στα πόδια τους και να δημιουργήσει της προϋποθέσεις ώστε ένα αντιαστικό ρεύμα να πλησιάζει τις συνθήκες της οικονομικής αυτοδυναμίας, της ισότητας και της ισορροπίας με τη Φύση.
Γιώργος Κυριακού

Δημοσιεύθηκε από

sxedia

Η σχεδία στ' ανοιχτά της Αίγινας είναι ένα τοπικό ιστολόγιο το οποίο στο μέτρο του δυνατού παρεμβαίνει στα τοπικά δρώμενα είτε αναλύοντας το τοπικό ζήτημα από μια διεξοδική ελευθεριακή κοινοτιστική πλευρά, είτε προτείνει σε συγκεκριμένα ζητήματα, είτε συλλέγει αλήθειες του σήμερα και του χτες που διώκονται. Δεν υποκαθιστά καμιά πραγματική επαφή και ανθρώπινη σχέση, δεν υποκαθιστά κάποιον πολιτικό ή κοινωνικό ιστό. Είναι μια σχεδία ιδεών και καλών προθέσεων. Προς το παρόν συνεργάζεται με το Μαρδικούλο της διπλανής πόρτας και με όποιον ή όποιαν επιθυμεί να έχει μια ελεύθερη, δημόσια φωνή χωρίς υποβολέα. Σχεδία στ' ανοιχτά της Αίγινας Δημοσιεύματα παλιά μπορείτε να βρείτε στο αρχείο της Σχεδίας: http://sxediarchive.wordpress.com/

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *